Tuesday, May 31, 2011

Ο Γιάννης Βαρβέρης στο «εσπερινό μονοπάτι»


Σήματα και διαδρομές στο πολύχρονο έργο του ποιητή, μεταφραστή, δοκιμιογράφου και κριτικού του θεάτρου
  • Του Παντελη Mπουκαλα, Η Καθημερινή, 31/5/2011
ΜΝΗΜΗ. Τώρα, για να το πω με δικά του λόγια, με τον καταληκτικό στίχο από το πρώτο του ποίημα («Τα σκεύη») του πρώτου του βιβλίου (1985), που ο καβαφογενής τίτλος του, «Εν φαντασία και λόγω», έδειχνε όχι απλώς να υποδεικνύει λογοτεχνικά πρότυπα αλλά να συνοψίζει ένα ποιητικό πιστεύω, ο Γιάννης Βαρβέρης, στα πενήντα έξι του, «προβιβάζεται στη σιωπή». Αλλά τα πολλά και καλά βιβλία που άφησε για να μας συντροφεύουν, βιβλία ποιητικά, μεταφραστικά, δοκιμιακά ή απαρτισμένα από θεατρικές κριτικογραφίες όπως αυτές που δημοσίευε στην κυριακάτικη «Καθημερινή» από το 1989, δίνουν τη σχετική έστω παραμυθία ότι πρόκειται για μια σιωπή ομιλητική, ζωηρή, πλούσια σε νοήματα. 

Δεν πρόκειται, πάντως, για μια γραφή μοιρασμένη στα τρία ή στα τέσσερα, αλλά ενιαία, αφού τα μέλη της αλληλοτροφοδούνται και αλληλοεπηρεάζονται. Δεν θα μπορούσε, ας πούμε, να μη μεταφράσει ο Βαρβέρης Λεό Φερρέ, Ζακ Πρεβέρ και Ζορζ Μπρασένς, όταν οι Γάλλοι αυτοί, οι αγαπημένοι του, δεν είναι απλοί επισκέπτες του ποιητικού του έργου αλλά μόνιμοι κάτοικοί του: και οι δέκα ποιητικές συλλογές που εξέδωσε όσο ζούσε μάς εισάγουν στον κόσμο τους με καθοδηγητικό μότο ευφυώς επιλεγμένους στίχους του τροβαδούρου Λεό Φερρέ.


Και δεν υπήρξε, βέβαια, τυχαίο το γεγονός ότι τα αρχαιοελληνικά κείμενα που προσείλκυσαν τον μεταφραστή Βαρβέρη είναι κωμωδίες, του Αριστοφάνη και του Μένανδρου· εκεί θα μπορούσε να αποδώσει νόστιμους καρπούς, όπως και έγινε, η λογιοσύνη, η λογοπαικτική δεξιότητα του Βαρβέρη, η χιουμοριστική του ευστροφία, μελαγχολικής πάντοτε καταγωγής, και η τάση του να δίνει ταυτότητα στους χαρακτήρες των θεατρικών έργων μέσα από το ιδιόλεκτό τους (καθαρευουσιάνικο ή ό,τι άλλο). Κι αν θεωρήσουμε ως κριτήριο της ποιότητας μια θεατρικής μετάφρασης όχι μόνο το αν ακούγεται επί σκηνής αλλά και το αν διαβάζεται ευφρόσυνα και εκτός παραστάσεως, τότε οι μεταφράσεις από τον Βαρβέρη έργων των δύο Αθηναίων πρωτομαστόρων της κωμωδίας (της Αρχαίας ο Αριστοφάνης και της Νέας ο Μένανδρος) έχουν κερδίσει το στοίχημά τους.

«Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές» μάς παρότρυνε ο Βαρβέρης, με ένα του ποίημα που είχε αυτόν ακριβώς τον τίτλο (στη συλλογή του «Αναπήρων πολέμου» του 1982)· «αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη / να τους βλέπουμε πού και πού / γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι / βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί –ξεχασμένοι έστω– / εκεί έρχεται το μαντάτο τους». Και οι ποιητές, οι λογοτέχνες εν γένει, επιζούν όσο διαβάζονται, μελετώνται και κρίνονται, όσο τα έργα τους παραμένουν στοιχεία του λογοτεχνικού μας αποθέματος, κι ας μην είναι οι ίδιοι ενσώματοι εδώ.
  • «Εν φαντασία και λόγω»
«Εν φαντασία και λόγω» πορεύτηκε ο Βαρβέρης στις περίπου τέσσερις δεκαετίες της γραφής του, αν υπολογίσουμε το ξεκίνημά του από το 1972, οπότε πρωτοδημοσίευσε ποίημά του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Από το στοίχημα των λέξεων, που θέλουν τη σάρκα του για να μη μείνουν φαντάσματα αποζητούσε, όπως όλοι, ό,τι όρισε ο Αλεξανδρινός στο θρυλικό πια ποίημά του «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.»: «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάπως ξέρεις από φάρμακα· / νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω. // Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.– / Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάμνουνε –για λίγο– να μη νοιώθεται η πληγή».

Ο,τι κρισιμότερο εδώ, οι μετριαστικές λέξεις «κάπως» και «για λίγο», που δεν αφήνουν περιθώρια για την ψευδαίσθηση πως η ποίηση είναι παυσίλυπο. Γιατί στο παίγνιο της ζωής, απολύτως ελκυστικό παρότι σημαδεμένο, υπάρχει μία και μόνη σιγουριά, όπως την ανέδειξε ο Βαρβέρης στο ποίημά του «Κοινωνικά» της συλλογής «Ακυρο θαύμα» (1996): «Πάλι ανακατεύουν την τράπουλα. Και πάλι κόβει ο Θάνατος για να μοιράσει ο Χρόνος».

Στον Καβάφη ο Βαρβέρης βρήκε και εκτίμησε το βλέμμα της ειρωνείας, το οποίο στις δικές του «δοκιμές» πήρε τον τόνο του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού· ο τόνος αυτός σημάδεψε την ποίησή του, έγινε το ειδοποιό της γνώρισμα, η ταυτότητά της, ευδιάκριτη μέσα στον περίγυρο της γενιάς του ’70 στην οποία συναριθμήθηκε. Τμήμα της απόδοσης της οφειλής του στον Αλεξανδρινό στάθηκαν και τα ποιήματά του που τον επέλεξαν ως θέμα τους, από το «Ο ποιητής Καβάφης εις τας Αθήνας» του 1983 (εκεί μιλάει αυτοπροσώπως ο Κ.Π.Κ., στην επιδέξια αναπλασμένη ιδιόγλωσσά του, ένα δείγμα κι αυτό της ικανότητας του Βαρβέρη να συντάσσει τις λέξεις του στις διάφορες εκδοχές της ελληνικής) στο «Ο ποιητής Καβάφης στη Πλατεία Αιγύπτου» του 2005 (στη συλλογή «Πεταμένα λεφτά») και στο «Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας προ του Κ.Π. Καβάφη» στη συλλογή «Ο άνθρωπος μόνος» του 2009.
  • Συνομιλίες με τον θάνατο
Ο Βαρβέρης στα ποιήματά του συνομίλησε πολύ με τον θάνατο. Το δηλώνουν ευθύς αμέσως, με την προφάνειά τους ή την υπαινικτικότητά τους, τίτλοι συλλογών του («Ο θάνατος το στρώνει», 1986) ή τίτλοι ποιημάτων του («Ο θάνατος μεγαλώνει», «Θάνατος», «Ο θάνατος έχει πολλά ποδάρια», «Ο τοκετός του θανάτου», ή πάλι «Παίζουμε τους ζωντανούς;», «Αγρυπνία κεκοιμημένου», «Κηδείας εγκώμιο» κ.λπ.). Είδε, ωστόσο, και μέτρησε τον θάνατο σαν τμήμα αχώριστο της ύπαρξης, ανασκευάζοντας έτσι (τουλάχιστον κατά το δεύτερό του ήμισυ) το μότο που είχε επιλέξει στο ποίημά του «Ο θάνατος μεγαλώνει» της πρώτης του συλλογής, μια φράση δηλαδή του ποιητή Γ.Θ. Βαφόπουλου: «Ο θάνατος υπάρχει. Είναι ο μεγάλος πατέρας / που μας φύτεψε στη μήτρα της ανυπαρξίας».

