Ενας κόσμος βίαιος, χυδαίος, εσωστρεφής και αδυσώπητα σκληρός - Της Ντορας Mακρη
- Η Καθημερινή, Kυριακή, 5 Iουνίου 2011
- ΟΥΙΛΙΑΜ ΦΟΚΝΕΡ, Ιερό, εκδ. Μεταίχμιο
Σε μια ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση, με σκληρό εξώφυλλο και σε μετάφραση Ιωάννας Καρατζαφέρη, επανεκδίδεται το «Ιερό», ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και αινιγματικά μυθιστορήματα του Ουίλιαμ Φόκνερ (1897–1962) λόγω του σεξουαλικού του περιεχομένου. (Η προηγούμενη μετάφραση από τους Τάσο Δαρβέρη και Κώστα Νικολαΐδη κυκλοφόρησε με τίτλο «Αδυτο», εκδ. Μέδουσα, 1993.) Ενα αφήγημα του 1931, όπου συνυπάρχουν αιμομικτικοί υπαινιγμοί, βιασμός, λιντσάρισμα και φόνοι φαίνεται να αποκλίνει αισθητά από το φοκνερικό opus, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι έπεται των «Βουή και αντάρα» (1929) και «Καθώς ψυχορραγώ» (1930), δύο ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικών έργων του Αμερικανού συγγραφέα.
Νιώθοντας αυτήν την παραφωνία, ο ίδιος ο Φόκνερ έσπευσε να αποδώσει την ιδέα της συγγραφής του σε οικονομικά κίνητρα, χαρακτηρίζοντάς το potboiler, δηλαδή εμπορικό έργο κατώτερης λογοτεχνικής αξίας. Ωστόσο, οι παρατηρήσεις αυτές αφορούν το αρχικό χειρόγραφο που ο Φόκνερ είχε καταθέσει στον εκδότη του και όχι το τελικό κείμενο. Αν και ο βιασμός της νεαρής Τεμπλ από τον Πάπαϊ και οι φόνοι που ο ίδιος διαπράττει εξακολουθούν να υπάρχουν στην τελική έκδοση, ο Φόκνερ προσθέτει μια σκηνή άγριου λιντσαρίσματος, και κυρίως εστιάζει το ενδιαφέρον του στον ιδεαλιστή ονειροπόλο δικηγόρο Χόρας Μπένμποου, που αν και αποδεικνύεται αδύναμος να υπερασπιστεί τον Λι Γκούντγουιν για ένα φόνο που δεν έκανε, αλλά και να τον σώσει από το εξαγριωμένο πλήθος που τον λιντσάρει, ωστόσο είναι ο μόνος ήρωας που διαθέτει την ικανότητα κριτικού αναστοχασμού σχετικά με την ολοκληρωτική κυριαρχία του κακού.
Κάτοικος μιας μικρής πόλης της θρυλικής Γιοκναπατάφα, μιας περιοχής του αμερικανικού Νότου που επινόησε ο Φόκνερ, ο Χόρας Μπένμποου κάνει τη δεύτερη εμφάνισή του στο «Ιερό». Πρόκειται για μια συνηθισμένη φοκνερική τακτική, δηλαδή η πολλαπλή αξιοποίηση των ίδιων λευκών ηρώων ή συγγενικών τους προσώπων που έχουν σημαντική κοινωνική παρουσία. Ηδη στο «Σαρτόρις» (1929) έχει αναδειχθεί η ακεραιότητα και η τιμιότητα του Χόρας. Είναι όμως επίσης γνωστή η σχέση έλξης-αποστροφής που νιώθει προς τη γυναικεία σεξουαλικότητα, γεγονός που τον κάνει άτολμο, εσωστρεφή και αποκομμένο από τα κοινωνικά δρώμενα. Ετσι, είναι ο μόνος που πείθεται για την αθωότητα του Γκούντγουιν, ενός λαθρέμπορου αλκοολούχων ποτών που συλλαμβάνεται για ένα φόνο που δεν διέπραξε, και αναλαμβάνει αμισθί την υπεράσπισή του.
Λίγο αργότερα, μαθαίνει από την Τεμπλ όλο το χρονικό του βιασμού της από τον αδίστακτο κακοποιό Πάπαϊ, καθώς και την ενοχή του για τον φόνο για τον οποίο κατηγορείται ο Γκούντγουιν. Περισσότερο από τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του βιασμού τον σοκάρει η ευκολία με την οποία η Τεμπλ παρασύρθηκε από τη διαφθορά και υπέκυψε στους πειρασμούς του κακού. Και πάλι όμως δείχνει εμπιστοσύνη στην έμφυτη καλοσύνη της και την καλεί να καταθέσει στο δικαστήριο για να αθωωθεί ο Γκούντγουιν και να συλληφθεί ο πραγματικός ένοχος. Ωστόσο η Τεμπλ θα ψευδορκήσει, υποδεικνύοντας τον Γκούντγουιν ως βιαστή της, ο οποίος δεν γλιτώνει το λιντσάρισμα από το πλήθος, όταν γίνονται γνωστές οι ειδεχθείς συνθήκες του βιασμού.
Στο μεταξύ, ο Πάπαϊ κυκλοφορεί ελεύθερος μέχρις ότου –καθ’ οδόν προς τη Φλώριδα για να επισκεφτεί τη μητέρα του– συλληφθεί και καταδικαστεί σε θάνατο για κάποιον άλλο φόνο που δεν διέπραξε. Ο θρίαμβος του κακού συντρίβει τον Χόρας, ενώ αφήνει την Τεμπλ παγερά αδιάφορη. Η τελευταία σκηνή εκτυλίσσεται μια γκρίζα μέρα στους κήπους του Λουξεμβούργου: καθισμένη σ’ ένα παγκάκι πλάι στον πατέρα της, η Τεμπλ χασμουριέται, ανοίγει μια πουδριέρα και κοιτάζει το πρόσωπό της. Μετά κλείνει την πουδριέρα και αφήνει το βλέμμα της να χαθεί στο βάθος του γκρίζου ουρανού.
Είναι προφανές ότι κανένα είδος κάθαρσης δεν επέρχεται και καμιά μορφή ηθικής δικαιοσύνης δεν απονέμεται στο τέλος του μυθιστορήματος. Αντίθετα, θα λέγαμε, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας της «κοινοτοπίας του κακού», αφού διαπιστώνει ότι κανένας από τους πρωταγωνιστές δεν έχει έμφυτη κακία, αλλά ενεργεί χωρίς βαθύτερη σκέψη, υπό την πίεση των περιστάσεων. Ακόμη και ο Πάπαϊ, που δίνει την εντύπωση στυγνού εγκληματία, αποκαλύπτεται ένας μοναχικός άνθρωπος που η τραυματική παιδική του ηλικία του στέρησε τη δυνατότητα να συνδεθεί συναισθηματικά με άλλον άνθρωπο. Περισσότερο και από τον Χόρας, του οποίου η αδυναμία επαφής έχει ψυχολογικές αιτίες, ο Πάπαϊ είναι καταδικασμένος σε μια διαρκή και ολοκληρωτική απομόνωση αφού, όπως μαθαίνει ο αναγνώστης από την Τεμπλ, για να βιάσει την κοπέλα, ο κακοποιός χρησιμοποίησε το κοτσάνι ενός καλαμποκιού, επειδή ο ίδιος είναι σεξουαλικά ανίκανος.
Τελικά, στο σκοτεινό αυτό μυθιστόρημα, πουθενά δεν βρίσκει κανείς καταφύγιο, γιατί το ιερό άδυτο έχει αλωθεί.
No comments:
Post a Comment