Tuesday, August 31, 2010

«Λογοτεχνία και σάτιρα» στη Λέσβο


«Λογοτεχνία και Σάτιρα» είναι το θέμα του διεθνούς συνεδρίου που θα πραγματοποιηθεί από 9-12 του Σεπτέμβρη στην Αγία Παρασκευή Λέσβου (στο Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας), με συμμετοχή πενήντα συνέδρων από δεκαεννιά χώρες. Το συνέδριο διοργανώνει το Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Λογοτεχνίας (AICL), σε συνεργασία με την Εταιρεία Αιολικών Μελετών και το περιοδικό «Αιολικά Γράμματα» (φέτος συμπληρώνει σαράντα χρόνια συνεχούς έκδοσης). Στη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου (που θα διευθύνει ο συγγραφέας Κώστας Βαλέτας) θα πραγματοποιηθούν παράλληλες πολιτιστικές εκδηλώσεις: Φιλολογική ημερίδα στο Μουσείο Γιώργου Βαλέτα (ομιλητής ο ποιητής Ευάγγελος Ανδρέου). Τελετή ανάρτησης της προσωπογραφίας του μεγάλου γραμματολόγου και συγγραφέα που φιλοτέχνησε η ζωγράφος Αμαλία (Παρασκευοπούλου). Επίδοση του αριστείου τιμής του συνεδρίου στον καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά. Επίσκεψη στον τάφο του Αργύρη Εφταλιώτη. Ποιητική εσπερίδα - συνάντηση ποιητών στο Δημαρχείο Μήθυμνας.

Συμμετέχουν 17 Ελληνες σύνεδροι (συγγραφείς, ποιητές, φιλόλογοι κ.ά.) και 33 ξένοι (Ιαπωνία, Κόμπε, Ιταλία, Ουκρανία, Αλβανία, Ελβετία, Δανία, Γαλλία, Ρωσία, Βέλγιο, Ρουμανία, Βουλγαρία, Κύπρο, Ηνωμένο Βασίλειο, Τυνησία, Γεωργία, Αίγυπτο, Σκόπια, Κόσσοβο).

Ο Βασίλης Αλεξάκης ψάχνει την «πρώτη λέξη»

  • Η «ΜΟΝΤ» ΚΑΤΑΤΑΣΣΕΙ ΤΟ ΝΕΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΑ ΔΕΚΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΗΣ ΣΕΖΟΝ
Το πάθος του συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη για τη γλώσσα είναι γνωστό. Περισσότερο από 40 χρόνια ζει, σκέφτεται, γράφει και ισορροπεί ανάμεσα σε δύο γλώσσες και δύο πολιτισμούς, τον ελληνικό της καταγωγής του και τον γαλλικό της δεύτερης πατρίδας του. Ανήκει στους Ελληνες που κατέκτησαν τη λογοτεχνία γράφοντας σε μια ξένη γλώσσα.


Στις 25 Νοεμβρίου κυκλοφορεί στα ελληνικά το νέο βιβλίο του Β. Αλεξάκη 

Στις 25 Νοεμβρίου κυκλοφορεί στα ελληνικά το νέο βιβλίο του Β. Αλεξάκη Η γλώσσα έχει υπάρξει επίσης με πολλούς τρόπους θέμα των βιβλίων του. Ας θυμηθούμε τη «Μητρική γλώσσα» («Εξάντας», 1995), με πρωταγωνιστή το γράμμα Εψιλον του αλφαβήτου, το οποίο υπήρχε κρεμασμένο στην είσοδο του Απόλλωνα στους Δελφούς, ή τις «Ξένες λέξεις» («Εξάντας», 2003) στο οποίο μας σύστησε και την κεντροαφρικανική γλώσσα σάνγκο μέσα από το ταξίδι ενός σύγχρονου Οδυσσέα με όχημα τις λέξεις.
  • Η «Monde» το ξεχώρισε
Η γλώσσα κυριαρχεί και στο ολοκαίνουργιο βιβλίο του με τίτλο «Le premier mot» («Η πρώτη λέξη») που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες στα γαλλικά από τις εκδόσεις «Stock». Στην Ελλάδα θα βγει στις 25 Νοεμβρίου από τον «Εξάντα». Τα σημαντικότερα έντυπα της Γαλλίας το υποδέχονται θερμά. Η εφημερίδα «Le Monde» το κατατάσσει, μάλιστα, στα δέκα καλύτερα βιβλία της τελευταίας σοδειάς.

Το «Le premier mot» εκδίδεται τρία χρόνια μετά το μυθιστόρημα «μ.Χ.» (εκδ. «Εξάντας») με θέμα το Αγιον Ορος και τον συστηματικό διασυρμό του Ελληνισμού και της αρχαίας σκέψης από την Εκκλησία, που του είχε χαρίσει το 2007 Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας.
  • Ο Μιλτιάδης και η αδελφή του 
Σε ποια πρώτη λέξη αναφέρεται ο Αλεξάκης («αυτός ο βοσκός των λέξεων», κατά τους Γάλλους κριτικούς) στο νέο του βιβλίο; Ας αρχίσουμε από το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας του, τον Μιλτιάδη, Ελληνα καθηγητή συγκριτικής λογοτεχνίας στη Σορβόνη. Μετανάστευσε στη Γαλλία τα χρόνια της δικτατορίας. Πέθανε ύστερα από μακρόχρονη ασθένεια στο Παρίσι, χωρίς να μπορέσει να εκπληρώσει το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής του: να εντοπίσει τη στιγμή που ο Homo Sapiens εφηύρε τη γλώσσα και άρθρωσε την πρώτη λέξη.

Το ημιτελές έργο του Μιλτιάδη θα θελήσει να συνεχίσει, μετά τον θάνατο του, η εξηντάχρονη γαλλόφωνη αδελφή του. Αν και δεν είναι γλωσσολόγος, έχει τη φλόγα να πλησιάσει με τον δικό της τρόπο τη μυστική προέλευση των λέξεων. Είναι η αφηγήτρια του βιβλίου και ο σύνδεσμός μας με το πάθος του αδελφού της για την καταγωγή της γλώσσας. Στο πρώτο κεφάλαιο μας δείχνει τον τρόπο που επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τις λέξεις, να αποκαλύψει τα μυστικά της γέννησης και της καταγωγής τους με την πεποίθηση ότι «η γλώσσα που μιλάμε αντηχεί τις φωνές των ανθρώπων που βρίσκονται χιλιάδες χρόνια μακριά μας».

Η περιπέτεια της γλώσσας ενώνεται στο βιβλίο με το πένθος και την οδύνη για την απώλεια του Μιλτιάδη, με τις αναμνήσεις της ηρωίδας από τα παιδικά τους χρόνια, την αδελφική αγάπη, την οικογένεια και γενικότερα με το τέλος του κύκλου της ζωής. Αυτές οι βαθύτερες σκέψεις και αναμνήσεις δίνουν τελικά με πρωτόγνωρο τρόπο ορμή στο βασικό θέμα του βιβλίου, το οποίο ανακινεί ζωηρά και ερεθιστικά ερωτήματα. Ο συγγραφέας μάς φέρνει αντιμέτωπους με δεκάδες ιστορικά, ανθρωπολογικά, φιλοσοφικά και γλωσσολογικά ζητήματα: «Πόσοι νευρώνες υπάρχουν στον εγκέφαλο; Πού βρίσκεται η έδρα της γλώσσας; Μπορούν οι πίθηκοι να λένε όχι; Ποια ήταν η θεωρία του Ζαν Πιαζέ για την πρώτη λέξη; Πώς μια γλώσσα πεθαίνει; Ποιος επινόησε τη λέξη νοσταλγία;».
Η γλώσσα προήλθε από χειρονομίες

«Η γλώσσα θα έλεγα ότι είναι ηρωίδα των περισσότερων βιβλίων μου», λέει στην τηλεφωνική επικοινωνία μας ο Βασίλης Αλεξάκης από το Παρίσι. «Η διαφορά είναι ότι σε αυτό το βιβλίο μαζί με το θέμα τού πότε, πώς και γιατί μίλησαν πρώτη φορά οι άνθρωποι, πρωταγωνιστούν όλες οι γλώσσες μαζί. Τίποτε δεν μας απαγορεύει να υποθέσουμε ότι υπάρχει σήμερα η πρώτη λέξη που ακούστηκε ποτέ από άνθρωπο. Αρα η έρευνα για την καταγωγή της γλώσσας δεν πρέπει απαραιτήτως να ξεκινά από το παρελθόν αλλά και από το παρόν».

Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι το βιβλίο του δεν έχει δοκιμιακό χαρακτήρα, αλλά είναι ένα μυθιστόρημα με συγκινησιακή φόρτιση, που καθετί που αφορά τη γλώσσα ή την προέλευσή της περνά μέσα από τις ζωές των ανθρώπων. Θεωρεί επίσης ότι η ενασχόλησή του με αυτό το θέμα έχει και μια ισχυρή πολιτική διάσταση, «τη στιγμή που η γλώσσα χρησιμοποιείται για να εκφραστούν ποικίλοι φανατισμοί και εθνικισμοί».

Πρόσωπο-κλειδί στο βιβλίο είναι και μια νεαρή «κουφή», που εκφράζεται με τη νοηματική γλώσσα. Η ιστορία της συνδέεται στενά με το βασικό θέμα του βιβλίου. «Για τη συγγραφή του μίλησα με αρκετούς επιστήμονες», λέει ο Βασίλης Αλεξάκης. «Η ομιλία, σύμφωνα με τον Ζαν Πιερ Σανζέ, τον κορυφαίο Γάλλο μελετητή του ανθρώπινου εγκεφάλου, προήλθε μάλλον από τις χειρονομίες. Η έδρα της ομιλίας και των χειρονομιών βρίσκεται, άλλωστε, πολύ κοντά στο αριστερό τμήμα του εγκεφάλου. Για αρκετούς επιστήμονες ο σημερινός άνθρωπος που μιλά στο κινητό του, και κουνά έντονα το χέρι του και χειρονομεί ανακαλεί ασυναίσθητα αυτόν τον πρωταρχικό τρόπο έκφρασης και επικοινωνίας».

Monday, August 30, 2010

Ο θάνατος ενός διάσημου λεξικού

Το OED κυκλοφορεί σε 20 τόμους

 ΛΟΝΔΙΝΟ. Αμφίβολο είναι το μέλλον της έντυπης μορφής του περίφημου Λεξικού της Αγγλικής Γλώσσας της Οξφόρδης (Οxford Εnglish Dictionary). Ο εκδοτικός οίκος Οxford University Ρress ανακοίνωσε ότι οι αναγνώστες χρησιμοποιούν περισσότερο την ηλεκτρονική παρά την ογκώδη έντυπη έκδοση και ότι εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να μην κυκλοφορήσει νέος τόμος του λεξικού.

Η ηλεκτρονική έκδοση δέχεται πλέον κατά μέσο όρο δύο εκατομμύρια διαδικτυακές επισκέψεις από τους συνδρομητές του μηνιαίως, οι οποίοι στις ΗΠΑ καταβάλλουν το ποσό των 295 δολαρίων ετησίως για την πρόσβαση σε αυτό. Αντίθετα, η έντυπη έκδοση των 20 τόμων- με τιμή 914 ευρώ και βάρος 60 κιλών- έχει πουλήσει συνολικά 30.000 αντίτυπα. Εως ότου η ομάδα των 80 λεξικογράφων να τελειώσει την αναθεώρηση και την επικαιροποίηση της τρίτης έκδοσης του λεξικού, ενός έργου κολοσσιαίων διαστάσεων που θα χρειαστεί άλλα δέκα ή και περισσότερα χρόνια, ο εκδοτικός οίκος αμφιβάλλει ότι θα υπάρχει στην αγορά έστω και η ελάχιστη ζήτηση για την έντυπη έκδοση.

Το Οxford Εnglish Dictionary εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1884. Επειτα από συνεχείς προσθήκες, επί δεκαετίες, κυκλοφόρησε στην ολοκληρωμένη μορφή του το 1928. Υπήρξε το πρώτο περιεκτικό αγγλικό λεξικό μετά το «Λεξικό της αγγλικής γλώσσας» του Σάμιουελ Τζόνσον του 1755. 

Λεξικό της Οξφόρδης: Θα κυκλοφορεί μόνο ηλεκτρονικά στο μέλλον;


    • Ετοιμάζεται η τρίτη έκδοση

Η τρίτη έκδοση του Λεξικού της Οξφόρδης για την αγγλική γλώσσα (Oxford English Dictionary), που προετοιμάζεται εδώ και είκοσι χρόνια, είναι πιθανόν ότι θα κυκλοφορήσει αποκλειστικά ηλεκτρονικά, δήλωσε ο εκδότης του τιτάνιου έργου. Σε δηλώσεις του ο διευθύνων σύμβουλος του Oxford University Press δήλωσε ότι η αγορά της έντυπης έκδοσης συρρικνώνεται δραματικά χρόνο με το χρόνο και ότι η νέα έκδοση ενδέχεται να κυκλοφορήσει μόνο ηλεκτρονικά. Ωστόσο, ο εκπρόσωπος του οίκου υπογράμμισε αργότερα ότι δεν υπάρχει οριστική απόφαση. Η πρώτη έκδοση άρχισε να κυκλοφορεί το 1888 και ολοκληρώθηκε το 1928 σε 12 τόμους. Το 1989 κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση σε 20 ογκώδεις τόμους και έκτοτε τουλάχιστον 80 λεξικογράφοι εργάζονται για την τρίτη έκδοση έχοντας μπροστά τους αρκετό έργο. Το OED έχει εγκαινιάσει συνδρομητική υπηρεσία στο Internet την οποία θα παρουσιάσει σε ανανεωμένη μορφή προς το τέλος του έτους. Επιπλέον, δημοσιεύει ηλεκτρονικά αναθεωρήσεις και προσθήκες κάθε τρεις μήνες.

