Sunday, August 29, 2010

Το τρομερό κρύσταλλο


Η ποίηση του Hopkins δεν προοριζόταν για την εποχή του: αν και έζησε στη βικτωριανή Αγγλία, ήταν ήδη ένας ποιητής του 20ού αιώνα
Του Γιώργου ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ, Η ΑΥΓΗ: 29/08/2010
 
Όταν ο ιησουίτης ιερέας Gerard Manley Hopkins πέθανε, το 1889, λίγοι γνώριζαν πως έγραφε ποιήματα. Όσο ζούσε, δεν είχε δημοσιεύσει τίποτε δικό του. Χρειάστηκε να περάσουν περίπου τριάντα χρόνια, για εκδοθούν τα λιγοστά ποιήματά του.

Ακόμη όμως κι αν είχε δημοσιεύσει, κατά τη διάρκεια της ζωής του, τους στίχους του, ελάχιστοι θα τους καταλάβαιναν. Η ποίηση του Hopkins δεν προοριζόταν για την εποχή του: αν και έζησε στη βικτωριανή Αγγλία, ήταν ήδη ένας ποιητής του 20ού αιώνα.

Ο Hopkins εφηύρε μια καινούργια γλώσσα, που ανέτρεπε όλη τη συμβατική ρητορική του αγγλικού λυρισμού, μια γλώσσα βαθιά προσωπική, εκκεντρική θα έλεγα, και ταυτόχρονα εξαιρετικά μουσική. Ήταν από εκείνους τους μοναχικούς που έφτασαν «στ’ ακρότατα σύνορα του λόγου».

Η είσοδος, βέβαια, σε μια νέα επικράτεια της γλώσσας, πόσο μάλλον σε εκείνην την ακρότατη μεθόριο, όπου η γλώσσα σμίγει με τη σιωπή και τη μουσική, δεν είναι παρά η εξωτερικευμένη όψη της εισχώρησης σε μια νέα περιοχή εμπειρίας. Η καινούργια εμπειρία που μαρτυρούν τα ποιήματα του Hopkins, αλλά κι οι επιστολές και τα ημερολόγιά του, είναι μια ιδιόρρυθμη επιφώτιση. Και λέω ιδιόρρυθμη γιατί εδώ η φωτισμένη συνείδηση δεν αποτραβιέται από τον κτιστό κόσμο σε μια θεώρηση του θείου, αλλά συλλαμβάνει τη μοναδικότητα των αντικειμένων που απαρτίζουν τις απειράριθμες εκφάνσεις της υλικής πραγματικότητας και αντικρίζει σ’ αυτά τη ζωντανή απόδειξη του θεϊκού μεγαλείου. Ακόμα και το πιο ταπεινό πράγμα -ένα άνθος, ένα πουλί- διηγείται «δόξαν Κυρίου». Ο Hopkins προσπαθεί να συλλάβει αυτή την εσώτερη φύση κάθε πράγματος, την ατομικότητά του, τη βαθύτερη ουσία του, το υλικό και ταυτόχρονα πνευματικό στοιχείο που το κάνει μοναδικό και ανεπανάληπτο (το «τόδε τι» του Αριστοτέλη, ή την haeceitas του Εριγένη). Ετούτη η διαρκής αναζήτηση τον συνοδεύει όταν περπατά στην αγαπημένη του εξοχή, όταν αντικρίζει ένα δέντρο, ένα άνθος, ένα τοπίο. Γράφει στο ημερολόγιό του: «σκληρή παγωνιά, λαμπρός ήλιος, ουρανός από γαλάζιο νερό. Στους λόφους με τον κ. Λούκας. Το Πάρλικ Πάικ κι η κορυφή κόκκινη με μακρινό και βραδινό φως. Έδαφος στρωμένο με ξεσκισμένες, τεντωμένες λωρίδες χιονιού σαν κόκκους άμμου που έτριζαν κάτω απ’ τα πόδια μας. Λευκοπράσινοι θύσανοι από ξεφτισμένο χόρτο σαν κεφάλια μαλλιών ή κράνη από κεφάλια μαλλιών, καθένας μια σπείρα λεπτών καμπυλών, ο ένας μετά τον άλλον - ωστόσο αυτά θα μπορούσα να τα προσέξω οποιαδήποτε μέρα. Όμως είδα την ουσία τους, λες και το μάτι μου αναπτυσσόταν ακόμα».

O Hopkins, παρακινημένος κι από τη διδασκαλία του Εριγένη, πιστεύει επίσης στην αξία της προσωπικότητας, στην ατομικότητα. Η ποίηση, λοιπόν, είναι το τρομερό κρύσταλλο που αποτυπώνει τόσο τη μοναδικότητα της εξωτερικής φύσης όσο και τη μοναδικότητα της εσωτερικής φύσης, την προσωπικότητα δηλαδή του δημιουργού της. Και το κάνει αυτό σε ένα έργο που επίσης έχει μοναδικό κι ανεπανάληπτο χαρακτήρα. Η πρωτοτυπία, άλλωστε, είναι συνθήκη βασική κάθε άξιου έργου τέχνης.
Όταν ο Hopkins, σε ένα σονέτο του, εγκωμιάζει τον Henry Purcell, ομολογεί πως αυτό που τον συνεπαίρνει περισσότερο δεν είναι μήτε η διάθεση μήτε το νόημα, η περήφανη φλόγα ή ο ιερός φόβος, μήτε καν η δύναμη της μουσικής, αλλά «the rehearsal of abrupt self», η «επανάληψη του κατακόρυφου εαυτού». Κι αλλού γράφει: «κάθε ποιητής θα πρέπει να είναι πρωτότυπος κι η πρωτοτυπία θα πρέπει να είναι προϋπόθεση της ποιητικής ιδιοφυίας. Κάθε ποιητής είναι ένα είδος της φύσης που δεν μπορεί να επαναληφθεί».

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Hopkins πέρασε μια οδυνηρή ψυχική κρίση, οποία συχνά παραλληλίστηκε με τη «μαύρη νύχτα της ψυχής» του Ιωάννη του Σταυρού. Ο ιερέας-ποιητής ένιωθε πως κάθε πηγή χαράς μέσα του στέρευε, πως τον κύκλωνε μια σκυθική ερημιά ψυχικής στειρότητας, πως ο ίδιος ο Θεός τον εγκατέλειπε. Από τα βάθη της ψυχής αναδυόταν ένα αδιαπέραστο έρεβος. Η ψυχή κατακρημνιζόταν σε αβύσσους σπαραγμού.

Από το ορυχείο όμως αυτής της ζοφερής αβύσσου ο Hopkins κατόρθωσε να εξορύξει ένα πολύ σπάνιο υλικό, πετρώματα καθαρής οδύνης, και να σμιλέψει πάνω τους ορισμένα σονέτα, τα «τρομερά σονέτα», όπως ονομάστηκαν, που αποτελούν το αποκορύφωμα της ποίησής του.

«Δεν υπάρχει χειρότερη συμφορά», γράφει σ’ ένα απ’ αυτά, «πεταμένος πέρα απ’ την πίσσα της θλίψης, κι άλλες σουβλιές, πιο άγριες απ’ τις πρώτες που με δασκαλέψαν, θα με στραγγίξουν. Ω της παρηγοριάς πηγή, πού είναι η παρηγοριά σου; Μαρία, μητέρα μας, πού είναι η ανακούφισή σου; Σμήνη ανυψώνονται οι κραυγές μου, συρρέουν σε έναν μόνο σπαραγμό, σε μια παγκόσμια οδύνη… Α, το μυαλό έχει όρη, γκρεμούς απότομους και φοβερούς κι ακαταμέτρητους. Όσοι ποτέ τους δεν κρεμάστηκαν εκεί δεν τους λογαριάζουν» Κι αλλού: «Ξυπνώ και νιώθω όχι τη μέρα, μα πως πέφτει το σκοτάδι. Τι ώρες, τι μαύρες ώρες περάσαμε τη νύχτα ετούτη! Τι δρόμους πήρες και πόσο αναστέναξες, καρδιά μου! Κι όσο το φως δεν έρχεται κι άλλο θα αναστενάξεις. Ό,τι λέω το έζησα. Μα εκεί που λέω ώρες εννοώ χρόνια, ολόκληρη ζωή. Κι οι θρήνοι μου είναι αναρίθμητες κραυγές, κραυγές που στέλνω σαν νεκρά γράμματα σε εσένα, αγαπημένε, που είσαι μακριά μου. Είμαι όλος μια πληγή, καμένος στην καρδιά μου… Κι οι κολασμένοι είναι έτσι, το μαρτύριό τους είναι ο κάθιδρος εαυτός τους, όπως εγώ για μένα. Μα χειρότερα».

Ο Hopkins εκεί, σ’ αυτή την ακρώρεια του πνεύματος, ατενίζει το ανθρώπινο πεπρωμένο, όλη την αδικία και τον παραλογισμό της ανθρώπινης κατάστασης. Ο άνθρωπος που υποφέρει ρωτάει «γιατί υποφέρω». Η συναίσθηση του πόνου και της αδικίας ξεσκεπάζει το τραγικό βάθος της ζωής. Για τον πιστό όμως αυτό το ερώτημα σημαίνει διαπάλη με τον ίδιο τον Θεό: «Δίκαιος είσαι, Κύριε, σαν παλεύω / μαζί σου, μα και το αίτημά μου δίκαιο. / Γιατί οι αμαρτωλοί να ευδοκιμούνε; / Πες, και γιατί ό,τι κάνω αποτυγχάνει; / Ω φίλε μου, κι εχθρός μου ακόμα αν ήσουν / χειρότερα συντρίψει δεν θα μ’ είχες. / Α, κι οι μωροί κι οι σκλάβοι της λαγνείας / ευημερούνε πιο πολύ από μένα / που σου 'χω αφιερώσει τη ζωή μου. / Κοίτα πως πρασινίζουν πάλι οι όχθες / με σέλινο κι ο αγέρας τις χαϊδεύει??? / χτίζουνε τα πουλιά, μα εγώ δεν χτίζω??? / του χρόνου ευνούχος, μάταια πασχίζω. / Βρέξε στις ρίζες μου, της ζωής ο Κύριος».

No comments: