Δεν κάνω το γραφείο Τύπου του Καστανιώτη. Απλώς θα παρουσιάζω (αδιακρίτως) τις νέες εκδόσεις. Η κρίση είναι του αναγνώστη. Οι κριτικές είναι των διαπλεκομένων. Όταν πάει κάποιος στο βιβλιοπωλείο και εκεί στις προθήκες ξεφυλλίσει ένα βιβλίο θα καταλάβει για την ποιότητά του. Πολλοί ενδιαφέρονται για τον συγγραφέα ό,τι κι αν γράφει. Άλλοι θέλγονται από το εξώφυλλο, κάποιοι άλλοι το θέμα που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας. Οι αναλύσεις ενός βιβλίου από τους ποικιλώνυμους "κριτικούς" (εννοώ κι αυτούς της μπλογκόσφαιρας) με βρίσκουν αδιάφορο - οι περισσότερες είναι αναλύσεις συναισθηματικές κι έχεουν την εντύπωση ότι κάθε φορά γράφουν για το βιβλίο του αιώνα, ενώ είναι απλώς ένα ακόμη βιβλίο. Ξέρετε, μετά αρχίζουν οι δηλώσεις, συνεντεύξεις των συγγραφέων, οι παρεμβάσεις των ομοτέχνων, η διαφήμιση, τα "ευπώλητα"... Βρε ουστ!
Η καρφίτσα
Μαρία Μαλανδρίνου
Mέσα σε τρεις μόνον μέρες ένα κουβάρι ανθρώπινων ιστοριών ξετυλίγεται, καθώς τρεις γυναίκες αφηγούνται την προσωπική τους διαδρομή. Η Όλγα, η Φανή και η Mάρθα –γιαγιά, μητέρα και κόρη– μιλούν για τις δοκιμασίες τους, και το πολυκύμαντο παρελθόν τους βαθμιαία εισχωρεί στο παρόν, είτε για να το εξηγήσει είτε για να καθοδηγήσει την εξέλιξη του μύθου. Στο κέντρο όλων των αφηγήσεων βρίσκεται η «καρφίτσα», ένα πολύτιμο κόσμημα και ταυτόχρονα κάτι παραπάνω από αυτό: Ένα στοίχημα ανάμεσά τους, η περηφάνια τους, η πραγματική ή ψευδεπίγραφη ιστορία τους, αλλά και ένα πρόσχημα για να αναδυθούν και να αναδειχθούν συναισθήματα και κρυμμένες επιθυμίες. Ένα βιβλίο για τα ψέματα που δεν τελειώνουν, για τις προκαταλήψεις που οχυρώνουν τη λογική, για τη διά βίου περιπλάνηση της κάθε γυναίκας και για τα φαντάσματα του παρελθόντος της: αυτά που στοιχειώνουν το παρόν και καταλύουν τις βεβαιότητες της επόμενης μέρας.
Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου
Αντώνης Σουρούνης
«Aυτή η πόλη είναι για μένα», σκέφτεται ο ήρωας του βιβλίου όταν πρωταντικρίζει το 1964 την Aθήνα ερχόμενος από την Eυρώπη για να πραγματοποιήσει τα συγγραφικά του όνειρα. Eνώ, όμως, εκεί παντού όπου πήγαινε έβρισκε δουλειά την πρώτη κιόλας μέρα, εδώ παντού όπου πήγαινε ήταν «υπεράριθμος». Έτσι, αναγκάζεται να διακόψει την αναβολή του και να παρουσιαστεί στο στρατό για να κρατηθεί στη ζωή και ταυτόχρονα να κρατήσει ζωντανά κι εκείνα του τα όνειρα. «Nα μη με βασκάνω – τα είχα καταφέρει. Eίχα μια δουλειά λουξ, μια γυναίκα λουξ κι ένα σπίτι λουξ», λέει μετά δέκα χρόνια, το 1974, αλλά ακριβώς τότε τον καλεί ο στρατός για να πάει να πολεμήσει. Mε χιούμορ και σαρκασμό περιγράφει εκείνη την επιστράτευση και τις προσπάθειές του να αποφύγει έναν ηλίθιο πόλεμο. Στα δύο επόμενα διηγήματα παρακολουθούμε την πρώτη και την τελευταία μέρα ενός μπάρκου, και στο τελευταίο γινόμαστε μάρτυρες μιας παράξενης ιστορίας που εξελίσσεται σε καζίνα, καμπαρέ και πορνεία, ώσπου με το φως της αυγής τελειώνει και «Tο σκαρφάλωμα στο σκοτάδι της νύχτας» κι έρχεται η κάθαρση και η γαλήνη. Έστω και παροδικά.
Τα χρόνια των ανέμων
Κώστα Αγγελική
Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης των δεκαετιών του ’20 και του ’30, δυο γυναίκες μεγαλώνουν μαζί και ξεφλουδίζουν τη ζωή, ανακαλύπτοντας την ουσία της μέσα από τη δύναμη των λέξεων και των κρυμμένων νοημάτων. Στις διχασμένες δεκαετίες, όμως, που θα ακολουθήσουν, στα ταραγμένα χρόνια του Πολέμου και του Εμφυλίου, η μοίρα δε θα σεβαστεί ούτε φιλίες ούτε πίστεις. Μαζί με τον παλαιό τρόπο ζωής θα καταρρεύσουν οι προσωπικές τους αυταπάτες, και η συνεχής αναζήτηση του ανεκπλήρωτου έρωτα θα τις φέρει αντιμέτωπες με επώδυνες αλήθειες, που, όταν φανερώνονται, μοιάζουν με χαστούκια από άλκιμο χέρι. Μια περιδιάβαση σε μια πόλη που ο θεός Αίολος δεν την ξέχασε ποτέ, ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, ένα βιβλίο που επιστρέφει στα συνταρακτικά «χρόνια των ανέμων», που, καθώς φυσούσαν, παρέσυραν στο διάβα τους δύο γενιές γυναικών και μαζί μ’ αυτές τον έρωτα, τα πάθη και την ελπίδα τους για μια απανεμιά.
Το μυστικό της συγγραφέως
Δέσποινα Λαλά-Κριστ
Τέξας, 1983. Μια άγρια δολοφονία οδηγεί στη θανατική καταδίκη την Κάρλα Τάνερ και τον εραστή της. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, αυτή η νέα γυναίκα, αναγεννημένη πλέον χριστιανή, υποβάλλει αίτηση χάριτος στον κυβερνήτη της πολιτείας, τον Τζωρτζ Μπους τον νεότερο. Όμως η μοίρα της, συνυφασμένη με τις αλαζονικές επιδιώξεις ενός πολιτικού, την οδηγεί στο θάλαμο θανάτου. Με το Μυστικό της συγγραφέως η συγκλονιστική αυτή ιστορία μεταφέρεται στη λογοτεχνία, σ’ ένα βιβλίο που προσπαθεί να υπερασπιστεί το ήθος και τις αρετές της ουμανιστικής παράδοσης. Σ’ ένα μυθιστόρημα όπου πραγματικά πρόσωπα και συμβάντα γίνονται αφορμή για μια δραματική αναδρομή στο παρελθόν μιας αδίστακτης φόνισσας. Η Δέσποινα Λαλά-Κριστ υπακούοντας στο υπαρξιακό της κάλεσμα, εμπλέκεται σ’ έναν διάλογο με την ηρωίδα της, αναζητεί απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ συγχρόνως μυεί τον αναγνώστη, άλλοτε με σοβαρότητα κι άλλοτε με χιούμορ, στην τέχνη της συγγραφής.