Sunday, August 29, 2010

Λουάν Τζούλι: Ο μετανάστης κουβαλάει μαζί του και λίγη πατρίδα

  • Niko Ago, Η ΑΥΓΗ: 29/08/2010

Ο Λουάν Τζούλι είναι ποιητής, αλβανικής καταγωγής. Έχει εκδώσει στην Ελλάδα τις ποιητικές συλλογές "Μυρίζω μήλο" (Καστανιώτης), "Η βιογραφία των ματιών" (Ελλ. Γράμματα), "Πού να ζητήσω συγγνώμη" (Ελλ. Γράμματα), "Το κυπαρίσσι που τά 'βαλε με τον ουρανό" (Ελλ. Γράμματα).

* Ποιο είναι το άρωμα της πατρίδας;

...Είναι αυτό που το έχει μόνο η μάνα που σε γέννησε. Το μητρικό σου γάλα. Που δεν μπορείς να το μπερδεύεις με κανένα. Το άρωμα της πατρίδας για μένα είναι το "Μυρίζω μήλο", το "Βιογραφία των ματιών" και το "Πού να ζητήσω συγγνώμη" .

* Έχει η ποίηση πατρίδα;

Φυσικά. Κάθε πράγμα που κουβαλάς απαντάει με ποίηση. Εμείς οι μετανάστες πάντα είμαστε σε διπλή φόρτιση: σ' αυτή που ζεις, που είναι τόπος και τρόπος ζωής, και της γενέτειράς σου. Καθένας από εμάς έχει μια μικρή πατρίδα μέσα του, που ποτέ δεν πουλάει..., παρ' όλο που φύγαμε από αυτήν. Βιαστικά πήραμε ένα μεγάλο κομμάτι της. Δεν μπορούσαμε πιο πολύ. Γι' αυτό καμιά φορά δηλώνουμε υπερβολικό πατριωτισμό, μέχρι εθνικισμό. Η ποίηση της πατρίδας μου είναι μια γιγάντια μεταφορά, που σε κάθε έμπνευση κομματιάζω ένα κομμάτι. Η πατρίδα μου είναι μια ποιητική χώρα, με μεγάλο πνεύμονα δημιουργίας...

* Πότε ήταν το πρώτο σου φλερτ με την ποίηση;

Το φλερτ είναι το πρώτο σημάδι που δείχνει πως μπορείς να ερωτεύεσαι... Με εμένα έγινε λίγο νωρίτερα. Όπως φαίνεται, η λίμπιντο της δημιουργίας είχε ανέβει χωρίς να πάρει άδεια από την ηλικία. Όταν ήμουν 12 ετών, εξέδωσα στην εφημερίδα της εποχής “Pιonieri” το πρώτο ποίημα. Το έμαθαν και οι πέτρες στο χωριό που μια μέρα θα γινόμουν ποιητής... Τίποτα δεν έγινα. Μόνο που δεν σταμάτησα να ονειρεύομαι ακόμα και σήμερα, που η ηλικία μου έχει περάσει τα δύο πέντε μαζί. Νέος ήμουν δραστήριος, παραμυθάς και ψεύτης δημιουργός. Έχω φάει ξύλο για ό,τι έκανα τότε. Μια φορά είχα πει στην παρέα μου πως η μητέρα μου ήταν ξαδέλφη της Μπουμπουλίνας. Το είπαν και στη μάνα μου. Μετά το ξύλο, μου έβαλε την τσουκνίδα στο στόμα και μου είπε: «Σιγά να μην είσαι και γιος του Κολοκοτρώνη».

* Έχει ο μετανάστης χρόνο να κάνει και ποίηση;

Έτσι όπως ρωτάς, αφήνεις περιθώριο να σκεφτώ πως ο μετανάστης είναι ένας απλός μηχανισμός. Όχι. Ο ίδιος πάντα σκέφτεται και δουλεύει σαν ποιητής. Δημιουργεί φαντασία, ονειρεύεται και καλλιεργεί συναισθήματα του πολιτισμού που έχει παρόν. Εγώ, για παράδειγμα, το καλύτερο ποίημα το έχω γράψει πάνω σ' ένα τελάρο, όταν δούλεψα σαν χαμάλης. Τότε η κούραση δεν μετριόταν με τίποτα. «Μην τρομάζεις τα όνειρά μου, με τους στίχους μου, δεν είμαι ξένος». Έτσι είχα γράψει και το θεωρώ το πιο διαβασμένο μου βιβλίο. Παρ' όλο που δεν είχε τίτλο, εκδοτικό οίκο και επιμελητή. Μέχρι από τη Νάουσα με έπαιρναν τηλέφωνο. Η ποίηση δεν είναι στοιχείο πολυτελείας. Είναι στοιχείο πολιτισμού. Είναι ο πιο όμορφος πόλεμος με τον εαυτό σου.

* Γράφεις στα ελληνικά απευθείας ή σκέφτεσαι στα αλβανικά;

Ο ποιητής σκέφτεται στη γλώσσα της στιγμής. Ο ποιητής-μετανάστης στη γλώσσα των ονείρων του. Στα τελευταία μου βιβλία τα πιο πολλά ποιήματα έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα. Τη λατρεύω αυτή τη γλώσσα. Και τιμωρώ τον εαυτό μου που δεν την έμαθα όπως πρέπει. Η ελληνική γλώσσα είναι ποιητική με στοιχεία έκφρασης βαθύτατα. Ταυτόχρονα δεν μπορώ να μην σκεφτώ σ' αυτή τη γλώσσα που έκανα τους πρώτους στίχους. Θεωρώ τον εαυτό μου Αλβανο-Έλληνα, με κύτταρα από τους δύο πολιτισμούς.

* Η λογοτεχνία ήταν στην οικογένεια ή τη συνάντησες και την ερωτεύτηκες;

Τονίζω πως τίποτε δεν είναι κληρονομικό. Όλα καλλιεργούνται στην πορεία της ζωής. Ρόλο παίζουν η οικογένεια, οι φίλοι, η ατμόσφαιρα. Ο άνθρωπος γεννιέται με το ταλέντο να ζει και να ονειρεύεται. Μερικοί σαν εμένα ονειρεύονται με ανοιχτά μάτια. Αλήθεια, μην σου φαίνεται αστείο...
Οι γονείς μου ήταν αγρότες. Η μητέρα μου τραγουδούσε ωραία. Και στους γάμους και τα γλέντια έφτιαχνε τραγούδια με τα λόγια της. Αφηγούνταν τα παραμύθια με μαγευτικό τρόπο. Την αγαπούσαν όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Εγώ δεν ξέρω από πού κληρονόμησα... Διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, χωρίς να βλέπω σε ποια ηλικία ανήκει. Από τον Πήτερ Παν... μέχρι τον Κόπερφιλντ. Πολλές φορές στην εφηβική μου παρέα διηγιόμουν διάφορες ιστορίες φτιαγμένες με τα στοιχεία της φαντασίας μου.

* Μοιάζει η αλβανική ποίηση με την ελληνική;

Η ποίηση έχει παγκόσμια ταυτότητα. Τα συναισθήματα αλλάζουν με τους τρόπους που σκέφτεσαι και βλέπεις. Εγώ κάνω καλές παρέες με τα πράγματα που δεν έχουν «μέγεθος». Μου αρέσει η απλότητα και προσπαθώ να δώσω φως, για να το βλέπουν και οι άλλοι. Πολλές φορές τα μικρά πράγματα έχουν πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Η γλώσσα της ποίησης είναι αυτή της ψυχής, της ευαισθησίας, της αγάπης, του έρωτα, της φιλίας, της ανθρωπιάς, του πολιτισμού. Με μια λέξη, η γλώσσα της ανάσας. Η ποίηση είναι ο πιο αγαπητός και ο πιο σκληρός εραστής, που δεν αντέχει την προδοσία! Η ελληνική και η αλβανική ποίηση έχουν την ίδια βάση. Σαν να είναι φυτεμένες στον ίδιο κήπο!

* Πόσο δύσκολο είναι για έναν μετανάστη-ποιητή να μπει στην ελληνική ποιητική οικογένεια;

Κάθε πράγμα που αγγίζει και μιλάει ξεχωριστά θα ακουστεί μια μέρα. Χωρίς να είσαι ζητιάνος, ζητάς και ψάχνεις τη φωνή σου σε μια καινούργια πολιτιστική ατμόσφαιρα. Κάθε ποιητής έχει το δικό του εισιτήριο για να ταξιδεύει στον ωκεανό της δημιουργίας. Σημασία έχει να μη φοβάσαι τα μποφόρ! Το εισιτήριο πρέπει να έχει όλα τα στοιχεία του διαφορετικού. Χωρίς να μιμείσαι και να φωτοκοπιάρεις. Κάθε δημιουργός ξέρει πού είναι τα όριά του. Παρ' όλο που δεν το λέει στον εαυτό του. Εμένα μ' αρέσει να ονειρεύομαι μέσα σε μια παρέα ονειροπόλων. Φέτος, μια φοιτήτρια της ελληνικής γλώσσας από την Κομοτηνή έκανε το μεταπτυχιακό της πάνω στην ποίησή μου. Τι άλλο να ζητήσω!

* Διαβάζουν ποίηση οι μετανάστες;

Πολύ λίγο, για να μην πω καθόλου! Και όχι μόνο οι μετανάστες. Έχω την εντύπωση πως οι άνθρωποι δεν ξέρουν να διαβάζουν ποίηση. Λείπει ο σεβασμός στον στίχο. Η ποίηση είναι θρησκεία. Πρέπει να την πιστεύεις για να σ' αγαπάει! Η ποίηση είναι μια πολυβιταμίνη πολιτισμού, που δεν αφήνει ποτέ τον οργανισμό να ξεραίνεται και να μολύνεται.

Το τρομερό κρύσταλλο


Η ποίηση του Hopkins δεν προοριζόταν για την εποχή του: αν και έζησε στη βικτωριανή Αγγλία, ήταν ήδη ένας ποιητής του 20ού αιώνα
Του Γιώργου ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ, Η ΑΥΓΗ: 29/08/2010
 
Όταν ο ιησουίτης ιερέας Gerard Manley Hopkins πέθανε, το 1889, λίγοι γνώριζαν πως έγραφε ποιήματα. Όσο ζούσε, δεν είχε δημοσιεύσει τίποτε δικό του. Χρειάστηκε να περάσουν περίπου τριάντα χρόνια, για εκδοθούν τα λιγοστά ποιήματά του.

Ακόμη όμως κι αν είχε δημοσιεύσει, κατά τη διάρκεια της ζωής του, τους στίχους του, ελάχιστοι θα τους καταλάβαιναν. Η ποίηση του Hopkins δεν προοριζόταν για την εποχή του: αν και έζησε στη βικτωριανή Αγγλία, ήταν ήδη ένας ποιητής του 20ού αιώνα.

Ο Hopkins εφηύρε μια καινούργια γλώσσα, που ανέτρεπε όλη τη συμβατική ρητορική του αγγλικού λυρισμού, μια γλώσσα βαθιά προσωπική, εκκεντρική θα έλεγα, και ταυτόχρονα εξαιρετικά μουσική. Ήταν από εκείνους τους μοναχικούς που έφτασαν «στ’ ακρότατα σύνορα του λόγου».

Η είσοδος, βέβαια, σε μια νέα επικράτεια της γλώσσας, πόσο μάλλον σε εκείνην την ακρότατη μεθόριο, όπου η γλώσσα σμίγει με τη σιωπή και τη μουσική, δεν είναι παρά η εξωτερικευμένη όψη της εισχώρησης σε μια νέα περιοχή εμπειρίας. Η καινούργια εμπειρία που μαρτυρούν τα ποιήματα του Hopkins, αλλά κι οι επιστολές και τα ημερολόγιά του, είναι μια ιδιόρρυθμη επιφώτιση. Και λέω ιδιόρρυθμη γιατί εδώ η φωτισμένη συνείδηση δεν αποτραβιέται από τον κτιστό κόσμο σε μια θεώρηση του θείου, αλλά συλλαμβάνει τη μοναδικότητα των αντικειμένων που απαρτίζουν τις απειράριθμες εκφάνσεις της υλικής πραγματικότητας και αντικρίζει σ’ αυτά τη ζωντανή απόδειξη του θεϊκού μεγαλείου. Ακόμα και το πιο ταπεινό πράγμα -ένα άνθος, ένα πουλί- διηγείται «δόξαν Κυρίου». Ο Hopkins προσπαθεί να συλλάβει αυτή την εσώτερη φύση κάθε πράγματος, την ατομικότητά του, τη βαθύτερη ουσία του, το υλικό και ταυτόχρονα πνευματικό στοιχείο που το κάνει μοναδικό και ανεπανάληπτο (το «τόδε τι» του Αριστοτέλη, ή την haeceitas του Εριγένη). Ετούτη η διαρκής αναζήτηση τον συνοδεύει όταν περπατά στην αγαπημένη του εξοχή, όταν αντικρίζει ένα δέντρο, ένα άνθος, ένα τοπίο. Γράφει στο ημερολόγιό του: «σκληρή παγωνιά, λαμπρός ήλιος, ουρανός από γαλάζιο νερό. Στους λόφους με τον κ. Λούκας. Το Πάρλικ Πάικ κι η κορυφή κόκκινη με μακρινό και βραδινό φως. Έδαφος στρωμένο με ξεσκισμένες, τεντωμένες λωρίδες χιονιού σαν κόκκους άμμου που έτριζαν κάτω απ’ τα πόδια μας. Λευκοπράσινοι θύσανοι από ξεφτισμένο χόρτο σαν κεφάλια μαλλιών ή κράνη από κεφάλια μαλλιών, καθένας μια σπείρα λεπτών καμπυλών, ο ένας μετά τον άλλον - ωστόσο αυτά θα μπορούσα να τα προσέξω οποιαδήποτε μέρα. Όμως είδα την ουσία τους, λες και το μάτι μου αναπτυσσόταν ακόμα».

O Hopkins, παρακινημένος κι από τη διδασκαλία του Εριγένη, πιστεύει επίσης στην αξία της προσωπικότητας, στην ατομικότητα. Η ποίηση, λοιπόν, είναι το τρομερό κρύσταλλο που αποτυπώνει τόσο τη μοναδικότητα της εξωτερικής φύσης όσο και τη μοναδικότητα της εσωτερικής φύσης, την προσωπικότητα δηλαδή του δημιουργού της. Και το κάνει αυτό σε ένα έργο που επίσης έχει μοναδικό κι ανεπανάληπτο χαρακτήρα. Η πρωτοτυπία, άλλωστε, είναι συνθήκη βασική κάθε άξιου έργου τέχνης.
Όταν ο Hopkins, σε ένα σονέτο του, εγκωμιάζει τον Henry Purcell, ομολογεί πως αυτό που τον συνεπαίρνει περισσότερο δεν είναι μήτε η διάθεση μήτε το νόημα, η περήφανη φλόγα ή ο ιερός φόβος, μήτε καν η δύναμη της μουσικής, αλλά «the rehearsal of abrupt self», η «επανάληψη του κατακόρυφου εαυτού». Κι αλλού γράφει: «κάθε ποιητής θα πρέπει να είναι πρωτότυπος κι η πρωτοτυπία θα πρέπει να είναι προϋπόθεση της ποιητικής ιδιοφυίας. Κάθε ποιητής είναι ένα είδος της φύσης που δεν μπορεί να επαναληφθεί».

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Hopkins πέρασε μια οδυνηρή ψυχική κρίση, οποία συχνά παραλληλίστηκε με τη «μαύρη νύχτα της ψυχής» του Ιωάννη του Σταυρού. Ο ιερέας-ποιητής ένιωθε πως κάθε πηγή χαράς μέσα του στέρευε, πως τον κύκλωνε μια σκυθική ερημιά ψυχικής στειρότητας, πως ο ίδιος ο Θεός τον εγκατέλειπε. Από τα βάθη της ψυχής αναδυόταν ένα αδιαπέραστο έρεβος. Η ψυχή κατακρημνιζόταν σε αβύσσους σπαραγμού.

Από το ορυχείο όμως αυτής της ζοφερής αβύσσου ο Hopkins κατόρθωσε να εξορύξει ένα πολύ σπάνιο υλικό, πετρώματα καθαρής οδύνης, και να σμιλέψει πάνω τους ορισμένα σονέτα, τα «τρομερά σονέτα», όπως ονομάστηκαν, που αποτελούν το αποκορύφωμα της ποίησής του.

«Δεν υπάρχει χειρότερη συμφορά», γράφει σ’ ένα απ’ αυτά, «πεταμένος πέρα απ’ την πίσσα της θλίψης, κι άλλες σουβλιές, πιο άγριες απ’ τις πρώτες που με δασκαλέψαν, θα με στραγγίξουν. Ω της παρηγοριάς πηγή, πού είναι η παρηγοριά σου; Μαρία, μητέρα μας, πού είναι η ανακούφισή σου; Σμήνη ανυψώνονται οι κραυγές μου, συρρέουν σε έναν μόνο σπαραγμό, σε μια παγκόσμια οδύνη… Α, το μυαλό έχει όρη, γκρεμούς απότομους και φοβερούς κι ακαταμέτρητους. Όσοι ποτέ τους δεν κρεμάστηκαν εκεί δεν τους λογαριάζουν» Κι αλλού: «Ξυπνώ και νιώθω όχι τη μέρα, μα πως πέφτει το σκοτάδι. Τι ώρες, τι μαύρες ώρες περάσαμε τη νύχτα ετούτη! Τι δρόμους πήρες και πόσο αναστέναξες, καρδιά μου! Κι όσο το φως δεν έρχεται κι άλλο θα αναστενάξεις. Ό,τι λέω το έζησα. Μα εκεί που λέω ώρες εννοώ χρόνια, ολόκληρη ζωή. Κι οι θρήνοι μου είναι αναρίθμητες κραυγές, κραυγές που στέλνω σαν νεκρά γράμματα σε εσένα, αγαπημένε, που είσαι μακριά μου. Είμαι όλος μια πληγή, καμένος στην καρδιά μου… Κι οι κολασμένοι είναι έτσι, το μαρτύριό τους είναι ο κάθιδρος εαυτός τους, όπως εγώ για μένα. Μα χειρότερα».

Ο Hopkins εκεί, σ’ αυτή την ακρώρεια του πνεύματος, ατενίζει το ανθρώπινο πεπρωμένο, όλη την αδικία και τον παραλογισμό της ανθρώπινης κατάστασης. Ο άνθρωπος που υποφέρει ρωτάει «γιατί υποφέρω». Η συναίσθηση του πόνου και της αδικίας ξεσκεπάζει το τραγικό βάθος της ζωής. Για τον πιστό όμως αυτό το ερώτημα σημαίνει διαπάλη με τον ίδιο τον Θεό: «Δίκαιος είσαι, Κύριε, σαν παλεύω / μαζί σου, μα και το αίτημά μου δίκαιο. / Γιατί οι αμαρτωλοί να ευδοκιμούνε; / Πες, και γιατί ό,τι κάνω αποτυγχάνει; / Ω φίλε μου, κι εχθρός μου ακόμα αν ήσουν / χειρότερα συντρίψει δεν θα μ’ είχες. / Α, κι οι μωροί κι οι σκλάβοι της λαγνείας / ευημερούνε πιο πολύ από μένα / που σου 'χω αφιερώσει τη ζωή μου. / Κοίτα πως πρασινίζουν πάλι οι όχθες / με σέλινο κι ο αγέρας τις χαϊδεύει??? / χτίζουνε τα πουλιά, μα εγώ δεν χτίζω??? / του χρόνου ευνούχος, μάταια πασχίζω. / Βρέξε στις ρίζες μου, της ζωής ο Κύριος».

Η πολιτική των μεταφράσεων

  • ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ, Η ΑΥΓΗ: 29/08/2010

Τι και γιατί μεταφράζει κανείς; Ας πάρουμε ένα παράδειγμα περασμένων δεκαετιών. Ο Μανόλης Φουρτούνης είναι πρωτίστως ποιητής. Ήδη από την πρώτη του ποιητική συλλογή (1962) αποτύπωνε σε τρίτο πρόσωπο ό,τι τον αφορούσε ως δημιουργό:
«διδάχτηκε τη στίξη, την ορθογραφία,
την άλγεβρα
και τώρα στέκεται μ' ένα δειλό χαμόγελο
μπροστά σε ανακριτές και εμπόρους.
Χτύπησε τη γροθιά του σε μια πέτρα
ν' ακούσει τον ήχο της
για να δει αν είναι κάλπικη ή αληθινή».

Κατά την ίδια περίοδο ο Φουρτούνης εμφανίζεται ως μεταφραστής σειράς κειμένων και επομένως με παρόμοιο τρόπο δοκιμάζει να αφουγκρασθεί τι είδους εμβέλεια διαθέτει η μεταφραστική του συγκομιδή, στο πλαίσιο βέβαια των κοσμοθεωρητικών του αντιλήψεων και των εγχώριων και διεθνών δεδομένων της δεκαετίας του '60.

Ως «αδειούχος εξόριστος», από το 1958, ο ποιητής ζει στην Αθήνα, όπου ταυτόχρονα με τη βιοπάλη σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης. Έτσι εντάσσεται στον κύκλο των διανοουμένων, ιδίως με όσους γνωρίστηκε στα νησιά της εξορίας, που διαμορφώνουν το ιδεολογικό περίγραμμα των αισθητικών αντιλήψεων της εγχώριας Αριστεράς, χωρίς να παρακάμπτουν το αγωνιώδες εγχείρημά της να ορθοποδήσει μετά την ήττα και να αντιμετωπίσει με επάρκεια της μεταπολεμικής εποχής, ιδίως στο σημείο όπου διασταυρώνονται οι ελληνικές με τις διεθνείς εξελίξεις.

Ποια είναι η ιδιαίτερη δυναμική των κειμένων που επιλέγει να μεταφράσει ο Φουρτούνης; Σχεδόν όλα αφορούν θεωρητικά ζητήματα της τέχνης και ειδικότερα των σχέσεων που αναπτύσσουν οι δημιουργοί της με την κοινωνία και την πολιτική στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και αντίστοιχα στις δυτικές καπιταλιστικές, με επίκεντρο τις συζητήσεις στο Ινστιτούτο Γκράμσι και στα έντυπα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Και τούτο συμβαίνει όταν και από άλλες γραφίδες, κατά την ίδια περίοδο στην Ελλάδα, καταγράφονται παρόμοια μεταφραστικά εγχειρήματα που εισφέρουν σ' αυτήν την κινητικότητα και τη διευρύνουν. Μόνο που ο Φουρτούνης διέθετε μια πλούσια ιταλομάθεια, την οποία ανέπτυξε ως μαθητής Γυμνασίου στη Ρόδο, κοντά σε προοδευτικούς «εκτοπισμένους» καθηγητές όπως ήταν ο Luigi Noferini και ο Lucio Colletti.

Ποια είναι η αποβλεπτικότητα του κειμένου του Togliatti που μεταφράζει και δημοσιεύει αυτοτελώς ο Φουρτούνης; Κατά τον Ιταλό κομμουνιστή ηγέτη ενδεικτική είναι η αναγνώριση ότι το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ υπήρξε σταθμός «ανανεωτικής στροφής»: το περιεχόμενό του εύκολα μπορούσαν να το αντιληφθούν οι Ιταλοί κομμουνιστές λόγω της «ιδεολογικής του προετοιμασίας» από τον Gramsci και της «καινούργιας ορμής», με την οποία αναζητούν τον «ιδιαίτερο δρόμο» για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού στη χώρα τους. «Ανανέωση» σημαίνει να υπογραμμίζεται η «γραφειοκρατική δυσκαμψία» και η «οργανωτική σχηματοποίηση» που παραμορφώνει τους δεσμούς του με τους εργαζόμενους. Ο «ιταλικός δρόμος» του κοινωνικού μετασχηματισμού, που ως προς τις διεθνείς του συσχετίσεις εμπεδώνει την ενότητα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος μέσα από τη «διαφορά και την πρωτοτυπία των ξεχωριστών εμπειριών», συνάγεται από τον καθορισμό των συγκεκριμένων «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» που θα επιτρέψει την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, μέσα από ένα «πλατύ» και «πρωτότυπο» σύνολο ταξικών συμμαχιών που αναγνωρίζει την εργατική τάξη ως «εθνική ηγετική τάξη».

Ο Φουρτούνης μέσα στα περιοδικά Contemporaneo και Rinascita, όπου αντίστοιχα φιλοξενούνται μεταφράσεις, εντοπίζει ό,τι προβληματίζει την ιταλική και τη διεθνή αριστερή διανόηση, αρχίζοντας από τον αναστοχασμό για το ρόλο της (με κείμενα του Gramsci και του Sartre) και απολήγοντας στον τρόπο άσκησης της λογοτεχνικής κριτικής (Della Volpe) και της αισθητικής αντιμετώπισης των μορφών της σύγχρονης τέχνης (Fischer, Lukács). Ως προς τους δύο τελευταίους είναι η στιγμή που μεταφράσθηκε το βιβλίο: Η αναγκαιότητα της τέχνης (1966), ενώ ως προς το έργο του Lukács η γνωριμία της εγχώριας σκέψης μ' αυτό είναι αρκετά πρώιμη.

Πάντως η έναρξη μιας ευρύτερης πρόσληψης των αντιλήψεων του Ούγγρου θεωρητικού συντελείται στο χρονικό διάστημα 1956-1966, κυρίως μέσα από τον περιοδικό τύπο (Επιθεώρηση Τέχνης, Κριτική, Μαρτυρίες και Εποχές), ενώ προς το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης θα διευρυνθεί η ροή μετάφρασης αυτοτελών έργων, με εξαίρεση το Νεαρό Χέγκελ και την Καταστροφή του λόγου που απαιτούσαν για την ευόδωση μιας τέτοιας προσπάθειας εξειδικευμένη φιλοσοφική προπαιδεία. Το ενοποιό, προφανώς, στοιχείο της πνευματικής φυσιογνωμίας του Lukács, κατά την πολυκύμαντη συγγραφική και πολιτική του πορεία, δηλαδή ο «ανταρτοπόλεμος» (1967) με το δογματισμό, υπήρξε χωρίς καμιά διχογνωμία απολύτως ευκρινές. Για τούτο αντιμετωπίσθηκε (1959) ως «αρνητής» του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και ως οπαδός της «ιδεολογικής συνύπαρξης», ο οποίος ουδέποτε ξεπέρασε την «αστικο-φιλελεύθερη» κοσμοθεωρία. Μάλιστα, σε συνδυασμό με την κατανόηση των όρων συγκρότησης της εγχώριας «ποίησης της ήττας», που από «άποψη συμμετοχής στο κίνημα» στέκεται «σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο», μνημονεύεται ο Lukács που «χάνει ξαφνικά τον πολιτικό προσανατολισμό του» καθώς και ο Φαντέγιεφ που αυτοκτονεί.

*Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Γραφές και εικόνες της «φιλόξενης» εξορίας

*ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Η ΑΥΓΗ: 29/08/2010
  • ΒΕΝΕΤΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ, Τραύμα και μνήμη. Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων, εκδόσεις Πόλις, σελ. 164
Περίπου εξήντα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το ενδιαφέρον για τα πολεμικά διατρέξαντα, καθώς και για τη ζωή και το έργο των πολιτικών προσφύγων, όχι μόνο δεν έχει ατονήσει, αλλά εξακολουθεί να εκδηλώνεται σε όλους τους τομείς, με την ωριμότητα και τη νηφαλιότητα που επιτρέπει η χρονική απόσταση, χωρίς -ή με ελεγχόμενες- προκαταλήψεις και αναστολές.

Απόδειξη οι σχετικά πρόσφατες εκδόσεις των μυθιστορημάτων του Νίκου Δαββέτα, της Έλενας Χουζούρη, της Μαρλένας Πολιτοπούλου και του παλαιότερου Αλέξη Πάρνη, οι οποίοι αντλούν το υλικό τους από γεγονότα και καταστάσεις του εμφυλίου και η τολμηρή και, εν πολλοίς, αιρετική ιστορική προσέγγιση της επίμαχης περιόδου από τον Νίκο Μαραντζίδη. Και, βέβαια, η ανά χείρας σημαντικότατη μελέτη της Βενετίας Αποστολίδου, όπου επιχειρείται μία εξονυχιστική επισκόπηση της λογοτεχνικής παραγωγής των πολιτικών προσφύγων (της εκδοτικής, αναγνωστικής και συγγραφικής τους δραστηριότητας, με ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στην Αντίσταση, στον Εμφύλιο, στη ζωή τους στην υπερορία, στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, και στον επαναπατρισμό), αλλά και της πεζογραφίας -παλαιότερης και σύγχρονης- που μιλάει γι' αυτούς, με την πρόθεση να συμβάλει στην πληρέστερη κατανόηση της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας και ιστοριογραφίας.

Η πεζογραφία, λοιπόν, που έγραψαν οι πολιτικοί πρόσφυγες από το 1950 ως τις μέρες μας -έργα που μιλούν για την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, την προσφυγιά και τον επαναπατρισμό- αλλά και η πεζογραφία που μιλάει γι' αυτούς, αποτελούν το αντικείμενο της μελέτης της Βενετίας Αποστολίδου. Εγχείρημα ούτως ή άλλο δύσκολο, που το καθιστά ακόμα δυσκολότερο η πρόθεση της συγγραφέως να υπερβεί τα εσκαμμένα, επισημαίνοντας και ψαύοντας, αναγνωστικά, δύο αντιπαρατιθέμενες και δραματικά συμπλεκόμενες έννοιες: του τραύματος και της τραυματικής μνήμης. Όπου “τραύμα” είναι ο Εμφύλιος, η προσφυγιά και ο επαναπατρισμός, όπως αυτά εγχαράσσονται στη μνήμη, η οποία, με τη σειρά της, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στο πεδίο της λογοτεχνίας, ως αφήγηση, είναι μία μνημονική αφήγηση, που συνέχεται από την ατομική, τη συλλογική και τη θεσμική μνήμη∙ μία αφήγηση που, προστατευόμενη από τη μυθοπλασία, διατηρεί αποστάσεις ασφαλείας από “τον ευρύτερο χώρο της πολιτικής και της δημόσιας ιστορίας”.

Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται τα λογοτεχνικά αναγνώσματα και η λογοτεχνική παραγωγή των πολιτικών προσφύγων, των λογοτεχνών της υπερορίας, στο έργο των οποίων διασταυρώνεται, κάποτε δραματικά, “η ελληνική εμπειρία του Εμφυλίου με την ευρωπαϊκή εμπειρία του 'υπαρκτού σοσιαλισμού'”, αφού ζουν και δημιουργούν σε χώρες με καθεστώτα, όπου επικρατούν ιδέες και -υποτίθεται ότι- έχουν πάρει σάρκα και οστά οράματα για τα οποία αγωνίστηκαν. Η συγγραφέας, αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα των συνθηκών της διαβίωσης και της λογοτεχνικής τους δραστηριότητας (τον περιορισμένο αναγνωστικό-πνευματικό τους ορίζοντα, την έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης για τα λογοτεχνικά ρεύματα και δρώμενα στην υπόλοιπη Ευρώπη, την αίσθηση αποκοπής από τη πατρίδα, τον φόβο της παρέκκλισης από την κομματική γραμμή, τη σύγκρουση της ανάγκης για επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας με την προγραμματικά επιβαλλόμενη εφαρμογή των αρχών του μαρξισμού-λενινισμού και τον επίσης επιβαλλόμενο προσανατολισμό προς μια συγκεκριμένη θεματολογία και ιδεολογική τοποθέτηση) εξετάζει το έργο τους, παρακάμπτοντας, διακριτικά είναι αλήθεια, τα ακραιφνώς αισθητικά κριτήρια, αναζητώντας σ' αυτό διαφοροποιήσεις, αντιφάσεις, αλλά και επιτεύγματα. Πράγμα μάλλον ευνόητο, τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε με μία λογοτεχνία αυστηρών ιδεολογικών προδιαγραφών, η θεματολογία της οποίας, στην πλειονότητά της, αναφέρεται στην Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τις φυλακές και τις εξορίες των επιζησάντων στην Ελλάδα κομμουνιστών.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, με δεδομένα πλέον τα όρια του ερευνητικού πεδίου, με διερευνημένες τις ιστορικές, θεματικές, ιδεολογικές, αλλά και συναισθηματικές, συνιστώσες, το φιλέρευνο ενδιαφέρον της συγγραφέως στρέφεται από τα αντικειμενικώς μετρήσιμα δεδομένα στα τραυματικά ενδότερα. Εκεί όπου, με το πέρασμα του χρόνου, δημιουργείται, ολοένα και επιτακτικότερη, η ανάγκη των προσφύγων να “διαπραγματευτούν τις συνέπειες των τραυματικών τους εμπειριών και να συμφιλιωθούν με το παρελθόν τους”, χωρίς, ωστόσο να μπορούν -τουλάχιστον προσώρας- να υπερβούν τα όρια που τους θέτει η κοινότητα, ως προς το τι από όσα θυμούνται “δικαιούνται” να εκθέσουν και πώς. Ίσως γιατί βρισκόμαστε ακόμα στο πρώιμο στάδιο, κατά το οποίο καλλιεργείται η λογοτεχνία του τραύματος, με την ενδιάθετη ή την άνωθεν επιβαλλόμενη πρόθεση της διαμόρφωσης μιας συλλογικής αφήγησης και μιας, ως ένα σημείο παραπλανημένης, συλλογικής μνήμης, προκειμένου να προβληθεί μία θετική εικόνα για τους ίδιους και να ενοχοποιηθεί ο αντίπαλος. Ακόμα δεν έχει εμφανιστεί, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, η τάση αμφισβήτησης και κριτικής των αποφάσεων της κομματικής ηγεσίας και, πολύ περισσότερο -μολονότι το δικό τους τραύμα γίνεται ολοένα και οδυνηρότερο- αδυνατούν να αναγνωρίσουν και το τραύμα του άλλου, προφανώς εξαιτίας των πολιτικών περιορισμών που υφίστανται στην υπερορία∙ αυτό θα συμβεί αρκετά αργότερα, στα 1964, με το διήγημα “Ανυπεράσπιστοι” του Δημήτρη Χατζή, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης.

Στο τρίτο κεφάλαιο (“Ανάμεσα στο όραμα και τη διάψευση: Οι πολιτικοί πρόσφυγες γράφουν για την υπερορία και τον επαναπατρισμό), εξετάζονται έργα γραμμένα από συγγραφείς πρόσφυγες, που μιλούν για τη ζωή τους στην υπερορία και τον επαναπατρισμό, ο οποίος, όπως επισημαίνει η Βενετία Αποστολίδου, δεν διαφοροποιείται από την προσφυγιά, τη στιγμή που ο επαναπατριζόμενος δεν αποβάλλει την ιδιότητα και τον ψυχισμό του πρόσφυγα, ακόμα και μετά τον επαναπατρισμό του. Η συγγραφεύς δεν παραλείπει, σ' αυτό το σημείο, να αναφερθεί στο γεγονός ότι οι συγγραφείς που βρίσκονται στο επίκεντρο της μελέτης της αποφεύγουν συστηματικά να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους στην εξορία, αποδίδοντας αυτήν τη στάση τους στην κομματική τους αφοσίωση, στην ευγνωμοσύνη που έτρεφαν προς τους τόπους που τους φιλοξένησαν, καθώς και στην απόφασή τους να μην εκφράσουν ανεπιφύλακτα την απογοήτευση που αισθάνθηκαν, ζώντας σε χώρες όπου εφαρμοζόταν στην πράξη το όραμα εν ονόματι του οποίου θυσίασαν τη ζωή τους. Το γεγονός, μάλιστα, ότι τα έργα που εξετάζει (9 μυθιστορήματα -ανάμεσά τους το Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου και Η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Άλκης Ζέη- και 8 διηγήματα) είναι γραμμένα στη διάρκεια μιας πεντηκονταετίας (1959-2009), της παρέχει τη δυνατότητα να επισημάνει, όχι μόνο τα νέα θεματικά δεδομένα, αλλά και τον εμπλουτισμό των αφηγηματικών τρόπων, που οι επαναπατρισθέντες συγγραφείς μετέρχονται, μετουσιώνοντας την προσφυγική τους εμπειρία σε διαφορετικών ειδών έργα.

Στο τέταρτο κεφάλαιο η συγγραφεύς εξετάζει, κατά τρόπο σφαιρικό, την “εικόνα των πολιτικών προσφύγων στη μεταγενέστερη πεζογραφία”∙ προσεγγίζει -αρχίζοντας από το πρώτο, χρονολογικά, μέτριο ωστόσο λογοτεχνικά, μυθιστόρημα του Ζήση Σκάρου Ανοιχτοί ουρανοί (1958) και καταλήγοντας στα πολύ πρόσφατα, Πατρίδα από μπαμπάκι (2009) της Έλενας Χουζούρη και Η μνήμη της πολαρόιντ (2009) της Μαρλένας Πολιτοπούλου- μυθιστορήματα με ήρωες πολιτικούς πρόσφυγες. Για να καταλήξει σε δύο, κυρίως, πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις: Ότι η εικόνα των πολιτικών προσφύγων, στα έργα των νεότερων πεζογράφων, δεν διαφέρει πολύ από την εικόνα που “έδωσαν” οι ίδιοι οι πολιτικοί πρόσφυγες για τους εαυτούς τους, καθώς και στη μια και στην άλλη περίπτωση κυριαρχούν τα συναισθήματα της απογοήτευσης, των ηθικών διλημμάτων, της σπαταλημένης ζωής, της ματαίωσης και των αδιεξόδων και ότι, στα μυθιστορήματα των νεότερων, απουσιάζει, όπως είναι ευνόητο, η συναισθηματική εμπλοκή∙ παρατηρείται μία αποστασιοποίηση και κυριαρχεί ένα κλίμα μετριοπάθειας και συμφιλίωσης.

Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο εξετάζεται, συνδυαστικά, το έργο δύο διαφορετικών, κι όμως παράλληλων, λογοτεχνικών κοινοτήτων: των πολιτικών προσφύγων και αυτών που επέζησαν στην Ελλάδα, με την καίρια επισήμανση-προειδοποίηση, ότι “οι πολιτικοί πρόσφυγες αποτελούν μια κοινότητα μνήμης και μάλιστα οργανωμένη από νωρίς. Οι άνθρωποι που επέζησαν της εμφύλιας λαίλαπας και παρέμειναν [στην Ελλάδα] είναι διχασμένοι σε νικητές και ηττημένους, άρα συγκροτούν οπωσδήποτε δύο μνημονικές κοινότητες” -και το συνακόλουθο ερώτημα: “Πώς αναπαρίσταται το τραύμα του Εμφυλίου από τους συγγραφείς στην Ελλάδα και σε ποιο βαθμό η αναπαράσταση έχει τις ίδιες δεσπόζουσες με εκείνη των πολιτικών προσφύγων;”. Κύριο μέλημα της συγγραφέως, σ' αυτό το κεφάλαιο, είναι η ουσιαστικότερη και συστηματικότερη προσέγγιση και εξέταση ενός ζητήματος που, από την αρχή κιόλας της μελέτης της, φαινόταν να διαδραματίζει καθοριστικό-καθοδηγητικό ρόλο: Από πότε και σε ποιο βαθμό, η λογοτεχνία που γράφεται στην Ελλάδα, με θέμα τον Εμφύλιο, αναγνωρίζει το εμφυλιακό τραύμα ως διττό τραύμα∙ κινούμενη από τη βεβαιότητα ότι “η αφηγηματική επεξεργασία του τραύματος δεν ολοκληρώνεται χωρίς την αναγνώριση του τραύματος του Άλλου και χωρίς την υπέρβαση του λόγου της θυματοποίησης, του λόγου, δηλαδή, που αποδίδει, άμεσα ή έμμεσα, ευθύνες στον Άλλο”.

Με ορόσημο και απαρχή αυτής υπέρβασης τους Ανυπεράσπιστους του Χατζή και με δεδομένο ότι οι αριστεροί συγγραφείς στην Ελλάδα, δεν έχουν, την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, τα περιθώρια και τη δυνατότητα της επεξεργασίας του τραύματος του Άλλου, στρέφει το ερευνητικό της ενδιαφέρον σε έργα “συντηρητικών” και φιλελεύθερων συγγραφέων, όπως είναι Ο άλλος Αλέξανδρος (1950) της Μαργαρίτας, η Πυραμίδα 67 (1950) του Ρένου Αποστολίδη, η Πολιορκία (1953) του Αλέξανδρου Κοτζιά, Τα δόντια της μυλόπετρας (1955) του Νίκου Κάσδαγλη κ.ά. Στα λογοτεχνικά σημαντικότερα απ' αυτά, του Αποστολίδη, του Κοτζιά και του Κάσδαγλη, μπορεί να μην εντοπίζει αυτό που πρωτίστως επιζητεί, στοιχεία, δηλαδή, ενδεικτικά της επεξεργασίας του τραύματος του Άλλου, αναγνωρίζει, ωστόσο, τον πρώιμο προβληματισμό τους για την “παγίδευση των ατόμων στον φαύλο κύκλο της βίας”, καθώς και υπαρξιακής υφής αγωνία, ιδίως στον Κοτζιά, κάτι που θεωρεί μεγάλης σημασίας, για την περαιτέρω ανάπτυξη μιας αμφίπλευρης προσέγγισης του τραύματος του Άλλου.

Η Βενετία Αποστολίδου παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τη διαμόρφωση των συνθηκών, κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε ένα σημαντικό τμήμα της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας, κινούμενη από τη βεβαιότητα ότι η κατανόηση των πολλαπλών, στην πλειονότητά τους τραυματικών, συνεπειών του Εμφυλίου, όπως αυτές εγγράφονται-κατατίθενται, αμέσως ή εμμέσως, στο πεδίο της αφήγησης, αποτελεί μία από τις βασικότερες προϋποθέσεις για μιαν ουσιαστικότερη κατανόηση, τόσο της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, όσο και πολλών φαινομένων της πολιτισμικής μας ζωής εν γένει. Στην επίπονο αυτό ερευνητικό της εγχείρημα, ωστόσο, επιδόθηκε υποκινούμενη και από μία άλλη, όχι και τόσο προφανή, από πρώτη άποψη, πρόθεση, να αποδώσει δικαιοσύνη σε μία λογοτεχνία που, όπως και οι περισσότεροι από τους δημιουργούς της, ελάχιστα προσέχτηκε στην Ελλάδα, θεωρούμενη περιορισμένου θεματικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος ακόμα και από τους κόλπους της Αριστεράς. Στην πρόθεσή της αυτή, η συγγραφεύς, ερεύνησε και μελέτησε εξονυχιστικά όλη την πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων, αλλά κι εκείνη των επιζησάντων στην Ελλάδα, αριστερών και συντηρητικών πεζογράφων, παλαιότερων και νεότερων, που η αφήγησή τους σχετίζεται, άμεσα ή έμμεσα, με την περιπετειώδη ζωή των πρώτων. Με αξιοσημείωτο, εν προκειμένω, το γεγονός, ότι κινούμενη με ιδιαίτερη άνεση σε μία ευρύτατη, εξηκονταετή, έκταση, έχοντας απεμπολήσει το ύφος της ειδήμονος, κατάφερε να προσδώσει στον λόγο της τη θέρμη μιας, ιστορικά δομημένης, αφήγησης, κρατώντας έτσι αμείωτο το φιλολογικό, το ιστορικό αλλά και το λογοτεχνικό ενδιαφέρον του αναγνώστη.

*Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

Του έρωτα και του θανάτου

  • ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ* Η ΑΥΓΗ: 29/08/2010
  • ANNE SEXTON, Ερωτικά ποιήματα, μτφρ. Ευτυχία Παναγιώτου, εκδόσεις, σελ. 109
Έτσι κι αλλιώς ο έρωτας κομματιάζει αλύπητα το υποκείμενο για να θρέψει το αντικείμενό του: έναν βρικόλακα που δεν υπάρχει παρά μόνο στην μνήμη και μόνο ως χρέος της φαντασίας στην επιμονή της απουσίας. Έτσι κι αλλιώς ο έρωτας διαθέτει μόνο παρελθόν και μέλλον, απαρηγόρητα τετελεσμένο παρελθόν και σπαρακτικά ανεπίτευκτο μέλλον. Το παρόν του δεν είναι παρά το παράδοξο του Ζήνωνα, όπου τα αιωνίως ασάλευτα εκείνα σημεία της εφήμερης κίνησης αποτελούνται από συντριβές και εκμηδενισμούς. Ο χρόνος στον έρωτα είναι πάντα και μόνο τετελεσμένος· μπρος-πίσω, αλλά τετελεσμένος.
Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος δεν μας αφορά παρά μόνο όταν δεν μας αφορά. Ο θάνατος είναι πάντα ο θάνατος του άλλου. Ο δικός μας θάνατος υφίσταται πάντα ήδη ως μία αλληγορία για τη ζωή. Ο συνήθης τρόμος του θανάτου ανήκει στο ζώο και στο σώμα του ζώου. Ο τρόμος του θανάτου δεν έχει υποκείμενο· εκφέρεται από τον επαμφοτερίζοντα μηχανισμό του θηλαστικού αυτόματου, που χαρακτηρίζουμε άνθρωπο. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος ως αλληγορία ανήκει σ' ένα παρελθόν που δεν έγινε ποτέ το επιβαλλόμενο ή «σωστό» μέλλον. Μπρος-πίσω, αλλά παρελθόν. Ο χρόνος του θανάτου είναι πάντα και μόνο παρελθόν.

Το παρόν ως χρόνος -και ιδίως γι' αυτό- είναι ο τόπος της προσαρμογής. Για να μπορέσει το υποκείμενο να ζήσει και ν' απολαύσει τη ζωή, πρέπει να προσαρμοστεί, να αποδεχθεί την αναίτια εξορία του στην έρημο των κατηγορημάτων της ύπαρξης, μόνο και μόνο επειδή έξω από αυτήν δεν υπάρχουν κατηγορήματα. Πρέπει να μάθει να κομματιάζεται για να θρέψει έναν έρωτα και να κομματιάζει τον έρωτά του για να θρέψει τον ήδη εκμηδενισμένο εαυτό του. Πρέπει να μάθει να ξεχνάει τον θάνατο, ξεχνώντας πως είναι υποκείμενο, ξεχνώντας την ικανότητα να ξεχνάει.

Έτσι κι αλλιώς το γεγονός της ύπαρξης εκμηδενίζει τους παράγοντές του για να επιβεβαιώσει τη σύσταση του γεγονότος. Έτσι κι αλλιώς στον δρόμο προς τη δοκιμασία του θανάτου, η καλύτερη προετοιμασία είναι ο έρωτας. And all this is metaphor, όπως γράφει η Anne Sexton, ή Κι όλ' αυτά είναι μια μεταφορά, όπως η Ευτυχία Παναγιώτου μεταφράζει τον ακαριαίο αυτό στίχο, που σχολιάζει την εντυπωσιακή οντολογία ενός γυναικείου χεριού. And all this is metaphor, Κι όλ' αυτά είναι μια μεταφορά! Ο έρωτας, ο θάνατος, η ποίηση, η μετάφραση της ποίησης, μια κριτική για τη μετάφραση της ποίησης, το χέρι που γέννησε το ποίημα, το χέρι που μετέφρασε και το χέρι που χτυπά τα πλήκτρα της κριτικής. Αν μπορούσε να ξέρει η Anne Sexton τι έγραψε! Θα έμπαινε στη γραμμή των γυναικών που ξήλωσαν τη φόδρα της ύπαρξης και κουρέλιασαν την ανδροκρατούμενη μεταφυσική, πίσω από την Emily Dickinson και τις Bronte. Αλλά δεν ήξερε. Δεν ήταν αρκετά ανθεκτική, ώστε να ξέρει. Δεν μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί στον κόσμο. Γιατί να μπορέσει να προσαρμοστεί σ' αυτό που ήθελε από την ποίησή της ο ακαδημαϊκός κόσμος, ο οποίος επινόησε τον όρο «εξομολογητική ποίηση» για να περισώσει ένα κακέκτυπο ποίησης; Η Sexton ήταν μια μέση Αμερικανή, που εισέβαλε στην ποίηση από έναν παρεξηγημένο δρόμο: την αυτοανάλυση, ή ψυχανάλυση, ή -τέλος πάντων- εκείνο το είδος καθυστερημένης ανατροφής των παιδιών που δεν καταφέρνουν να μάθουν εγκαίρως πως πρέπει να χάνουν αν θέλουν να κερδίσουν. Οι στίχοι της ξεχείλιζαν από το βίωμα ενός υποκειμένου με υψηλές γνωριμίες στην παράνοια. Ασκούσαν μια γοητεία, που ερχόταν από τα βάθη του ασυνειδήτου, έναν εξωτισμό σχεδόν υπερρεαλιστικό - για τα συγκρατημένα γούστα των Αμερικανών διανοουμένων. Επιπλέον, συνειδητά ή ασυναίσθητα, καθώς τα πόδια της μπερδεύονταν στις εξωτερικές και εσωτερικές εμπειρίες της, οι καλοφτιαγμένοι στίχοι της πυρακτώνονταν από φράσεις ακαριαίας αλήθειας. Βρισκόταν ένα βήμα από την ποίηση που της ταίριαζε: μια ποίηση που δεν θα είχε να ζηλέψει τίποτα από τη μεταφυσική φωνή τού Dylan Thomas. Αλλά οι Αμερικανοί διανοούμενοι ήταν πολύ πιο μικροαστοί από τις μικροαστικές καταβολές της ποιήτριας. Την αντιμετώπισαν σαν μια περίπτωση «εξομολογητικής ποίησης». Αυτό χρειάζονταν και προς τα εκεί κατεύθυναν ένα ποιητικό πλάσμα με βαριά ανασφάλεια. Την έκαναν ζώο τσίρκου. Ασχολούνταν με τις εμπειρίες της και όχι με την εμπειρία της. Γιατί οι εμπειρίες υπήρχαν παρατεταγμένες στους στίχους, ενώ η εμπειρία ήταν οι στίχοι οι ίδιοι. Στο τέλος, η απροσάρμοστη Anne αφέθηκε στον χρόνο του έρωτα και του θανάτου: αυτή η ίδια ένα τετελεσμένο παρελθόν, που δεν έγινε ποτέ το επιβεβλημένο ή «σωστό» μέλλον.

Το έργο της Anne Sexton, πέρα από τα επικερδή σαλιαρίσματα των κριτικών και βιογράφων, διαθέτει γοητεία, πλούσιο συναίσθημα, θεματική πρωτοτυπία και -το σημαντικότερο- την ικανότητα να φωνάζει πως δεν εξαντλείται στο κείμενό του. Ή, καλύτερα, έχει την ικανότητα να δίνεται στον αναγνώστη που δεν εξαντλεί την ανάγνωση στο κείμενο. Αρκεί ν' αγαπήσει την ποιήτρια. Να την ερωτευτεί ίσως, μ' εκείνον τον λοξό έρωτα που θέλει να σώσει το αντικείμενό του, ενώ η καταστροφή του είναι ίσα-ίσα η γοητεία του. Η Ευτυχία Παναγιώτου νομίζω πως έκανε και τα δύο. Αγάπησε τη Sexton, αναδεικνύοντας εκείνα τα ποιητικά όντα που δεν είναι καθόλου σίγουρα για τον εαυτό τους μέσα στα ποιήματα, και την ερωτεύτηκε, δίνοντας στον λόγο της μια γλώσσα, που από λίγο θα δημιουργούσε ποιήματα πολύ καλύτερα από τα πρωτότυπα.

Στο ποίημα Το άγγιγμα (σελ. 27) η Sexton, δίνοντας εικόνες του χεριού της, που λίγο απέχουν από την σκοτεινή συνοχή της παράνοιας, σταματά και δηλώνει πως all this is metaphor, όλο αυτό είναι μεταφορά, δηλαδή. Από το πρωτότυπο, με όρους γλωσσικούς και κειμενικούς δεν μπορούμε να πούμε αν αυτή φράση -διατυπωμένη με την ασάφεια του καθημερινού λόγου- λέει πως οι «παρανοϊκές» εικόνες είναι αποτέλεσμα μεταφορικών ενεργειών: ένας κοινός τόπος τον οποίο θα είχε μάθει από τον ψυχίατρό της, ή αν λέει πως μεταφορά είναι οι παρανοϊκές εικόνες, πράγμα αρκετά τολμηρό για να το ισχυριστεί άλλος από τον Allan Ginsberg. Η Ευτυχία Παναγιώτου μεταφράζει: Κι όλ' αυτά είναι μια μεταφορά, αναλαμβάνοντας μια συνέπεια του ποιητικού συμβάντος και δημιουργώντας έναν ερμηνευτικό τόπο, όπου Ένα κοινό χέρι - απλώς έρημο/ για ν' αγγίξει κάτι/ που ανταποδίδει το άγγιγμα (αμέσως μετά τον υπό συζήτηση στίχο στο ίδιο ποίημα) είναι μια μεταφορά, όταν πρόκειται για το δικό σου χέρι. Φυσικά, αυτή η ιδέα είναι ποίηση σπουδαία, κάθε άλλο παρά «εξομολογητική». Η μεταφράστρια έβγαλε την ποιήτρια από το σήμα του κειμένου - από το μνήμα του κειμένου, δηλαδή, αν ακούσουμε με το αυτί τού Ομήρου. Η ερωτευμένη δεξιοτεχνία της Παναγιώτου φαίνεται στη μετάφραση του περίφημου ποιήματος That Day (Εκείνη η μέρα, σελ. 36):
This is the desk I sit at/ and this is the desk where I love you too much/ and this is the typewriter that sits before me/ where yesterday only your body sat before me/ with its shoulders gathered in like a Greek chorus...
γράφει η Sexton. Και η Παναγιώτου μεταφράζει:
Αυτό είναι το γραφείο όπου κάθομαι/ κι αυτό είναι το γραφείο όπου σε αγαπώ πάρα πολύ/ κι αυτή είναι η γραφομηχανή όπου κάθεται ενώπιόν μου/ όπου χθες μόνο το σώμα σου κάθισε ενώπιόν μου/ με τους ώμους του μαζεμένους σαν σε αρχαιοελληνικό χορό...

Τίποτα -εκτός ίσως από τις επαναλήψεις που αφήνουν να διαρρεύσει κάτι βιβλικό στο ρυθμό- δεν προδίδει τελετουργική σοβαρότητα στο πρωτότυπο. Κι όμως αυτή η αναφορά στον αρχαίο ελληνικό χορό στάθηκε -φαίνεται- αποκαλυπτική για τη μεταφράστρια, η οποία παρέσυρε το κείμενο μέχρι την κρύπτη της ποιητικής πρόθεσης της Sexton: μια σκηνή αρχαίας τραγωδίας, φτιαγμένη από λέξεις με σύγχρονη σκηνογραφία. Λειτουργώντας, λοιπόν, ως σκηνογράφος μετέφρασε την τόσο απλή και καθημερινή λέξη «before» ως «ενώπιον», δημιουργώντας ένα μισοσκότεινο ιερατικό περιβάλλον. Η Sexton της Παναγιώτου είναι ένα κατόρθωμα.

*Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής

Νείκος και Φιλότης σε αιώνια πάλη

  • Κώστας Χατζηαντωνίου, Αγκριτζέντο, μυθιστόρημα, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, σελ. 293
Στην παράδοση του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, με εκείνη, όμως, την μαγική ατμόσφαιρα που ελκύει και, τελικά, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη, ο γνωστός από παλαιότερα στον χώρο της αφήγησης αλλά, κυρίως, στον χώρο των ιστορικών βιογραφιών και μελετών Κώστας Χατζηαντωνίου μας παραδίδει εδώ ένα ιδιαίτερα αξιόλογο πεζογράφημα, φροντισμένο υφολογικά (κάποτε με σύνταξη ποιητική) και πυκνό νοηματικά, εμπνευσμένο, μάλιστα, (από) και σκηνοθετημένο σε έναν ξένο τόπο, την Σικελία, γεγονός που παρουσιάζει, ασφαλώς, τις δικές του δυσκολίες για τον συγγραφέα - για τον αναγνώστη, πάντως, είναι μια εμπειρία συναρπαστική, ειδικά εφόσον πρόκειται για την ποθητή Σικελία (υπέροχο, παρεμπιπτόντως, και το εξώφυλλο με τον πίνακα του Jacob Van Ruisdael).

Τα τέσσερα μυθοπλασμένα πρόσωπα στα οποία κατανέμονται, αρχικά "κατά αποκλειστικότητα", τα κεφάλαια από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, ο Παυσανίας, η Ισαβέλλα, ο Γκαετάνο και ο Λίνος (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εμπλέκονται και κάποιοι άλλοι χαρακτήρες με τις ενδιαφέρουσες δικές τους μικροϊστορίες), "μετοικούν", με την πάροδο της αφήγησης, το ένα στον "χώρο" του άλλου, καθώς οι ιστορίες τους αρχίζουν να συγκλίνουν και η πλοκή να οδεύει προς την λύση της. Ώσπου να γίνει, ωστόσο, αυτό, ο αφηγητής γνωρίζει πώς να κρατά σε εκκρεμότητα την αγωνία του αναγνώστη, διακόπτοντας την ιστορία τού ενός προσώπου σε ένα κρίσιμο σημείο και μεταφέροντας την αφήγηση στην ιστορία του άλλου.

Υπάρχει, βεβαίως, και το εξαιρετικά ενδιαφέρον εγκιβωτισμένο κείμενο που συγγράφει (με απώτερο σκοπό, όπως αυτοαναφορικά δηλώνεται, να ανακαλύψει τον εαυτό του) ο πατέρας τής Ισαβέλλας, ο Παυσανίας, για τον φιλόσοφο Εμπεδοκλή και την Ιστορία τού αρχαίου Ακράγαντα κατά την αντίστοιχη περίοδο - κείμενο το οποίο, μάλιστα, δίνει την αφορμή στον συγγραφέα (στην διάρκεια μιας συζήτησης μεταξύ του Παυσανία και του Λίνου, αγαπημένου της Ισαβέλλας αν και για πολλά χρόνια απομακρυσμένου από αυτήν) για μία ουσιαστική "αντιπαράθεση" μεταξύ Εμπεδοκλή και Σωκράτη -, ενώ μία άλλη μορφή, εκείνη του Λουίτζι Πιραντέλλο, είναι πολύ συχνά παρούσα στην αφήγηση, διαθέσιμη, μεταξύ άλλων, και για μία «παράλληλη μελέτη» με τον μεγάλο πρόγονο.

Ας μην θεωρηθεί, ωστόσο, ότι η φιλοσοφία ρίχνει σε οποιαδήποτε στιγμή την βαριά σκιά της στο μυθιστόρημα, καθώς αυτό το τελευταίο δείχνει να μπορεί να τα περιλάβει όλα: άρα, και τον μυστικισμό της φιλοσοφικής σκέψης και, ταυτόχρονα, την σύγχρονη λογοτεχνία και κινηματογραφία, την μουσική, την σύγχρονη πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Σικελία και, ευρύτερα, στην Ιταλία (θα έλεγα πως, από μία άποψη, εστιάζοντας στον συγκεκριμένο πολύ σημαντικό θεματικό άξονα, ο οποίος τοποθετείται στην πλευρά του Νείκους, όσον αφορά στο ανά χείρας μυθιστόρημα, αυτό το τελευταίο θα μπορούσε να έχει τον υπότιτλο «Τι απέγινε ο Αδριανός Πετρέας;», εννοώντας εδώ, αφ' ενός, τον ήρωα από το μυθιστόρημα Οι Τελευταίοι Εγγονοί του Τάσου Αθανασιάδη, με τις πολύ συγκεκριμένες αντιλήψεις για μία «Ηθική της Τρομοκρατίας» και, αφ' ετέρου, τον αντίστοιχο, έως έναν βαθμό, ήρωα του Αγκριτζέντο Γκαετάνο, μετατοπισμένον, όμως, χρονικά, και γι' αυτό διαφοροποιημένον, μία ή δύο δεκαετίες αργότερα), αλλά και τις κορυφαίες - αυτονόητα λυρικές - στιγμές στην Κοιλάδα των Ναών· όποιος δεν την έχει επισκεφθεί είναι δύσκολο να αναπλάσει τα αντίστοιχα συναισθήματα.

Όλα τα παραπάνω, μαζί με την, με κάθε ευκαιρία, παθιασμένη καταβύθιση του συγγραφέα στο φαινόμενο της ζωής γενικά και στις ανθρώπινες σχέσεις ειδικότερα (με ψυχολογικές παρατηρήσεις, επιπλέον, οι οποίες είναι ιδιαίτερα εύστοχες) ολοκληρώνουν ένα λογοτεχνικό κείμενο στου οποίου την ανάγνωση συνδυάζεται η αληθινή απόλαυση με την πνευματική καλλιέργεια.

  • ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΤΣΟΥΠΡΟΥ, Η ΑΥΓΗ: 29/08/2010

Ελληνικός επαρχιωτισμός και ευρωπαϊκή λογοτεχνία

 
  • Η ΑΥΓΗ: 29/08/2010
Το άρθρο αυτό περιγράφει σύντομα και με απλό τρόπο τη λογοτεχνική και κριτική παραγωγή στην Ελλάδα, αλλά και την υποδοχή της στο εξωτερικό. Σημαντική παράμετρος την οποία εξετάζει ο Επισκοπόπουλος, πάντα σε σχέση με το σύνολο της παραγωγής, είναι η επαφή με τα λογοτεχνικά και κριτικά τεκταινόμενα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Όπως φάνηκε και από τα προηγούμενα κείμενα που δημοσιεύσαμε, είναι μεγάλη η έμφαση που δίνει ο Επισκοπόπουλος στην ανάγκη της συμμετοχής των Ελλήνων συγγραφέων και κριτικών στο νεωτερικό κοσμοπολίτικο πνεύμα της εποχής. Η επαφή γίνεται με την ανάγνωση και τη γόνιμη επαφή με όλες τις φιλολογίες, η οποία θα οδηγήσει σε μια δημιουργική μίμηση, πέραν της ξενοφοβίας που διαπιστώνει στην ελληνική λογιοσύνη. Τέλος, οι παρατηρήσεις του σε σχέση με τη διαδοχή των λογοτεχνικών γενεών κατά τον 19ο αιώνα μπορούν να χαρακτηριστούν τολμηρές, αφού τη γενιά του 1880 (χωρίς να την κατονομάζει, αλλά ξεκάθαρα) τη θεωρεί «γενιά αστοιχειώτων». Παρόλη την υπερβολή που χαρακτηρίζει αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο που διατυπώνεται λίγο μετά την εξίσου επιθετική άποψη του Ροΐδη στο «Διατί δεν έχει η σημερινή Ελλάς φιλολογίαν».

ΝΙΚΟΣ ΜΑΥΡΕΛΟΣ

  • Αι νέαι μορφαί της ελληνικής φιλολογίας

Μία άλλη πρόοδος αναμφισβήτητος της φιλολογίας μας, μία πρόοδος λανθάνουσα, αλλά μολαταύτα πραγματική, είναι η είσοδος της τεχνοτροπίας και της μουσικής εις την γλώσσαν και την σύνθεσιν. Από τον καιρόν των πρώτων ατέχνων πρωτογενών ελληνικών διηγημάτων και ποιημάτων η πρόοδος είναι ανυπολόγιστος. Εις ένα έκαστον των συγγραφέων ημπορεί κανείς να παρατηρήσει την μεγάλην μουσικήν εξέλιξιν της φόρμας και των ιδεών. Εις τα πρώτα διηγήματα του κ. Καρκαβίτσα, τα ωραία μόνον εις την παρατήρησιν, δύναται να παραβάλλει κανείς ως αγνώριστα τα «Λόγια της Πλώρης», όπου τα πράγματα όλα είναι έμψυχα, όπου τα στοιχεία έχουν υπόστασιν συμβολικήν, όπου αι περιγραφαί λαμβάνουν ένα ευρύν πανθεϊσμόν, όπου αυταί αι δυνάμεις της φύσεως αποτελούν το dramatis personae και όπου η ξηρά αφήγησις εξίχθη [μέχρι της μουσικότητος εποποιοίας. Ο Παλαμάς από των πατριωτικών τραγουδιών εξίχθη μέχρι των «Ματιών της Ψυχής» και της «Ηλιογέννητης», ανακτόρων καλλονής και ευρυθμίας, όπου κρύπτονται οι μεγαλύτεροι της νοήσεως θησαυροί. Εις το έργον του Μαλακάση, του Επαχτίτη, του Βασιλικού, του Γρυπάρη, του Νιρβάνα προπάντων, η αυτή μεταβολή παρετηρήθη, η αυτή απολάκτισις της αρχαίας ποιητικής και της αρχαίας τεχνοτροπίας, η είσοδος η θριαμβευτική της μουσικής και της ευρύτητος εις την ποίησιν και την πεζογραφίαν. Και η γλώσσα επίσης συνησθάνθη την μουσικήν αυτήν επίδρασιν και έχομεν θαύματα εις το είδος αυτό της ποιητικής πεζογραφίας, όπως μαρτυρούν τα ολίγα διηγήματα του Παλαμά και του Νιρβάνα διά την δημοτικήν και το βιβλίον του Κακλαμάνου περί Γύζη διά την απλήν καθαρεύουσαν.

Και φαίνεται ως αν το όνειρον, το οποίον ο Δ' Αννούντσιο συνέλαβεν, όταν έγραφε τον «Θρίαμβον του Θανάτου», να είναι δηλαδή η γλώσσα και το ύφος ένα «έργον καλλονής και ποιήσεως», να επραγματοποιήθη, να έλαβε σάρκα και οστά εις την γεννωμένην φιλολογίαν μας.
***
Και εγγίζομεν εδώ εν από τα στοιχεία της δριμείας και διασκεδαστικής πολεμικής, την οποίαν τα περιοδικά ήρχισαν, την επίδρασιν και την μίμησιν των ξένων φιλολογιών, την ακατονόμαστον διαφθοράν της ελληνικής αγνότητος από τας ξένας μεγαλοφυΐας.

Το ζήτημα είναι παλαιόν και είναι ζωηρότατον. Η ξένη επιρροή των φιλολογιών, η οποία παντού επιδρά, η οποία συνενώνει και συμμειγνύει εις εν και το αυτό πνευματικόν ρεύμα όλας τας φιλολογίας, ήρχισε τωόντι και εδώ. Αι ξέναι ακριβώς φιλολογίαι μας έδωσαν και εδώ την ώθησιν και αυταί έκαμαν την μικράν μας, την ατυχή φιλολογίαν, να πάρει μίαν πτήσιν αρμονικοτέραν και μάλλον καλλιτεχνικήν.

Είναι όμως τάχα ανάγκη να είπομεν ότι η αλληλεπίδρασις των φιλολογιών η μιμική παρετηρήθη παντού και ανέκαθεν, ότι η γερμανική φιλολογία ολόκληρος εξήλθεν από την γαλλική, ότι η ρωσσική φιλολογία επέδρασεν επί της γαλλικής και ότι η σκανδιναυική τελευταίως έθεσε την σφραγίδά της επί όλης της γερμανικής παραγωγής; Πέρυσιν ακόμη εις έν παραδοξότατον άρθρο του ο Λεμαίτρ απεδείκνυεν ότι όλα τα έργα του Ίψεν, τα οποία θεωρούνται ως πρωτοτυπίαι, εκλάπησαν σχεδόν από έργα της Γεωργίας Σάνδης και των άλλων ρομαντικών του 1830, όπως κάποιος Γερμανός κριτικός τελευταίως παρετήρη επίσης ότι τρία έργα διαφόρων συγγραφέων, αι «Μοναχαί Ψυχαί» του Χάουπτμαν, ο «Ρόσμερχολμ» του Ίψεν και η «Γιοκόνδα» του δ' Αννούντσιο, είναι έργα όμοια και αλληλοκλοπιμαία βέβαια. Άλλωστε η διαμαρτύρησις, η οποία ήρχισεν εις την Ελλάδα διά της νεωτέρας μιμήσεως, αφορά εν παλαιότερον φαινόμενον. Προ της παρούσης γενεάς, οι ποιηταί του 1860 και του 1840 εμιμούντο με πολύ ολιγώτερον τάλαντον και με πολύ ολιγωτέραν επιτυχίαν τους νεορρομαντικούς και τους βυρωνιστάς και τους λαμαρτινικούς και δεν γνωρίζω άλλον Έλληνα μιμητήν τυφλότερον από τους αδελφούς Σούτσους ή τον Παπαρρηγόπουλον.

Η μόνη διαφορά των επιρροών εις την ελληνικήν και την ξένην φιλολογίαν είναι το τάλαντον. Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς υπήρξαν μιμηταί όπως είναι και οι Έλληνες, αλλ' είχον όμως όλοι εν πράγμα το οποίον δεν έχουν οι Έλληνες μιμηταί: την μεγαλοφυίαν. Ο Δ' Αννούτσιο καθ' όλον του το μέχρι τούδε στάδιον αντέγραψε τον Ζολά, τον Βουρζέ, τον Τολστόη, τον Ίψεν, τους προραφαηλιτίστας, τον Πελαδάν. Μολαταύτα ο Δ' Αννούντσιο θεωρείται ο μεγαλύτερος Ιταλός συγγραφεύς και ο πρώτος εργάτης μιας ιταλικής αναγεννήσεως. Το μόνον το οποίον διακρίνει τον Δ' Αννούτσιο από τον κ. Νιρβάναν, παραδείγματος χάριν, είναι το ποιόν του ταλάντου. Και οι δύο εργάζονται με τας ιδίας τάσεις και υπό τας ιδίας συνθήκας. Όταν ευρεθούν εις την Ελλάδα μεγαλοφυείς θα εξακολουθήσουν να μιμώνται, να δανείζονται από τους Ισπανούς συγγραφείς, όπως ο Κορνήλιος τον ιδικόν του «Σηδ» από Ρώσσους συγγραφείς, όπως ο Δ' Αννούντσιο τον «Παρείσακτόν» του, αλλά θα τους δώσουν την σφραγίδα του μεγάλου έργου το οποίον είναι διεθνές και το οποίον κείται υπεράνω ορίων.

Ώστε η μορφή της γενικότητος, με την οποίαν ακριβώς η ελληνική φιλολογία προσπαθεί ν' αναχθεί εις ύψος, εις το οποίον να δύναται και να δημιουργεί, είναι μία παραδοξολογία προερχόμενη από κακήν βέβαια και ατελή γνώσιν των πραγμάτων.
***
Eδώ όπου σκοπεύω να σημειώσω τας προόδους της φιλολογίας μας δεν πρέπει να παραλείψω μίαν μύησην προς την καλλιτεχνίαν, μίαν απλήν πραγματογνωσίαν, η οποία διεδέχθη την παχυλήν άγνοιαν και η οποία μορφώνει κοσμοπολιτικότερον και εγκυκλοπαδικότερον τους φιλολόγους μας. Η προσοικείωσις με τα ξένα ήθη, τας ξένας φιλολογίας, τους ξένους πολιτισμούς, με τας ξένας ιστορίας και σχολάς ήνοιξε διά πρώτην, υποθέτω, φοράν τους οφθαλμούς των σκεπτομένων. Η γενεά του 1860 ήτο και εκείνη μορφωμένη τελείως και ο Παπαρρηγόπουλος, ο Ζαλοκώστας και άλλοι, ήσαν άνθρωποι παιδείας πολλής και μορφώσεως εγκυκλοπαιδικής. Την γενεάν εκείνην διεδέχθη δυστυχώς μία γενεά αστοιχειώτων, μια γενεά προικισμένη με φυσικόν τάλαντον, η οποία όμως δυστυχώς δεν είχε καμίαν παιδείαν. Η δημοσιογραφία, η οποία εκείνην την στιγμήν εζήτει συντάκτας και η οποία μετεχειρίζετο ως ύλην και την φιλολογίαν, συνέτεινεν όχι ολίγον εις το να ρίψει εις το ρεύμα πολλούς συγγραφείς, πάσχοντας βαρυτάτην άγνοιαν των πραγμάτων.

Ευτυχώς μία αφύπνισις παρατηρείται, μία ηώς μεγαλειτέρας μορφώσεως. Οι άνθρωποι συγκοινωνούν επιτέλους με την Ευρώπη και εάν επιστρέφουν εκείθεν ολίγον περιπλεγμένοι όπως και πολύ συγκεχυμένοι, διατηρούν όμως μίαν βαθύτατην γνώσιν και μίαν μύησιν καλλιτεχνικής κινήσεως. Εξάλλου όλοι πλέον παρακολουθούν τα ξένα γράμματα, τας ξένας φιλολογίας και η νέα γενεά μορφώνεται ασυγκρίτως εγκυκλοπαιδικότερον.
***
Θα ήτο σφάλμα αν ενομίζατε εκ τούτων όλων ότι επιδοκιμάζω την άτεχνον μίμησιν ξένων συγγραφέων, ή την μεταφύτευσιν αυτουσίων ξένων καινοτροπιών. Παραδέχομαι και εγώ ως εκτάκτως περίεργον και εξαμβλωματικόν να θέλει κανείς να εφαρμόσει εδώ τας θεωρίας του Νίτσε, τον οποίον θεωρώ ως ένα των διδασκάλων της νεωτέρας σκέψεως, αλλ' ο οποίος δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την ιδιοσυγκρασίαν μας και προπάντων με την ιδιοσυγκρασίαν των μαθητών του. Οι φιλόλογοι, οι οποίοι ψελλίζουν Νίτσε, Νίτσε, ή Ίψεν, Ίψεν, ή Τολστόη, Τολστόη με την ιδίαν άγνοιαν και σύγχυσιν με την οποίαν τα βρέφη ζητούν γάλα και οι παπαγάλοι καφέν, θα μου εφαίνετο απλώς αστείον αν οι φιλόλογοι ούτοι δεν ήσαν ευφυείς όπως είναι, και αν δεν είχον, όπως έχουν, ιδικήν των πρωτοτυπίαν.
***
Αδιάφορον. Η ελληνική φιλολογία είναι βεβαιον ότι έκαμε πολλά βήματα απελευθερώσεως, ότι διέρχεται τρίβους διαφόρους, δοκιμάζει σχολάς, μιμείται τας κυριαρχούσας επιρροάς, πολεμά, αλληλοτρώγεται και αρνείται εαυτήν άρα ζη και αυτό είναι το σπουδαιότερον και αυτό είναι το περισσότερον ευχάριστον. Διερχόμεθα τους τελευταίους αυτούς καιρούς μιαν εποχήν ζυμώσεως, εις την οποίαν εργάζονται όλοι, εις την οποίαν ολίγοι φωνάζουν, πολλοί ψελλίζουν και η οποία θα εστοιχημάτιζα πολύ, ότι κάτι θα μας δώσει το ευχάριστον και κάτι ίσως το απρόοπτον. Όταν παρατηρήσει κανείς εν βυτίον ζυμουμένου μούστου, βλέπει εν πανδαιμόνιον αλλολοτρογωμένων μικροβίων, αναπηδώντων αερίων και ακαθάρτων υγρών. Ο καλός όμως οινοποιός είναι ήσυχος. Γνωρίζει ότι εκ του κυκεώνος τούτου θα εξέλθει το καλόν, χρυσίζον ρευστόν, το γενναίον ελιξίριον της λήθης και της δυνάμεως, το οποίον γίνεται φλόξ και γίνεται χαρά εις τας φλέβας των ανθρώπων. Και απλώς περιμένει.

Ν. Επισκοπόπουλος
Άστυ 4/6/1901

Ελληνικό σινεμά και λογοτεχνία


Μπορεί η λογοτεχνία να είναι ακόμη αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το τυπωμένο χαρτί, όμως ποιος μπορεί να πει πως, όταν αναφέρεται στον Θάνατο στη Βενετία, το πρώτο πράγμα που του έρχεται στο μυαλό είναι οι σελίδες του Τόμας Μαν και όχι οι φωτεινές εικόνες του Λουκίνο Βισκόντι; Σινεμά και λογοτεχνία πορεύτηκαν μαζί, σε μια σχέση συνέργειας η οποία, ανεξάρτητα από τις συγκρίσεις, όπου άλλοτε κέρδιζε ο μεν ή η δε, υπήρξε γόνιμη και για τις δύο μορφές τέχνης.

Ο ελληνικός κινηματογράφος και η ελληνική λογοτεχνία δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Είναι πολλές οι ταινίες των νέων Ελλήνων κινηματογραφιστών, ιδιαίτερα μετά το 1974, που άντλησαν την έμπνευσή τους από κείμενα παλαιότερων (όπως ο Παπαδιαμάντης ή ο Θεοτόκης) ή νεότερων (όπως ο Α. Κοτζιάς ή ο Β. Ραυτόπουλος) συγγραφέων μας.

Αυτή τη σχέση επιδιώκει να διερευνήσει το αφιέρωμα που διοργανώνεται την εβδομάδα 9-15 Σεπτεμβρίου στον κινηματογράφο «Απόλλων», ένα αφιέρωμα στο οποίο θα προβληθούν βραβευμένες ταινίες εννέα Ελλήνων δημιουργών, που μετέφεραν στη γλώσσα του κινηματογράφου κείμενα σπουδαίων πεζογράφων.

Στη διάρκεια του αφιερώματος θα προβληθούν οι ταινίες Ρόδινα ακρογιάλια του Ευθύμη Χατζή, βασισμένο σε διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη, Ονειρεύομαι τους φίλους μου του Νίκου Παναγιωτόπουλου, βασισμένο στην ομότιτλη συλλογή διηγημάτων του Δ. Νόλλα, Ιαγουάρος της Κατερίνας Ευαγγελάκου, βασισμένο στη νουβέλα του Α. Κοτζιά, Τα παιδιά της Χελιδόνας του Κώστα Βρεττάκου, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Δ. Χαριτόπουλου, Ο εργένης του Νίκου Παναγιωτόπουλου, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Β. Ραπτόπουλου, Η άλλη όψη του Τάσσου Ψαρρά, βασισμένο στο διήγημα «Το μυστικό» του Π. Σφυρίδη, Η νοσταλγός της Έλενας Αλεξανδράκη, βασισμένο σε διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη και Κοράκια του Τάκη Σπετσιώτη, βασισμένο στο διήγημα «Το παράπονο του νεκροθάπτου» του Ε. Ροΐδη.

Η εξαφάνιση των νεοελληνικών σπουδών


Από τις 9 ως τις 12 Σεπτεμβρίου θα διεξαχθεί στη Γρανάδα της Ισπανίας το 4ο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (ΕΕΝΣ) με τη συμμετοχή περίπου 330 συνέδρωνομιλητών (υποβλήθηκαν 461 αιτήσεις συμμετοχής) και θέμα «Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο από το 1204 έως σήμερα». Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα νεοελληνικά συνέδρια με οκτώ παράλληλες συνεδρίες και αυξημένη συμμετοχή σε σχέση με τα προηγούμενα, δεδομένου ότι το πρώτο συνέδριο στο Βερολίνο (1998) περιελάμβανε 151 ανακοινώσεις, το δεύτερο στο Ρέθυμνο (2002) 135 και το τρίτο στο Βουκουρέστι (2006) 194. Το πρόγραμμα του συνεδρίου έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Εταιρείας και εκεί θα δημοσιευθούν μετά τη λήξη του και οι ανακοινώσεις. Σε μια δύσκολη στιγμή για τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας, η διεξαγωγή του συνεδρίου στέλνει ένα θετικό μήνυμα και φέρνει κοντά επιστήμονες από διαφορετικές ειδικότητες και χώρες.

Η σημασία του συνεδρίου έγκειται επίσης και στο γεγονός ότι στην Ελλάδα είναι λίγα τα συνέδρια στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών που γίνονται με ανοικτή ανακοίνωση-πρόσκληση στο Διαδίκτυο. Πολλοί νέοι επιστήμονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό δεν έχουν αρκετές ευκαιρίες να παρουσιάσουν την έρευνά τους υποβάλλοντας περίληψη της ανακοίνωσής τους προς κρίση. Το συνέδριο της ΕΕΝΣ προσφέρει κάθε τέσσερα χρόνια αυτήν την ευκαιρία, όπως και τα αντίστοιχα της Αυστραλιανής Εταιρείας και αυτό της Αμερικανικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (ΜGSΑ), που διεξάγεται κάθε δύο χρόνια (το 21ο έγινε πέρυσι στο Βανκούβερ και το επόμενο έχει ήδη ανακοινωθεί για το 2011 στη Νέα Υόρκη). Με αυτά τα συνέδρια, τις ιστοσελίδες, τις ηλεκτρονικές λίστες και τα διεθνώς έγκυρα περιοδικά («Journal of Μodern Greek Studies», «Βyzantine and Μodern Greek Studies»), οι Εταιρείες και τα Τμήματα Νεοελληνικών Σπουδών του εξωτερικού επιτελούν σημαντικό έργο και δίνουν το καλύτερο παράδειγμα μιας ανοιχτής επιστημονικής κοινότητας, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμη δική της Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών. Ως εκ τούτου, δεν συμμετέχει επίσημα στην ΕΕΝΣ, η οποία δεν έχει άτομα-μέλη, όπως η αντίστοιχη αμερικανική, αλλά αποτελεί ομοσπονδία εθνικών εταιρειών.

Πολλοί κατά καιρούς εκδηλώνουν ειλικρινές ενδιαφέρον για το πώς η Ελλάδα μπορεί να στηρίξει τις νεοελληνικές σπουδές (ΝΣ) στο εξωτερικό, ενίοτε όμως αγνοούν ή παραβλέπουν την προσφορά των τμημάτων ΝΣ του εξωτερικού στην ίδια την Ελλάδα, αν λάβουμε υπόψη ότι τροφοδότησαν ελληνικά πανεπιστήμια, ερευνητικά ιδρύματα και τη μέση εκπαίδευση με πολλούς νέους επιστήμονες, οι οποίοι είτε εκπόνησαν τη διδακτορική τους διατριβή είτε ολοκλήρωσαν τις μεταπτυ χιακές σπουδές τους σε επίπεδο «μάστερ» σε αυτά. Ολες οι φιλοσοφικές σχολές στην Ελλάδα διαθέτουν μέλη ΔΕΠ που έχουν εκπονήσει τις διατριβές τους σε τμήμα ΝΣ της Αγγλίας, ενώ επί χρόνια τα τμήματα ΝΣ της Ευρώπης και της Αμερικής εμπλούτιζαν τον ακαδημαϊκό χώρο με νέες προσεγγίσεις, μελέτες, εκδόσεις ή μεταφράσεις και έδιναν την ευκαιρία σε αρκετούς έλληνες πανεπιστημιακούς να περάσουν σε αυτά την εκπαιδευτική τους άδεια. Ας μη μας διαφεύγει εξάλλου ότι σχεδόν οι μισές από τις πιο έγκυρες Ιστορίες και Εισαγωγές στη Νεοελληνική Λογοτεχνία έχουν γραφτεί από νεοελληνιστές του εξωτερικού.

Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε την «ελληνοποίηση» των νεοελληνικών σπουδών στο εξωτερικό με την εξαγωγή αποσπασμένων εκπαιδευτικών ή πανεπιστημιακών από την Ελλάδα και την ελλιπή στήριξη νέων και πολλά υποσχόμενων ξένων νεοελληνιστών. Ενώ παλαιότερα υπήρχαν αρκετοί αξιόλογοι νεοελληνιστές μη ελληνικής καταγωγής, ο αριθμός αυτός μειώνεται ραγδαία, καθώς δεν υπήρξε καμιά συστηματική προσπάθεια στήριξής τους με διδακτορικές και μεταδιδακτορικές υποτροφίες ή fellowships.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι νεοελληνικές σπουδές στην Ευρώπη τα επόμενα χρόνια θα συρρικνωθούν. Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις περί αυτού, καθώς την επόμενη χρονιά θα κλείσει το Νεοελληνικό Τμήμα στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και σε τρία χρόνια, εκτός απροόπτου, αυτό του Κέιμπριτζ. Αλλά και η τύχη των γερμανικών τμημάτων στην Αγγλία δεν προδιαγράφεται καλύτερη. Κάποιοι απαισιόδοξοι θεωρούν ότι σε όλη τη Βρετανία σε μερικά χρόνια μπορεί να μείνουν μόνο τρία ή τέσσερα τμήματα γερμανικών σπουδών. Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για την πολυπληθέστερη χώρα της ΕΕ και την ισχυρότερη οικονομία της. Οπότε τη σταδιακή εξαφάνιση των νεοελληνικών σπουδών πρέπει να τη δούμε στο ευρύτερο πλαίσιο της παρακμής της διδασκαλίας των ευρωπαϊκών γλωσσών (με εξαίρεση τα ισπανικά και τα πορτογαλικά, λόγω Λατινικής Αμερικής) και την ανάδειξη των γλωσσών και των πολιτισμών των αναδυόμενων αγορών της Ασίας. Με την υποχώρηση των νεοελληνικών σπουδών εκτός Ελλάδας δεν θα πληγεί τόσο η προώθηση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού (ίσως αναπληρωθεί εν μέρει από τη ραγδαία πρόοδο του Διαδικτύου και της ηλεκτρονικής επικοινωνίας) όσο θα λείψει αυτή η διαφορετική και «ανοικειωτική» ματιά που προσέφεραν. Και αυτήν τη ματιά έχουν περισσότερο ανάγκη οι μικρές χώρες και τα εκπαιδευτικά τους συστήματα, καθώς είναι δύσκολο να αναπληρωθεί εκ των ένδον.
  • Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας.

Ο ΕΠΙΜΟΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

  • Αυτή την Κυριακή ο δημοσιογράφος Νίκος Χειλάς διαβάζει το βιβλίο του γερμανού συγγραφέα Γιούργκεν Ροτ που ξεδιπλώνει το σύνολο των δραστηριοτήτων της Μαφίας στη Γερμανία τα τελευταία είκοσι χρόνια

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Οι δολοφόνοι χτύπησαν στις δυόμισι το πρωί. Γλιστρώντας στο σκοτάδι πλησίασαν από πίσω δύο αυτοκίνητα που ήταν σταματημένα έξω από την πιτσαρία Da Βruno κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ντουίσμπουργκ και πυροβόλησαν τους επιβάτες τους στο κεφάλι. « Πενήντα τέσσερις σφαίρες,έξι νεκροί » ήταν το επόμενο πρωινό ο τίτλος τοπικής εφημερίδας. Το ημερολόγιο σημείωνε: 15 Αυγούστου 2007, ανήμερα της Παναγίας.

Χρειάστηκαν δύο χρόνια περίπου για να συλληφθεί ο ένας από τους φερόμενους ως δράστες, ο τριαντάχρονος Τζιοβάνι Στράντζιο. Η δίκη του, που άρχισε τον περασμένο Απρίλιο στο Λόκρι της Ιταλίας, πηγαίνει, χάρη στην παρελκυστική τακτική των συνηγόρων του, σαν τον «κάβουρα». Οι διωκτικές Αρχές υπέθεσαν πάντως εξαρχής ότι επρόκειτο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε δύο οικογένειες μιας νέας παραφυάδας της Μαφίας στην περιοχή της Καλαβρίας, της Ντρανγκέτα. Τόσο τα θύματα όσο και ο θύτης κατάγονται από την κοινότητα Σαν Λούκα, την «πρωτεύουσα» της Ντρανγκέτα. Το πόσο ευσταθεί η υπόθεση των Αρχών είναι ανοικτό θέμα. Ενα υπόλοιπο «σκοτεινότητας» όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες βεντέτες παραμένει κι εδώ. Η ετυμηγορία των δικαστών, που αναμένεται τον Σεπτέμβριο, θα δείξει.

Η « σφαγή του Ντουίσμπρουγκ », όπως την αποκάλεσαν τα μέσα ενημέρωσης, δίνει στον γερμανό συγγραφέα Γιούργκεν Ροτ την ευκαιρία να ξεδιπλώσει το σύνολο των δραστηριοτήτων της Μαφίας στην Ομοσπονδιακή Γερμανία τα 20 τελευταία χρόνια. Το βιβλίο του «Χώρα της Μαφίας, Χώρα των Γερμανών» είναι το πανόραμα της ασταμάτητης διείσδυσης των μαφιόζων προς τον Βορρά- το αντίστροφο δηλαδή από εκείνο που έκαναν πριν από πολλούς αιώνες τα «βάρβαρα» γερμανικά φύλα προς τον Νότο.

Σε πρώτη φάση η Γερμανία προσέφερε απλώς καταφύγιο σε κυνηγημένους μαφιόζους. Ενδιάμεσα, σύμφωνα με τη Γερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών ΒΝD, έχει μετεξελιχθεί στη χώρα με τα σημαντικότερα locali, δηλαδή τα τοπικά αρχηγεία της Μαφίας εκτός Ιταλίας. Για τους μαφιόζους η σημασία της Γερμανίας στην Ευρώπη είναι σήμερα παρόμοια με εκείνη που είχαν ανέκαθεν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Αμερική.

Για να καταλάβουν καλά οι αναγνώστες τού τι εστί Μαφία ο συγγραφέας τους κάνει κατ΄ αρχάς ένα «φροντιστήριο» για την καταγωγή και την εξέλιξή της. Οι τελευταίοι μαθαίνουν έτσι ότι σήμερα υπάρχουν τέσσερις μεγάλες Μαφίες: Οι παραδοσιακές στη Σικελία (Κόζα Νόστρα) και στη Νάπολη (Καμόρα) και οι νεότερες στην Απουλία (Σάκρα Κορόνα Ουνιτά) και στην Καλαβρία (Ντρανγκέτα). Αλλη παράδοση, διαφορετικές δομές: Η Κόζα Νόστρα, για παράδειγμα, είναι κάθετα ιεραρχημένη με επικεφαλής έναν «Capo dei Capi» (αρχηγό των αρχηγών), η Ντρανγκέτα, αντίθετα, έχει οριζόντια οργάνωση και ανάλογα χαλαρή σύνδεση ανάμεσα στις χιλιάδες οικογένειες που τη συναποτελούν.
Το οργανωμένο έγκλημα δεν αποτελεί ωστόσο ιταλικό μονοπώλιο. Ο Ροτ απαριθμεί μια σειρά αλλοεθνείς «μαφίες» που δρουν παράλληλα σε γερμανικό έδαφος: την κοσοβάρικη,
την τσετσένικη, την κροατική, την αλβανική, και πάει λέγοντας. Η πιο ισχυρή από αυτές είναι η ρωσική. Ενας από τους πρωταγωνιστές της, ο περιβόητος Μίσα, πρώην πράκτορας της σοβιετικής μυστικής αστυνομίας ΚGΒ, που λύνει και δένει στο Αμβούργο χρησιμοποιούσε παλαιότερα ελληνικό διαβατήριο (του αφαιρέθηκε το 2002 αφότου διαπιστώθηκε ότι ήταν πλαστογραφημένο).

Πέρα από τα ξενόφερτα άνθη του κακού όμως η γερμανική κοινωνία παράγει «αβέρτα» και γηγενή. Αυτό παρατηρείται ιδίως στην Ανατολική Γερμανία. Ο πυρήνας της ντόπιας μαφίας είναι τα υψηλόβαθμα στελέχη του πρώην κομμουνιστικού κόμματος, καθώς και της πρώην μυστικής αστυνομίας Στάζι, που την περίοδο 1992-1996 ήτανως οι πιο έμπειροι και καπάτσοι- οι μεγάλοι κερδισμένοι της γιγαντιαίας αποκρατικοποίησης. Ο Ροτ δίνει αμέτρητα παραδείγματα παράνομων ιδιοποιήσεων, όπως την αγορά οικοδομικών φιλέτων για ένα κομμάτι ψωμί. Με τον καιρό, λέει, η πρώην νομενκλατούρα εγκαθιδρύθηκε ως η «πέμπτη» εξουσία στην Ανατολική Γερμανία που κατευθύνει υπόγεια αλλά αδιαμφισβήτητα τις τέσσερις άλλες: τη νομοθετική, την εκτελεστική, τη δικαστική και τη δημοσιογραφική.

Αλλά και στη Δυτική Γερμανία η «υψηλή» εγκληματικότητα δεν πάει πίσω- ιδίως τελευταία, την εποχή της κρίσης. Ο Ροτ περιγράφει γλαφυρά την αυξάνουσα ροπή των μεγάλων τραπεζιτών στη Φραγκφούρτη ή στο Ντίσελντορφ να θέτουν τα ιδρύματά τους στη διάθεση διεθνών εγκληματιών για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Αυτό, λέει, εξαλείφει την ιστορία των κλοπιμαίων. Σβήνει τη μνήμη της καταγωγής τους, κάνοντας έτσι αδύνατο τον έλεγχο της κίνησής τους και καλύπτοντας οριστικά τα ίχνη των εγκληματικών πράξεών τους σε κρατικό επίπεδο.

Από το πεδίο της μάχης στο χαρτί

ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ | Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Δύο είναι τα βιβλία που θεωρείται απαραίτητο να έχουν μελετήσει τα υψηλόβαθμα στελέχη της Γουόλ Στριτ: το Κεφάλαιο του Μαρξ (για να καταλάβουν τι σημαίνει χρήμα) και το Περί του πολέμου του Κλαούζεβιτς (για να μάθουν τις μορφές των συγκρούσεων και τις στρατηγικές που απαιτούνται προκειμένου να το διαχειριστούν). Και αν σήμερα πολλοί στοχαστές ακολουθώντας το παράδειγμα του Κώστα Αξελού παρουσιάζουν τον Ηράκλειτο ως τον πιο μοντέρνο φιλόσοφο είναι και γιατί αυτό που είπε σε τρεις λέξεις (πόλεμος πατήρ πάντων) ισχύει στον υπερθετικό βαθμό.

Ηταν λοιπόν επόμενο να έχουν γραφτεί την τελευταία εικοσαετία εκατομμύρια σελίδες για τον πόλεμο: για τη θεωρία, την ιστορία, τις μορφές και τις επεκτάσεις του στην κοινωνία. Δεν είναι λ.χ. τυχαίο που το αρχαιότερο εγχειρίδιο περί πολέμου Η τέχνη του πολέμου του Κινέζου Σουν Τζου (1ος αιώνας π.Χ.) εξεδόθη σχετικά πρόσφατα στη χώρα μας από τρεις διαφορετικούς εκδότες. Ούτε και το ότι σύγχρονα βιβλία, ειδικότερα όσα αφορούν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδίδονται κάθε χρόνο με γεωμετρική σχεδόν πρόοδο.

Ο πόλεμος, όπως αποτυπώνεται στο τυπωμένο χαρτί, αντανακλά βέβαια την επίδρασή του στην ίδια την κοινωνία. Οχι μόνο- αν και κατ΄ εξοχήν- στο έργο των ιστορικών αλλά και των κοινωνιολόγων και των λογοτεχνών που αντλούν υλικό από το πλήθος των μορφών του πολέμου. Ο πόλεμος μας έδωσε διεθνώς μεγάλα λογοτεχνικά έργα: το Πόλεμος και ειρήνη του Τολστόι, το Ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον του Ρεμάρκ, το Αποχαιρετισμός στα όπλα του Χεμινγκγουέι, το Οι γυμνοί και οι νεκροί του Νόρμαν Μέιλερ, το Σφαγείο Νο 5 του Κερτ Βόνεγκατ. Και στη χώρα μας, το Η ζωή εν τάφω του Στράτη Μυριβήλη, το Πλατύ ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη, το Κιβώτιο του Αρη Αλεξάνδρου, το Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του Οδυσσέα Ελύτη και πλήθος άλλα.
  • Πόλεμος, συνέχεια της πολιτικής
Στον πυρήνα του κυριότερου έργου του γκουρού των media Μάρσαλ Μακ Λούαν βρίσκουμε τον πόλεμο. Στο κλασικό του Μedia:Οι προεκτάσεις του ανθρώπου διαπιστώνει από τη δεκαετία του ΄60 ακόμη ότι οι σημερινοί πόλεμοι είναι «πόλεμοι εικονισμάτων» και πως στο σύγχρονο πεδίο της μάχης συγκρούονται «άνισες τεχνολογίες», πράγμα που αποδείχθηκε από την επιβολή της παγκοσμιοποίησης. Και την ανατριχιαστικότερη σύγχρονη επιβεβαίωση του αφορισμού του Κλαούζεβιτς πως ο πόλεμος δεν είναι παρά η «συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» αποτελεί η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Ετσι τα βιβλία που κυκλοφόρησαν σχετικά με το θέμα δεν αναφέρονται τόσο στα στρατιωτικά σφάλματα του υιού Μπους και των συνεργατών του αλλά στο ότι ο πόλεμος αυτός δεν ήταν παρά η αναπόφευκτη συνέπεια μιας καταστροφικής πολιτικής.