Sunday, August 29, 2010

Ελληνικός επαρχιωτισμός και ευρωπαϊκή λογοτεχνία

 
  • Η ΑΥΓΗ: 29/08/2010
Το άρθρο αυτό περιγράφει σύντομα και με απλό τρόπο τη λογοτεχνική και κριτική παραγωγή στην Ελλάδα, αλλά και την υποδοχή της στο εξωτερικό. Σημαντική παράμετρος την οποία εξετάζει ο Επισκοπόπουλος, πάντα σε σχέση με το σύνολο της παραγωγής, είναι η επαφή με τα λογοτεχνικά και κριτικά τεκταινόμενα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Όπως φάνηκε και από τα προηγούμενα κείμενα που δημοσιεύσαμε, είναι μεγάλη η έμφαση που δίνει ο Επισκοπόπουλος στην ανάγκη της συμμετοχής των Ελλήνων συγγραφέων και κριτικών στο νεωτερικό κοσμοπολίτικο πνεύμα της εποχής. Η επαφή γίνεται με την ανάγνωση και τη γόνιμη επαφή με όλες τις φιλολογίες, η οποία θα οδηγήσει σε μια δημιουργική μίμηση, πέραν της ξενοφοβίας που διαπιστώνει στην ελληνική λογιοσύνη. Τέλος, οι παρατηρήσεις του σε σχέση με τη διαδοχή των λογοτεχνικών γενεών κατά τον 19ο αιώνα μπορούν να χαρακτηριστούν τολμηρές, αφού τη γενιά του 1880 (χωρίς να την κατονομάζει, αλλά ξεκάθαρα) τη θεωρεί «γενιά αστοιχειώτων». Παρόλη την υπερβολή που χαρακτηρίζει αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο που διατυπώνεται λίγο μετά την εξίσου επιθετική άποψη του Ροΐδη στο «Διατί δεν έχει η σημερινή Ελλάς φιλολογίαν».

ΝΙΚΟΣ ΜΑΥΡΕΛΟΣ

  • Αι νέαι μορφαί της ελληνικής φιλολογίας

Μία άλλη πρόοδος αναμφισβήτητος της φιλολογίας μας, μία πρόοδος λανθάνουσα, αλλά μολαταύτα πραγματική, είναι η είσοδος της τεχνοτροπίας και της μουσικής εις την γλώσσαν και την σύνθεσιν. Από τον καιρόν των πρώτων ατέχνων πρωτογενών ελληνικών διηγημάτων και ποιημάτων η πρόοδος είναι ανυπολόγιστος. Εις ένα έκαστον των συγγραφέων ημπορεί κανείς να παρατηρήσει την μεγάλην μουσικήν εξέλιξιν της φόρμας και των ιδεών. Εις τα πρώτα διηγήματα του κ. Καρκαβίτσα, τα ωραία μόνον εις την παρατήρησιν, δύναται να παραβάλλει κανείς ως αγνώριστα τα «Λόγια της Πλώρης», όπου τα πράγματα όλα είναι έμψυχα, όπου τα στοιχεία έχουν υπόστασιν συμβολικήν, όπου αι περιγραφαί λαμβάνουν ένα ευρύν πανθεϊσμόν, όπου αυταί αι δυνάμεις της φύσεως αποτελούν το dramatis personae και όπου η ξηρά αφήγησις εξίχθη [μέχρι της μουσικότητος εποποιοίας. Ο Παλαμάς από των πατριωτικών τραγουδιών εξίχθη μέχρι των «Ματιών της Ψυχής» και της «Ηλιογέννητης», ανακτόρων καλλονής και ευρυθμίας, όπου κρύπτονται οι μεγαλύτεροι της νοήσεως θησαυροί. Εις το έργον του Μαλακάση, του Επαχτίτη, του Βασιλικού, του Γρυπάρη, του Νιρβάνα προπάντων, η αυτή μεταβολή παρετηρήθη, η αυτή απολάκτισις της αρχαίας ποιητικής και της αρχαίας τεχνοτροπίας, η είσοδος η θριαμβευτική της μουσικής και της ευρύτητος εις την ποίησιν και την πεζογραφίαν. Και η γλώσσα επίσης συνησθάνθη την μουσικήν αυτήν επίδρασιν και έχομεν θαύματα εις το είδος αυτό της ποιητικής πεζογραφίας, όπως μαρτυρούν τα ολίγα διηγήματα του Παλαμά και του Νιρβάνα διά την δημοτικήν και το βιβλίον του Κακλαμάνου περί Γύζη διά την απλήν καθαρεύουσαν.

Και φαίνεται ως αν το όνειρον, το οποίον ο Δ' Αννούντσιο συνέλαβεν, όταν έγραφε τον «Θρίαμβον του Θανάτου», να είναι δηλαδή η γλώσσα και το ύφος ένα «έργον καλλονής και ποιήσεως», να επραγματοποιήθη, να έλαβε σάρκα και οστά εις την γεννωμένην φιλολογίαν μας.
***
Και εγγίζομεν εδώ εν από τα στοιχεία της δριμείας και διασκεδαστικής πολεμικής, την οποίαν τα περιοδικά ήρχισαν, την επίδρασιν και την μίμησιν των ξένων φιλολογιών, την ακατονόμαστον διαφθοράν της ελληνικής αγνότητος από τας ξένας μεγαλοφυΐας.

Το ζήτημα είναι παλαιόν και είναι ζωηρότατον. Η ξένη επιρροή των φιλολογιών, η οποία παντού επιδρά, η οποία συνενώνει και συμμειγνύει εις εν και το αυτό πνευματικόν ρεύμα όλας τας φιλολογίας, ήρχισε τωόντι και εδώ. Αι ξέναι ακριβώς φιλολογίαι μας έδωσαν και εδώ την ώθησιν και αυταί έκαμαν την μικράν μας, την ατυχή φιλολογίαν, να πάρει μίαν πτήσιν αρμονικοτέραν και μάλλον καλλιτεχνικήν.

Είναι όμως τάχα ανάγκη να είπομεν ότι η αλληλεπίδρασις των φιλολογιών η μιμική παρετηρήθη παντού και ανέκαθεν, ότι η γερμανική φιλολογία ολόκληρος εξήλθεν από την γαλλική, ότι η ρωσσική φιλολογία επέδρασεν επί της γαλλικής και ότι η σκανδιναυική τελευταίως έθεσε την σφραγίδά της επί όλης της γερμανικής παραγωγής; Πέρυσιν ακόμη εις έν παραδοξότατον άρθρο του ο Λεμαίτρ απεδείκνυεν ότι όλα τα έργα του Ίψεν, τα οποία θεωρούνται ως πρωτοτυπίαι, εκλάπησαν σχεδόν από έργα της Γεωργίας Σάνδης και των άλλων ρομαντικών του 1830, όπως κάποιος Γερμανός κριτικός τελευταίως παρετήρη επίσης ότι τρία έργα διαφόρων συγγραφέων, αι «Μοναχαί Ψυχαί» του Χάουπτμαν, ο «Ρόσμερχολμ» του Ίψεν και η «Γιοκόνδα» του δ' Αννούντσιο, είναι έργα όμοια και αλληλοκλοπιμαία βέβαια. Άλλωστε η διαμαρτύρησις, η οποία ήρχισεν εις την Ελλάδα διά της νεωτέρας μιμήσεως, αφορά εν παλαιότερον φαινόμενον. Προ της παρούσης γενεάς, οι ποιηταί του 1860 και του 1840 εμιμούντο με πολύ ολιγώτερον τάλαντον και με πολύ ολιγωτέραν επιτυχίαν τους νεορρομαντικούς και τους βυρωνιστάς και τους λαμαρτινικούς και δεν γνωρίζω άλλον Έλληνα μιμητήν τυφλότερον από τους αδελφούς Σούτσους ή τον Παπαρρηγόπουλον.

Η μόνη διαφορά των επιρροών εις την ελληνικήν και την ξένην φιλολογίαν είναι το τάλαντον. Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς υπήρξαν μιμηταί όπως είναι και οι Έλληνες, αλλ' είχον όμως όλοι εν πράγμα το οποίον δεν έχουν οι Έλληνες μιμηταί: την μεγαλοφυίαν. Ο Δ' Αννούτσιο καθ' όλον του το μέχρι τούδε στάδιον αντέγραψε τον Ζολά, τον Βουρζέ, τον Τολστόη, τον Ίψεν, τους προραφαηλιτίστας, τον Πελαδάν. Μολαταύτα ο Δ' Αννούντσιο θεωρείται ο μεγαλύτερος Ιταλός συγγραφεύς και ο πρώτος εργάτης μιας ιταλικής αναγεννήσεως. Το μόνον το οποίον διακρίνει τον Δ' Αννούτσιο από τον κ. Νιρβάναν, παραδείγματος χάριν, είναι το ποιόν του ταλάντου. Και οι δύο εργάζονται με τας ιδίας τάσεις και υπό τας ιδίας συνθήκας. Όταν ευρεθούν εις την Ελλάδα μεγαλοφυείς θα εξακολουθήσουν να μιμώνται, να δανείζονται από τους Ισπανούς συγγραφείς, όπως ο Κορνήλιος τον ιδικόν του «Σηδ» από Ρώσσους συγγραφείς, όπως ο Δ' Αννούντσιο τον «Παρείσακτόν» του, αλλά θα τους δώσουν την σφραγίδα του μεγάλου έργου το οποίον είναι διεθνές και το οποίον κείται υπεράνω ορίων.

Ώστε η μορφή της γενικότητος, με την οποίαν ακριβώς η ελληνική φιλολογία προσπαθεί ν' αναχθεί εις ύψος, εις το οποίον να δύναται και να δημιουργεί, είναι μία παραδοξολογία προερχόμενη από κακήν βέβαια και ατελή γνώσιν των πραγμάτων.
***
Eδώ όπου σκοπεύω να σημειώσω τας προόδους της φιλολογίας μας δεν πρέπει να παραλείψω μίαν μύησην προς την καλλιτεχνίαν, μίαν απλήν πραγματογνωσίαν, η οποία διεδέχθη την παχυλήν άγνοιαν και η οποία μορφώνει κοσμοπολιτικότερον και εγκυκλοπαδικότερον τους φιλολόγους μας. Η προσοικείωσις με τα ξένα ήθη, τας ξένας φιλολογίας, τους ξένους πολιτισμούς, με τας ξένας ιστορίας και σχολάς ήνοιξε διά πρώτην, υποθέτω, φοράν τους οφθαλμούς των σκεπτομένων. Η γενεά του 1860 ήτο και εκείνη μορφωμένη τελείως και ο Παπαρρηγόπουλος, ο Ζαλοκώστας και άλλοι, ήσαν άνθρωποι παιδείας πολλής και μορφώσεως εγκυκλοπαιδικής. Την γενεάν εκείνην διεδέχθη δυστυχώς μία γενεά αστοιχειώτων, μια γενεά προικισμένη με φυσικόν τάλαντον, η οποία όμως δυστυχώς δεν είχε καμίαν παιδείαν. Η δημοσιογραφία, η οποία εκείνην την στιγμήν εζήτει συντάκτας και η οποία μετεχειρίζετο ως ύλην και την φιλολογίαν, συνέτεινεν όχι ολίγον εις το να ρίψει εις το ρεύμα πολλούς συγγραφείς, πάσχοντας βαρυτάτην άγνοιαν των πραγμάτων.

Ευτυχώς μία αφύπνισις παρατηρείται, μία ηώς μεγαλειτέρας μορφώσεως. Οι άνθρωποι συγκοινωνούν επιτέλους με την Ευρώπη και εάν επιστρέφουν εκείθεν ολίγον περιπλεγμένοι όπως και πολύ συγκεχυμένοι, διατηρούν όμως μίαν βαθύτατην γνώσιν και μίαν μύησιν καλλιτεχνικής κινήσεως. Εξάλλου όλοι πλέον παρακολουθούν τα ξένα γράμματα, τας ξένας φιλολογίας και η νέα γενεά μορφώνεται ασυγκρίτως εγκυκλοπαιδικότερον.
***
Θα ήτο σφάλμα αν ενομίζατε εκ τούτων όλων ότι επιδοκιμάζω την άτεχνον μίμησιν ξένων συγγραφέων, ή την μεταφύτευσιν αυτουσίων ξένων καινοτροπιών. Παραδέχομαι και εγώ ως εκτάκτως περίεργον και εξαμβλωματικόν να θέλει κανείς να εφαρμόσει εδώ τας θεωρίας του Νίτσε, τον οποίον θεωρώ ως ένα των διδασκάλων της νεωτέρας σκέψεως, αλλ' ο οποίος δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την ιδιοσυγκρασίαν μας και προπάντων με την ιδιοσυγκρασίαν των μαθητών του. Οι φιλόλογοι, οι οποίοι ψελλίζουν Νίτσε, Νίτσε, ή Ίψεν, Ίψεν, ή Τολστόη, Τολστόη με την ιδίαν άγνοιαν και σύγχυσιν με την οποίαν τα βρέφη ζητούν γάλα και οι παπαγάλοι καφέν, θα μου εφαίνετο απλώς αστείον αν οι φιλόλογοι ούτοι δεν ήσαν ευφυείς όπως είναι, και αν δεν είχον, όπως έχουν, ιδικήν των πρωτοτυπίαν.
***
Αδιάφορον. Η ελληνική φιλολογία είναι βεβαιον ότι έκαμε πολλά βήματα απελευθερώσεως, ότι διέρχεται τρίβους διαφόρους, δοκιμάζει σχολάς, μιμείται τας κυριαρχούσας επιρροάς, πολεμά, αλληλοτρώγεται και αρνείται εαυτήν άρα ζη και αυτό είναι το σπουδαιότερον και αυτό είναι το περισσότερον ευχάριστον. Διερχόμεθα τους τελευταίους αυτούς καιρούς μιαν εποχήν ζυμώσεως, εις την οποίαν εργάζονται όλοι, εις την οποίαν ολίγοι φωνάζουν, πολλοί ψελλίζουν και η οποία θα εστοιχημάτιζα πολύ, ότι κάτι θα μας δώσει το ευχάριστον και κάτι ίσως το απρόοπτον. Όταν παρατηρήσει κανείς εν βυτίον ζυμουμένου μούστου, βλέπει εν πανδαιμόνιον αλλολοτρογωμένων μικροβίων, αναπηδώντων αερίων και ακαθάρτων υγρών. Ο καλός όμως οινοποιός είναι ήσυχος. Γνωρίζει ότι εκ του κυκεώνος τούτου θα εξέλθει το καλόν, χρυσίζον ρευστόν, το γενναίον ελιξίριον της λήθης και της δυνάμεως, το οποίον γίνεται φλόξ και γίνεται χαρά εις τας φλέβας των ανθρώπων. Και απλώς περιμένει.

Ν. Επισκοπόπουλος
Άστυ 4/6/1901

No comments: