Sunday, May 31, 2009

Τελετουργίες μνήμης


  • Η ΑΥΓΗ: 31/05/2009
  • ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
  • ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ, Επιστροφή, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 373

Μια συνεχής διάδραση της εμπειρίας του τόπου και της μνήμης, μέσα από επιτόπιες αισθητηριακές προσλήψεις, επίμονες παλινωδίες και συστηματικές ανασκαφές στην αρχαιολογία του χθες. Οσμές, εικόνες, ήχοι, οπτασίες και φαντάσματα ανθρώπων ξεχασμένων, καθώς και η εκστατική ενατένιση του τοπίου, συμπλέκουν το τότε με το τώρα.

Ο ήρωας της αφήγησης, ο Απόστολος Ζήρας, εβδομηντάχρονος αρχαιολόγος, και ο γερασμένος σκύλος του ο Μάγκας, επιστρέφουν στην πατρογονική, εξοχική εστία στο Πήλιο. Στο σπίτι του «Γέρου», του πατριάρχη της οικογένειας, που μένει έρημο μετά το θάνατο του ιδιοκτήτη και δημιουργού του. Η επιστροφή είναι μια πράξη ανάκλησης των αγαπημένων προσώπων, αναδρομής σε οικείες περιπλανήσεις και λησμονημένες ιχνηλατήσεις στα μονοπάτια της νεότητας, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Άνθρωπος και ζώο συμπορεύονται συντροφικά και εγκαταλείπονται στο παρήγορο και λυτρωτικό πανηγύρι των εντυπώσεων. Η πυκνή από ερεθίσματα φύση του μυθικού βουνού διεγείρει τις υπνωτισμένες αισθήσεις των καταπονημένων από τις αντιξοότητες του βίου και τη σκόνη της ηλικίας πλασμάτων. Το σπίτι είναι καταφύγιο, η οργιώδης φύση λίκνο και προστασία. Υπόσχεται ασφάλεια και ασυλία, υποθάλπει τους κουρασμένους φυγάδες του άστεως. Μια αγκαλιά, μήτρα, κουκούλι γίνεται ο χώρος και εγκολπώνεται τον ψυχικά ανέστιο δραπέτη και τον πιστό σύντροφό του, για να τον γεννήσει ξανά.

Μια γραμμική πορεία μετακίνησης από την πόλη στην εξοχή, από το παρόν στο παρελθόν, από τη δράση στην απραξία, από το θόρυβο του κόσμου στην περισυλλογή της ερημίας και της απομόνωσης, επιχειρεί ο ήρωας της ιστορίας του Μιχάλη Μοδινού. Μια ανακατασκευή και ταυτόχρονα μια νέα ερμηνεία, υπό το φως των πρόσφατων δεδομένων και εξελίξεων, της ύλης του παρελθόντος. Μια επιστροφή στον ανασκαφικό χώρο της νεότητας μεθοδεύει ο απογοητευμένος αρχαιολόγος, για μια πληρέστερη αποτίμηση. Μια επιστροφή για να αναβαπτισθεί στα νάματα μιας αμήχανης και άβολης εφηβείας. Μια επιστροφή που εμπεριέχει μια αφόρητη νοσταλγία για το τοπίο των εκκινήσεων, των ανοικτών δρόμων, των ανεμπόδιστων επιλογών. Μια αναζωογονητική, για τις ακυρωμένες αισθήσεις, κατάδυση στη συγκίνηση των πρώτων ερώτων και των πρώτων σαρκικών επαφών.

Ένα σύστημα αναλογιών κατασκευάζει ο συγγραφέας. Ο Απόστολος Ζήρας και ο Μάγκας είναι ο ομηρικός Οδυσσέας και ο πιστός του Άργος, το χωριό του Πηλίου η πολυφίλητος Ιθάκη, η γερασμένη Ασημίνα η ακούραστη τροφός που περιμένει και οι κάτοικοι του χωριού ένας ιδιότυπος χορός που παραστέκει, σχολιάζει και παρατηρεί εδώ και δεκαετίες την οικογένεια Ζήρα να κατοικεί τον τόπο ιδιόρρυθμα και να ζει εκκεντρικά στο μουδιασμένο και αφιλόξενο μετεμφυλιακό τοπίο.

Και είναι αυτός ο χορός που παίρνει κάποιες φορές τη σκυτάλη της αφήγησης από το ενικό εγώ και την υποκειμενική σκοπιά και προσφέρει στον αναγνώστη το βλέμμα της ομάδας, ενός αμήχανου συλλογικού σώματος, χωρίς ενεργή κοινοτική συνείδηση, που περιμένει με φιλοπερίεργη προσμονή, απορία και ενδιαφέρον την εξέλιξη της ιστορίας. Την έκβαση της περιπέτειας του φυγάδα, που φέρει με οδύνη και αξιοπρέπεια το στίγμα του καταχραστή, με σθένος και καρτερικότητα την προσωπική ατίμωση και την πολιτική απομόνωση και με αποφασιστικότητα την διαπόμπευση από την ανθρωποφαγική αλαζονεία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και χειραγώγησης. Τα κεφάλαια οργανώνονται με παλινδρομικές κινήσεις και αντιστίξεις ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν.

Ακολουθούν σπειροειδείς πορείες με παραθέσεις γεγονότων, αναμνήσεων και στοχασμών και επίκεντρο τη σαγήνη του τόπου. Οι επιμελείς και εκστατικές περιγραφές της πληθωρικής φύσης, της ζωής και των κινήσεων του ήρωα και των δευτερευόντων προσώπων, οι εκτενείς αναφορές σε κοινωνικές, ιστορικές και πολιτικές καταστάσεις, εγγράφουν την αφηγηματική δράση στον ενεστώτα χρονικό ορίζοντα και δομούν ένα αναγνωρίσιμο πλαίσιο αναφοράς. Η μνήμη εστιάζει κυρίως στην παρουσίαση των γυναικείων αρχετύπων, που καθόρισαν την ωρίμανση του κεντρικού προσώπου.

Με τη συμβολή του τόπου ο Απόστολος Ζήρας συναντιέται με τον έφηβο εαυτό του, για να αρδεύσει το αφυδατωμένο, άνυδρο και κουρασμένο παρόν του με τους χυμούς των πρώτων εμπειριών, την απόγνωση των ανεκπλήρωτων σαρκικών επιθυμιών, τη γοητεία των διερευνητικών περιπλανήσεων στον κόσμο της ηδονής. Έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με τις αναμνήσεις των καλοκαιρινών του πόθων και παθών, την προσήλωσή του στη δισυπόστατη θηλυκή οντότητα, στο δίπολο μάνας-κόρης, πάνδημης και ουράνιας Αφροδίτης, σαρκικού πόθου και πλατωνικού έρωτα, ερωτισμού και ανταρσίας. Επικίνδυνα παιχνίδια που επιβεβαίωναν τον ανδρισμό του και παράλληλα στοίχειωναν τις διακοπές του.

Η αναδρομή στα χρόνια της νεότητας λειτουργεί σαν μια υπόσχεση παραγωγής μέλλοντος. Η μνήμη είναι το ερέθισμα για να κάνει μια επανεκκίνηση στο γερασμένο λογισμικό της ύπαρξής του, το φορτωμένο με την αδρανή ύλη μιας ζωής. Να απαλλάξει το σύστημα από τα περιττά βάρη και ανακουφισμένος να αντιμετωπίσει τη συνέχεια του βίου. Το τέλος της ιστορίας είναι μια γαμήλια τελετή (με μια εργαζόμενη μετανάστρια) και ένας συμποσιασμός (με όλο το χωριό προσκεκλημένο στο άβατο της κατοικίας του), που σηματοδοτούν μια μεταμελημένη επιστροφή στην αγκαλιά ενός λησμονημένου και απαξιωμένου κοινοτισμού.

Ο νάρκισσος διανοούμενος εστέτ, ο σκεπτικιστής ερημίτης, ο αποδιοπομπαίος τράγος των ΜΜΕ, που παρουσιάζει περισσότερες ομοιότητες με τα πρόσωπα που απασχόλησαν το παραπολιτικό παρασκήνιο της πρόσφατης επικαιρότητας και την σκανδαλοθηρική αδηφαγία του Τύπου, απ' όσες θα απαιτούσε η αφηγηματική δυναμική του χαρακτήρα, ανταλλάσσει την προνομιακή κοινωνική θέση του με μια πανηγυρική ένταξη στους κόλπους της τοπικής κοινωνίας.

Σ' αυτή την άνιση και χαοτική ελληνική πραγματικότητα, στην παραζαλισμένη ελληνική επαρχία ο αναχωρητισμός του μετατρέπεται αβίαστα σε απόλυτη συναίνεση. Και είναι η θάλλουσα φύση του βουνού των Κενταύρων ο από μηχανής θεός, που μεταμορφώνει το ρατσισμό σε συντροφικότητα, τον κυνικό πραγματισμό σε οικολογική συνείδηση και τον πολιτικό ρεβανσισμό και τη μισαλλοδοξία σε εντιμότητα και ήθος, που οδηγεί την ιστορία σε αίσιο τέλος.

  • Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

Από τα στατικά στα αστάθμητα [Αποχαιρετισμός στον Αλ Αργυρίου]

  • Η ΑΥΓΗ: 31/05/2009
  • Του ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Σε τέτοιες στιγμές, όπως ετούτη η δύσκολη που μας κάλεσε για να αποχαιρετήσουμε δια παντός τον Αλέκο, όλοι μας, ασυναίσθητα ή συνειδητά, συγκεντρώνουμε στη σκέψη μας εικόνες, περιστατικά και λόγια που ζήσαμε μαζί του. Είναι εκπληκτικό ίσως, αλλά καμιά από αυτές τις εικόνες, κανένα από αυτά τα περιστατικά και τα ακούσματα της φωνής του, δεν μου τον ανακαλούν ως κάποιον που ήθελε να επιβάλλει αυτό που αναμφίβολα ήταν: ο πιο σημαντικός γραμματολόγος στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα!

Πόζα και έπαρση ήταν δυο χαρακτηριστικά που απουσίαζαν από το χάρτη των ιδιοτήτων του. Αντίθετα, ξεχείλιζε από την παρουσία του, όπου και να βρισκόταν, σε φιλικές συντροφιές και στις δημόσιες εμφανίσεις του, η ευγένεια και η μειλίχια διάθεση ενός ανθρώπου που αν τον ρωτούσες προτιμούσε να μένει αφανής.

Αν ήταν δυνατό να μη δείχνεται, να συμμετέχει στα όσα λέγονται, αλλά συγκρατημένα, πολλές φορές αμήχανα, λες και αμφέβαλε για τα ίδια τα λόγια του, δείχνοντας τον γνωστό αβέβαιο τρόπο του να εκφράζεται, που από μόνος του έδειχνε μια φυσική περιστολή, με τις παροιμιώδεις επαναλήψεις και τις φράσεις του που συχνά έμεναν ανολοκλήρωτες. Δεν ήταν καλός ομιλητής, από αυτούς που συναρπάζουν, το αναγνώριζε, γι' αυτό και δύσκολα έπαιρνε μέρος σε συζητήσεις όταν δεν του ήταν οικείο το περιβάλλον ή το θέμα.

Από αυτά και μόνο μπορεί να καταλάβει κάποιος ότι η ενασχόληση του Αλέκου με τη λογοτεχνία ήταν μια βιωματική καθαρά υπόθεση. Δηλαδή, εκτός από τη διανοητική είχε μια έντονη ψυχοσωματική σχέση, ιδίως όταν πραγματευόταν θέματα που τον απασχολούσαν δια βίου: η περιπέτεια της ελληνικής ποίησης από την παράδοση προς τον μοντερνισμό, η σχέση της πολιτικής ηθικής με την ηθική της λογοτεχνίας - να μην ξεχάσω την προσήλωσή του στη σημασία των αναλογιών, των συγκρίσεων και των μετρήσεων, εκεί όπου φαινόταν πιο καθαρά, όπως νομίζω, η διασταύρωση του στατικού μηχανικού με τον κριτικό και τον γραμματολόγο, τον παθιασμένο με τη μέθοδο και τον κανόνα.

Εξ ου και ο προσανατολισμός του εδώ και δεκαετίες προς την Ιστορία της λογοτεχνίας, το πέρασμά του με άλλα λόγια από τα ειδικά στα γενικά μεγέθη. Θυμάμαι πολύ συχνά τις μικρές διαφωνίες μας, το τι σημασία θεμελιώδη έδινε λόγου χάριν στην εμφάνιση του ελεύθερου στίχου, παρακάμπτοντας προς χάριν του κανόνα το πασίδηλο γεγονός ότι έτσι ρίχτηκε στην αφάνεια ένα σημαντικό μέρος της παλαιότερης ποίησής μας, καθώς στα χέρια πολλών ανευαίσθητων νεώτερων μελετητών η ανατροπή της προσωδίας μετατράπηκε σε ηθικό κριτήριο, αποδοχής και συλλήβδην απόρριψης σπουδαίων ποιητών του παρελθόντος.

Δεν είναι ψέμα πως πολλοί από εμάς, τους νεώτερους του Αλέκου, δεν είχαμε τη δική του ευαισθησία και το δικό του ένστικτο. Τη δική του πολυετή προσωπική τριβή με τα καλά και τα κακά της ποίησης, της πεζογραφίας και της κριτικής του 20ού αιώνα. Και τούτο γιατί η λογοτεχνία, ο κύκλος της, το περιβάλλον της, οι δημιουργοί της, τα έργα της, δεν αποτελούσε για εκείνον έναν κόσμο που μπορούσε να τον κλείσει στα συρτάρια του και να τον βγάλει πάλι έξω, ως αντικείμενο της δουλειάς του και μόνο! Ο Αλέκος ζούσε και ανέπνεε ως μέρος κι αυτός ενός γίγνεσθαι της λογοτεχνίας, των έργων και των ιδεών της.

Όσοι συγκεντρωθήκαμε αυτό το μεσημέρι εδώ, μπροστά στη σορό του, γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι ήταν σχεδόν αδιάφορες για εκείνον οι συζητήσεις που είχαν άλλο θέμα εκτός του κύκλου των γραμμάτων. Μπορούσε να μένει σιωπηλός όσο κρατούσαν, προσπαθώντας που και που απεγνωσμένα να “μας επαναφέρει στην τάξη”, ότι, τέλος πάντων, άλλα πράγματα είχαν ουσιαστική σημασία και σ' αυτά έπρεπε να στραφούμε! Και γιατί να μην πω ότι κυριολεκτικά πρόσφερε τη ζωή του στα γράμματα;

Ότι “θυσίασε”, με την εφηβική γενναιότητα και την αυταπάρνηση που τον συντρόφεψαν ως το τέλος, τις περισσότερες από τις μικρές και τις μεγάλες χαρές του βίου. Ήταν ένας ταγμένος. Ένας μονήρης άνθρωπος, δοσμένος στο πάθος του. Αλλά ένα πάθος δωριζόμενο, θα έλεγα, παρά απόκρυφο. Ζούσε εντελώς ασκητικά και η μόνη αδηφαγία του τα τελευταία χρόνια εκδηλωνόταν στην ελπίδα να του δοθεί χρόνος, περισσότερος χρόνος. Κι άλλος χρόνος, για να ολοκληρώσει ακόμα κάτι, σε μια σειρά έργων που δεν είχε τέλος.

Μας συνέδεε από τα πρώτα χρόνια του '70 μια σχέση, ας πούμε πατρική-υϊκή, η οποία πέρασε αναγκαία και από τις φάσεις του απογαλακτισμού και της “πατροκτονίας”. Ήταν όμως πάντοτε με τους νεώτερους. Διατεθειμένος συνέχεια να μοιραστεί μαζί τους ακόμα και όσα συνάθροιζε από τις κοπιώδεις έρευνές του. Τον θυμάμαι σε πάμπολλες συζητήσεις να παίρνει το μέρος τους, πιστεύοντας ότι χρειάζεται να στήνουμε προσεκτικό αυτί στη σημασία των ρήξεων και των αλλαγών που εγκυμονούνται με τη ρητορική των επερχομένων.

Αλλά οι ρήξεις και οι αλλαγές, οι συνέχεις και οι ασυνέχειες, δεν ήταν για τον Αλέκο μονοδιάστατες. Δεν αφορούσαν μόνο τη λογοτεχνία, τη διαβασμένη σαν σε γυάλινο κώδωνα. Κοινωνική δράση και ατομική δημιουργία. Το πνεύμα αυτής της σύζευξης φαίνεται αμέσως στην οκτάτομη Ιστορία του, τουλάχιστον περισσότερο απ' όσο στις άλλες σύγχρονες γραμματολογίες που διασώζονται ως σήμερα. Και την ίδια στιγμή αυτή η ίδια Ιστορία του είναι το πιο ανοιχτό ιστοριογραφικό εγχείρημα, καθώς με την πολυμέρειά της κάνει τον αναγνώστη της συμμέτοχο και, ιδίως, ξορκίζει τον κριτικό δογματισμό, την “ορθότητα” που διέπει το μεγαλύτερο μέρος των σημερινών λογοτεχνικών σπουδών.

Εκείνος είχε πει σε μια ωραία συζήτησή του με τον Μισέλ Φάις, στη “Βιβλιοθήκη” της Ελευθεροτυπίας: “Προτίμησα [...] να μείνω στην εποχή μου [...] ώστε η Ιστορία μου να εκφράζει την τραυματική σχέση μου μαζί της”. Δηλαδή, το πολιτικό και το αισθητικό συμπλέκονται διαρκώς και, μάλιστα, αρχής γενομένης από τον υπότιτλο του κάθε τόμου, όπου δίνεται με ακρίβεια και χρονολογείται με σαφήνεια το στίγμα των καιρών.

Εκπροσωπώντας εδώ την Εταιρεία Συγγραφέων, της οποίας ο Αλέκος δεν ήταν μόνο ιδρυτικό μέλος, αλλά στην κυριολεξία συστασιώτης, καθώς στρατεύθηκε αμέσως, αρχές του '80, στην ιδέα της γέννησής της, θέλω με πόνο ψυχής να αποχαιρετίσω τον επί χρόνια δάσκαλο, τον σταθερό συνομιλητή μου στην κριτική, τον πολιτικά ομόδοξο, προπάντων όμως τον αδιάπτωτα φίλο.

Όλοι στην Εταιρεία του ευχόμαστε καλό ταξίδι.

* Από το κείμενο αυτό, ένα μέρος του διαβάστηκε ως επικήδειος χαιρετισμός στον Αλέξανδρο Αργυρίου.

Αλέξανδρος Αργυρίου (1921-2009)

Ο Αλέξανδρος Αργυρίου [Αλέξανδρος Κουμπής] γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1921. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο ΕΜΠ. Άρχισε να δημοσιεύει κριτικές το 1947 στα Ελεύθερα Γράμματα και στη συνέχεια στα περιοδικά Ποιητική Τέχνη, Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Εποχές. Επίσης, στις εφημερίδες Δημοκρατική, Δημοκρατικός, Ημέρα, Το Βήμα, Τα Νέα, Η Καθημερινή. Μέλος της συντακτικής επιτροπής στις εκδόσεις Δεκαοχτώ κείμενα και Νέα Κείμενα, και των περιοδικών Συνέχεια και Κ.

Έχουν εκδοθεί, μεταξύ άλλων, τα βιβλία του: Διάγραμμα εισαγωγής στην ποίηση του Σεφέρη, Προτάσεις για την «Κίχλη»: Μια πρώτη προσέγγιση, Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, Μανόλης Αναγνωστάκης: Νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του, Τάκης Παπατσώνης, ενώ συμμετείχε με κείμενά του σε αρκετούς συλλογικούς τόμους.

Επιμελήθηκε τις ανθολογίες Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου και Ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, στη σειρά των εκδόσεων Σοκόλη, όπου, μαζί με τον Κώστα Στεργιόπουλο, έθεσαν το πλαίσιο για τον ισχύοντα ποιητικό κανόνα του νεοελληνικού 20ού αιώνα, και εισήγαγαν την κατάτμησή του σε ποιητικές γενιές ανά δεκαετία. Τέλος, η οκτάτομη Ιστορία του της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με χρονικό άνυσμα από το 1918 έως το 1974, κατ' ουσίαν συνιστά την αποδελτίωση του αρχείου του, γιατί, εκτός από κριτικός, ο Αλέξανδρος Αργυρίου υπήρξε, πάνω απ' όλα, μανιώδης συλλέκτης περιοδικών και βιβλίων και ο συστηματικότερος γραμματολόγος αυτής της περιόδου.

Τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του ΑΠΘ.

  • Κ.Β., Η ΑΥΓΗ: 31/05/2009

Πατρίτσια Χάισμιθ, η μοχθηρή κυρία με τις γάτες

Patricia Highsmith (1921-1995)

  • ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

  • Πατρίτσια Χάισμιθ: Το παιχνίδι του Ρίπλεϋ, μτφρ.: Ανδρέας Αποστολίδης, εκδόσεις Αγρα, σ. 367, 16 ευρώ. Το αγόρι που ακολουθούσε τον Ρίπλεϋ, εκδόσεις Αγρα, σ. 425, 17 ευρώ

α. Δυσθυμία και Νευροπάθεια: η ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου στο μυθιστόρημα αγωνίας

Η Πατρίτσια Χάισμιθ δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στο ελληνικό και κατ' επέκταση στο ευρωπαϊκό κοινό,αφού η μετοικεσία της στην Ευρώπη απ' τα τέλη της δεκαετίας του 1950 άλλαξε ριζικά αυτό που λανσαρίστηκε -ιδιαίτερα με τη μεταφορά του βιβλίου της Strangers On a Train από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ στον κινηματογράφο -ως τη γυναικεία εκπρόσωπο του ποιοτικού αστυνομικού μυθιστορήματος.

Αγαπημένη συγγραφέας του είδους που λανθασμένα ονομάστηκε αστυνομικό κοινωνικό μυθιστόρημα, κάτι σαν Λίλιαν Χέλμαν του φεμινιστικού λόγου στην περιοχή της ανδροκρατίας των detective stories, μετρ της πλοκής που σχεδιάζεται από τα πρώτα της βιβλία -μυθιστορήματα και διηγήματα- μ' έναν τρόπο αριστοτεχνικό και βουβό,θεωρήθηκε δικαίως όχι μόνον η βασίλισσα του μαύρου χιούμορ και του σασπένς, αλλά, θα μου επιτρέψετε να πω, η νόμιμη ηγερία αυτού που θα ονόμαζε κανείς με την κλινική λέξη αυτισμός. Εξηγούμαι: στην αγγλική γλώσσα υπάρχει η λέξη haunted, στοιχειωμένος-ο, που στον εγκέφαλο κάποιου που μεγάλωσε στο ψυχικό και πνευματικό περιβάλλον της αγγλικής γλώσσας, σημαίνει πολύ περισσότερα απ' ό,τι στον εγκέφαλο ενός Ελληνα ή ενός Ιταλού. Υπάρχει ας πούμε περισσότερο και πιο άγνωστο Σύμπαν σε μια αγγλική σοφίτα, ακόμα κι αν δεν βρίσκεται στα αετώματα ενός εξοχικού σπιτιού ή ενός υπογείου του τυπικού αμερικανικού σπιτιού, απ' ό,τι σ' ένα αθηναϊκό διαμέρισμα,σε μια ισπανική χασιέντα ή σε μια μοσχοβίτικη ντάτσα.

Κι αυτό το περίσσιο ή περιττό και για πολλούς άχρηστο κι επίκδυνο Σύμπαν είναι κατά τη γνώμη μου η πρώτη ύλη για το μυθιστόρημα που μπορεί να ονομασθεί μυθιστόρημα αγωνίας.

Κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι το εξοχικό σπίτι του αφηγητή στο Κομπραί του Μαρσέλ Προυστ είναι στοιχειωμένο με κάτι περισσότερο από τη μνήμη, πράγμα που δεν ισχύει βέβαια ούτε για τον πραγματικό πατέρα του μυθιστορήματος αγωνίας, τον Εντγκαρ Αλαν Πόε,ούτε ακόμα και για τον Λιούις Κάρολ ή τον Χένρυ Τζαίημς.

Αν ονομάσουμε λοιπόν αυτή την ιδιαίτερη ανάγνωση του κόσμου ως πολιτισμικό κατάλοιπο του αγγλοσαξονικού κόσμου -άλλοι θα επεκτείνονταν και θα συμπεριελάμβαναν σ' αυτόν ολόκληρη την ιδιόμορφη πνευματική ατμόσφαιρα του προτεσταντισμού-, θα έχουμε μία σωστή αφετηρία για να κινηθούμε σ' αυτόν τον αντιτραγικό, θα έλεγα αντι-ηθικό κόσμο, του ολοκληρωμένου μυθιστορήματος αγωνίας.

Για τον αγγλοσαξονικό κόσμο η παραγωγή του λογοτεχνικού είδους που ονομάσαμε κάπως σχηματικά μυθιστόρημα πλοκής και αγωνίας, αντιμετωπίζεται σαν μια κανονική διαβάθμιση του λογοτεχνικού φαινομένου, σαν ένα επιπρόσθετο είδος που επικάθεται πάνω στον κοινό τόπο του ρεαλιστικά διαρθρωμένου μυθιστορήματος. Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο, στον οποίο το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει τις ρίζες του στο πολιτικό πρόβλημα των μεγάλων πόλεων, της παρακμής και του εγκλήματος, παίρνοντας πολλές φορές, όπως στον Σιμενόν ή στον Λεμπλάν, την επική μορφή του ηρωισμού,οι αγγλοσαξονικές ρίζες του μυθιστορήματος έκτακτων περιστάσεων είναι περισσότερο περιπεπλεγμένες, αγγίζοντας άλλες φορές τη φανταστική γοτθική παράδοση και τις περισσότερες, το μυθιστόρημα περιπέτειας και ταξιδιωτικών εντυπώσεων.

Πράγματι: στην περίπτωση της Χάισμιθ η κινητικότητα των ηρώων και της πλοκής -τουλάχιστον στα μυθιστορήματα με ήρωα τον Τομ Ρίπλεϋ- είναι συνεχής και απρόσμενη, εντείνοντας το κλίμα αστάθειας και ανησυχίας, όπου το ασύνορο των καταστάσεων διαδέχεται το άχρονο των πράξεων, λες και ο Τομ στο Ποζιτάνο της Νότιας Ιταλίας δεν «εξαφανίζει» μόνο τον Ντίκι Γκρήνλιφ κλέβοντας την ταυτότητα και τη ζωή του, αλλά σβήνοντας την απόσταση Αμερικής και Ιταλίας, φτώχειας και πλούτου, δουλικότητας και κυριαρχίας, γίνεται με τη σειρά του «άλλος» μέσα στο αλλοιωμένο, καινούριο σύμπαν του.

Δεν υπαινίσσομαι ότι η Πατρίτσια Χάισμιθ κατόρθωσε εδώ, με τον χαρακτήρα του Ρίπλεϋ, να πραγματοποιήσει επιτέλους τη νεανική φιλοδοξία της να γράψει ένα σύγχρονο γοτθικό μυθιστόρημα αξιώσεων ούτε ότι τα πέντε μυθιστορήματα με ήρωα τον Τομ εντάσσονται στη μυθοπλασία των ζόμπι ή των βρικολάκων. Η μοναδική απόδειξη για το «απέθαντο» του Τομ Ρίπλεϋ που έχουμε, είναι αυτή η ικανότητά του, όχι βέβαια να πίνει αίμα ή να συγχέει την αιωνιότητα με την ατέρμονη φυσική ύπαρξη, όπως ένας βρικόλακας, αλλά να ενσαρκώνει την κίβδηλη υπόστασή του κάθε φορά μ' ένα καινούριο ένδυμα, δηλ. του πτώματος που έχει χρόνο να μένει ανέπαφο και σχεδόν αμουμιοποίητο.

β. Από τη μεριά του Ρίπλεϋ

Είκοσι μυθιστορήματα, έξι συλλογές διηγημάτων, δύο ερωτικά μυθιστορήματα, εκ των οποίων το ένα με μια ευτυχή κατάληξη της ομοφυλοφιλικής σχέσης, όπως το Μωρίς του Φόρστερ, σενάρια για τον κινηματογράφο δεν στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν την καταιγιστική καριέρα του Τομ Ρίπλεϋ, καριέρα καθαρά ευρωπαϊκή, αφού άρχισε και τελείωσε στην Ευρώπη, με γενεσιουργούς σταθμούς την Ιταλία πρώτα, κατόπιν και κύρια τη Γαλλία, με ενδιάμεσες καταχωρίσεις, άλλοτε σε μεσημβρινές ηλιόλουστες χώρες κι άλλοτε σε ψυχρά βόρεια λιμάνια. Η ιδέα βέβαια ήταν παλιά,δανεισμένη από τον Χένρυ Τζαίημς και τεκμηριωμένη στην πραγματικότητα από μερικούς ομοεθνείς φυγάδες: ο Τομ Ρίπλεϋ, ένας νεαρός Αμερικανός απατεώνας κολεγιακής μορφώσεως, στέλνεται στην Ευρώπη -τόπο κατ' εξοχήν μυητικής ασωτείας για πολυάριθμους πλούσιους γόνους- από τον πολυεκατομμυριούχο πατέρα για να οδηγήσει το απολωλός πρόβατο,τον άσωτο υιό Ντίκι Γκρήνλιφ, πίσω στη γενέτειρα και στις επιχειρήσεις του.

Η συνέχεια είναι αναμενόμενη: ο άσωτος έκγονος δολοφονείται από τον άμεμπτο υπάλληλο του πατρός κι αντί να σταλεί στην πατρική εστία αποκεκαθαρμένος, παραμένει στη γηραιά ήπειρο νεκρός και ο Τομ αρχίζει την καινούρια ζωή του φορτωμένος μ' ένα έγκλημα και μερικά εκατομμύρια δολάρια από πλαστογραφημένες δωρεές στο όνομά του.

Η επιτυχία του Τομ Ρίπλεϋ ως δομικού χαρακτήρα μυθιστορημάτων σε συνέχειες είναι περίπου απόλυτη. Επιφορτισμένος από τη δημιουργό του να γεννάει καινούριες υπεραξίες με το ίδιο, ύπουλα υπερτιμημένο νόμισμα,την ευφυΐα του, παραμονεύει πλέον τα εξ Αμερικής καινούρια θύματά του καταχωνιασμένος στη Βιλπέρς, παρακολουθώντας ανήσυχα τη διαδοχή του χρόνου που γεννάει νέα προβλήματα, σκαρώνοντας καινούριες ζαβολιές και παρανομίες για να εξασφαλίσει ακόπως τη ζωή που έχτισε πριν από χρόνια στην Ιταλία, με μοναδικά όπλα του τη δουλικότητα, μια γραφομηχανή, μερικές συστατικές επιστολές και την ευπιστία δύο γυναικών.

Δεν είναι υποχρεωτικό να συσχετίσει κανείς τη βιογραφία του Τομ μ' αυτήν της Πατρίτσια Χάισμιθ για να βγάλει μερικά χρήσιμα συμπεράσματα. Ενα είναι το σίγουρο: ο Ρίπλεϋ σαν εξαγόμενο είδος, κάτι σαν το γαλλικό τυρί ή το Σατό Μαργκό, υπόσχεται αμφίδρομη επιτυχία και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Ο χαρακτήρας του Τομ,βόρειο ψυχρόαιμο είδος με λατινική καλλιτεχνική απόληξη, ένα μείγμα ζωγράφου, απατεώνα και μποέμ, που επιχειρεί παράπλευρες εγκληματικές μπίζνες, ντυμένες στον μύθο μιας ροζ αστικής ευμάρειας, είναι μια σύνθεση από χαρακτήρες των διαφόρων εμιγκρέ, των οποίων την πολύχρωμη ομοιότητα εγγυάται ένα νεοϋρκέζικο παρατσούκλι, ένας ξεγραμμένος τύπος που σαν τον Ρηβς στο «Παιχνίδι του Ρίπλεϋ» ξεθάφτηκε απ'το πουθενά, ένας λησμονημένος φίλος που όλο και κάτι ξέρει απ' το παρελθόν της Ρώμης και γι' αυτό πρέπει να εξολοθρευτεί, όπως στο «Ρίπλεϋ σε βαθιά νερά».

Συχνά σκέφτομαι τον Ρίπλεϋ λιγότερο «εξωτερικό» απ' ό,τι τον έπλασε η Χάισμθ, επειδή κάθε συγγραφέας μυθιστορημάτων πλοκής και αγωνίας πρέπει να φτιάξει κατ'αρχήν έναν μηχανισμό ακριβείας παρά έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα. Σκέφτομαι τον Ρίπλεϋ σαν μια εικόνα του ανθρώπου σε μια διαφορετική διάσταση του είναι, με αίσθηση διαφορετική απ' αυτήν ενός ονειρικού, ψεύτικου όντος, που δρα με τον απόλυτο περφεξιονισμό μιας νομοτέλειας.

Υποπτεύομαι ότι στα χέρια ενός άλλου συγγραφέα η σκιαγράφηση ενός τέτοιου ήρωα θα έπαιρνε έναν τόνο ίσως πιο τρομακτικό, χρώματα ρεαλιστικά και μονότονα, κάτι σαν το θολό περίγραμμα ενός ξετρελαμένου από την επιτυχία του διπλού πράκτορα, που θα θυσιαζόταν κάποτε απ' τη μια ή απ' την άλλη πλευρά των συνόρων, πιστεύοντας και ο ίδιος στη χρησιμότητά του, του ίδιου κι αυτών που είχε υπηρετήσει. Αντιθέτως η γραφίδα της Χάισμιθ επιτελεί αυτό που είναι ιδεατό: στη θέση του φυσικού ή ηθικού κακού, ο Τομ μεταπλάθεται σ' αυτό που μπορεί να γινόταν από μόνος του, αν μπορούσε να δεχτεί κανείς την αυτονόμηση του χαρακτήρα απ' τον δημιουργό του: ένας amateur, ένας ερασιτέχνης που τρέμει μην κάνει λάθος ζωγραφίζοντας το πορτρέτο της αγαπημένης του Ελοΐζ, όπως τότε που έτρεμε το χέρι του δολοφονώντας τον Ντίκι Γκρήνλιφ.

Αναρωτιέται κανείς μήπως ο Ρίπλεϋ αποτελεί το σώμα μερικών ανύπαρκτων ή μισοϋπαρκτών οντοτήτων, όχι απαραίτητα ανθρώπινων ή εξωανθρώπινων αλλά κάτι ενδιάμεσο, μια και συντίθεται από μια απότομα σταματημένη καριέρα ζωγράφου, από μια αδύνατον να καινοτομήσει ύπαρξη, κάτι δηλαδή σαν κυβιστής ζωγράφος που ανακαλύπτει τον κυβισμό στους άλλους κι εκεί που ένας άλλος θ' ανακάλυπτε την αγάπη, αυτός εξακολουθεί να εκτελεί το ίδιο μάθημα ζωγραφικής πάνω στην ίδια ακίνητη, μακάβρια Ελοΐζ,σχεδόν ανύπαρκτη στην Τέχνη όσο και ο φόβος του μήπως το μοντέλο κινηθεί κάπως απότομα απ' το ποζάρισμά του.

Κι ενόσω σκέφτομαι αυτά, ο Τομ, που δεν έχει χρόνο παρά μόνο για τις τριανταφυλλιές, για τα ψώνια του στη Βιλπέρς και για τη ζωγραφική του, νιώθω ότι ο χρόνος του τελειώνει σύντομα, καθώς θα κληθεί να βάλει τέλος σ' αυτή τη ζωή τής οιονεί συνταξιοδότησης και να θέσει σε κίνηση τον μηχανισμό εκείνο που του επιτρέπει να υπάρχει πάνω σ' αυτή τη γη.

Η τελική εντύπωση παραμένει ίδια: η Πατρίτσια Χάισμιθ, παρότι έπλασε έναν χαρακτήρα εργαλειακό, δηλ. ένα μοντέλο ικανό να γίνει τη βοηθεία των αναγνωστών ένα ανθρώπινο εγώ, δεν θέλει ο ήρωάς της να συνεχιστεί στο δικό μας, γνωστό και ψηλαφητό σύμπαν. Η επεισοδιακή λέξη ΤΕΛΟΣ, που μόνο στα κινηματογραφικά έργα, στα μυθιστορήματα αγωνίας και ίσως στα νεκροταφεία αποκτάει τη δική της αμετάδοτη ειλικρίνεια, σφραγίζει και τη δράση του Τομ Ρίπλεϋ και το μυθιστόρημα.

Αραγε σαν να έχει τελειώσει το χαρτί ή σαν να έχει κουμπωθεί το κοστούμι αυτού του νευρασθενικού, περίσσιου σύμπαντος για να μετακινηθεί αλλού; Μαντέψτέ το.

Αλλωστε, όπως λένε πολλοί, η κουκουβάγια, το πουλί της σοφίας, πετάει πάντα τη νύχτα.

Μισόν αιώνα μπάρμαν

  • Ενα βιβλίο γεμάτο αναθυμιάσεις από μνήμες και αλκοόλ. Η ιστορία του μπαρ «17» αλλά και η αυτοβιογραφία του ανθρώπου που έζησε πίσω από το θρυλικό του πάγκο κυκλοφορούν σαν «μυθιστόρημα».

  • Ο Φώτης Κρικζώνης είναι πενήντα χρόνια μπάρμαν. Πολλοί του πρότειναν να γράψουν τη βιογραφία του. Εκείνος, όμως, αρνιόταν, γιατί δεν τους εμπιστευόταν. Φοβόταν ότι ήθελαν απ' αυτόν μόνο τα κουτσομπολιά. Η Λίλη Γιαλέσσα-Λεοντίδη, ωστόσο, τον έπεισε. Ετσι το «Εγώ ο μπάρμαν» (εκδόσεις Καστανιώτη) βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Το βιβλίο ξεκινάει απ' τα παιδικά χρόνια του Φ. Κρικζώνη στα Αγραφα, τα μετεμφυλιακά του βιώματα και συνεχίζεται με τον ερχομό του στην Αθήνα και τη δημιουργία του υπόγειου «θαύματος» που συντελέστηκε απ' το τίποτα στην οδό Βουκουρεστίου ένα βράδυ του 1957: του «17».
  • Για τον άνθρωπό μας, το μπαρ «17» ήταν ένας θαυμαστός κόσμος: «Το σχολείο που δεν πήγα, η μόρφωση που δεν αξιώθηκα να πάρω. Κι αυτό το οφείλω στους πελάτες μου. Μου άνοιξαν ορίζοντες στα βιβλία, την τέχνη, την πολιτική. Ηταν απλοί, αβροί, μορφωμένοι, ευπατρίδες. Πίσω από το μπαρ έμαθα τα μυστικά του καλού κόσμου, παρακολούθησα τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, έζησα τη νεότερη ιστορία της πατρίδας μας. Μέσα απ' τους πελάτες μάθαινα τις ειδήσεις πριν γραφτούν στις εφημερίδες».

Οι κανόνες του μπαρ

- Αλήθεια, πώς διώχνει ο μπάρμαν ένα μεθυσμένο πελάτη;

  • «Μερικοί δεν μπορούν να κουμαντάρουν τον εαυτό τους. Οταν βλέπεις να χαλάει η φυσιογνωμία του μαγαζιού, πρέπει να πάρεις μέτρα. Να πίνουν, αλλά να σέβονται τους κανόνες του μπαρ».

- Μετανιώσατε ποτέ σερβίροντας ήδη μεθυσμένους;

  • «Ο μπάρμαν μπορεί να καταλάβει πότε μεθάει ο πελάτης. Σχηματίζει το ψυχολογικό του προφίλ παρατηρώντας πώς πίνει. Αλλοι γίνονται επιθετικοί κι άλλοι ευσυγκίνητοι. Πρέπει να φερθείς ανάλογα με την περίπτωση. Σταματάς να βάζεις ποτό και του φτιάχνεις κάτι να φάει. Οι έλληνες πότες δεν έχουν την νοοτροπία του Ευρωπαίου ή του Αμερικανού. Ελεγα στους ξένους "έχεις πιει πολύ" κι αυτοί ζητούσαν το λογαριασμό και έφευγαν. Αν πεις κάτι τέτοιο στον Ελληνα, παρεξηγείται. Θυμάμαι τον Παύλο Μάιπα, όταν κάθισε δίπλα του στο μπαρ ένας Ιταλός. Παρήγγειλε ο άνθρωπος ένα ντράι μαρτίνι, το σπεσιαλιτέ μας. Κι από κείνη τη στιγμή ο Παύλος έσκυβε συνεχώς στο αφτί του φωνάζοντας: "αέρααα!". Μία, δυο, τρεις, ο άλλος τον κτύπησε. Παρ' όλα αυτά ο Μάιπας εξακολουθούσε να ζητά ποτό. Δεν του έδινα και τότε βουτάει το ουίσκι ενός πελάτη και βγαίνει έξω εξακολουθώντας να φωνάζει "αέρααα"».

- Αυτά στο παλιό «17». Γιατί στο σημερινό, με πελάτες υπουργούς, πολιτικούς όλων των κομμάτων, δημοσιογράφους κ.ά. δεν νομίζω να συμβαίνουν τέτοια...

  • «Το σημερινό είναι διαφορετικό μαγαζί. Αλλά έζησα πολλά τέτοια επεισόδια στο παλιό "17". Θυμάμαι έναν Αμερικανό που έφυγε μεθυσμένος παίρνοντας παραμάζωμα μια πινακίδα της τροχαίας. Τον Σκουλά, εξαιρετικό πελάτη, που έπινε ήσυχα, αλλά συχνά αποκοιμιόταν. Οταν ξυπνούσε, ζητούσε το λογαριασμό και μετά ξανακοιμόταν. Ξυπνούσε και ρωτούσε πάλι για το λογαριασμό. "Ευτυχώς", έλεγε ο ίδιος, "που μου συμβαίνει εδώ, αλλιώς θα έμενα απένταρος". Θυμάμαι ακόμα συζητήσεις πολιτικών για τα Δεκεμβριανά, τον εμφύλιο, για στιγμές δραματικές. Αλλά και για απιστίες, προδοσίες...
  • »Ο πότης θέλει να μιλήσει και το αφτί του μπάρμαν είναι πάντα πρόθυμο. Θυμάμαι τη στενοχώρια ενός σημαντικού πολιτικού όταν έμαθε ότι η γυναίκα του τον απατούσε. Προσπάθησα να τον στηρίξω. Μου δόθηκε η ευκαιρία και μίλησα κάποτε στη γυναίκα του. Της είπα να σκεφτεί τι πάει να κάνει. Διαλύει το σπίτι της για ένα ρεμάλι, προικοθήρα που λέει σε όλες τα ίδια. Η κουβέντα μου έπιασε τόπο. Αργότερα, μου είπε: "Με ξύπνησες από λήθαργο"».

Πιο κακή η μοναξιά

- Η μοναξιά οδηγεί συνήθως στην μπάρα;

  • «Πιο θλιβερή είναι η μοναξιά της γυναίκας... "Κάτσε λίγο, μη φεύγεις" σου λέει. Τη βλέπεις, είναι δυστυχισμένη. Δεν αναζητά σεξ, αλλά κουβέντα. Γι' αυτό ξεσπά στο τσιγάρο και στο ποτό».

- Τι προτιμούν οι άντρες και τι οι γυναίκες;

  • «Οι άντρες κόκκινα ποτά και οι γυναίκες άσπρα, συνήθως τζιν ή βότκα».

- Εσείς πίνατε δουλεύοντας;

  • «Παλιά μπορεί να έπινα πέντε, έξι ποτά, κάποτε κι ένα μπουκάλι. Ομως πάντα έλεγχα τον εαυτό μου. Δεν άφηνα το στομάχι μου άδειο. Το πιο δύσκολο ήταν το ξενύχτι, η κούραση και η ευθύνη να παρακολουθείς όλους τους πελάτες. Κι αυτό γιατί το ποτό αλλάζει την κατάσταση αστραπιαία. Μ' αρέσει η δουλειά μου γιατί αγαπώ τους ανθρώπους. Οι περισσότεροι είναι καλοί. Αν τους προσφέρεις ποιότητα, σεβασμό κι αγάπη, θα ανταποκριθούν. Στο βιβλίο περιγράφω τη ζωή μου, όχι για να καυχηθώ, αλλά για να δώσω στους νέους ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Να έχουν πίστη στον εαυτό τους. Να είναι ευγνώμονες που δεν στερούνται πράγματα που στη γενιά μου ήταν απαγορευμένα». *

Αντίο, κύριε Ζούκερμαν

  • ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / Επτά, Κυριακή 31 Μαΐου 2009

  • Ο Φίλιπ Ροθ αποχαιρετά τον διασημότερο ήρωά του μετά τον Πόρτνοϊ αφήνοντάς τον μόνο του με τα γραπτά του, μακριά από ερωτικούς πειρασμούς

  • Νέα Υόρκη, Νοέμβριος 2004, παραμονές των εκλογών για την αμερικανική προεδρία. Ο συγγραφέας Νέιθαν Ζούκερμαν -το διασημότερο alter ego του Φίλιπ Ροθ- έπειτα από έντεκα χρόνια απόλυτης δημιουργικής απομόνωσης στα βουνά της Νέας Αγγλίας, βρίσκεται και πάλι στο Μανχάταν. Είναι 71 ετών, ανίκανος σεξουαλικά έπειτα από εγχείρηση στον προστάτη, κι ο μόνος λόγος που έχει αφήσει το ησυχαστήριό του είναι για να ξεκινήσει μια θεραπεία με τον ουρολόγο του που θα τον απαλλάξει από την τυραννία της ακράτειας και το αναπόφευκτο αίσθημα της ταπείνωσης που τον τυλίγει.
  • «Στην εξοχή», όπως ομολογεί ο Ζούκερμαν, «δεν υπήρχαν πειρασμοί που θα μπορούσαν να με δελεάσουν και να γεννήσουν προσδοκίες». Η Νέα Υόρκη, όμως, «μου έκανε ό,τι κάνει σε όλους τους ανθρώπους -ξύπνησε τις πιθανότητες. Η ελπίδα ξυπνάει σαν επιδημία»...
  • Τι του μέλλει άραγε να πάθει; Με ποια φαντάσματα από το παρελθόν θα διασταυρωθεί; Υπάρχει περίπτωση ν' ανακτήσει τη χαμένη του σφριγηλότητα, να γίνει ξανά επιθυμητός; Ή μήπως πρέπει να συμφιλιωθεί οριστικά με τα γηρατειά του και ν' αρκεστεί στην τέχνη της μυθοπλασίας, τη μόνη απόλαυση που του απομένει; Οι απαντήσεις δίνονται δεξιοτεχνικά στο «Φεύγει το φάντασμα» που μόλις κυκλοφόρησε μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά (εκδ. «Πόλις»).
  • Το μυθιστόρημα με το οποίο, το 2007, ο Φίλιπ Ροθ αποχαιρέτησε οριστικά αυτόν τον δεύτερο εαυτό του, θίγοντας από τη ζωογόνο δύναμη της ερωτικής επιθυμίας ώς το βάσανο της φθοράς, κι από την πολιτική κατάντια της πατρίδας του ώς τις ηδονοβλεπτικές διαθέσεις της πολιτιστικής δημοσιογραφίας.
  • Σύμφωνα με τα λόγια του Ροθ, το βιβλίο του μιλά στην πραγματικότητα «για τη ζωή που κυλά ερήμην του Ζούκερμαν και για την αδυναμία του να την παρακολουθήσει», εξ ου και η δική του «υποχρέωση» να καταγράψει όσα εκείνος βλέπει κι αφουγκράζεται μετά τον ηθελημένο λήθαργό του. Το πρώτο πράγμα, λοιπόν, που αφήνει κατάπληκτο τον Ζούκερμαν είναι -τι άλλο;- η μανία των κινητών. Τι είχε συμβεί, εν τη απουσία του, αναρωτιέται, ώστε «να προκύψουν ξαφνικά τόσο πολλά να ειπωθούν;».
  • Δεν είχε προβλέψει «ότι η τεράστια μοναξιά των ανθρώπων θα παρήγε αυτήν την απεριόριστη λαχτάρα ν' ακουστούν και την επακόλουθη αδιαφορία για το ενδεχόμενο να τους κρυφακούσουν». Κι όπως αποφαίνεται, «όχι, αυτά τα μαραφέτια διόλου δεν υπόσχονταν ότι θα λειτουργούσαν ως θείο δώρο, προάγοντας το στοχασμό σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα».
  • Τα χρόνια που έμενε «τρυπωμένος στο ξυλόσπιτό» του, ο Ζούκερμαν κατάφερνε να ζει στην Αμερική χωρίς όμως και ν' απορροφά όσα τη συνιστούσαν. Εγραφε τα βιβλία του, ξαναδιαβάζοντας -όπως και ο Ροθ, τον τελευταίο καιρό- τους κλασικούς, και ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου είχε βγάλει... την πρίζα εντελώς, για να μην καταντήσει «ο τρελός του χωριού», «ο τυπικός παρανοϊκός επιστολογράφος των εφημερίδων».


  • Και τώρα, όμως, όντας εξοικειωμένος «με τα θεατρικά αισθήματα που εμπνέει η φρίκη της πολιτικής», δεν ταρακουνιέται από την οργή και την απογοήτευση της νεολαίας για τη νέα νίκη του Μπους. Ανακαλεί τη μεταμόρφωση του ειρηνιστή Τζόνσον σε «πολεμοκάπηλο γεράκι του Βιετνάμ», την παραίτηση του «δόλιου και κακόβουλου» Νίξον λόγω Γουοτεργκέιτ, την «ανυπέρβλητη ρηχότητα του αυτάρεσκου κουφιοκέφαλου» που ήταν ο Ρέιγκαν, και παραμένει ένας «απλός παρατηρητής, απόλυτα αποστασιοποιημένος από το δημόσιο δράμα». Είναι, άλλωστε, πεπεισμένος ότι τα εξοργισμένα αστόπαιδα γύρω του δεν έχουν ιδέα για το «ποια είναι η μεγάλη μάζα των Αμερικανών» και ότι βαυκαλίζονται νομίζοντας ότι οι μορφωμένοι πολίτες θα καθορίζουν τη μοίρα της χώρας τους...
  • Ο αιρετικός εβραίος διανοούμενος Νέιθαν Ζούκερμαν έκανε ένα φευγαλέο πέρασμα στο σύμπαν του Ροθ το 1970 στο «Η ζωή μου ως άντρα» κι από το 1979 μέχρι σήμερα υπήρξε πρωταγωνιστής ή αφηγητής σ' εννέα ακόμη έργα του, κουβαλώντας κάμποσα από τα βιώματα, τις αμφιβολίες και τις νευρώσεις του δημιουργού του. Αν υπάρχει, ωστόσο, ένα ανάμεσά τους που θα έπρεπε να 'χει διαβάσει κανείς για ν' απολαύσει ακόμα περισσότερο τούτο εδώ, είναι ο «Συγγραφέας φάντασμα», το πρώτο μέρος της τριλογίας «Ζούκερμαν δεσμώτης».
  • Σ' εκείνο το σύντομο μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στα χρόνια του '50, ο Ζούκερμαν εμφανίζεται ως ένας πολλά υποσχόμενος συγγραφέας, φανατικός θαυμαστής ταυτόχρονα του ώριμου -και επινοημένου από τον Ροθ- διηγηματογράφου Ε. Ι. Λόνοφ. Στο πρόσωπο του τελευταίου ο Ζούκερμαν αναζητούσε έναν πνευματικό πατέρα που θα του μεταλαμπάδευε τη σοφία του, την ώρα που ο πραγματικός του πατέρας πάσχιζε να τον προστατεύσει από την μήνι των ομοθρήσκων του, οι οποίοι θεωρούσαν ότι με τα γραπτά του τους διακωμωδούσε. Κι είναι ακριβώς ο απόηχος από τη μία και μοναδική συνάντηση που είχαν οι δυό τους τότε, παρουσία της συζύγου αλλά και της της γραμματέως, μούσας κι ερωμένης του Λόνοφ, που διαποτίζει τις σελίδες του «Φεύγει το φάντασμα».
  • Το πρώτο γνώριμο πρόσωπο πάνω στο οποίο πέφτει ο Ζούκερμαν στη Νέα Υόρκη, δεν είναι άλλο από την ερωμένη του παλιού μέντορά του, για την οποία ο τελευταίος είχε εγκαταλείψει τελικά τον έγγαμο βίο, με τις ελπίδα ότι οι χυμοί της θα τον αναζωογονούσαν. Η κοπέλα που είχε σαγηνεύσει και τον ίδιο τον Ζούκερμαν πριν από τριάντα χρόνια, είναι 75 χρόνων πλέον, πάσχει κι εκείνη από καρκίνο, κι όπως αποκαλύπτεται, δέχεται αφόρητη πίεση από έναν νεαρό, επίδοξο βιογράφο του Λόνοφ να μοιραστεί μαζί του όσα εκείνος είχε θελήσει να κρατήσει κρυφά για πάντα.
  • Μιά πίεση που θα δεχτεί στη συνέχεια και ο Ζούκερμαν, για να την αποτινάξει όμως από πάνω του με βία, σ' ένα μπρα-ντε-φερ με τον καλλιεργημένο αλλά κι αδίστακτο βιογράφο, που στον ίδιο θυμίζει παραπάνω απ' όσο μπορεί ν' αντέξει, την ορμή, τη φιλοδοξία και την επιθετικότητα που τον έκαναν να πάλλεται στα νιάτα του. Ο αγώνας του Ζούκερμαν για την προστασία της υστεροφημίας του Λόνοφ συμπλέει στο βιβλίο και με το ξύπνημα της λαγνείας του. Εχοντας αποφασίσει να παρατείνει τη διαμονή του στη μητρόπολη, δέχεται ν' ανταλλάξει για ένα διάστημα το ερημητήριό του μ' ένα διαμέρισμα στο Μανχάταν, διευκολύνοντας έτσι το ζευγάρι που μένει σ' αυτό ν' απομακρυνθεί από μια πόλη-τρομοκρατικό στόχο.
  • Στη θέα, όμως, «της όμορφης, προνομιούχου, έξυπνης, αυτάρεσκης, νωχελικής τριαντάρας κι εκμαυλιστικά ευάλωτης εξαιτίας των φόβων της» σπιτονοικοκυράς του, κυριεύεται «από την πικρή απελπισία ενός γελοίου γέρου που πεθαίνει από λαχτάρα να ξαναγίνει ολόκληρος». Και καθώς η πραγματικότητα είναι αμείλικτη, δεν του μένει παρά να διοχετεύσει τον πόθο του στο λευκό χαρτί και να σκαρώσει διαλόγους με την νέα αυτή γυναίκα από το περίσσευμα της φαντασίας του, προς τέρψιν και δική του και δική μας.
  • Στο «Φεύγει το φάντασμα», ο Φίλιπ Ροθ μιλά από την σκοπιά κάποιου που έχει περάσει στην επικράτεια του «όχι πια» αντιμέτωπου μ' εκείνους που ανήκουν στην επικράτεια του «όχι ακόμη», κι αποχωρίζεται το alter-ego του αφήνοντάς το «να ξεχειλίζει από ματαίωση», με μια πικρή γεύση στο στόμα. Κι ενώ το περασμένο φθινόπωρο, αυτός ο μόνιμος υποψήφιος για Νόμπελ συγγραφέας, δημοσίευσε ένα ακόμη σύντομο μυθιστόρημα, την «Αγανάκτηση», δεν δίστασε, σε συνέντευξή του, να διακινδυνεύσει την πρόβλεψη ότι «στα επόμενα 10-20-30 χρόνια, η λογοτεχνία θα έχει χάσει ολότελα πια το κεντρικό βάρος που είχε κάποτε στην κοινωνία». *

Εκρηξη στο μυθιστόρημα

  • Η ελληνική βιβλιοπαραγωγή καλά κρατεί: το 2008 εκδόθηκαν πάνω από 9.500 τίτλοι. Στην κορυφή οι έλληνες λογοτέχνες και το παιδικό βιβλίο

  • Πόσο επηρεάζεται η ελληνική βιβλιοπαραγωγή από την όλο και πιο απειλητική οικονομική κρίση; Κανείς δεν μπορεί ν' απαντήσει με σιγουριά αυτή τη στιγμή -συγκεντρωτικά αποτελέσματα για το έτος που διανύουμε θα δημοσιοποιηθούν από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου το φθινόπωρο του 2010. Από την προσωρινή επεξεργασία, πάντως, των δεδομένων που αφορούν την παραγωγή του 2008, φαίνεται πως σημειώθηκε μια μικρή μείωση 4,8% αλλά και πάλι οι νέοι τίτλοι, τρίτη συνεχόμενη χρονιά, ξεπέρασαν τους 9.500!
  • Το νούμερο μοιάζει εξαιρετικά υψηλό, αλλά αν κάνουμε σύγκριση με τη βιβλιοπαραγωγή της Γερμανίας, τιμώμενης χώρας στην 6η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης που κλείνει σήμερα τις πύλες της, δεν είναι και τόσο. Το 2007 εκδόθηκαν εκεί 96.479 νέοι τίτλοι. Κι ο κύκλος εργασιών της βιβλιαγοράς σ' αυτή τη χώρα με τον οχταπλάσιο σχεδόν πληθυσμό από τον δικό μας, είναι δεκαπέντε φορές μεγαλύτερος από εκείνον που υπολογίζεται ότι σημειώνεται εδώ: ξεπερνά τα 9,5 εκατ. ευρώ.
  • Τι κι αν λόγω της αύξησης των φόρων και της οικονομικής ύφεσης, οι γερμανοί καταναλωτές βιβλίων μειώθηκαν -πρόπερσι πάντα- κατά 500.000; Ο τζίρος αυξήθηκε, επειδή λιγότεροι αγόρασαν περισσότερα βιβλία ή πιο ακριβά.

Ξοδεύουμε 48 ευρώ τον χρόνο

  • Υπάρχουν κι άλλα εντυπωσιακά στον «Φάκελο για το βιβλίο στη Γερμανία» που δημοσιοποιήθηκε στην φετινή ΔΕΒΘ. Στην πατρίδα του Γκέτε, του Ρίλκε, του Μπρεχτ, του Γκίντερ Γκρας, λειτουργούν 11.000 βιβλιοθήκες που υποδέχονται 670.000 επισκέπτες τη μέρα και δανείζουν 456 εκατ. βιβλία τη χρονιά. Τα ποσά δε που διατίθενται απ' αυτές για αγορές βιβλίων ετησίως, καλύπτουν τρεις φορές τον τζίρο της ελληνικής βιβλιοαγοράς!
  • Το διάβασμα είναι η έβδομη στη σειρά καταναλωτική συνήθεια των Γερμανών - προηγούνται η αγάπη στη μουσική, η τηλεόραση, οι εφημερίδες, το καλό φαγητό, ο παρέες κι οι βόλτες με το αυτοκίνητο. Οι ετήσιες δαπάνες κάθε γερμανού πολίτη για βιβλία κυμαίνονται γύρω στα 108 ευρώ, ενώ σ' εμάς υπολογίζονται γύρω στα 48. Κι ενώ τα βιβλιοπωλεία κρατούν ακόμα τη μερίδα του λέοντος (53,6%), οι πωλήσεις μέσω Διαδικτύου όλο και αυξάνονται (12,6%), με τα audio books να σημειώνουν πωλήσεις 200 εκατ. ευρώ.
  • «Σε αντίθεση με τους γερμανούς, τους βρετανούς ή και τους γάλλους συναδέλφους τους, οι έλληνες εκδότες και βιβλιοπώλες αρνούνται να δημοσιοποιήσουν τα οικονομικά δεδομένα του κλάδου τους» λέει ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος, στέλεχος του ΕΚΕΒΙ. Γι' αυτό και ο τζίρος της ελληνικής βιβλιοαγοράς προσεγγίζεται διά της... διαισθήσεως, με μοναδικό δεδομένο τις έρευνες της Στατιστικής Υπηρεσίας για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Υπολογίζεται λοιπόν γύρω στα 600 με 650 εκατ. ευρώ, ποσό που, σύμφωνα με τον Σ. Καμπουρόπουλο, περιλαμβάνει «τα έξοδα για αγορές τόσο εγχώριων όσο και εισαγώμενων τίτλων καθώς και των σχολικών βοηθημάτων και εγχειριδίων, αφήνοντας απ' έξω τις κρατικές δαπάνες για βιβλία όπως και τις αγορές των τουριστών».
  • Η οικονομική στενότητα του ΕΚΕΒΙ δεν επέτρεψε μια καινούρια έρευνα γύρω από τις αναγνωστικές συνήθειες στη χώρα μας φέτος, αλλά, αν μη τι άλλο, εκείνη με τα στοιχεία της βιβλιοπαραγωγής του 2008, προχωρεί. Μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί 9.579 τίτλοι (1.600 περισσότεροι από εκείνους του 2003). Εκείνοι που αφορούν τις θετικές και τις θεωρητικές επιστήμες, μαζί με τα σχολικά βιβλία και τα βιβλία τέχνης, καλύπτουν το 57% της παραγωγής, ενώ τα παιδικά και τα λογοτεχνικά βιβλία καλύπτουν από 21,5% αντίστοιχα.
  • Η ελληνική λογοτεχνία εξακολουθεί να κρατά τα σκήπτρα έναντι της ξένης (1.151 τίτλοι έναντι 699) με το ελληνικό μυθιστόρημα να σημειώνει το υψηλότερο... σκορ της σταδιοδρομίας του, καθώς εκδόθηκαν 87 περισσότεροι τίτλοι από το 2007 (σύνολο 410). Διόλου ευκαταφρόνητος κι ο αριθμός των 366 ποιητικών έργων, μόνο που αρκετά εκδίδονται με έξοδα των δημιουργών τους. Η κατηγορία των παιδικών βιβλίων μεγάλωσε κατά 15% με 2.059 τίτλους, η πλειονότητα των οποίων ήταν από άλλες γλώσσες· η πιο σημαντική αύξηση που σημειώθηκε στους κόλπους της αφορά τα βιβλία γνώσεων που έφτασαν πέρσι τα 197.
  • Οπως ήταν αναμενόμενο, και την περασμένη χρονιά το υψηλότερο μερίδιο των μεταφράσεων προερχόταν από την αγγλική γλώσσα (51,6%), με τα γαλλικά (11,5%), τα ιταλικά (6,7%), τα γερμανικά (4,9%) και τα ισπανικά (4,3%) ν' ακολουθούν. Ειδικά στο χώρο του μυθιστορήματος, κυκλοφόρησαν 500 μυθιστορήματα από 20 ξένες γλώσσες, από τα οποία τα 308 ήταν αγγλόφωνα. Γεγονός παραμένει, ωστόσο, πως πουθενά αλλού στην Ευρώπη δεν μεταφράζονται τόσα βιβλία όσα εδώ (39,8%). Το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία είναι γύρω στο 6%...*

Πέθανε η Ινδή συγγραφέας και ποιήτρια, Καμάλα Ντας

  • Η διάσημη Ινδή ποιήτρια και συγγραφέας, Καμάλα Ντας, η οποία προκάλεσε τόσο με τα γραπτά της όσο και με τον τρόπο που ζούσε , πέθανε σήμερα στην πόλη Πουν σε ηλικία 75 χρόνων, ανακοίνωσε η οικογένεια της.

  • Η Ντας έγραφε τόσο στα Αγγλικά όσο και στη διάλεκτο Μαλαγιαλάμ, τη γλώσσα που μιλούν στο νότιο κρατίδιο της Κεράλα. Είχε τιμηθεί με πολλά εθνικά και διεθνή λογοτεχνικά βραβεία. Έγραφε με απροκάλυπτο και περιγραφικό τρόπο για τη σεξουαλικότητα και πολλές φορές προκαλούσε τους συντηρητικούς αναγνώστες. Τα γραπτά της τις περισσότερες φορές εστιάζονταν στον έρωτα και στην προδοσία.
  • Η ποιήτρια είχε γεννηθεί από ορθόδοξη ινδουιστική οικογένεια με βασιλικές ρίζες στην Κεράλα και το 1999 απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων όταν ασπάσθηκε το Ισλάμ σε ηλικία 65 χρόνων και άλλαξε το όνομα της σε Καμάλα Σουράιγια. Η Ντας είχε αναμιχθεί και με την πολιτική και το 1984 είχε θέσει υποψηφιότητα για τις κοινοβουλευτικές εκλογές αλλά δεν εξελέγη. Επίσης της άρεσε να ζωγραφίζει και ορισμένα από τα έργα της είχαν πουληθεί σε πολύ υψηλές τιμές.
  • Μεταξύ των βιβλίων της που εκδόθηκαν στα αγγλικά είναι " Το Καλοκαίρι στην Καλκούτα", " Οι Απόγονοι", " Το Παλιό Παιχνιδόσπιστο", " Το Αλφάβητο του Πόθου" και " Η Ιστορία μου" μια αυτοβιογραφία που απετέλεσε και την πρώτη συγγραφική της επιτυχία σε ηλικία 42 χρόνων. Ο κυβερνήτης της Κεράλα χαρακτήρισε το θάνατο της Ντας ως αξεπέραστη απώλεια για την πόλη του αλλά και για όλη τη χώρα.

(Πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ)

Στο περιθώριο του μεσοπολέμου

  • Επτά, Κυριακή 31 Μαΐου 2009

  • Πόρνες και τσακισμένοι στρατιώτες σε έναν χορό απόλυτης καταστροφής, βγαλμένον από τη δεκαετία του 1920. Πέτρος Πικρός «Χαμένα κορμιά» και «Σα θα γίνουμε άνθρωποι». (ΑΓΡΑ)
  • Γεννημένος στην τελευταία πενταετία του 19ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη (από έμπορο πατέρα), μεγαλωμένος στην Ελβετία και σπουδασμένος στη Γαλλία και στη Γερμανία, όπου έκανε Ιατρική και Βιοχημεία, ο Πέτρος Πικρός, ο οποίος πέθανε το 1956 στην Αθήνα, αποτελεί μια μάλλον ξεχασμένη προσωπικότητα του λογοτεχνικού Μεσοπολέμου: κοσμοπολίτης και ταυτοχρόνως κομμουνιστής, θα αφοσιωθεί με πάθος στη δημοσιογραφία και στα γράμματα και θα ζωγραφίσει με τα μελανότερα χρώματα το κοινωνικό περιθώριο της εποχής του, αποκαλύπτοντας χωρίς καμία χειραγωγική πρόθεση την παθολογία του.
  • Πενήντα και παραπάνω χρόνια μετά το θάνατο του Πικρού, το έργο του ζωντανεύει εκ νέου χάρη σε μιαν ωραία πρωτοβουλία της Χριστίνας Ντουνιά και των εκδόσεων «Αγρα». Τρεις άψογα επιμελημένοι τόμοι, υπό τους τίτλους «Χαμένα κορμιά» (1922), «Σα θα γίνουμε άνθρωποι» (1924) και «Τουμπεκί» (1927), δίνουν στους νεότερους την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με μια λογοτεχνία η οποία δεν έχει χάσει το παραμικρό από την αρχική φρεσκάδα και αμεσότητά της.
  • Μολονότι ενταγμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ο Πικρός σπεύδει να απομακρύνει από την πρώτη στιγμή τον επαναστατικό διδακτισμό από τα γραπτά του, φτάνοντας από ένα σημείο και πέρα σε ανοιχτή ρήξη με τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Κανένα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του Πικρού δεν αποκτά σωτηριολογική προοπτική στα διηγήματα των δύο πρώτων τόμων (ο τρίτος ετοιμάζεται αυτό τον καιρό και θα κυκλοφορήσει εντός του τρέχοντος έτους).
  • Πόρνες (αμέτρητες και αφόρητα καταπιεσμένες ή δυστυχισμένες πόρνες), καραβοτσακισμένοι στρατιώτες, φυλακισμένοι (ορκισμένοι εγκληματίες ή τυχαίοι απατεώνες), κορίτσια που αυτοκτονούν παρατημένα από τον εραστή τους, τρομαγμένες παλλακίδες, άστεγοι και πεινασμένοι, καθώς και φθονεροί φονιάδες ή τρελαμένες σεξουαλικά γεροντοκόρες θα πιουν το ποτήρι της καταστροφής μέχρι την τελευταία σταγόνα, χωρίς την ελάχιστη ελπίδα ανακούφισης ή διαφυγής, αλλά και δίχως την παρήγορη χείρα της πολιτικής αρωγής.
  • Η επίμονη άρνηση του Πικρού να καθοδηγήσει πολιτικά τους παρίες του (λιγότερο, σίγουρα, απ' όσο το δοκιμάζουν την ίδια περίοδο ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης ή ο Κώστας Παρορίτης) εγκλιματίζει αμέσως τα κείμενά του στον αντιηρωικό και αντιπατερναλιστικό λόγο των ημερών μας, τον οποίο, άλλωστε, ακουμπούν και με τις σαφώς προωθημένες αφηγηματικές τεχνικές τους: από ελεύθερο πλάγιο λόγο και έκκεντρη ή αποσπασματική πλοκή μέχρι παραληρηματική έκφραση και σκόπιμη, προφορικού τύπου συντακτική διαταραχή.
  • Μοιρασμένος μεταξύ ελληνικού ρεαλισμού και ευρωπαϊκού νατουραλισμού ή εξπρεσιονισμού (βλ. και τις σχετικές εισαγωγικές παρατηρήσεις της Ντουνιά), ο Πικρός είναι σε κάθε περίπτωση ένας συγγραφέας τον οποίο οφείλουμε να κοιτάξουμε ξανά και από την αρχή. Θα μας εντυπωσιάσουν, αν μη τι άλλο, η οξύτητα και το βάθος του.

Friday, May 29, 2009

2η Διεθνής Λογοτεχνική Συνάντηση DASEIN 2009

Το τριήμερο 29-31 Μαΐου διοργανώνουμε για δεύτερη χρονιά τη Διεθνή Λογοτεχνική Συνάντηση στον πολυχώρο Dasein (Σολωμού 12, Εξάρχεια), σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό δίκτυο Literature Across Frontiers (LAF) και την ακούραστη διευθύντριά του, Alexandra Buchler.

Στη φετινή συνάντηση συγγραφείς από τη Νορβηγία, τη Λετονία και τη Σλοβακία θα «συνομιλήσουν» με Ελληνες συναδέλφους τους δημιουργώντας τρία «ζευγάρια». Κοινό στοιχείο των προσκεκλημένων αποτελεί η εμπλοκή τους σε διαφορετικά είδη τέχνης και ο εμπλουτισμός της λογοτεχνίας τους από γνωστικά πεδία, όπως η επιστήμη και η Ιστορία. Η Βιβλιοθήκη-Καταφύγιο Θηραμάτων είναι χορηγός επικοινωνίας.

Παρασκευή 29 Μαΐου

Ο Σλοβάκος πεζογράφος και διακεκριμένος βιολόγος στο Πανεπιστήμιο Comenius της Μπρατισλάβα, Γκούσταβ Μούριν θα διαβάσει από το έργο του «Fever» αναδεικνύοντας τη σχέση επιστήμης-λογοτεχνίας.

Ο μυθιστοριογράφος και μεταφραστής Παναγιώτης Ευαγγελίδης (κατ' εξαίρεση, με κάμερα αντί γραφίδας) θα παρουσιάσει το βραβευμένο ντοκιμαντέρ του: Cheap & Ovi και θα μιλήσει για τη σχέση λογοτεχνίας-κινηματογράφου.

Σάββατο, 30 Μαΐου

Η Νορβηγίδα ποιήτρια Ινγκριντ Στορχόλμεν θα απαγγείλει ποιήματα στις δύο επίσημες γλώσσες της χώρας της, υπογραμμίζοντας τη διάστιξη ανάμεσα σε φύση και γλώσσα.

Ο πεζογράφος Ηλίας Μαγκλίνης θα πραγματοποιήσει μια παρουσίαση που συναιρεί στοιχεία από τις παραστατικές τέχνες, τη μουσική και τη λαϊκή κουλτούρα, ανατέμνοντας τα ζητήματα που εγείρει το σώμα: θνητότητα, μνήμη, βούληση, αισθητικότητα.

Κυριακή, 31 Μαΐου

Η Νόρα Ικστενα θα διαβάσει από το βιβλίο «Το Απέραντο Ηταν», που έγραψε σε συνεργασία με τον ποιητή Imants Ziedonis και θα μιλήσει για τη σχέση πραγματικού-μυθοπλαστικού.

Ο Χάρης Βλαβιανός θα διαβάσει ποιήματα από το τελευταίο του βιβλίο Διακοπές στην Πραγματικότητα αναδεικνύοντας την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των λογής εξοντωτικών εικονικών κόσμων που μας περιβάλλουν.

Πληροφορίες: http://athens-international-literary-fest2.blogspot.com, Dasein: Σολωμού 12 - πλατεία Εξαρχείων. Τηλ.: 210-384185

JAMES JOYCE: Συγγραφέας, ποιητής, αλλά και φίλος της μουσικής

Κάθε χρόνο στις 16 Ιουνίου, στο Δουβλίνο, οι φίλοι του ιρλανδού συγγραφέα James Joyce έχουν καθιερώσει να γιορτάζουν τη ζωή και το έργο του με την ημέρα που ονόμασαν Bloomsday, από το όνομα του ήρωα του Οδυσσέα Λεοπόλδου Μπλουμ.

Αυτή η γιορτή σταδιακά επεκτάθηκε και σε άλλες μεγάλες πόλεις στον υπόλοιπο κόσμο.

Αυτή η ένωση δημιουργήθηκε από τους φίλους του ιρλανδού συγγραφέα και ποιητή τον Φεβρουάριο του 1947 στο Μανχάταν και πρώτο μέλος της ήταν ο Τ.S. Eliot.

Ο James Augustine Aloysius Joyce (2 Φεβρουαρίου 1882 - 13 Ιανουαρίου 1941) ήταν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.

Το δημοφιλέστερο έργο του είναι το μυθιστόρημα Οδυσσέας (Ulysses) (1922), ένα πραγματικά μυθικό βιβλίο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που τόσα πολλά χρόνια μετά τη δημιουργία του συνεχίζει να αποκτά νέους αναγνώστες, παρά τις συχνά γριφώδεις σελίδες του, που οδηγούν αρκετούς σε απογοήτευση και απελπισία, με συνέπεια από φόβο να μην ολοκληρώνουν την ανάγνωσή του.

Μέσα στα 18 κεφάλαια του βιβλίου του ο συγγραφέας περιγράφει μία μέρα στο Δουβλίνο από τη ζωή του κεντρικού ήρωα, Λεοπόλδου Μπλουμ. Αυτή η ημέρα είναι η 16η Ιουνίου, γι' αυτό και γιορτάζεται από τους φίλους του.

Τα υπόλοιπα έργα του είναι:

  • Οι Δουβλινέζοι (Dubliners) (1914), μια συλλογή διηγημάτων όπου ο Joyce παρουσιάζει και αναλύει την κοινωνία του Δουβλίνου.
  • Το Πορτρέτο του Καλλιτέχνη (Α Portrait of the Artist as a Young Man) (1916), ένα μυθιστόρημα στο οποίο ο συγγραφέας περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία.
  • Οι Εξόριστοι (Exiles) (1918), θεατρικό έργο.
  • Οι Φανερώσεις (Finnegans Wake) (1939).
  • Στήβεν ο Ηρωας (Stephen Hero), το οποίο γράφτηκε το 1904-06, αλλά εκδόθηκε το 1944 μετά τον θάνατό του.
  • Το Giacomo Joyce, που γράφτηκε το 1907, αλλά εκδόθηκε το 1968.
  • Επίσης εκδόθηκε το James Joyce's Letters to Sylvia Beach, 1921-1940 (1987).
  • Τέλος, έγραψε τις ποιητικές συλλογές Chamber Music (1907), Pomes Penyeach (1927) και Collected Poems (1936).

Καλλιτέχνες που επηρεάστηκαν στα τραγούδια τους από τον Οδυσσέα του James Joyce είναι οι Franz Ferdinand, που έγραψαν πρόσφατα το Ulysses για το τελευταίο τους άλμπουμ και όπως δήλωσε ο τραγουδιστής τους Alex Capranos, μία κόπια του βιβλίου επάνω στο τραπέζι του σπιτιού του ήταν αρκετή για να οδηγήσει το συγκρότημα στο να γράψει αυτό το τραγούδι, που είναι επηρεασμένο επίσης και από τον Ομηρο.

Η Kate Bush έχει επηρεασθεί από τον Οδυσσέα στο τραγούδι της Sensual World από το ομώνυμο άλμπουμ του 1989. Συγκεκριμένα αναφέρεται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου και στη Molly Bloom. Ηθελε μάλιστα να χρησιμοποιήσει ακριβώς αυτά που λέει η Molly στο βιβλίο, αλλά οι δικαιούχοι του συγγραφέα δεν της έδωσαν την άδεια, έτσι έκανε τη δική της παραλαγή στο κείμενο.

Το Rejoyce των Jefferson Airplane από το άλμπουμ τους After Bathing At Baxter's είναι επίσης επηρεασμένο από τον Οδυσσέα.

Η Eveline των Nickel Creek από το άλμπουμ του 2005 Why Should The Fire Die είναι επηρεαμένη από μία μικρή ιστορία του Joyce.

Ο Syd Barrett, που ήταν παλαιότερα μέλος των Pink Floyd και πέθανε πριν από μερικά χρόνια, είχε γράψει το Golden Hair για το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ The Madcap Laughs το 1970, χρησιμοποιώντας στην αρχή του μερικούς από τους στίχους του ιρλανδού συγγραφέα και ποιητή, συγκεκριμένα το Poem V από το Chamber Music του 1907. Ποιήματα του Joyce μελοποίησε και η ελβετίδα πιανίστρια Susanne Abbuehl στο άλμπουμ της Compass, που κυκλοφόρησε στην εταιρεία ECM το 2006.

Ο Αμερικανός ρομαντικός συνθέτης του περασμένου αιώνα Samuel Barber έγραψε τα εννέα τραγούδια, που ήταν βασισμένα σε αποσπάσματα από ποιήματα του Joyce.

Από τη γενιά των Stockhausen και Cage, ο Luciano Berio, ένας από τους πιο ταλαντούχους Ιταλούς συνθέτες της μουσικής avant-garde χρησιμοποίησε τον Joyce ως έμπνευση για διάφορες συνθέσεις του.

Ο Γάλλος μοντερνιστής συνθέτης και μαέστρος Pierre Boulez ανέφερε συχνά τον Joyce ως πηγή έμπνευσης στις συχνά πολύπλοκες συνθέσεις του.

Ο John Cage έγραψε τα Wonderful Widow και Nowth βασισμένος σε αποσπάσματα από το Finnegans Wake για το έργο του Roarotorio.

Ο νικητής του βραβείου Pulitzer για το 1980 αμερικανός νεο-ρομαντικός συνθέτης David Del Tredici έχει γράψει τα Four Songs On Poems Of James Joyce αξιοποιώντας τα Ι Hear an Army, Night Conjure-Verse και Syzyrgy.

Οι αμερικανοί συνθέτες Ross Lee Finney (από τους μαθητές του Alban Berg), Alfred Heller μελοποίησαν ολόκληρο τον κύκλο ποιημάτων Chamber Music, μέρος από τον ίδιο κύκλο μελοποίησε και η επίσης Αμερικανίδα Elizabeth Lauer.

Από τους μεγαλύτερους Ιάπωνες συνθέτες, ο Toru Takemitsu, έγραψε το Α Way a lone Ι και ΙΙ, εμπνεόμενη από την αρχή και το τέλος του Finnegans Wake.

Από τους μοντέρνους καλλιτέχνες, επηρεασμένοι από τον Joyce είναι μεταξύ άλλων οι Dream Theater, η προοδευτική μπάντα του χέβι μέταλ, που όταν παίζουν στις συναυλίες τους το ορχηστρικό κομμάτι τους Eve, διαβάζει ο τραγουδιστής τους αποσπάσματα από το Portrait of the Artist as a Young Man. Ενα άλλο τραγούδι τους με τίτλο Six Ο'Clock από το άλμπουμ Awake περιλαμβάνει στίχους από το Finnegans Wake.

Αναφορές στον Ιρλανδό συγγραφέα και ποιητή κάνουν σε τραγούδια και άλμπουμ τους ονόματα όπως οι: Van Morrison, που τον αναφέρει στα Somewhere In England και Τοο Long In Exile, ο Lou Reed στο Magic And Loss και στο My House, όπου κάνει σαφή αναφορά στον Οδυσσέα, ο Jimmy Buffet στο If It All Falls Down, το συγκρότημα των Libertines στο What Α Waster, τελευταίο τραγούδι από το πρώτο τους άλμπουμ Up The Bracket, οι Pogues, που έχουν βάλει σε εξώφυλλο δίσκων τους φωτογραφία του Joyce μαζί με τα μέλη τους.

Αυτό που ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό, είναι το ότι ο James Joyce είχε μία πολύ καλή φωνή τενόρου, ενώ παράλληλα ήταν καλός πιανίστας και θα μπορούσε να κάνει, όπως αναφέρουν οι παλαιότεροι, καριέρα ως μουσικός ή τραγουδιστής. Το 1904 μάλιστα είχε τραγουδήσει μαζί με τον, διάσημο επίσης, ιρλανδό τενόρο John McCormack, ενώ αρκετά αργότερα, όταν πια είχε καθιερωθεί ως συγγραφέας, βοήθησε στην προώθηση ενός άλλου ιρλανδού τενόρου, του John Sullivan. Συνήθιζε μάλιστα να γράφει μουσική για όλα σχεδόν τα ποιήματα που έγραφε και είχε μελοποιήσει αποσπάσματα από τα βιβλία του.

Από τους σημαντικότερους συγγραφείς του περασμένου αιώνα που συνέβαλαν με το έργο τους στην αλλαγή της γλώσσας που χρησιμοποιούμε καθημερινά και του τρόπου σκέψης μας, ο Joyce ήταν αυτός που είχε τα τελευταία 100 χρόνια τη μεγαλύτερη σχέση με τη μουσική χάρη στην αξιοποίηση του έργου του από διάφορους μουσικούς.

Λογοτεχνικά «αίθρια»

  • Μπορούν τα λογοτεχνικά φεστιβάλ να αποτελέσουν «αίθρια» συνεύρεσης μιας ευρύτερης αναγνωστικής κοινότητας, όπου λογοτέχνες, κριτικοί, ιστολόγοι και αναγνώστες συνομιλούν για τη λογοτεχνία και τη βιώνουν με διάφορους τρόπους;
  • Σε ποια έκταση η παραπάνω διαδικασία αποτελεί μια διαφορετική ή χρήσιμη λειτουργία όσον αφορά την πρόσληψη της λογοτεχνίας; Και σε ποιο βαθμό αποτελούν πεδίο συνομιλίας Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών ή γενικότερης αμφίπλευρης επίδρασης μεταξύ τους; Αυτά είναι μερικά από τα ζητήματα που θέτει η φετινή, 2η Λογοτεχνική Συνάντηση στο Dasein.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τις εκλεκτικές συγγένειες μυθοπλασίας και επιστήμης που θα αναδείξει ο Σλοβάκος πεζογράφος και βιολόγος Γκούσταβ Μούριν. Από τον ποιητική ενσωμάτωση των προπολεμικών κατακτήσεων της Βιολογίας στο Ταξίδι στην Αρμενία του Μαντελστάμ μέχρι τους κόσμους της επιστημονικής φαντασίας και τη σύγχρονη άνθηση του «επιστημονικού» (μαθηματικού, βιολογικού κ.ά.) μυθιστορήματος, η λογοτεχνία και οι φυσικές επιστήμες συχνά συγχρωτίζονται, δημιουργώντας η καθεμιά καρποφόρες ζώνες ή και ενδοχώρες ετερότητας στις επικράτειές τους.

Από την άλλη πλευρά, ο Ηλίας Μαγκλίνης, έχοντας στην πρόσφατη νουβέλα του (Η Ανάκριση) προκρίνει τη συνύπαρξη της λογοτεχνίας με τις εικαστικές και παραστατικές τέχνες, θέτει μια σειρά ερεθιστικών ερωτημάτων. Είναι γόνιμη η σύνδεση λόγου, εικόνας και μουσικής μέσα στο ίδιο λογοτεχνικό κείμενο; Δημιουργούν τα στοιχεία αυτά μια διαπλάτυνση της γεωγραφίας του, αποτελούν μια παράλληλη ή παραπληρωματική «αναγνωστική» πρόταση; Είναι δυνατή η συγγραφική διαχείριση της σωματικότητας και του σώματος εν γένει;

Η φετινή, 2η Λογοτεχνική Συνάντηση στο Dasein αποτελεί εύφορο πεδίο παρόμοιων προβληματισμών, οι οποίοι θα διερευνηθούν με τη βοήθεια των ίδιων των δημιουργών.

  • ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΚΟΥΖΑΚΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Μάρκος Αυρήλιος : Ο στωικός που νίκησε τον χρόνο

  • ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

  • Μάρκος Αυρήλιος: Τα εις εαυτόν, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Γιάννης Αβραμίδης, επιμέλεια: Κ. Καούκη, εκδόσεις Θύραθεν, σ. 320, 22, 90 ευρώ
  • Στα είκοσι, στα χρόνια των αναζητήσεων, είχα ξεχωρίσει το: «Σύντομα θα τους ξεχάσεις όλους, σύντομα θα σε ξεχάσουν όλοι». Τώρα, ξαναδιαβάζοντάς τα «Εις Εαυτόν» σταμάτησα στο: «Αξίζεις, όσο αξίζουν εκείνα που φρόντισες». Μα σε κάθε ηλικία, σε κάθε άνθρωπο, ο αυτοκράτορας κάτι έχει να του ψιθυρίσει, κάτι που θα τον σφραγίσει ανεξίτηλα και θα τον προσδιορίσει εσαεί. Διόλου υποδεέστερος του ευαγγελικού κηρύγματος, κομίζει το απόσταγμα του ανώτατου σημείου εξανθρωπισμού που άγγιξε στα ύστατα χρόνια του ο Αρχαίος Κόσμος μέσω μιας φιλοσοφικής διδαχής: του Στωικισμού. Με λίγα λόγια, πώς ο άνθρωπος να γίνει πράγματι ά ν θ ρ ω π ο ς! Ο,τι περίπου και ο Μένανδρος είχε εκφράσει, δηλαδή, με το περίφημό του: «ως χαρίεν εστ' άνθρωπος όταν άνθρωπος η», και πόσοι άλλοι πριν απ' αυτόν...
  • Παράδοξο παιγνίδι της μοίρας: στον πιο φιλοσοφημένο των Ρωμαίων αυτοκρατόρων έλαχε το θλιβερό καθήκον να μη διοικήσει απ' την ασφάλεια και την άνεση της Ρώμης, παρά ν' αναλώσει το μέγιστο της βασιλείας του στ' αφιλόξενα δάση του Βορρά, στη σημερινή Αυστρία, πολεμώντας σκληρά Κουάδους και Μαρκομάνους εισβολείς των συνόρων. Ζώντας εκεί τη λιτή ζωή του στρατιώτη, εξομοιωμένος με τον κάθε απλό λεγεωνάριο, έγραφε στη σκηνή, νύχτες και νύχτες, σε παγωμένους χειμώνες, αντλώντας θάρρος απ' τα γραφτά του και δοκιμάζοντας, στην ουσία, την ισχύ των φιλοσοφικών του δογμάτων στις πιο αντίξοες συνθήκες -εκεί που μόνο δοκιμάζεται η ισχύς οιασδήποτε θ ε ω ρ ί α ς...
  • Μοιάζει να ηθικολογεί συχνά, μα το περισσότερο προσπαθεί να κρατηθεί, να πείσει ο ίδιος τον εαυτό του -και είναι σημαντικό πως τα κείμενά του δεν προορίζονταν για δημοσίευση, παρότι αποτελούσαν ένα είδος προσωπικού ημερολογίου. Δεν μας σώθηκαν οι αφορμές που τον κίνησαν να σημειώνει κάθε του σκέψη, κάθε του αντίδραση. Σώθηκαν μόνο τα προσωπικά αντιστηρίγματα, που ο ίδιος έστηνε δι' εαυτόν σε μιαν απέραντη ερημία ανθρώπων, σ' ένα στρατόπεδο. Δεν διεκδικούσε συγγραφικές δάφνες, παραμυθία εν πολέμω γύρευε... Και τα κατασταλάγματά του, αν αφαιρέσεις το στωικό επίχρισμα, είν' άξια πρωτίστως γιατί μεταφέρουν ανάγλυφα έναν καλότατο ά ν θ ρ ω π ο Μάρκο Αυρήλιο, μιαν απαράμιλλη λιτότητα βίου, που προσγειώνει και σήμερα ακόμη το υπερφίαλο εγώ μας, τη ματαιοδοξία, τον χθαμαλό ηδονισμό που 'χει καταστεί πλέον δόγμα.
  • Το σύστημά του είν' απολύτως στεγανό. Και στην εποχή που όλα τρεκλίζουν, χάσκουν, μπάζουν από παντού, μπορεί αμεσότερα να εκτιμηθεί. Φυσικά από τους λίγους. Τους πολλούς τούς έχει παρασύρει η τύρβη των εγκοσμίων...
  • Για τον Μάρκο Αυρήλιο, η Φύση που κυβερνά τα πάντα, διέπεται από τον ορθό Λόγο. Ακολουθώντας τον θα βρεθείς άσφαλτα να δρας κατά φύσιν - άρα σ ω σ τ ά. Κι αν αδυνατείς να τον βρεις μες στη διάσπαση που φέρνει διαρκώς ο έξω κόσμος, δεν έχεις παρά ν' ακολουθήσεις απλά, μ' ευθύτητα, τη φύση σου. Εκείνη περιέχει και τον ορθό Λόγο που σου διαφεύγει. Αφέσου, λοιπόν, είτε στον έναν είτε στην άλλη! Το ίδιο κάνει. Έτσι θα πράττεις πάντα το σωστό. Θεοί, πράγματι, δεν υπάρχουν, κι αν υπάρχουν είν' ενσάρκωση της Φύσης. Μια φιλοσοφία με τη συμπαγία θρησκείας...
  • Η μετάφραση του Γ. Αβραμίδη προσπαθεί να δαμάσει το στρυφνό ενίοτε και δυσνόητο κείμενο με την ειδική φιλοσοφική ορολογία, για την ερμηνεία της οποίας παραθέτει κι ένα ειδικό γλωσσάριο. Πετυχαίνει να διαβάζεται, χωρίς να ενοχλεί με περιφράσεις και σχολαστικισμούς, που συνήθως αμαυρώνουν τις αποδόσεις των αρχαίων -και χρησιμότατη εν προκειμένω η παράθεση του πρωτοτύπου, όπου πολλές φορές ο αναγνώστης θ' αφήσει γόνιμα να πλανηθεί το μάτι του. Μα και ο ειδήμονας θα μείνει ικανοποιημένος απ' την πιστότητα του νεοελληνικού. Η έκδοση, προσεγμένη, θα τον συνεπάρει.
  • Κάπου ξαστόχησε όμως και ο αυτοκράτορας! Πλανήθηκε σαν έγραφε πως: «σύντομα θα σε ξεχάσουν όλοι». Δυο χιλιάδες χρόνια και μένει επίκαιρος! Γι' αυτό, άλλωστε, δεν λέγονται «κλασικοί» οι κλασικοί; Γιατί σε κάθε εποχή είναι πιο σύγχρονοι απ' τους μοντέρνους!..

Εντί Καντούρ: Οι αντιπαραθέσεις ιδεών βουλιάζουν το μυθιστόρημα

  • Γι' αυτό και ο Γαλλοτυνήσιος Εντί Καντούρ, συγγραφέας του βραβευμένου «Βάλτενμπεργκ», συνδύασε τον Χάιντεγκερ και τον Κέινς με κατασκόπους και επιχειρηματίες. Κι έγραψε ένα χορταστικό βιβλίο, που αποτίει φόρο τιμής από τη μια στον Τόμας Μαν από την άλλη στον Τζον Λε Καρέ. Ο 64χρονος συγγραφέας Εντί Καντούρ είναι Τυνήσιος από πατέρα και Γάλλος από μητέρα.

Ο Καντούρ αναγκάστηκε να περικόψει τις 900 σελίδες του βιβλίου του για να το εκδώσει. «Ο Ρόμπερτ Αλτμαν λέει ότι ο πραγματικός ρυθμός επιτυγχάνεται μόνον όταν περικόπτει κάποιος αυτό που αγαπά. Ενας καλός συγγραφέας σιωπά: αφήνει το μοντάζ του να μιλήσει», μας λέει

  • Ο Καντούρ αναγκάστηκε να περικόψει τις 900 σελίδες του βιβλίου του για να το εκδώσει. «Ο Ρόμπερτ Αλτμαν λέει ότι ο πραγματικός ρυθμός επιτυγχάνεται μόνον όταν περικόπτει κάποιος αυτό που αγαπά. Ενας καλός συγγραφέας σιωπά: αφήνει το μοντάζ του να μιλήσει», μας λέει Αρχισε να εκδίδει ποιήματα σε ηλικία 44 χρόνων. Αφού τύπωσε πέντε ποιητικές συλλογές, εμφανίστηκε το 2004 με το ογκώδες μυθιστόρημα «Βάλτενμπεργκ» (720 σελίδες η έκδοση του «Γκαλιμάρ») που το 2005 τιμήθηκε με το Βραβείο Πρώτου Μυθιστορήματος (Prix du Premier Roman). Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη». Ο Γαλλοτυνήσιος συγγραφέας εργάζεται ως καθηγητής της γαλλικής λογοτεχνίας και δραματουργίας στην Εκόλ Νορμάλ Σουπεριέρ της Λιόν και ως μεταφραστής από τα αγγλικά, τα γερμανικά και τα αραβικά.
  • Η υπόθεση του βιβλίου διαδραματίζεται από το 1914, αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι το 1989, οπότε καταρρέει η πρώην Σοβιετική Ενωση. Κεντρικό θεματικό μοτίβο είναι ένα συμπόσιο του 1929 στη γερμανοϊταλόφωνη πόλη Γκριζόν της ανατολικής Ελβετίας, όπου συνυπάρχουν φιλόσοφοι (Κάσιρερ, Χάιντεγκερ), οικονομολόγοι (Κέινς), επιχειρηματίες, ευγενείς, αλλά και επίδοξοι κατάσκοποι. Ο Καντούρ συνομιλεί με το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν και την «Ανθρώπινη μοίρα» του Αντρέ Μαλρό, ενώ αποτίει φόρο τιμής στους συγγραφείς του πολιτικού νουάρ Ιαν Φλέμινγκ και Τζον Λε Καρέ.
  • Από πού αντλήσατε την επιθυμία να γράψετε το πρώτο σας μυθιστόρημα;

«Δεν ήταν κάτι που ωρίμασε σταδιακά μέσα μου. Απλώς, μια μέρα αποφάσισα να γράψω ένα ογκώδες μυθιστόρημα, όπως αυτά που αγαπάω: Τον "Κόμη Μοντεχρήστο" του πατέρα Αλέξανδρου Δουμά και το "Μαγικό Βουνό" του Τόμας Μαν. Το στοίχημα για μένα ήταν να συνδέσω το μυθιστόρημα που εντάσσεται στη λογοτεχνική παράδοση με την περιπέτεια της καταιγιστικής εξέλιξης. Να μην είναι ένα μυθιστόρημα που σκέπτεται, αλλά που δίνει τροφή για σκέψη».

  • Γιατί επιλέξατε ως υλικό την Ιστορία του 22ού αιώνα;

«Είχα στο μυαλό μου μια φράση του Τόμας Μαν: "Ο μυθιστοριογράφος εκφράζει χαμηλόφωνα τον παρωχημένο χρόνο". Χρειαζόμουν αυτόν τον χρόνο μέσα στο παρελθόν. Στην αρχή θέλησα να διηγηθώ την ιστορία ενός "καταδότη" "α λα γαλλικά", στα πρότυπα του Τζον Λε Καρέ, που μου αρέσει πολύ. Και να ξαναγράψω τον μύθο του Φάουστ στον 20ό αιώνα. Δηλαδή, τι συμβαίνει όταν ο Θεός, η αρχή στην οποία αντιτίθεται ο Μεφιστοφελής, εξαφανίζεται. Αμφιταλαντευόμουν μεταξύ των δύο αυτών σχεδίων, όταν έπεσα επάνω σ' αυτή τη φράση του Φάουστ στον Μεφιστοφελή: "Η κατασκοπία αποτελεί, φαίνεται, την ευχαρίστησή σου." Το σχέδιό μου μπορούσε λοιπόν να αποκτήσει μορφή. Εδώ ο αρχικατάσκοπος είναι ο Μεφιστοφελής και ο καταδότης ο Φάουστ».

  • Γιατί επικεντρώνετε τη μυθοπλασία σας γύρω από το Βάλτενμπεργκ, όπου κάθε χρόνο συναντιούνται ηθοποιοί και αναλυτές της Ιστορίας, περιστοιχισμένοι από κατασκόπους και αοιδούς;

«Το Βάλτενμπεργκ δεν υπάρχει. Τοποθέτησα το ψεύτικο αυτό μικρό Νταβός στο καντόνι Γκριζόν της ανατολικής Ελβετίας. Χτίστηκαν εκεί επάνω, στα τέλη του 19ου αιώνα, σανατόρια, ξενοδοχεία πολυτελείας, αρχιτεκτονικές υπερβολές. Το μυθιστόρημα ξεκινά από εκεί όπου σταμάτησε το "Μαγικό Βουνό". Είναι κατά κάποιον τρόπο ο τόπος της ευτυχίας μιας νέας αρχής. Εμπνεύστηκα από αυτές τις πνευματικές συναντήσεις όπου συζητούσαν οι Κασίρερ, Χάιντεγκερ, Λεβινάς. Ομως, αν ένα μυθιστόρημα μας δίνει απλώς αντιπαραθέσεις ιδεών, θα βουλιάξει ύστερα από δέκα γραμμές. Θέλησα, καθώς αναπαριστούσα εκ νέου αυτό το Σεμινάριο του 1929, να δώσω την εντύπωση μιας "τρελής ημέρας", μιας φρενήρους περιστροφής μ' όλες τις εντάσεις που δημιουργούνται μεταξύ των χαρακτήρων».

  • Εντυπωσιάζεται κάποιος από το πόση προσοχή δίνετε στη λεπτομέρεια, όπως στα σώματα και στις ζωντανές κινήσεις των ανθρώπων.

«Παράλληλα με την ποίηση, έγραφα χρονογράφημα για τη "L' Autre Journal" και τον "Politis". Στο ρεπορτάζ, πρέπει να έχουμε γρήγορη αντίληψη, να δείχνουμε με εμφατική γραφή τις λεπτομέρειες που καθηλώνουν, αυτό που έχουμε δει, όλους τους πλαταγισμούς της συζήτησης. Οταν ένας ρεπόρτερ αναπαριστά εκείνες ακριβώς τις στιγμές απ' όπου το πραγματικό αντλεί τη δύναμη της ιδιαιτερότητάς του, τότε η τέχνη του είναι ισοδύναμη με την τέχνη του μυθιστοριογράφου. Το ζήτημα είναι να αποδώσουμε τα αποτελέσματα του πραγματικού, χωρίς όμως αυτά να γίνονται περιγραφές. Ταυτόχρονα, το φανταστικό θα πρέπει να κινητοποιείται και να βγαίνει στο προσκήνιο της ανάγνωσης».

  • Πώς γράφτηκε αυτό το μυθιστόρημα;

«Μου πήρε οκτώ χρόνια. Αφιέρωσα πολύ χρόνο στον ρυθμό, στη σύνθεση. Χρειάστηκε να περικόψω το αρχικό χειρόγραφο των 900 σελίδων. Ο Ρόμπερτ Αλτμαν λέει ότι ο πραγματικός ρυθμός επιτυγχάνεται μόνον όταν περικόπτει κάποιος αυτό που αγαπά. Εάν δεν κάνει αυτές τις θυσίες δεν υπάρχει έργο. Ο μυθιστοριογράφος κάνει ο ίδιος το μοντάζ του έργου του. Ενας καλός δημοσιογράφος ή συγγραφέας σιωπά: αφήνει το μοντάζ του να μιλήσει. Στις συζητήσεις προσπάθησα να κάνω ένα μοντάζ φωνών: τα σημαντικά πράγματα εκφράζονται από τη διαφορά μεταξύ των φωνών».

  • Γιατί η μουσική παίζει πρωτεύοντα ρόλο στο «Βάλτενμπεργκ»;

«Πάντα με απογοήτευε ο τρόπος με τον οποίο σκηνοθετείται η μουσική στα μυθιστορήματα. Ακόμη και στον Προυστ. Η ένταξη της μουσικής στο μυθιστόρημα φέρνει στο μυαλό τα λόγια του Αντρέ Ζιντ: "Είναι η μουσική χωρίς τις νότες". Η μουσική δεν πρέπει να παίζει στο έργο ένα ρόλο λυτρωτικό. Η Λένα, η αοιδός, λέει γι' αυτήν: "Πρέπει να περνά την εντύπωση των δοκιμασιών που βιώθηκαν, να μας διδάσκει πράγματα για το σκέπτεσθαι"».

  • Τι σας πρόσφερε συγγραφικά η χρήση ιστοριών κατασκοπίας;

«Οι ιστορίες κατασκοπίας είναι ένα συναρπαστικό εργαλείο για να φτιάξουμε ένα μυθιστόρημα. Αυτό το συναντάμε και στον Κίπλινγκ. Προσθέτουν στο αστυνομικό μυθιστόρημα ένα πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο. Καθιστούν δυνατή τη διαχείριση ενός χωροχρόνου, που είναι πιο σημαντικός από αυτόν του αστυνομικού μυθιστορήματος. Πρόκειται, επίσης, και για ιστορίες διπλού παιχνιδιού, κρυφών ταυτοτήτων. Μέσα τους υπάρχουν υπαρξιακά ερωτήματα, που συναντάμε στην κοινωνική ζωή. Το παιχνίδι του κατασκόπου επιτρέπει να μπουν στη σκηνή η καθημερινή ύπαρξη, η πολιτική ύπαρξη και τα ιστορικά πλαίσια. Ο κίνδυνος εδώ ήταν μήπως παραχθεί μια συνωμοτική άποψη της Ιστορίας. Γι' αυτό οι κατάσκοποι είναι πιο αδύναμοι από τις δυνάμεις που τους χειραγωγούν».

* Ο Εντί Καντούρ θα συναντήσει αύριο τους αναγνώστες του στο περίπτερο 15 «Παντελής Πρεβελάκης» της 6ης Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης (12 - 1 μ.μ).*

  • Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Ποίηση


  • Πέρασαν τόσες μέρες κι ακόμα στ' αυτιά μας είναι οι στίχοι των ποιητών που απάγγειλαν. Λέξεις απλές, δικές μας, ελληνικές. Είχαμε σιωπήσει και ακούγαμε. Είχαν έρθει οι λεβέντες φοιτητές μας, τις γιορτινές μέρες, με τα γένια και τα μαλλιά τους, και οι λεβέντισσες, ίσες μαζί τους. Ανετοι, ωραίοι, ίδια η άνοιξη, κάθισαν στην άκρη του καφενείου. Στα δικά μας χρόνια, έμπαινε ο πατέρας, ο θείος, ο γέροντας, σηκωνόμασταν και φεύγαμε. Κουτά πράγματα.
  • Κουτσοπίναν. Λέγαν τα δικά τους, των σχολών τους, πότε αστεία, πότε σοβαρά. Ελαμπαν μες στη νιότη τους. Ο ήρωας γεννιέται; Το 'χει μέσα του; Οι καταστάσεις τον κάνουν; Πότε γύρισε η κουβέντα τους δεν το καταλάβαμε. Τράβηξε το ενδιαφέρον μας. Ελεγαν και τι δεν έλεγαν. Την απάντηση την έχει δώσει ο ποιητής. Το είπε το πιο όμορφο κορίτσι του χωριού μας. Σπουδάζει φιλολογία. Απάγγειλε στίχους. Τίνος; Πού να ξέρουμε. Τράβηξαν ψηλά /Δύσκολα πια να χαμηλώσουν / Δύσκολο και να πουν το μπόι τους. Είναι του Ρίτσου, απ' τη Ρωμιοσύνη, είπε. Καλύτερη απάντηση στο ερώτημα δε βρήκα.
  • Αρχισαν να μιλάνε για την ποίηση. Ν' απαγγέλλουν στίχους. Κι εμείς ν' ακούμε τη μουσικότητά τους, να νιώθουμε τις λέξεις ως πλουμίδια. Αυτό είναι. Οι ποιητές είναι υφάντρες εικόνων με λέξεις δικές μας. Το γειτονοπαίδι μας, ο πιτσιρικάς της τρίτης Λυκείου, που καθόταν με τους φοιτητές μας, απάγγειλε: Ο δρόμος που πήραμε, αδερφέ μου, δεν έχει πίσω / Πίσω για μας είναι μονάχα ο θάνατος / Μπροστά μπορεί και πάλι να 'ναι θάνατος / Είναι άλλος θάνατος μέσα στον ήλιο, αδερφέ μου, που 'ναι σαν τη ζωή. Του Ρίτσου κι αυτό, είπε. Απαντά στο ερώτημα, νομίζω. Είναι απ' τον Ακροβολισμό. Μου αρέσει και τούτο: - Ο Πέτρος, λέει, έχασε τόνα του ποδάρι στον αγώνα / Ο Πέτρος - τον είδε, λέει, ο Νίκος - σεργιανούσε στο χωράφι με τα στάχυα / η άνοιξη τον κρατούσε μπράτσο, λέει - ένα μεγάλο φως / είχε στο κούτελό του - έτσι μεγάλο σα διπλό καρβέλι στο σπίτι της γειτονιάς / κι ένα μεγάλο χαμόγελο στα μάτια του - σαν το τετράγωνο του / ήλιου στη φάμπρικα. Το ξέραμε:/ Μπροστά ήταν ο Πέτρος. Δε ρωτούσαμε άλλο / Οσο κρύο και να 'κανε. Επιμέναμε / Γι' αυτό σου λέω, αδελφέ μου, αυτός ο δρόμος δεν έχει πίσω. Κι αυτό του Ρίτσου, είπε και χαμήλωσε τα μάτια. Μου τον γνώρισε, μουρμούρισε, μια ΚΝίτισσα,
  • Ακούστε και τούτο, πάλι του Ρίτσου, απ' την Κυρά των Αμπελιών. Αϊ, Κυρά, που καρτεράμε στην αυλή σου / να μας κεράσεις το χορό να σκάσουμε το χάρο. Το 'πε όρθιος, βροντερά, ο φοιτητής του Πολυτεχνείου. Αρχισαν, πότε ο ένας, πότε ο άλλος, ακόμα και όλοι μαζί, ν' απαγγέλλουν στίχους. Και τι δεν ακούσαμε. Βάρναλη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Παλαμά, Καρυωτάκη, Λειβαδίτη και άλλους, που δε συγκρατήσαμε τ' όνομά τους.
  • Ευφράνθηκε η καρδιά μας. Το δείξαμε κερνώντας τα παιδιά. Τα παινέψαμε. Μας παίνεψαν, γιατί, είπαν, είμαστε αγνοί, ωραίοι, διψασμένο χωράφι. Για σας έγραψαν οι πραγματικοί ποιητές. Πώς το είπε ο Ρίτσος; Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο / είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί / είναι οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι / κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί / μια γωνιά μαύρο ψωμί / ένα δέντρο πλάι στο βράχο / ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα / Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Αγιοι.
  • Τσουγκρίσαμε με σεβασμό τα ποτήρια τους. Τα μάτια μας υγράνθηκαν. Να 'στε καλά, είπαμε. Μας κοινωνήσατε αλλιώτικα. Εμείς φεύγουμε. Και φύγαμε.
Ιορδ. Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 30/5/2009

Οι νέες τεχνολογίες στη ζωή του βιβλίου - δεύτερη ημέρα της 6ης ΔΕΒΘ

  • Η δεύτερη ημέρα της 6ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης ήταν αφιερωμένη στις νέες τεχνολογίες, στα επιτεύγματα και τις προοπτικές που ανοίγονται για τον κόσμο του βιβλίου. Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) στρέφει το βλέμμα στο μέλλον της εκδοτικής αγοράς «ανοίγοντας τη συζήτηση», για πρώτη φορά σε επίπεδο έκθεσης, τις πρόσφατες συμφωνίες της Google με τους εκδότες για την ψηφιοποίηση βιβλίων, την αξιοποίηση του ηλεκτρονικού βιβλίου (e-book) και του ηχητικού βιβλίου (audio book), τις ψηφιακές βιβλιοθήκες και τα σχετικά προγράμματα.

  • Οι επισκέπτες της Έκθεσης, οι επαγγελματίες του κλάδου καθώς και συγγραφείς και δημοσιογράφοι είχαν την ευκαιρία να ενημερωθούν για τα ερωτήματα που εγείρονται γύρω από τα πνευματικά δικαιώματα και τις οικονομικές παραμέτρους της συμφωνίας Google με Αμερικανούς και Ευρωπαίους εκδότες. Στη συνάντηση «Η συμφωνία Google: μέσα ή έξω;» (με ομιλητές τους Santiago de la Mora, Anne Bergman-Tahon, Αρη Πετρόπουλο, Jean Sarzana και συντονίστρια τη νομική σύμβουλο του ΕΚΕΒΙ Ελλη Φιλιπποπούλου) κατέδειξε την ανάγκη πληρέστερης ενημέρωσης των επαγγελματιών στην Ελλάδα, καθώς και την άμεση κινητοποίησή τους στο πλαίσιο των νέων εξελίξεων.
  • Στη διάρκεια της χθεσινής ημέρας ολοκληρώθηκαν οι επισκέψεις των λιλιπούτειων αναγνωστών στους χώρους της 6ης ΔΕΒΘ. Χιλιάδες μαθητές σχολείων πέρασαν από την Παιδική Γωνιά (σε έκταση 360 τ.μ.) και τα εκδοτικά περίπτερα έχοντας την ευκαιρία να συμμετέχουν σε περισσότερες από 60 εκδηλώσεις (συναντήσεις με συγγραφείς και εικονογράφους, διάφορα δρώμενα μουσικής και θεάτρου, διαγωνισμούς, εργαστήρια κ.ά.). Η παρουσία τους στην 6η ΔΕΒΘ ήταν μια νότα χαράς, νεανικής διάθεσης και καλλιέργειας της αίσθησης βιβλιοφιλίας από τη νέα γενιά.
  • Η συζήτηση για το e-book απέφερε χρήσιμα συμπεράσματα: ο Στέλιος Κατέχης (αντιπρόσωπος της εταιρείας Bebook) σημείωσε το καθολικό ενδιαφέρον για το ηλεκτρονικό βιβλίο που ωστόσο συνδυάζεται με σκεπτικισμό στην ελληνική αγορά. 30 ελληνικοί τίτλοι προσφέρονται ήδη ενώ η προσδοκία είναι να αυξηθούν όπως συμβαίνει στις διεθνείς αγορές. Σύμφωνα με το Project Gutenberg (αμερικανική φόρμουλα ψηφιοποίησης βιβλίων), έχουν ξεπεράσει τους 100.000 τίτλους με στόχο να αγγίξουν σύντομα το 1.000.000.
  • Επίσης, το απόγευμα τελέστηκαν τα εγκαίνια του γερμανικού περιπτέρου, το οποίο διαθέτει εργονομία και αισθητική με την υπογραφή του φορέα της Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου Φρανκφούρτης, από τον πρέσβη της Γερμανίας κ. Wolfgang Schultheiss.

Επίσης, κατά τη διάρκεια της ημέρας πραγματοποιήθηκαν οι εκδηλώσεις:

Ημερίδα «Ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Βιβλιοθηκών: μια ελληνική πρωτοβουλία»
10.00- 17.00, αίθουσα C (συνεδριακό κέντρο Ν.Γερμανός)
Οργάνωση: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) και Ενωση Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων & Επιστημόνων Πληροφόρησης (ΕΕΒΕΠ), υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής της UNESCO

Συζήτηση «Bella Grecia, Amate Sponde - Η αναπαράσταση της Ελληνικής Ιστορίας στη νεότερη και σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία»
18.00- 19.00, αίθουσα Π.Πρεβελάκης, περίπτερο 15
Ομιλητές: Paolo Cesaretti, Τάκης Θεοδωρόπουλος
Οργάνωση: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), εκδόσεις Ωκεανίδα

Συζήτηση «Τα περιοδικά ως χώρος πνευματικής συνάντησης»
18.00- 20.00, «συναντήσεις στο πατάρι»
Ομιλητές: Σταύρος Ζουμπουλάκης, Κώστας Μαυρουδής, Αντώνης Φωστιέρης, Γιώργος Κορδομενίδης. Συντονισμός: Χ.Λ.Καράογλου
Οργάνωση: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ)

Συζήτηση «Ενας ερωτευμένος άντρας»
19.00- 20.00, αίθουσα Π. Πρεβελάκης, περίπτερο 15
Ομιλητές: Martin Walser, Μίλτος Πεχλιβάνος
Οργάνωση: Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης & εκδόσεις Καστανιώτη, εκδόσεις της Εστίας.

Εκδηλώσεις από το πρόγραμμα της τρίτης ημέρας της ΔΕΒΘ:

Επαγγελματική συνάντηση «Νέες Τεχνολογίες»
11.00- 12.30, stand τιμώμενης χώρας
Ομιλητής: Michael Vogel Bacher
Οργάνωση: Έκθεση Φρανκφούρτης

Παρουσίαση του βιβλίου «Βάλντενμπεργκ» του Hedi Kaddour
12.00- 13.00, Αιθ. Πρεβελάκης
Ομιλητές: Hedi Kaddour, Πέτρος Μαρτινίδης, Μιχάλης Μοδινός
Οργάνωση: Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και Θεσσαλονίκης & εκδ. Πατάκη

Συζήτηση «Η δράση των πολιτών ως προϋπόθεση της δημοκρατίας»
13.00- 14.00,
Αιθ. Ρίτσος
Ομιλητές: Howard Zinn, Παντελής Σαββίδης
Οργάνωση: Εθνικό κέντρο βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) & εκδ. Αιώρα

Συζήτηση «Το σκληρότερο eyeliner της Γερμανίας»
13.00- 14.00, stand τιμώμενης χώρας
Ομιλητές: Sibylle Berg, Μαρία Μουρσελά
Συντονισμός: Elke Sturm- Τριγωνάκη
Οργάνωση: Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης & εκδ. Τόπος

Παρουσίαση «Ο δικτυακός τόπος lyrikline.org και οι νέες μεταφράσεις της Barbara Kohler»
14.00- 15.00, stand τιμώμενης χώρας
Ομιλητές: Suzan Bindermann, Βασίλης Ρούβαλης
Οργάνωση: Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης & εκδ. Νεφέλη

Συζήτηση «Οργανωμένη εγκληματικότητα και η επεξεργασία της στο αστυνομικό μυθιστόρημα»
15.00- 16.00, stand τιμώμενης χώρας
Ομιλητές: Veit Heinichen, Πέτρος Μάρκαρης
Συντονισμός: Ανταίος Χρυσοστομίδης
Οργάνωση: Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης & εκδ. Καστανιώτη

Στρογγυλό Τραπέζι «Β' Παγκόσμιος Πόλεμος- Γερμανοί στην Ελλάδα»
17.30- 18.30, αιθ. Ρίτσος
Ομιλητές: Christoph Schminck- Gustavus, Klaus Modick, Ulrich Kadelbach, Χάγκεν Φλάισερ
Συντονισμός: Σπύρος Μοσκόβου
Οργάνωση: Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης

Εκδήλωση- Αφιέρωμα στο Γ. Ρίτσο
20.00- 22.00, stand ΕΚΕΒΙ
Απαγγελίες και σχόλια: Εύα Κοταμανίδου, Ανδρέας Παγουλάτος
Οργάνωση: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ)

Παρουσίαση «Ο κύκλος των παρόντων συγγραφέων»
18.00- 19.00, stand τιμώμενης χώρας
Ομιλητές: Αλέξιος Μάινας, Μιχάλης Πατένταλης, Σεβαστός Σαμψούνης, Ελένη Τορόση, Ελένη Τσακμάκη
Συντονισμός: Σοφία Γεωργαλλίδη
Οργάνωση: Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης

Συζήτηση «Το σκληρότερο eyeliner της Γερμανίας»
13.00- 14.00, stand τιμώμενης χώρας
Ομιλητές: Sibylle Berg, Μαρία Μουρσελά
Συντονισμός: Elke Sturm- Τριγωνάκη
Οργάνωση: Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης & εκδ. Τόπος

Παρουσίαση βιβλίου «Φήμη» του Daniel Kehlmann
19.30- 20.30, Αιθ. Ρίτσος
Ομιλητές: Daniel Kehlmann, Κωνσταντίνος Κοσμάς
Συντονισμός: Ανταίος Χρυσοστομίδης
Οργάνωση: Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης & εκδ. Καστανιώτη

Τακτικές Παρουσιάσεις καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας
10.00- 21.00, stand τιμώμενης χώρας
Bas Bottcher- Textbox
Poetry- Slam

Συζήτηση «Λέσχες Ανάγνωσης- Μιλάμε για Βιβλία»
19.30- 20.30, συναντήσεις στο πατάρι
Ομιλητές: Λένα Διβάνη, Βασίλης Ρούβαλης
Οργάνωση: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ)

Σεμινάριο τέχνης του λόγου («δημιουργικής γραφής») από το συγγραφέα και συντονιστή του Εργαστηρίου του Βιβλίου κ. Στρατή Χαβιαρά
16.00- 19.00, συναντήσεις στο πατάρι
Οργάνωση: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου

Προβολή Ταινίας «Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος» του Φώτου Λαμπρινού
20.00 Κινηματογράφος «Ολύμπιον» (Αιθ. Ζάννας)
Οργάνωση: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ)


Όσοι επιθυμούν να ταξιδέψουν στη Θεσσαλονίκη για να επισκεφθούν την έκθεση, μπορούν να κλείσουν θέση στα λεωφορεία που διαθέτει δωρεάν η ΔΕΒΘ, με αναχωρήσεις από την Αθήνα (στις 8.00 π.μ.) και επιστροφές από Θεσσαλονίκη (στις 4.00 μ.μ.), κάθε ημέρα κατά τη διάρκεια της έκθεσης. Για πληροφορίες και κρατήσεις, στο τηλ.: 210-9200328.

Η ΔΕΒΘ θα λειτουργεί καθημερινά, από τις 10.00 το πρωί έως τις 9.00 το βράδυ (το Σάββατο έως τις 10.00 το βράδυ) στα περίπτερα 13-14-15 της HELEXPO. Η είσοδος είναι δωρεάν για το κοινό.