Ελ Γκρέκο, ο ζωγράφος του θεού
Δημήτρης Σιατόπουλος
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, κατά κόσμον «Ελ Γκρέκο», εξέχουσα φυσιογνωμία στην ιστορία της παγκόσμιας ζωγραφικής, διήνυσε κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα μια πολυκύμαντη διαδρομή, μοιρασμένη στην τέχνη και στη ζωή. Η σταθερή προσήλωση στις μοναδικές στη δυτική τέχνη εξαϋλωμένες, πνευματικές μορφές, η ανυποχώρητη στάση ενάντια στο κατεστημένο, η σθεναρή υποστήριξη του αγώνα των Κρητικών κατά των Βενετών, οι αλλεπάλληλες –συναρτημένες συχνά από τις μοιραίες του σχέσεις– μετακινήσεις, η σύγκρουση με την Ιερά Εξέταση, είναι μόνο λίγες όψεις από τη ζωή και τη δράση μιας πολυδιάστατης προσωπικότητας, που έζησε ελεύθερη και πάντοτε ασυμβίβαστη τόσο στην Κρήτη όσο στη Βενετία, στο Μπασάνο, στη Ρώμη ή στο Τολέδο.
Στη μυθιστορηματική βιογραφία του Δημήτρη Σιατόπουλου, ανασυντίθεται ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό εικόνων, χώρων, γεγονότων και προσώπων, όπου δεσπόζει η εμβληματική μορφή του Ελ Γκρέκο, αναδεικνύονται άγνωστες πτυχές του χαρακτήρα του, ενώ ταυτόχρονα αναβιώνουν οι πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές αντιφάσεις μιας πολυτάραχης εποχής. Στο βιβλίο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας Ελ Γκρέκο του Γιάννη Σμαραγδή.
Εν αρχή ην ο Καζαντζίδης
Λευτέρης Παπαδόπουλος
Ο Άκης Πάνου εξομολογείται: «Πάμε ένα βράδυ του ’58 με τον Μουρκάκο και τον Κολοκοτρώνη να ακούσουμε τον Καζαντζίδη στον “Αστέρα”, στην Κοκκινιά. Φίσκα το μαγαζί. Μας βάζουνε να καθίσουμε σε κάτι καφάσια. Τραγουδάει ο Στέλιος: “Μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου / σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου”. Και τότε, πετάγεται κάποιος πάνω, σπάει ένα ποτήρι και το καρφώνει στο μέτωπό του! Παγώνουμε όλοι. Τον παίρνουνε αυτόνε γεμάτο αίματα. Κι ενώ τον σέρνουνε στην έξοδο και ο Στέλιος συνεχίζει το τραγούδι, γυρίζει και του φωνάζει: “Γεια σου, Στελάρα!” Καταλαβαίνεις; Λέω, λοιπόν: Αν φύγει ο Στέλιος από την Κοκκινιά κι αρχίσει να τραγουδάει περπατώντας για ν’ ανέβει στην Αθήνα, με τον κόσμο που θα μαζέψει στο δρόμο δεν κάνει επανάσταση; [...]Τι συμβαίνει, λοιπόν; Συμβαίνει ότι υπάρχει ένα μεγαλείο. Η ικανότητα ενός ανθρώπου, που ξεπηδάει από την εμπειρία του να παίρνει από το τραγούδι την ψυχή του και να μου τη δίνει».
Καπέλα στο πέλαγος
Β. Δ. Αναγνωστόπουλος
Μες στην πολυσύνθετη μεταπολεμική περίοδο μεγαλώνει ένα παιδί της επαρχίας, γίνεται έφηβος και φοιτητής. Στην αφήγησή του αντικατοπτρίζεται αφενός η Ελλάδα της υπαίθρου κατά τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, με τα μίση, τον εμφύλιο και τα έντονα πολιτικά πάθη, και αφετέρου η πρωτεύουσα της δεκαετίας του ’60, η Αθήνα των κοινωνικών συγκρούσεων, της πολιτικής αστάθειας και της δικτατορίας. Τα γεγονότα και το κλίμα αυτής της περιόδου, που σημάδεψαν καθοριστικά όλη τη χώρα αλλά ιδιαίτερα τη γενιά του 1-1-4 και του 15% για την παιδεία, εντυπώθηκαν ανεξίτηλα στην ψυχή του νεαρού τότε φοιτητή της φιλολογίας, για να αναβιώσουν χρόνια αργότερα, χωρίς τη διάβρωση του χρόνου, σε αυτό το αφήγημα.
Τα Καπέλα στο πέλαγος δε συνιστούν μιαν απλή, αυτοβιογραφική απόπειρα. Αποτελούν πρωτίστως μια πρωτογενή βιωματική μαρτυρία, μια αυθεντική ανασύσταση της κοινωνικής, εκπαιδευτικής και πολιτικής κατάστασης εκείνης της εποχής, ένα αφήγημα που αναφέρεται στον απόηχο της μετεμφυλιακής Ελλάδας αλλά και στην αντανάκλαση ενός ελπιδοφόρου μέλλοντος.
Φέιγ βολάν της κατοχής
Κώστας Βάρναλης
Αν το χρονογράφημα σε καιρό ειρήνης συνιστά επίπονη εργασία, στην Κατοχή αποτελούσε επικίνδυνη απασχόληση. Μια λέξη κοινωνικής κριτικής παραπάνω, μπορούσε να οδηγήσει τον χρονογράφο στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου, ενώ μια έκφραση επαινετική να του αποδώσει πρόθεση συνεργασίας. Ισορροπώντας σαν ακροβάτης στη σκοτεινιά αυτών των ημερών, ο Κώστας Βάρναλης κατόρθωσε με τις στήλες του στην εφημερίδα Πρωία να συμπαρασταθεί στον κόσμο που δεινοπαθούσε, να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα στις πιο δραματικές ώρες και να αναδείξει στα τραγικά γεγονότα το ενυπάρχον κωμικό στοιχείο.
Ο Παύλος Νιρβάνας θεωρούσε το χρονογράφημα «ιστορία του λεπτού και του δευτερολέπτου». Επισήμαινε ότι «συμβάντα, επεισόδια, σκηναί της ζωής, ασήμαντα κάποτε γεγονότα […], παραλαμβάνονται από τον χρονογράφον, ιστορούνται, διυλίζονται, καλούνται ν’ αποδώσουν την βαθυτέραν των ουσίαν και, κάποτε, την βαθυτέραν των έννοια». Από τη σήραγγα αυτής της σύνθετης πνευματικής διεργασίας πέρασαν και τα στιγμιότυπα της Κατοχής για να αποτυπωθούν για πάντα στα χρονογραφήματα του Βάρναλη. Η έκδοσή τους αναπληρώνει ένα φιλολογικό χάσμα, κυρίως όμως, επιτρέπει να ακουστεί και πάλι ο άδολος και στοχαστικός λόγος του σημαντικού αυτού διανοουμένου.
Δέκα μύθοι και μια ιστορία
Νίκος Παπανδρέου
Σε αυτές τις ιδιόρρυθμες ιστορίες συναντάμε το μικρό Αριστείδη που έρχεται στην Ελλάδα από την Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του '60 με την οικογένειά του. Μόλις εννιά ετών, φοβάται ότι αν δεν θυμηθεί τον πληθυντικό κάποιου ρήματος ή αν βάλει θηλυκή αντωνυμία για αρσενικό ουσιαστικό, το πολιτικό μέλλον του πατέρα του και η οικογενειακή του τιμή θα γελοιοποιηθούν. Η ανάγκη του να σταματήσει το χρόνο μέσα από τα παιδικά του μάτια, θέλοντας να κρατήσει τον έλεγχο ανασυναρμολογώντας τα γεγονότα, τον οδηγεί σε μια διαδρομή εξωφρενικής αυτο-εφεύρεσης, που τον ελευθερώνει στη δίνη ενός κόσμου γεμάτου καινούργια δεδομένα.
No comments:
Post a Comment