Αντιμετωπίζοντας τον θάνατο σαν τον μεγάλο σπορέα μας στη μήτρα της ύπαρξης πια, ο Βαρβέρης κατόρθωσε να μην κρατήσει για τον εαυτό του, για την ποίησή του, τον λόγο του ηττημένου παράπονου και του σκυμμένου μοιρολογιού. Κράτησε τον όρθιο λόγο του σαρκασμού, ο οποίος στην τελευταία εν ζωή συλλογή του, «Ο άνθρωπος μόνος», απέδωσε ποιήματα που ηχούν σαν τεκμήρια όχι πια μας θανατομαχίας αλλά μιας θεομαχίας, ποιήματα «αποδεσμευμένα από την γκρίνια της μοιρολατρίας αλλά και δίχως τον υψωμένο τόνο του ηρωισμού ή της ανταρσίας», όπως έγραφα σε τούτη τη σελίδα στις 15 Σεπτεμβρίου του 2009, παρουσιάζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο· και αυτό το βιβλίο είχε τη μορφή ενός συνθέματος, με επάλληλες αναγνώσεις και «αποφλοιώσεις» του ίδιου πυρήνα, όπως είχε συμβεί και στα βιβλία «Ο κύριος Φογκ» του 1993 (ένας Φιλέας Φογκ όμως αντεστραμμένος εκεί, ακίνητος, και όχι ταξιδευτής όπως στον πατέρα του, τον Ιούλιο Βερν) και «Στα ξένα».

Ενα σαφές δείγμα αυτής της εναντίωσης στο θείον ή την ειμαρμένη, όποιο όνομα κι αν της δώσουμε, είναι το ποίημα «Θεία Κωμωδία»: «Τόσοι άνθρωποι προσπάθησαν να Σε φαιδρύνουν / αιώνες πριν κι αιώνες μετά τη γέννησή Σου / Αριστοφάνης Μένανδρος Τερέντιος Πλαύτος / Μολιέρος Γκολντόνι Μαριβώ / κι ο ουράνιος Οσκαρ Ουάιλντ. / Ομως Εσύ παρέμεινες ο Μέγας Σοβαρός / θα ’χε αυτή Σου η στάση την κρυφή της σημασία / ίσως λοιπόν είσαι μονάχα Θεός – / αν ήσουν, Κύριε, άνθρωπος / θα ’χες γελάσει». Η ικανότητα στο γέλιο και τη χαρά του αντί της αγέλαστης αθανασίας: δεν υπάρχει δίλημμα εδώ.

«Ο θάνατος έχει πολλά ποδάρια· / ο άνθρωπος μονάχα δυο» έγραψε το 1986 ο Γιάννης Βαρβέρης, συνοψίζοντας έτσι, σε ένα δίστιχο που με την ευθύβολη λιτότητα και την πυκνότητά του μοιάζει βγαλμένο από το ορυχείο της λαϊκής σοφίας, τόσο την αντίληψή του για τα ανθρώπινα όσο και την ποιητική στρατηγική του. Εδώ, και εδώ μάλλον, ένα πικρό ειρωνικό γέλιο, καβαφικής προϊστορίας ως προς τη στάση που τηρούσε έναντι της ύπαρξης και του ενύπαρκτου δράματός της, κατευνάζει ή μάλλον μετατονίζει έναν καρυωτακισμό που θα μπορούσε να θεωρηθεί καταγωγικός και ενδιάθετος· ταυτόχρονα, η αυστηρή λογική του διστίχου, η σχεδόν μαθηματική σύνταξή σου, σαν ένα αξίωμα, υπενθυμίζει τα ποιητικά κέρδη που απέσπασε ο Βαρβέρης επιχειρώντας να συζεύξει τον υπερρεαλισμό και τις ελευθερίες του με τον πειθαρχημένο ορθολογισμό, που χρησιμοποιεί το χιούμορ για να ανακουφίσει την ίδια την ύπαρξη από το βάρος της, και να τη φέρει έτσι στα μέτρα του θνητού ανθρώπου. Είναι κι αυτός ένας επιπλέον λόγος για να επισκεπτόμαστε τους ποιητές, που παραμένουν ζώντες κι όταν ακόμα δεν συγκαταλέγονται στους ληξιαρχικά επιζώντες.

No comments: