Η ιστορία του είναι γνωστή ακόμα και σ' εκείνους που δεν έχουν ιδέα απ' το έργο του. Από τους αυθεντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα, προικισμένος με το χάρισμα να εμφυσά ψυχή στα ελώδη τοπία και τα άγρια ζώα της αγγλικής ενδοχώρας, στην υπηρεσία της βασιλικής αυλής από το 1984 ώς τον θάνατό του από καρκίνο και συγγραφέας κάμποσων βιβλίων για παιδιά, ο Τεντ Χιουζ (1930-1998) είχε το θλιβερό προνόμιο να διασχίσει μεγάλο μέρος της διαδρομής του με τη ρετσινιά του καταραμένου συζύγου, ως «υπαίτιος» για την αυτοκτονία της αμερικανίδας ποιήτριας Σίλβια Πλαθ.
Τον δρόμο της αυτοκτονίας ήταν γραφτό ν' ακολουθήσει κι ένα από τα παιδιά τους, ο Νίκολας, που βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του στην Αλάσκα τον Μάρτιο του 2009. Αυτήν την απώλεια ο Χιουζ δεν πρόλαβε να τη βιώσει. Τον Μάρτιο του 1969, όμως, μία εξαετία μετά την αυτοχειρία της δημιουργού του «Αριέλ» και του «Γυάλινου κώδωνα», η τότε σύντροφός του, η κοσμοπολίτισσα καλλονή Ασια Ουέβιλ για την οποία είχε εγκαταλείψει την Πλαθ, έδινε κι εκείνη τέλος στη ζωή της, παρασύροντας στο θάνατο και την τετράχρονη κόρη τους... Τι προκάλεσε αυτήν την εκατόμβη; Και τι μερίδιο ευθύνης αναλογεί πραγματικά στον δαφνοστεφή ποιητή;
Αυτήν την ιστορία με τ' αναπάντητα ερωτήματα βάλθηκε ν' αφηγηθεί η γαλλίδα συγγραφέας Κλοντ Πιζάντ-Ρενό στις «Γυναίκες του λαθροθήρα» (μετ. Α. Σιγάλα, εκδ. Ψυχογιός), σαφώς επηρεασμένη από τα «Γράμματα γενεθλίων», το κύκνειο άσμα του Τεντ Χιουζ. Μια συλλογή ογδόντα οχτώ ποιημάτων μνήμης, αγάπης, τρυφερότητας αλλά και σπαρακτικής οδύνης και δαιμονολογίας (μετ. Γ. Αντιόχου, εκδ. Μελάνι) όπου ο Χιουζ, ως άλλος Ορφέας, θρηνεί την Ευρυδίκη του, ξεδιπλώνοντας χωρίς ενοχές το χρονικό της σχέσης του με την Πλαθ σαν έναν αγώνα όπου το αρσενικό πασχίζει να υπερισχύσει του θηλυκού...
Χορεύτρια και χορογράφος που συνέβαλε στη διάδοση στη Γαλλία του σύγχρονου αμερικάνικου χορού, με θητεία στο Πανεπιστήμιο της Βανσέν κι αφοσιωμένη εδώ και τρεις δεκαετίες στη λογοτεχνία, η Πιζάντ-Ρενό πριν ξεκινήσει τις «Γυναίκες του λαθροθήρα» είχε ξεκοκαλίσει οτιδήποτε διαθέσιμο γύρω από τους βασικούς της ήρωες -ανάμεσά τους και το πρόσφατο «Στη σκιά μιας άλλης» των Κορέν και Νεγκέβ για την αποσιωπημένη από τα ΜΜΕ Ουέβιλ (Πατάκης).
Κυρίως όμως, είχε εντρυφήσει στο λογοτεχνικό έργο της Πλαθ και σ' εκείνο του Χιουζ, αποφασισμένη να σπείρει ίχνη τους σ' όλη την έκταση του γραπτού της. Και κατάφερε να δώσει ένα βιβλίο που ούτε καθαρόαιμο μυθιστόρημα είναι, ούτε δημοσιογραφική έρευνα, ούτε συνηθισμένη βιογραφία, αλλά ένα ερεθιστικό ψηφιδωτό από δεκάδες διαφορετικές αφηγήσεις. Γιατί, πέρα από εκείνες που αποδίδονται στα μέλη του τραγικού ερωτικού τριγώνου, η συγγραφέας δίνει εναλλάξ φωνή και σε φίλους, γείτονες και συγγενείς τους, σε προδομένους εραστές, λογοτεχνικούς κριτικούς και ψυχαναλυτές, κεντώντας έτσι πολλές «αλήθειες» πάνω στον βασικό της καμβά.
Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την οπτική γωνία της τόσο ταλαντούχας αλλά και τόσο τραυματισμένης από την απώλεια του πατέρα της, Σίλβια Πλάθ, το οποίο μεταδίδει τη «γλυκύτητα» και τη «λύσσα» που την κατέκλυζαν νιόπαντρη, στο ταξίδι του μέλιτος, πλάι στο «βίαιο και καθησυχαστικό συνάμα ογκώδες κορμί» του Χιουζ:
«Μου άρεσε να κοιτάω τον Τεντ να στρώνεται στο γράψιμο, να συγκεντρώνεται, μυώδη, ζωώδη, έτοιμο να συνουσιαστεί ή να σκοτώσει. Κάποιες στιγμές από την ταράτσα μας, έβλεπα τα μάτια του να περιπλανώνται στον θαλασσινό ορίζοντα αλλά γνώριζα ότι δεν εντόπιζαν τίποτα πραγματικό. Ηταν σ' επιφυλακή για το πέρασμα μιας εικόνας, ενός κοπαδιού λέξεων, ποιο να πρωτοπιάσει; Αυτή η παλλόμενη ένταση, όπως στο κρεβάτι. Διαβάζαμε φωναχτά τα προσχέδια των κειμένων μας -εύθυμες κριτικές ή άγριες κατσάδες κάποιες φορές. Μοίρασμα της γλώσσας, γλώσσα δώρο των κορμιών, και τα πρωινά δώρο των ονείρων: αυτή τη νύχτα συνάντησα τον Μόγλη, το γάτο των παιδικών μου χρόνων, βόλταρε από δέντρο σε δέντρο νιαουρίζοντας διαπεραστικά. Μου τον δανείζεις για το επόμενο αφήγημά μου; Πάρε, πάρε με τις χούφτες ό,τι θέλεις, και ο Τεντ άρπαζε τ' όνειρό μου και τα χείλη μου, και ανοιγόμουν ξανά. Με τα κορμιά μας να κολλούν ακόμη από τον ιδρώτα, το σπέρμα, την ηδονή, ξαναπιάναμε τη δουλειά μας. Το γράψιμο ήταν όπως η προσευχή: έξαψη και συγκέντρωση. Ονειρα, ποιήματα, ζωγραφιές πολλαπλασιάζονταν χάρη στην πορώδη παρουσία του άλλου»...
Πώς εξανεμίστηκαν όλα αυτά; Γιατί απέτυχε ο γάμος τους; Από ποια ρωγμή εισέβαλε η σαγηνευτική Ασια ανάμεσά τους; Μήπως το «πρωταρχικό» τους λάθος ήταν που «απαρνήθηκαν τα ζωώδη ένστικτα κι έγιναν ένα συνηθισμένο συζυγικό ζευγάρι», όπως μονολογεί ο Χιουζ; «Δεν είναι θύμα κανενός, και πάνω απ' όλα όχι του συζύγου της», διατείνεται στον απόηχο της αυτοχειρίας της Πλαθ η κουνιάδα της. «Οπου κι αν είμαστε, η Σίλβια θα είναι πάντα παρούσα» παραπονιέται η διάδοχός της, στο συζυγικό κρεβάτι και στη φροντίδα των ορφανών της παιδιών. Οσο για την Ορέλια Πλαθ, δεν το χωράει ο νους της: «Η κόρη μου, που τόσο ήταν παθιασμένη με τα παιδιά της όπως και με τις κατσαρόλες της, να έχει αναχθεί σε φεμινιστικό είδωλο...».
Κόκκινο πανί για τις αμερικανίδες φεμινίστριες, ο Τεντ Χιουζ, έστω και μετά θάνατον, βρήκε στο πρόσωπο της γαλλίδας συγγραφέως μία πολύτιμη σύμμαχο. Κι όσοι πιστεύουν αφελώς ότι οι ποιητές... πετούν στα σύννεφα, απαλλαγμένοι από τα βαρίδια της πιο πεζής καθημερινότητας, διαβάζοντας τις «Γυναίκες του λαθροθήρα» θα διαψευστούν.
No comments:
Post a Comment