Πού διασταυρώνεται η «Γάτα με πέταλα» της Ευγενίας Φακίνου με το «Ρεπερτόριο της άνοιξης» του Γιώργου Μανιώτη και πού η «Πόλη» του Σπύρου Πλασκοβίτη με τους «Φίλους» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου; Κι ακόμα, τι κοινό μπορεί να έχουν τα πρώτα πεζά του Αλέξη Σταμάτη και της Λένας Κιτσοποπούλου με το «Σοκάκι», το κύκνειο άσμα του Αλέξανδρου Κοτζιά;
Αντλημένα όλα τους από τον κατάλογο του «Κέδρου», τα παραπάνω βιβλία απαρτίζουν τη νέα προσφορά της «Κ.Ε.» που ξεκινά την ερχόμενη Κυριακή, καλώντας τους αναγνώστες της να διανύσουν αυτό το δύσκολο καλοκαίρι υπό το καταφύγιο της λογοτεχνίας, συντροφιά με γνωστούς έλληνες συγγραφείς από διαφορετικές γενιές και με διαφορετικό ύφος γραφής. Αλλα απ' αυτά καθρεφτίζουν όψεις της Ελλάδας από τον Μεσοπόλεμο ώς τις μέρες μας, άλλα εμπνέονται από κρίσιμες σελίδες της νεότερης ιστορίας μας, κάποια θυμίζουν υπαρξιακά θρίλερ, κάποια στηρίζονται περισσότερο στο συναίσθημα παρά στο σασπένς. Και οι ήρωές τους, από τους πιο απρόβλεπτους ώς τους πιο συνηθισμένους, όταν δεν αναμετριώνται με τον οικογενειακό ή τον κοινωνικό τους περίγυρο, παλεύουν με το παρελθόν τους και με τον βαθύτερό τους εαυτό.
«Πριν από λίγα χρόνια ακόμα, θα κλότσαγα στην ιδέα ότι ένα βιβλίο μου μπορούσε να βγει σε προσφορά μαζί με κυριακάτικη εφημερίδα» ομολογεί ο Μένης Κουμανταρέας. «Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει πάρα πολύ. Και χαίρομαι που η "Συμμορία της άρπας", κάπως αδικημένη στις πωλήσεις σε σχέση με άλλα έργα μου, έχει τώρα την ευκαιρία να συναντήσει ένα πλατύτερο κοινό».
Πρωτοδημοσιευμένο το 1993, αυτό το σύντομο μυθιστόρημα με το οποίο εγκαινιάζεται η προσφορά της «Κ.Ε», έχει για πρωταγωνιστές έναν γεροπαράξενο καθηγητή άρπας, ένα μικρομέγαλο, αύθαδες κοριτσάκι κι έναν ερμαφρόδιτο υπηρέτη ασιατικής καταγωγής, οι οποίοι συγκατοικούν σ' ένα ξεπεσμένο αθηναϊκό σπίτι παρέα με τις ψευδαισθήσεις τους, ενώ ο κόσμος γύρω τους αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και η Αθήνα υποδέχεται τα πρώτα κύματα μεταναστών. Τις ιστορίες τους εκμαιεύει κι αφηγείται ένας φιλόμουσος υπάλληλος συμβολαιογραφείου που νεκρολογεί με τον τρόπο του τον απερχόμενο 20ό αιώνα, αναστοχαζόμενος πάνω στο δίπολο τέχνη και ζωή.
Ο Κουμανταρέας ξεκίνησε να γράφει αυτό το σύντομο μυθιστόρημα «γοητευμένος», όπως λέει, «από το κλίμα μιας μικρής νουβέλας του Λαμπεντούζα, τη "Λίγεια", όπου ένας σοφός καθηγητής συνδιαλέγεται μ' έναν νεαρό δημοσιογράφο σ' ένα λίγο σκοτεινό καφέ. Εγώ διάλεξα να τοποθετήσω τους δύο αντίστοιχους ήρωές μου σ' ένα ελεεινό φαστ-φουντ της πλατείας Βικτωρίας, το οποίο ήταν ακριβώς στη θέση του παλιού αγαπημένου μου ζαχαροπλαστείου "Περφέκτ". Είναι μια υπόκλιση σε μια περασμένη εποχή και συγχρόνως μια παραδοχή του πώς μια πόλη αλλάζει. Κι είναι ένα βιβλίο στο οποίο μιλάω πρώτη φορά για μετανάστες, όπως αφήνομαι να μιλήσω και για την τέχνη που αγαπώ περισσότερο πέρα από τη λογοτεχνία, τη μουσική».
Στις 10 Ιουλίου, σειρά παίρνει η «Γάτα με πέταλα»: ένα μυθιστόρημα γραμμένο στον απόηχο του σκανδάλου Κοσκωτά, όπου η δημοφιλής Ευγενία Φακίνου, εμφανώς επηρεασμένη από το κλίμα της εποχής, περιγράφει τη χυδαιότητα και την ηθική κατάπτωση της πάλαι ποτέ «αγνής» ελληνικής επαρχίας, φιλοτεχνώντας πορτρέτα αδίστακτων κομπιναδόρων που καταφέρνουν να κουκουλώσουν όλες τους τις απατεωνιές. Κι ακολουθεί η εμβληματική «Πόλη» του Σπύρου Πλασκοβίτη (1917-2000), του ακέραιου δικαστή με την έντονη αντιδικτατορική δράση που μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στην πολιτική και τη γραφή. Η «Πόλη», μολονότι δεν κατονομάζεται, δεν είναι άλλη από τη γενέτειρά του, την Κέρκυρα, κι η πλοκή του βιβλίου, τοποθετημένη στα χρόνια του '30, επικεντρώνεται στον αθέμιτο έρωτα ανάμεσα σε μια έφηβη και τον κηδεμόνα της, έναν ιδεαλιστή ιερέα, μιλώντας ουσιαστικά για έναν κόσμο καταπιεσμένο από ένοχα αισθήματα κι ανταγωνιστικά συμφέροντα που προμηνύουν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στα πλαίσιο μιας αμετακίνητης ακόμη επαρχιακής ζωής.
Για τις δύο τελευταίες βδομάδες του Ιουλίου, η «Κ.Ε.» προτείνει δύο συλλογές διηγημάτων, το «Ρεπερτόριο της άνοιξης» και τις «Νυχτερίδες», προερχόμενες από ανθρώπους του θεάτρου, τον Γιώργο Μανιώτη και τη Λένα Κιτσοπούλου αντίστοιχα: δύο βιβλία που αποτυπώνουν προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις και σκιαγραφούν πορτρέτα μικροαστικών «τεράτων» ή περιθωριακών πλασμάτων, σκαλίζοντας σκοτεινές όψεις της καθημερινής τους ζωής.
Κι ο Αύγουστος μπαίνει με το «Σοκάκι», την τελευταία νουβέλα του Αλέξανδρου Κοτζιά (1926-1993), ο οποίος άφησε έντονο στίγμα στα μεταπολεμικά γράμματα, τόσο ως πεζογράφος όσο και ως μεταφραστής και κριτικός. Μάστορας του εσωτερικού διαλόγου και πάντα αυστηρός με τους ήρωές του, ο Κοτζιάς ζωντανεύει εδώ έναν ταγματάρχη του ελληνικού στρατού, έναν τυπικό «άνθρωπο του καθήκοντος», την ώρα που διαπιστώνει ότι έχει μετατραπεί σε θήραμα δύο αντιμαχόμενων φατριών οι οποίες ετοιμάζονται να υφαρπάξουν πραξικοπηματικά την εξουσία...
Ο «Εβδομος ελέφαντας» που θα συνοδεύει την έκδοση της 14ης Αυγούστου, υπήρξε το πρώτο μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη (1998), έπειτα από μια θητεία αφιερωμένη αποκλειστικά στην ποίηση. «Δεν είχα υπ' όψη μου ν' ασχοληθώ με την πεζογραφία πριν από αυτό» λέει σήμερα ο ίδιος, για ένα κείμενο «που ξεκίνησε ως μια ιδέα για ένα μεγάλης έκτασης ποίημα» κι απέκτησε σταδιακά τέσσερις αφηγηματικές φωνές, οι οποίες ξετυλίγουν την ιστορία ενός άντρα που προσπαθεί να ξεφύγει από το αλκοόλ και το τραυματικό του παρελθόν, αναζητώντας στην περιπλάνηση και τον έρωτα μια προοπτική και μια ελπίδα. Ενώ οι «Φίλοι» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου που ακολουθούν, μιλούν με τρυφερότητα για τη γενιά που διαμορφώθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, παρακολουθώντας τις περιπέτειες τριών φίλων από τα παιδικά τους χρόνια ώς την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων και της σύλληψης της «17 Νοέμβρη», που κατάφεραν να μείνουν ενωμένοι κι ας είδαν τα συλλογικά τους οράματα να ξεφτίζουν μέσα στο κουκούλι του ατομικισμού.
Αν οι «Φίλοι» διαβάστηκαν ως μια εμβάθυνση στην «τέχνη των συναισθημάτων», το πολυφωνικό «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές» αντιμετωπίστηκε από την κριτική σαν ένα έργο «κρυστάλλινης σύνθεσης» κι από τα πιο ώριμα της Ερσης Σωτηροπούλου. Εδώ, πέντε διαφορετικοί όσο και συνηθισμένοι άνθρωποι καταλήγουν να μοιράζονται τις πιο ακραίες εμπειρίες, πρωταγωνιστώντας άθελά τους σε μια μαύρη κωμωδία, διαποτισμένη από προδοσίες, διαψεύσεις αλλά και από την αγωνιώδη αναζήτηση της αγάπης. Οπως λέει σήμερα η Σωτηροπούλου, «είναι ένα μυθιστόρημα που έχει συνοδεύσει τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής μου με καλές και κακές στιγμές: το Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και το βραβείο του περιοδικού "Διαβάζω", τις συκοφαντίες και τη δίωξη με την κατηγορία της πορνογραφίας, τις μεταφράσεις και την επιτυχία στο εξωτερικό. Αυτό που με ξαφνιάζει περισσότερο είναι η ζωτική και αναπάντεχη ενέργεια που έχει αναπτύξει από μόνο του στο πέρασμα του χρόνου».
Η καλοκαιρινή προσφορά της «Κ.Ε.» ολοκληρώνεται στις 4 Σεπτεμβρίου με το σπαρακτικό μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου «Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου», γραμμένο στο ηπειρώτικο ιδίωμα, πρωτοδημοσιευμένο το 1994 και μεταφρασμένο ώς τώρα στα γερμανικά, τ' αγγλικά, τα ολλανδικά και τ' αλβανικά. Πρόκειται για το χρονικό μιας οικογένειας όπως το αφηγούνται διαδοχικά δύο ελληνίδες αδελφές που χωρίστηκαν απότομα, μόλις έκλεισαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα κι ο εγγονός της μιας, ο οποίος επιστρέφει σαράντα χρόνια αργότερα στην «πατρίδα» Ελλάδα για να διαπιστώσει πόσο απατηλά ήταν τα όνειρα που έτρεφε γι' αυτήν...
«Τον χειμώνα του 1990», λέει ο Δημητρίου, «στο μεγάλο κύμα των προσφύγων από την Αλβανία, ήμουν στην Ηγουμενίτσα. Κατέβαιναν απ' τα βουνά μπουλούκια-μπουλούκια Αλβανοί και Βορειοηπειρώτες, στερημένοι από κάθε τι -"απομείκαμεν δάχτυλο" κατά την έκφρασή τους. Ο κόσμος έπεσε απάνω καταπάνω να τους ντύσει, να τους ταΐσει, να τους δώσει δουλειά. Οποιος δεν είδε εκείνο το θέαμα έχει εύκολα τα λόγια για τους υποτιθέμενους ρατσιστές Ελληνες. Ο τότε δήμαρχος της Ηγουμενίτσας, Θωμάς Πάντος, είχε οργανώσει σε τουριστικό κάμπινγκ της πόλης συσσίτιο και υπνωτήριο. Θυμάμαι τον Χρήστο Κίττο και τον Φίλιππα Σιώζο που κατά κάποιον τρόπο πέρασαν στο βιβλίο, να βοηθάνε με άλλα παιδιά στη διανομή. Παιδιά από εξαιρετική πάστα, όπως και οι περισσότεροι. Θυμάμαι κι ένα παιδάκι που μόλις πήρε μια φραντζόλα την έβαλε παραμάσχαλα κι άρχισε να τρέχει...
Μια μέρα είχα ραντεβού στο μαγαζί της αδελφής μου με έναν από "μέσα", όπως λέγαμε -η ακριβοστοχία της γλώσσας!- και του έδωσα κάτι ρούχα. "Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου" μου είπε και με ξεπλήρωσε άθελά του με κάτι απείρως πιο πολύτιμο απ' τα παλιά ρούχα. Μ' έναν ωραίο τίτλο αλλά κυρίως μ' έναν εγκάρδιο λόγο. Νά λοιπόν που ο λόγος του μέσω της "Κ.Ε." θα συναντήσει ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Είθε να πιάσει η ευχή για τους αναγνώστες της εφημερίδας αλλά και για τη χώρα μας».
- Επτά, Κυριακή 26 Ιουνίου 2011
No comments:
Post a Comment