Λέγονται για την ποίηση πολλά και κατά τεκμήριον απογοητευτικά: πως, μολονότι τέχνη υψηλή, έχει τα τελευταία χρόνια αφεθεί στην τύχη της κι έχει στριμωχτεί σ' έναν μοναχικό δρόμο, που δεν της επιτρέπει να επικοινωνήσει με το μεγάλο κοινό, οδηγώντας την στο περιθώριο και την αφάνεια· πως καταπιεσμένη από την υπερπαραγωγή του μυθιστορήματος δεν φτάνει ποτέ στα μέσα επικοινωνίας, που αδιαφορούν παντελώς για την υποδοχή και την προβολή της· πως φυλακισμένη μέσα σε τόση σκοτεινιά κινδυνεύει να χάσει τους αναπνευστικούς της πόρους, που κάποια στιγμή θα κλείσουν οριστικά· πως αποτραβηγμένη από τη δημόσια σκηνή βγαίνει από το οπτικό πεδίο των νέων, που σύντομα θα ξεχάσουν ακόμη και την ύπαρξή της.
- Οι μάζες ήταν ανέκαθεν απούσες
Οπως όλες οι μυθολογίες, έτσι και η μυθολογία της ποίησης φτιάχνεται με κάποια ψήγματα αλήθειας. Οντως, οι ποιητές δεν βαδίζουν σε κεντρική λεωφόρο, δεν ακούγονται στις δημόσιες συζητήσεις και δεν απασχολούν τις μάζες. Αλλά πότε απασχόλησε πράγματι τις μάζες η ποίηση και πότε βρέθηκε στην πρωτοκαθεδρία του δημόσιου ενδιαφέροντος; Ο Παλαμάς, ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης, αλλά και ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος ή ο Εμπειρίκος, για να μείνω σε ορισμένα πολύ χτυπητά παραδείγματα, κυριάρχησαν στην εποχή τους και εκπροσώπησαν το πνεύμα της σε αντίκρουση με την τύχη την οποία επιφυλάσσουν στους ποιητές οι ημέρες μας; Φυσικά και όχι. Η εποχή έκλεισε πεισματικά τις πόρτες στη φωνή τους, για να τους ακούσει μόνο περιστασιακά (όταν φέρ' ειπείν ο Παλαμάς ή ο Ελύτης αποφάσισαν να υμνήσουν τη δόξα της φυλής και του έθνους), ενώ η διάχυτη αίσθηση της τωρινής παντοδυναμίας τους οφείλεται στο κύρος το οποίο έχει προσδώσει στο πρόσωπό τους η εκπαίδευση, που προσφέρει πάντα στον δημόσιο λόγο ένα υλικό για να οικοδομήσει τα πρότυπά του και να θρέψει το φαντασιακό του.
Ας το σκεφτούμε λίγο προσεκτικότερα. Τι είναι τα ιστορικά κεφάλαια της ποίησης (κεφάλαια όπως τα προηγούμενα) για τον δημόσιο λόγο; Ο Παλαμάς ένας ταγός υπεράνω πάσης υποψίας, ο Καβάφης ένας λάτρης της Αλεξάνδρειας, ο Καρυωτάκης το ρομάντζο μιας νεανικής αυτοκτονίας, ο Σεφέρης ένας σοφός δάσκαλος, ο Ρίτσος ένας βάρδος της λαϊκής ψυχής, ο Ελύτης ένας λυρικός, μεθυσμένος από το φως του Αιγαίου κι ο Εγγονόπουλος ή ο Εμπειρίκος δυο ελαφρώς παράξενοι και αρκετά μυστηριώδεις καλλιτέχνες στεφανωμένοι με μιαν ανατρεπτική αγιοσύνη. Ετσι, όμως, δεν τιμάμε και δεν αναγνωρίζουμε την ποίηση, αλλά το φάντασμα (το άδειο πουκάμισο) μιας διδακτικής εξιδανίκευσης, που απευθύνεται στις ανάγκες του συλλογικού ασυνείδητου.
- Δημόσιος λόγος ή δημοσιότητα;
Η ποίηση δεν είχε ποτέ τα προνόμια τα οποία η ετεροχρονισμένη και εκ του ασφαλούς αναβάθμιση των ονομάτων της μάς κάνει σήμερα να πιστεύουμε πως έχει στερηθεί διά παντός. Η ποίηση δεν απασχολεί τον δημόσιο λόγο γιατί ο δημόσιος λόγος προσέρχεται με τεράστια καθυστέρηση στην περιοχή της και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα στηρίξει επάνω της τις δικές του προτεραιότητες και βεβαιότητες. Αλλο, όμως, ο δημόσιος λόγος κι άλλο η δημοσιότητα, με την οποία η ποίηση δεν έχει τις χείριστες σχέσεις στον καιρό μας, ακόμη κι αν δεν φιλοξενείται καθημερινά στις σελίδες των εφημερίδων και των περιοδικών ή δεν εμφανίζεται τακτικά από τους δέκτες της τηλεόρασης.
Ο Τύπος δεν αφιερώνει άπειρο χώρο στην ποίηση, αλλά θα ήταν το λιγότερο άστοχο να πούμε πως έχει παραμερίσει ή υποβαθμίσει τη λειτουργία της. Οι ποιητικές συλλογές σχολιάζονται και κρίνονται έστω και σ' ένα περιορισμένο πεδίο, αν συγκρίνουμε την έκταση του σχολιασμού τους με την έκταση του σχολιασμού της πεζογραφίας (ας μην ξεχνάμε πως η ποίηση έχει έναν εγγενώς κρυπτικό χαρακτήρα, που κάνει ευχερέστερη την εξαντλητική της συζήτηση στα ειδικά έντυπα). Οσο για τους ποιητές, μπορεί να μην απολαμβάνουν την επιφάνεια την οποία απολαμβάνουν οι πεζογράφοι, αλλά η παρουσία τους πόρρω απέχει από το να είναι ανύπαρκτη ή εκμηδενισμένη: θα τους δούμε όχι σπάνια να μιλούν για το έργο τους στις εφημερίδες, τα περιοδικά και την κρατική τηλεόραση, θα τους ακούσουμε κάποτε και σε εκπομπές του κρατικού ραδιοφώνου.
- Το φυτώριο των λογοτεχνικών περιοδικών
Η βασιλική οδός για την ποίηση στην Ελλάδα είναι τα λογοτεχνικά περιοδικά. Από το «Δέντρο», το «Εντευκτήριο», τη «Λέξη», τον «Μανδραγόρα» και τη «Νέα Εστία» μέχρι την «Οδό Πανός», το «Πλανόδιον», την «Ποιητική», τον «Πόρφυρα» και το «Poetix», τα λογοτεχνικά περιοδικά, ορισμένα εκ των οποίων έχουν ξεπεράσει τα τριάντα χρόνια ζωής, παραχωρούν σε κάθε τεύχος τους έναν μεγάλο αριθμό σελίδων στην «τέχνη της ποιήσεως», για να το διατυπώσω καβαφικά: ποιήματα ελληνικά και ξένα, άρθρα και δοκίμια, σχόλια, συνεντεύξεις, κριτικές. Γενιές που έχουν φτάσει ή τείνουν να φτάσουν στην ωριμότητα και αποδίδουν τώρα τους ανθηρότερους και τους πιο εύχυμους καρπούς τους, νέοι που έχουν δοκιμαστεί στα πρώτα τους βήματα και πατούν σιγά σιγά σ' ένα πιο στέρεο έδαφος και πρωτοεμφανιζόμενοι που δοκιμάζουν διστακτικά ή με τόλμη να ανοίξουν τα φτερά τους προς καινούργιους ορίζοντες.
Μια από τις σημαντικότερες συμβολές των περιοδικών στην προώθηση της υπόθεσης της ποίησης είναι τα αφιερώματα: αφιερώματα σε ιστορικά ποιητικά κινήματα και πρόσωπα, αλλά και σε σύγχρονες τάσεις, που απαιτούν συστηματική διερεύνηση και αξιολόγηση. Και θέλω να τονίσω πως είτε με τα ιστορικά και τα σύγχρονα αφιερώματα είτε με την αρθρογραφία και την κριτική τους, τα λογοτεχνικά περιοδικά προβαίνουν σε συνεχή αξιολόγηση, αλλάζοντας κάθε τόσο, όπως και εμπλουτίζοντας εις βάθος τον λογοτεχνικό κανόνα. Δεν είναι ίσως τυχαίο πως στο τιμόνι των περισσότερων περιοδικών βρίσκονται ποιητές: η ποίηση ξεκινάει από την ποίηση και καταλήγει στην ποίηση, σε μια ταυτοσημία η οποία αποδεικνύει καθημερινά τη γονιμότητά της. *
No comments:
Post a Comment