Sunday, August 29, 2010

Μαίρη Μπέαρντ: «Χωρίς τον κλασικό πολιτισμό έρχονται σκοτεινοί αιώνες»


  • Η Μαίρη Μπέαρντ, διάσημη ιστορικός και φίλη της Ελλάδας, μιλάει για το Μουσείο της Ακρόπολης, τα Γλυπτά του Παρθενώνα και τη σημασία των ανθρωπιστικών σπουδών στην εποχή μας


Καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, διαδικτυακή αρθρογράφος των «Τimes» του Λονδίνου, όπου το blog της με τίτλο «Α Don΄s Life» («Η ζωή μιας πανεπιστημιακού») είναι εξαιρετικά δημοφιλές, και ιστορικός με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την αίσθηση της κριτικής παρέμβασης, η Μαίρη Μπέαρντ δεν διστάζει να εκφράσει τη γνώμη της για τα ζητήματα της επικαιρότητας, να σχολιάσει και όταν πρέπει, κατά την άποψή της, να φωνάξει. Είτε σήμερα, κατά των σχεδιαζόμενων από τη βρετανική κυβέρνηση περικοπών στην εκπαίδευση, είτε στο παρελθόν, κατά του πολέμου στο Ιράκ. Με αφορμή τη νέα έκδοση στα αγγλικά του σημαντικού βιβλίου της για τον Παρθενώνα («Τhe Ρarthenon», στα ελληνικά «Ο Παρθενώνας», εκδόσεις Πατάκη, 2003), συζητήσαμε μαζί της για την Ακρόπολη και το Μουσείο της, τη σημασία των ανθρωπιστικών σπουδών σήμερα, την αξία της παρρησίας του ιστορικού και το πόσο διαφορετικό ήταν το γέλιο στην αρχαιότητα.
- Διαβάζοντας το βιβλίο σας για τον Παρθενώνα διαπιστώνει κανείς την πολύ ενδιαφέρουσα επισήμανση ότι ο Παυσανίας αγνοεί στην περιγραφή του τη ζωφόρο. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον οι σύγχρονοι των μνημείων της αρχαιότητας είχαν για αυτά την ίδια εικόνα που έχουμε εμείς σήμερα.
«Πρόκειται για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που σχετίζονται με τη μελέτη του αρχαίου κόσμου. Βλέπουμε άραγε τα τεχνουργήματα της κάθε εποχής με τον ίδιο τρόπο με τους αρχαίους; Οπως και στο βιβλίο μου, θα έλεγα ότι η απάντηση είναι “και ναι και όχι”- οπότε βέβαια προκύπτει ένα άλλο ερώτημα, ποιο από τα δύο υπερισχύει. Ομολογώ ότι το γεγονός πως ο Παυσανίας δεν αναφέρεται στη ζωφόρο του Παρθενώνα με έκανε να αναρωτιέμαι: Δεν την πρόσεξε; Δεν τη θεωρούσε σημαντική; Μήπως είμαστε μόνο εμείς οι νεότεροι που την αναγάγαμε σε τόσο μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός;».
- Ο Παρθενώνας είναι ταυτισμένος με τον 5ο αι.π.Χ., ενώ η ιστορία του δεν τελειώνει εκεί.
«Αγνοώντας τη μεσαιωνική και νεότερη ιστορία του Παρθενώνα δεν αντιλαμβανόμαστε πολύ σημαντικά στοιχεία για το ίδιο το κτίριο. Οπωσδήποτε είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ότι πρόκειται για έναν μείζονα αρχαίο ναό που χτίστηκε τον 5ο αι. π.Χ. Εξίσου σημαντικό όμως είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η χρήση του ως κτιρίου διήρκεσε 2.000 χρόνια, πρώτα ως αρχαίου ναού, έπειτα ως εκκλησίας και τέλος ως τζαμιού. Μάλιστα υπήρξε ως εκκλησία και τζαμί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι υπήρξε ως αρχαιοελληνικός ναός. Για μένα τουλάχιστον αυτό καθιστά τον Παρθενώνα περισσότερο, όχι λιγότερο ενδιαφέροντα. Υπάρχει άλλο κτίριο παγκοσμίως με τόσο πλούσια ιστορία η οποία να συνοψίζει το σύνολο της ευρωπαϊκής κουλτούρας- κλασικής, χριστιανικής και ισλαμικής;».
- Και επισημαίνετε στο βιβλίο σας ότι οι αναστηλωτές της Ακρόπολης τον 19ο αιώνα αφαίρεσαν όλα τα ύστερα στοιχεία από τον χώρο.
«Δεν κατηγορώ τους αναστηλωτές του 19ου αιώνα. Με αυτόν τον τρόπο εργάζονταν εκείνη την εποχή. Φυσικά εμείς σήμερα σε καμία περίπτωση δεν θα λειτουργούσαμε έτσι. Σημαντικότερο ωστόσο θεωρώ το να κατορθώσουμε να βρούμε έναν τρόπο να υπενθυμίσουμε στους επισκέπτες της Ακρόπολης πώς ακριβώς το μνημείο απέκτησε τη μορφή που βλέπουμε σήμερα. Για το σύγχρονο κοινό και τους επισκέπτες της η σημερινή κατάσταση της Ακρόπολης θεωρείται η φυσική της όψη. Στην πραγματικότητα χρειάζεται να καταλάβουν πώς αυτή προέκυψε».
- Διαδικασία για την οποία ακριβώς προσφεύγουμε στα μουσεία. Το Βρετανικό Μουσείο και το Μουσείο της Ακρόπολης θεωρείτε ότι είναι «φιλικά προς τον χρήστη»;
«Νομίζω ότι και τα δύο μουσεία έχουν περιθώριο για καλύτερα αποτελέσματα. Σε πολλά σημεία το Βρετανικό Μουσείο είναι εξαιρετικό. Ωστόσο, στην αίθουσα των Γλυπτών του Παρθενώνα δεν εξηγείται ότι όσα βλέπουμε σήμερα εκεί παρουσιάζονται ανάποδα: στην εσωτερική πλευρά των τοίχων, δηλαδή, ενώ πάνω στον ναό βρίσκονταν στην εξωτερική. Ως προς αυτό το νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι πολύ ευκολότερο στην κατανόησή του, λέει όμως πολύ λίγα πράγματα για την ιστορία του Παρθενώνα μετά την κλασική περίοδο- αν εξαιρέσει φυσικά κανείς τον λόρδο Ελγιν!».
- Αγγίζουμε εδώ και το ζήτημα των πολιτικών όψεων της πολιτισμικής κληρονομιάς.
«Ναι, και δεν πιστεύω ότι ο τονισμός τους είναι απαραίτητα κάτι κακό, αρκεί να μην ξεχνάμε άλλες πτυχές της πολιτισμικής κληρονομιάς. Η περίπτωση του Παρθενώνα, ας πούμε, δείχνει τη σημασία της θρησκευτικής όψης: όχι μόνο ως αρχαίου ναού αλλά και στη συνέχεια ως μιας υπέροχης εκκλησίας και ενός υπέροχου τζαμιού. Και αυτό γιατί, όπως συνειδητοποίησα όταν έγραφα την πρώτη εκδοχή του βιβλίου μου, έχουμε εστιάσει υπερβολικά σε δύο μόνο στιγμές της ιστορίας του Παρθενώνα και στην πολιτική τους σημασία: την πολιτική στιγμή του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή και την πολιτική στιγμή της αφαίρεσης των Γλυπτών από τον λόρδο Ελγιν».
- Σε συνέντευξή του στο περιοδικό «ΒΗΜagazino» του «Βήματος της Κυριακής» τον περασμένο Απρίλιο ο λόρδος Οουεν είχε υποστηρίξει ότι μια λύση για το πρόβλημα των Γλυπτών του Παρθενώνα θα μπορούσε να αποτελέσει η έκθεσή τους εκ περιτροπής και στα δύο μουσεία υπό το πρίσμα της εποπτείας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πιστεύετε ότι μια παρόμοια λύση θα αποδεικνυόταν λειτουργική;
«Δεν νομίζω. Το προβληματικό και ανεπίλυτο ζήτημα είναι τελικά η ιδιοκτησία τους και αυτή αποτελεί έναν παράγοντα που δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Τα Γλυπτά του Παρθενώνα είτε θα παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο είτε θα έρθουν στην Ελλάδα. Νομίζω ότι θα συνεχίσουμε να συζητάμε και να διαφωνούμε επ΄ αυτού για πολλούς αιώνες ακόμη. Ωστόσο το γεγονός αυτού καθαυτού του διαλόγου και της διαφωνίας αποτελεί και φόρο τιμής στη σημασία των αντικειμένων αυτών. Πρέπει να πω ότι είμαι προκατει λημμένη στο συγκεκριμένο ζήτημα - ήμουν μόλις πέντε ετών όταν είδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο και αυτά ήταν που με έκαναν να θέλω να σπουδάσω την κλασική εποχή».
- Το θέμα του επόμενου βιβλίου σας; 
 «Γράφω ένα βιβλίο αναφορικά με το γέλιο στη ρωμαϊκή περίοδο- όχι το χιούμορ ή την κωμωδία αλλά το γέλιο αυτό καθαυτό. Το κείμενο μάλιστα ξεκινάει με ένα επεισόδιο που προέρχεται από τη γραμμένη στα ελληνικά ιστορία του Δίωνα του Κάσσιου, η οποία χρονολογείται από τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. Ο Κάσσιος παρακολουθεί τον αυτοκράτορα Κόμμοδο στο Κολοσσαίο να αποκεφαλίζει μια στρουθοκάμηλο και για να σταματήσει να γελάει παίρνει φύλλα δάφνης από το στεφάνι του, τα βάζει στο στόμα του και αρχίζει να μασάει- ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται».
- Ορίζεται άρα το γέλιο από διαφορετικές παραμέτρους στην αρχαιότητα- εννοώ το πότε θεωρείται αποδεκτό να γελά κανείς και πότε όχι, πότε οφείλει να γελά και πότε να σιωπά;  
«Εν μέρει. Θα έλεγα ότι κατά μεγάλο μέρος οι σημερινές αντιλήψεις για το γέλιο βρίσκονται σε αλληλεπικάλυψη με εκείνες των αρχαίων. Οπως όμως σε διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς, απαντώνται θέσεις και στάσεις που μοιάζουν πολύ περίεργες. Διάβαζα μία από αυτές τις ημέρες κάποιο απόσπασμα του Αριστοτέλη αναφορικά με τα σημεία όπου γαργαλιέται περισσότερο ο άνθρωπος. Αν ρωτούσαμε κάποιον σήμερα, αναμφίβολα θα υποδείκνυε τα σημεία κάτω από τη μασχάλη και τις πατούσες. Ο Αριστοτέλης λοιπόν αποδέχεται το πρώτο από αυτά, σημειώνει όμως ότι το κατ΄ εξοχήν σημείο όπου κάποιος γαργαλιέται περισσότερο από όλα είναι τα χείλη! Φυσικά όταν το συζήτησα με φίλους σε κανέναν δεν φάνηκε πιθανόν να γαργαλιέται κάποιος στα χείλη. Ομολογώ όμως ότι πειραματίστηκα με την αίσθηση και άρχισα να την αντιλαμβάνομαι- μπορείτε να το δοκιμάσετε κι εσείς, σας διαβεβαιώ ότι λειτουργεί!».

No comments: