Wednesday, September 30, 2009

Αρνήθηκε το αμερικανικό βραβείο τιμής η δημιουργός του Χάρυ Πότερ

Η δημιουργός του Χάρυ Πότερ Τζ, Κ Ρόουλινγκ αρνήθηκε να παραλάβει το ανώτατο βραβείο τιμής που δίνεται από την αμερικανική κυβέρνηση σε πολίτες ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τον «αφορισμό» των βιβλίων της από την κυβέρνηση Μπους.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Τζορτζ Μπους ο Χάρυ Πότερ είχε μπει στη «μαύρη» λίστα των βιβλίων που απευθύνονται σε Αμερικανόπουλα με την αιτιολογία ότι "ωθούσε τα παιδιά στη μαγεία".

Ο Ματ Λίτερμαν ένας από τους συγγραφείς των λόγων του πρώην Αμερικανού προέδρου φέρεται να ήταν ένας από αυτούς με αποτέλεσμα η Βρετανίδα συγγραφέας να εξαιρεθεί από τη λίστα των ατόμων που θα βραβεύονταν για την κοινωνική τους προσφορά επί προεδρίας Μπους.

Το βραβείο τελικά έμεινε σε βρετανικά χέρια, αλλά σε αυτά του Τόνι Μπλερ ο οποίος βραβεύτηκε από τον καλό του φίλο Τζορτζ Μπους, μάλλον για τη φιλία τους(!). Ήταν μάλιστα η τελευταία προεδρική πράξη του Τζορτζ Μπους ο οποίος κατηγορήθηκε ότι επί των ημερών του ένα κοινωνικό βραβείο έλαβε πολιτικές διαστάσεις.

Την «τιμή» της μεταλλίου προσπάθησε αυτή τη φορά να σώσει ο πρόεδρος Ομπάμα ο οποίος βράβευσε εκτός από την Ρόουλινγκ έναν ακόμη από τη μαύρη λίστα του Μπους, τον φυσικό Στέφεν Χόκινγ.

Η συγγραφέας του Χάρι Πότερ πάντως δεν τα πάει ιδιαίτερα καλά εδώ και χρόνια με την συντηρητική πτέρυγα των Αμερικανών διανοούμενων καθώς και στο παρελθόν κάποιοι είχαν χαρακτηρίσει τον Χάρυ Πότερ ακατάλληλο για παιδιά γιατί αφήνει υπονοούμενα ομοφυλοφιλίας.

Ο Καβάφης βρίσκει στέγη στην Αθήνα

  • Το ΥΠΠΟ παραχώρησε κτίριο της Πλάκας για τη δημιουργία μουσείου αφιερωμένου στον μεγάλο αλεξανδρινό ποιητή



Επάνω, το κτίριο της οδού Πολυγνώτου στην Πλάκα (η τέως κατοικία Κωλέττη), το οποίο θα αποκατασταθεί, έτσι ώστε να στεγάσει το Μουσείο Καβάφη. Επάνω δεξιά, η ταλαιπωρημένη είσοδος του οικήματος, που σήμερα είναι καταφύγιο τοξικομανών. Δεξιά, ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης


Μουσείο αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο Καβάφη αποκτά η Αθήνα χάρη στην απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού να παραχωρηθεί κτίριο της Πλάκας στην Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού», το οποίο κατέχει το Αρχείο Καβάφη. Η απόφαση υπογράφηκε χθες από τον υπουργό Πολιτισμού κ. Αντώνη Σαμαρά και χρειάστηκε να παρακαμφθούν ιδιαίτερες γραφειοκρατικές δυσκολίες ώσπου να τελεσφορήσει η υπόθεση. Το κτίριο είναι η τέως οικία Κωλέττη στην οδό Πολυγνώτου 13, η οποία σήμερα βρίσκεται σε τραγική κατάσταση.

Η οικονομική υποστήριξη ωστόσο που εξασφαλίστηκε από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο έδωσε την ώθηση για την αποκατάστασή της, έτσι ώστε να λειτουργήσει ως μουσειακός και ερευνητικός χώρος, ανοιχτός σε κοινό και μελετητές.

Και βέβαια δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς τη σημασία αυτής της απόφασης, καθώς πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές διεθνούς ακτινοβολίας, για τον οποίο όμως η Ελλάδα δεν είχε πράξει τίποτε ως σήμερα.

Χειρόγραφα, φωτογραφίες, βιβλία, έπιπλα και προσωπικά αντικείμενα του μεγάλου ποιητή, το πλήρες αρχείο του δηλαδή, θα εκτίθενται ή θα είναι διαθέσιμα για τους ερευνητές στο μουσείο. Σε συνδυασμό με την πλούσια βιβλιοθήκη και το αρχειακό υλικό του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού, το ερευνητικό κέντρο του Μουσείου Καβάφη φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα από τα πληρέστερα και αρτιότερα κέντρα μελέτης και προβολής της νέας ελληνικής λογοτεχνίας και πολιτισμού.

Τ ο ακίνητο αποτελείται από ισόγειο, πρώτο όροφο και δώμα, συνολικής δομημένης επιφάνειας περίπου 500 τ.μ., ενώ περιλαμβάνει επίσης ένα ισόγειο βοηθητικό κτίσμα. Η αποκατάσταση του κτιρίου είχε ξεκινήσει το 2003, αλλά σταμάτησε το 2004 και δεν συνεχίστηκε λόγω οφειλών του ΥΠΠΟ στον εργολάβο. Ο εργολάβος εν τέλει εξοφλήθηκε μόλις αυτή την εβδομάδα, αλλά απαιτούνται νέες και περισσότερο εξειδικευμένες εργασίες για την αποκατάστασή του, πόσο μάλλον που σήμερα είναι καταφύγιο τοξικομανών, ενώ υπάρχει και ένας «κάτοικος»!

Σε 1 εκατ. ευρώ υπολογίζεται το κόστος της αναπαλαίωσης και της μετατροπής του κτιρίου σε μουσείο, ποσό το οποίο καλύπτεται εξ ολοκλήρου από τη χορηγία του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Παράλληλα το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο θα προσφέρει τη συντήρηση, τη φύλαξη και τη γραμματειακή υποστήριξη του μουσείου και του πολυδύναμου κέντρου.

Η ανάδειξη του πολύτιμου Αρχείου
Το Αρχείο Καβάφη είναι το σύνολο των χειρογράφων, βιβλίων, εγγράφων, φωτογραφιών και άλλων τεκμηρίων τα οποία είχε διατηρήσει και ταξινομήσει ο ίδιος ο Καβάφης και μετά τον θάνατό του, το 1933, πέρασαν στον κληρονόμο του Αλέκο Σεγκόπουλο. Ο Σεγκόπουλος τα διαχειρίστηκε αρχικά με τη βοήθεια της πρώτης συζύγου του Ρίκας Αγαλλιανού και στη συνέχεια με τη βοήθεια πολλών μελετητών, με άνισα ωστόσο αποτελέσματα. Το 1963 ο ίδιος ο Σεγκόπουλος ανέθεσε τη μελέτη και την έκδοση του Αρχείου Καβάφη στον Γ.Π. Σαββίδη. Το 1969, μετά τον θάνατο του Σεγκόπουλου, η δεύτερη σύζυγός του και κληρονόμος του Κυβέλη Τρεχαντζάκη πούλησε το Αρχείο Καβάφη στον Γ.Π. Σαββίδη, ο οποίος προώθησε αρχικώς την καταλογογράφηση και τη μικροφωτογράφιση του Αρχείου και στη συνέχεια προχώρησε στη σταδιακή έκδοση του υλικού με τη βοήθεια άλλων φιλολόγων. Το 1995, μετά τον θάνατο του Σαββίδη, το Αρχείο Καβάφη περιήλθε στην κυριότητα του Μανόλη Σαββίδη, ο οποίος το ενέταξε στο υλικό του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού (από την ίδρυση αυτής της μη κερδοσκοπικής εταιρείας το 1996) και το διαχειρίζεται με τη βοήθεια των φιλολόγων Νταϊάνα Χάας, Ρενάτα Λαβανίνι και Μιχάλη Πιερή. [ΤΟ ΒΗΜΑ, Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009]

Tuesday, September 29, 2009

Νέος διευθυντής της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια

Ο Απόστολος Τριφύλλης ανέλαβε σήμερα μετά από μία σεμνή τελετή τα καθήκοντά του στην ιστορική βιβλιοθήκη.

Νέο διευθυντή απέκτησε από σήμερα η Πατριαρχική Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Πρόκειται για τον Απόστολο Τριφύλλη, ο οποίος είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου των Πανεπιστημίων Λυών της Γαλλίας και Βελιγραδίου.

Κατά τη σεμνή τελετή, ο Προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αφρικής συνεχάρη το νέο διευθυντή επί τη αναλήψει των καθηκόντων του και του ευχήθηκε να συνεχίσει επάξια το έργο των προκατόχων του, που πάλαιψαν να διατηρήσουν ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της ιστορίας του Πατριαρχείου και της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αφρικής.

Η ιστορία της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης Αλεξανδρείας ξεκινά από το 642. Η πρώτη όμως μεγάλη φροντίδα στον χώρο δόθηκε στα τέλη του 10ου αιώνα από τον πατριάρχη Ευτύχιο.

Το 1252, η Βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στο Κάιρο, στη συνοικία Χάρετ Ελ Ρουμ.

Το 1796, έγινε ο πρώτος επίσημος κατάλογος των βιβλίων, κωδίκων και χειρογράφων της, τον οποίο επιμελήθηκε ο πατριάρχης Παρθένιος Β΄ο Πάτμιος.

Περί τα 1830, η Βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στο Χαμζάουι. Ενώ, έναν αιώνα μετά, το 1928, ο πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης τη μετέφερε στην Αλεξάνδρεια.

Το 1947 η Βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε και πάλι στην Ιμπραημία και τελικά το 1971 τοποθετήθηκε στο χώρο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας όπου βρήκε τη μόνιμη στέγη της και ανακαινίστηκε με τη γενναία χορηγία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.

Κατά τον περασμένο αιώνα, πολλές ήταν οι υπηρεσίες που προσέφερε ο βιβλιοφύλαξ Ν. Φιριππίδης και αργότερα ο Θ. Μοσχονάς, το έργο του οποίου συνέχισε ο γιος του Δημήτρης Μοσχονάς μέχρι το 1998.

Η Πατριαρχική Βιβλιοθήκη σήμερα καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του ισογείου και του πρώτου ορόφου του κτιρίου του Πατριαρχείου στην πρώην Τοσιτσαία Σχολή. Περιλαμβάνει 40.000 και πλέον τόμους βιβλίων, 3.000 αρχέτυπα από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ

Λογοτεχνών ψήφος στο ΚΚΕ

Η Αγωνιστική Παράταξη Ελλήνων Λογοτεχνών - Συνεργαζομένων (ΑΠΕΛ-Σ) σε σύσκεψη (22/9) συζήτησε για τις εκλογές στις 4 Οκτώβρη, για τα άμεσα προβλήματα των λογοτεχνών και του πολιτιστικού κινήματος. Η εισήγηση του γραμματέα της παράταξης, Γιάννη Παπαοικονόμου, μετά από ευρύτατη ανταλλαγή απόψεων, εγκρίθηκε ομόφωνα. Σημειώθηκε η ανάγκη ενίσχυσης της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ώστε με τις κατάλληλες μορφές πάλης να προβληθούν και υλοποιηθούν τα βασικά προβλήματα των λογοτεχνών και των φορέων τους από το κράτος. Σημειώθηκε, επίσης, η πλήρης αδιαφορία όλων των κυβερνήσεων του δικομματισμού για τους λογοτέχνες και το έργο τους, με πιο «χτυπητή» έκφρασή της την υποτίμηση του βιβλίου και την κατάργηση των τιμητικών συντάξεων. Σχετικά με τη δραστηριότητα της ΑΠΕΛ-Σ υπογραμμίστηκε ότι πρέπει να οργανωθεί καλύτερα, με ενεργό συμμετοχή όλων των μελών της και προτάθηκαν συγκεκριμένα μέτρα. Η σύσκεψη απότισε φόρο τιμής στον Μανόλη Κορνήλιο και σε άλλους λογοτέχνες που πέθαναν πρόσφατα.

Οσον αφορά στις βουλευτικές εκλογές, η ΑΠΕΛ-Σ απευθύνει έκκληση στα μέλη της ΕΕΛ και όλων των άλλων λογοτεχνικών σωματείων «να ψηφίσουν το ΚΚΕ, το μόνο κόμμα που ενδιαφέρεται και παλεύει για το δίκιο και τα προβλήματα των ανθρώπων του Λόγου και της Τέχνης. Για τα συμφέροντα των εργαζομένων και του λαού μας. Για μεγάλα ιδανικά. Για ελπιδοφόρο μέλλον». [Ριζοσπάστης, 30/09/2009]

Τράπεζα θα συντηρεί... το Μουσείο Καβάφη

Στο τραπεζικό κεφάλαιο... «ξεφορτώνεται» το ΥΠΠΟ το Μουσείο Καβάφη, που θα στεγάζεται στην πρώην οικία Κωλέττη (Πολυγνώτου 13, Πλάκα), που παραχωρήθηκε προς χρήση στην αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού» για τη στέγαση του Μουσείου Καβάφη και του ερευνητικού κέντρου του Σπουδαστηρίου. Ωστόσο, την «οικονομική υποστήριξη» του μουσείου ανέλαβε το «Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο»!

Την απόφαση παραχώρησης υπέγραψε, ήδη, ο υπουργός Πολιτισμού, Α. Σαμαράς και αποτελεί ακόμη ένα παράδειγμα του πώς αντιλαμβάνεται τη διαχείριση της πνευματικής κληρονομιάς το αστικό κράτος. Το ΥΠΠΟ θεωρεί ότι «συνέβαλε αποφασιστικά» στην «παράκαμψη ιδιαίτερων γραφειοκρατικών δυσκολιών, αλλά και την εξόφληση μακροχρόνιων υποχρεώσεων του ΥΠΠΟ προς εργολάβους του κτιρίου (...)». Αυτό όμως είναι μόνο ένα ελάχιστο μέρος των υποχρεώσεων του υπουργείου για ένα τέτοιο μουσείο, που θα έπρεπε να είναι αμιγώς δημόσιο, να ανήκει στο κράτος και να χρηματοδοτείται πλήρως από αυτό και όχι από τράπεζες, οι οποίες έτσι «λουστράρουν» και το... «κοινωνικό προφίλ» τους. Επιπλέον, θα μπορούσαν να μην μπλεχτούν εργολάβοι και τράπεζες στο κτίριο, αφού το ΥΠΠΟ διαθέτει πανάξιο και πεπειραμένο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, που έχει αποδείξει ότι μπορεί να κάνει πολλά περισσότερα πράγματα από το να «στήσει» ένα θεματικό μουσείο.

Το ακίνητο αποτελείται από ισόγειο, πρώτο όροφο και δώμα, συνολικής δομημένης επιφάνειας περίπου 500 τ.μ. και περιλαμβάνει, επίσης, ένα ισόγειο βοηθητικό κτίσμα. Σύμφωνα με το ΥΠΠΟ, «το Μουσείο Καβάφη προβλέπεται να καταστεί ένα από τα σημαντικότερα μουσεία του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού και θα εκθέτει σε μόνιμη βάση χειρόγραφα, φωτογραφίες, βιβλία, έπιπλα και προσωπικά αντικείμενα του μεγάλου ποιητή. Θα περιλαμβάνει αίθουσες πολυμέσων και εκδηλώσεων και θα στεγάσει το πλήρες Αρχείο του Κ.Π. Καβάφη. Σε συνδυασμό με την πλούσια βιβλιοθήκη και το αρχειακό υλικό του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού, το ερευνητικό κέντρο του Μουσείου Καβάφη θα αποτελέσει ένα από τα πληρέστερα και αρτιότερα κέντρα μελέτης και προβολής της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού».

Tο «Σπουδαστήριο» ιδρύθηκε το 1996 και διαχειρίζεται τις βιβλιοθήκες των K.Θ. Δημαρά και Γ.Π. Σαββίδη, τα αρχεία των δύο αυτών σημαντικών φιλολόγων, το αρχείο Λέανδρου Bρανούση και το Aρχείο Kαβάφη. [Ριζοσπάστης, 30/09/2009]

Saturday, September 26, 2009

Η αποκρυπτογράφηση της Μασονικής Πυραμίδας

Τι λέει το καινούργιο μυθιστόρημα του Νταν Μπράουν που κινείται στον κόσμο της μασονίας και του αποκρυφισμού και εκτυλίσσεται στην Ουάσιγκτον μέσα σε δώδεκα ώρες. Οι ήρωες, τα σύμβολα, τα συγγραφικά κόλπα

  • του ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Οταν η συνταγή που έχεις χρησιμοποιήσει για να γράψεις ένα μυθιστόρημα, όπως οΚώδικας Ντα Βίντσι,σε έχει οδηγήσει στη μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία μεταπολεμικά, τότε ασφαλώς δύσκολα την αλλάζεις. Ο Νταν Μπράουν τη χρησιμοποιεί και στο νέο του μυθιστόρημα Το χαμένο σύμβολο: καταιγιστική δράση, επεισόδια που διαδέχονται το ένα το άλλο κατά ριπάς, ο ίδιος πρωταγωνιστής, η ίδια αφηγηματική τεχνική. Οι διαφορές εντοπίζονται μόνο σε δύο πεδία: πρώτον, ότι τώρα δεν έχουμε τον κόσμο της Καθολικής Εκκλησίας αλλά της μασονίας και δεύτερον ότι η δράση δεν εκτυλίσσεται στην Ευρώπη αλλά στις ΗΠΑ και ειδικότερα την Ουάσιγκτον. Οχι πλέον στο Λούβρο αλλά στο Καπιτώλιο. Κατά τα άλλα, η πατέντα παραμένει: αποκρυφιστικά σύμβολα, μυστικοί κώδικες, τρομερά ή όχι μυστικά, συνωμοσίες και τα συναφή. Και αν ο συγγραφέας φαίνεται να μη δίνει δε κάρα για όσα αποτελούν το κύριο μέλημα κάθε πεζογράφου (λ.χ. να δημιουργεί μέσω της υπόθεσης χαρακτήρες και να γράφει διαλόγους που να παραπέμπουν ευθέως στην πραγματική ζωή), αυτά μοιάζει να μην έχουν σημασία. Πάντα κάτι τρομερό συμβαίνει στο τέλος του καθενός από τα 132 κεφάλαια και πάντα κάτι εξίσου τρομερό το ανατρέπει στο επόμενο ή το μεθεπόμενο κεφάλαιο. Υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά αρέσουν στο μεγάλο κοινό; Μόνο την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας του το νέο θρίλερ του Νταν Μπράουν πούλησε πάνω από 1.000.000 αντίτυπα στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στη Μεγάλη Βρετανία.
  • Μια πλαστή πρόσκληση
Πρωταγωνιστής και εδώ είναι ο καθηγητής του Χάρβαρντ Ρόμπερτ Λάνγκτον που πάει στην Ουάσιγκτον για να δώσει μια βραδινή διάλεξη στο Καπιτώλιο προσκεκλημένος, υποτίθεται, από τον μέντορά του Πίτερ Σόλομον, έναν ευκατάστατο και υψηλόβαθμο μασόνο. Εκεί όμως τον περιμένει μια μεγάλη έκπληξη. Ακροατήριο δεν υπάρχει. Η πρόσκληση ήταν πλαστή. Αυτός που του την έστειλε ήθελε να βρει ο καθηγητής ένα παράξενο και ανατριχιαστικό αντικείμενο το οποίο δεν ήταν άλλο από το κομμένο χέρι του Πίτερ Σόλομον πάνω στο οποίο ωστόσο ήταν αποτυπωμένα με τατουάζ διάφορα μασονικά σύμβολα. Ο καθηγητής θεωρεί πως το σύμβολο αποτελεί ένα είδος πρόσκλησης που θα τον εισαγάγει μέσα σε έναν κόσμο εσωτερικής σοφίας, χαμένον εδώ και αιώνες. Ο Λάνγκτον, ένα είδος Ιντιάνα Τζόουνς και Σέρλοκ Χολμς της κουλτούρας, αποφασίζει να ανταποκριθεί στη μυστικιστική πρόσκληση, κυρίως γιατί ο μέντοράς του Πίτερ Σόλομον, ελευθεροτέκτονας, έχει απαχθεί. Αυτός λοιπόν είναι ο μόνος τρόπος να τον σώσει. Από εδώ και πέρα αρχίζουν τα απίθανα, ως τις επόμενες δώδεκα ώρες, όσες διαρκεί και η υπόθεση του βιβλίου. Ο καθηγητής αρχίζει μια ατελεύτητη έρευνα στα υπόγεια του Καπιτωλίου και στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. Στην έρευνά του τον βοηθά η Κάθριν Σόλομον, αδελφή του μέντορά του, η οποία ασχολείται με τις λεγόμενες «νοητικές επιστήμες». Αν δεν γνωρίζει κανείς τι είναι αυτές οι νοητικές επιστήμες (noetic sciences) δεν θα κατηγορηθεί ως αγράμματος, αφού το Ινστιτούτο Νοητικών Επιστημών ιδρύθηκε μόλις το 1973 από τον βιομήχανο Πολ Ν. Τεμπλ και τον αστροναύτη του διαστημικού προγράμματος Απόλλων Εντγκαρ Μίτσελ. Αντικείμενο των νοητικών επιστημών είναι τα μυστήρια πράγματα, όπως ο διαλογισμός, οι εναλλακτικές μορφές θεραπείας, οι ανθρώπινες δυνατότητες (απεριόριστες κατά τον Νταν Μπράουν) και το πώς μπορεί να επιζήσει η συνείδηση μετά θάνατον.
  • Ο άγγελος του Κακού
Στο θρίλερ αυτό υπάρχει βεβαίως και ο κακός, ονόματι Μαλαχίας (που σημαίνει άγγελος στα εβραϊκά). Αυτός ο μαύρος άγγελος έχει στείλει την πλαστή πρόσκληση στον Λάνγκτον. Τα σατανικά κόλπα του Φου Μαντσού μπροστά στα εξωφρενικής ευρηματικότητας βασανιστήρια που επιφυλάσσει στα θύματά του ο Μαλαχίας μοιάζουν με αθώες φάρσες. Ο τύπος είναι το Κακό στη χειρότερη δυνατόν μορφή του. Θέλει να αποκτήσει το χα μένο σύμβολο, γιατί πιστεύει πως όταν περιέλθει στην κατοχή του θα του δώσει τεράστια δύναμη. Το σώμα του είναι γεμάτο τατουάζ και οι ιδεοληψίες του τέτοιες που κάποτε τον οδήγησαν στον αυτοευνουχισμό. Παρουσιάζεται εξίσου ευφυής με τον Λάνγκτον αλλά φαίνεται σαν να έχει βγει κατευθείαν από την Κόλαση. Στο κεφάλαιο λ.χ. 102 έχει φυλακίσει τον καθηγητή σε ένα τεράστιο κουβούκλιο από πλεξιγκλάς κλειστό από παντού. Τον ρωτάει επίμονα από έξω αν έχει καταφέρει να βρει πώς διαβάζεται το κωδικοποιημένο μήνυμα μιας Μασονικής Πυραμίδας, όπου υποτίθεται ότι κρύβεται το μυστικό του χαμένου συμβόλου, ενώ ταυτοχρόνως αρχίζει να διοχετεύει σιγά σιγά νερό μέσα στο κουβούκλιο. Ο Λάνγκτον ελπίζοντας ότι θα τον ελευθερώσει στο τέλος, αναγκάζεται να του πει πώς θα αποκρυπτογραφήσει τη Μασονική Πυραμίδα. «Ευχαριστώ, καθηγητά» του λέει ο Μαλαχίας καθώς το νερό έχει κατακλύσει το κουβούκλιο. «Απόλαυσε τη μετά θάνατον ζωή».

Εχουμε όμως άλλες 130 περίπου σελίδες, που σημαίνει ότι ο Λάνγκτον τη γλιτώνει, όχι όμως και ο Μαλαχίας, ο οποίος όπως είναι φυσικό, επιστρέφει στον κόσμο των δαιμόνων όπου ανήκει, γιατί αλλιώς, αν οι κακοί μείνουν ατιμώρητοι, διαταράσσεται η τάξη του σύμπαντος. Αλλά ούτε και τότε τελειώνει το βιβλίο. Οταν έχεις απλώσει τόσα απίθανα, αποκρυφιστικές φιλοσοφίες, σύγχρονες επιστημονικές ανακαλύψεις, κατασκόπους και άλλους υπόπτους, είναι αδύνατον να μην καταλήξεις σε μια μεγάλη ιδέα ή σε κάποια πανανθρώπινη αξία. Τι δουλειά, θα λέγαμε, έχει η CΙΑ με τους αποκρυφιστές, τους μασόνους, τους Ροδόσταυρους, τους Ναΐτες και πάει λέγοντας; Εχει και παραέχει, αν μόνο σκεφτεί κανείς το πρόγραμμα που η CΙΑ ανέπτυξε- αλλά ποτέ δεν εφάρμοσε, σύμφωνα με τον συγγραφέα-, τουτέστιν την απόκτηση ικανοτήτων ώστε κάποιος να μπορεί να κατασκοπεύει μια περιοχή όντας σωματικά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το επίμαχο μέρος. Με άλλα λόγια, το πνεύμα, η συνείδηση, η «όραση» (η όραση πέρα από την όραση, η τέταρτη διάσταση και τα σχετικά) μεταφέρονται! Και Ροδόσταυροι υπήρξαν μεγάλες φυσιογνωμίες όπως ο Φράνσις Μπέικον, ο Παράκελσος και ο Πασκάλ, ενώ ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ο Τζορτζ Ουάσιγκτον και ο Ρούσβελτ υπήρξαν μασόνοι.

Οι περιπέτειες του καθηγητή είναι τόσες που ο αναγνώστης απορροφημένος από την καταιγιστική δράση δεν αναρωτιέται ποιο είναι το χαμένο σύμβολο αλλά πότε ο Λάνγκτον θα αποκρυπτογραφήσει τη Μασονική Πυραμίδα. Φτάνοντας στον επίλογο αντιλαμβανόμαστε ότι το σύμβολο αυτό αποτελεί μεταφορά μιας τεράστιας κοινοτοπίας. Ο καθηγητής λοιπόν βρίσκεται στην Ουάσιγκτον και βλέπει το φως του ήλιου να πέφτει πάνω στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ. Σκέπτεται τότε αυτό που του είπε ο μέντοράς του Πίτερ Σόλομον: ότι ο θησαυρός που έψαχνε να βρει μπορούσε να του αποκαλυφθεί μόνον από τον Αρχιτέκτονα. Τώρα καταλαβαίνει ποιος είναι ο Αρχιτέκτονας. Είναι ο Θεός. Ο Θεός όλων μας και ας έχει διαφορετικό πρόσωπο για τον καθένα, κι ας του απευθύνουμε, όπως γράφει ο Νταν Μπράουν, διαφορετικές προσευχές. Αυτός λοιπόν είναι το χαμένο σύμβολο. «Οι αρχαίοι» λέει «υμνούσαν τον Θεό ως σύμβολο των απεριόριστων ανθρώπινων δυνατοτήτων, όμως αυτό το αρχαίο σύμβολο είχε χαθεί στο πέρασμα των χρόνων. Ως τώρα». Ως τώρα; Δηλαδή ως την έκδοση του βιβλίου του Νταν Μπράουν;
  • Ο αποκρυφισμός, τα βιομηχανικά φετίχ και το μάρκετινγκ
Το φαινόμενο Νταν Μπράουν έχει πολλές παραμέτρους, που συνοψίζονται στο αναπάντητο ερώτημα: πώς γράφεται ένα μπεστ σέλερ; Τα γνωρίσματά του τα συναντούμε κι εδώ, και μάλιστα το θρίλερ αυτό είναι πολύ πιο επεξεργασμένο από τον Κώδικα ντα Βίντσι, σε σημείο που αναρωτιέται κανείς: πόσοι επιμελητές δούλεψαν πάνω στο κείμενο; Λ.χ. η ύλη έχει μοιραστεί σε 134 κεφάλαια, που σημαίνει ότι για το καθένα αναλογούν λιγότερες από τέσσερις σελίδες. Κι όμως, αρκούν για να περιγράψουν ένα «αγωνιώδες» επεισόδιο η κάθε μία.

Σε κάθε σελίδα σχεδόν συμβαίνει και κάτι νέο,λες και πρόκειται για καταιγιστική διαδοχή βιντεοκλίπ. Ετσι, καθώς προχωρείς στην ανάγνωση δεν σκέφτεσαι πως κανονικοί άνθρωποι είναι αδύνατον να μιλούν αδιάκοπα σαν να διαβάζουν αποσπάσματα από τη Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια. Ούτε και πως, ενώ ο κεντρικός ήρωας κινείται μέσα στο Καπιτώλιο ακολουθώντας τη διαδρομή που κάνουν και οι τουρίστες, ο τόπος μοιάζει με λαβύρινθο, σε κάθε στροφή του οποίου παραμονεύει η έκπληξη κι ελλοχεύει ο κίνδυνος. Αυτό είναι βεβαίως μελετημένο. Οι Αμερικανοί γνωρίζουν τη διαδρομή. Το να την ακολουθήσουν όμως νοερά σαν να κινούνται σε μια περιοχή μυστηρίων και συνεχούς κινδύνου και φόβου είναι μεγάλη επιτυχία εκ μέρους του συγγραφέα,που γνωρίζει άριστα ότι ο φόβος στο επίπεδο της μυθοπλασίας συνιστά ύψιστη μορφή διασκέδασης.

Ο Νταν Μπράουν,μολονότι δεν σπαταλά ούτε μια παράγραφο στην ψυχολογική πλευρά του θέματος ή των ηρώων του, στις περιγραφές του είναι συχνά τόσο ακριβής που σε κάνει κάποτε καχύποπτο.Τι σημασία έχει για παράδειγμα το ότι ο ανελκυστήρας στον οποίο μπαίνει ο Λάνγκτον είναι μάρκας Οtis, ή ότι το αυτοκίνητο όπου επιβαίνει είναι ένα αστραφτερό Volvo ή ακόμη ότι το αεροπλάνο με το οποίο ταξιδεύει ένα Falcon 2000Χ, που οι δύο κινητήρες του μάλιστα έχουν κατασκευαστεί από την εταιρεία Ρratt and Whitney; Ολα αυτά είναι μέρος του μάρκετινγκ φυσικά, το οποίο δεν αφορά μόνο την προβολή του βιβλίου αλλά και τον τρόπο με τον οποίο έχει γραφτεί. Οι εταιρείες, οι βιομηχανίες και οι μάρκες είναι κι αυτές σύμβολα. Σύμβολα καθημερινά, τα οποία δεν χρειάζεται να κρυπτογραφήσεις αλλά αντιστοιχούν τρόπον τινά στα αρχαία σύμβολα των αλχημιστών, των μασόνων, των Ροδόσταυρων και πάει λέγοντας. Αν από κάτω υπάρχουν κι άλλα, ασφαλώς και δεν μπορούμε να το ξέρουμε.
  • Ο συγγραφέας στο τηλέφωνο
Οι παραπομπές σε πολιτισμικά φαινόμενα είναι επίσης εμφανείς - ενίοτε και αφελείς. Ομως η αφέλεια και το κλισέ είναι από τα πιο διασκεδαστικά πράγματα στον κόσμο. Οταν ο σοφός κακούργος Μαλαχίας παρατηρώντας το γεμάτο τατουάζ σώμα του λέει «είμαι ένα έργο τέχνης» εμείς θυμόμαστε τη γαλλική κωμωδία του 1968 Le tatou που αναπτύσσεται πάνω στην τρελή ιδέα ότι ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε κάποτε κάτι πάνω στο σώμα ενός λεγεωνάριου (Ζαν Γκαμπέν) κι έπειτα από χρόνια κάποιος συλλέκτης (Λουί ντε Φινές) προσπαθούσε να αφαιρέσει το «έργο» και να το προσθέσει τη συλλογή του, έστω κι αν θα έπρεπε γι΄ αυτό να γδάρει τον λεγεωνάριο.

Το Χαμένο σύμβολο είναι διάσπαρτο με φράσεις σε πλάγια γράμματα. Αυτές άλλοτε είναι οι σκέψεις των πρωταγωνιστών κι άλλοτε αμπελοφιλοσοφίες («χωρίς αίμα... δεν υπάρχει αληθινή θυσία» και άλλα παρεμφερή), οι οποίες ωστόσο δεν σε ενοχλούν. Εκείνο βεβαίως που τηρεί ο συγγραφέας με αυστηρότητα είναι ο νόμος της διαδοχής των περιστατικών άνευ του οποίου θρίλερ δεν γράφεται. Ομως το σύστημα προβολής έχει μελετήσει τα πάντα. Στο κάλυμμα του εξωφύλλου λ.χ. υπάρχουν πλήθος σύμβολα, γράμματα και αριθμοί. Αν τα συνδυάσεις σωστά καταλήγεις σε έναν αριθμό τηλεφώνου της Νέας Υόρκης. Τον καλέσαμε και ακούσαμε σε ηχογραφημένο μήνυμα τον ίδιο τον Νταν Μπράουν που έλεγε πως αν δίναμε κάποια στοιχεία θα μπαίναμε στη λίστα για μια κλήρωση όπου οι τυχεροί θα ελάμβαναν ένα αντίτυπο του βιβλίου υπογεγραμμένο από τον ίδιο.

  • Το μυθιστόρημα του Νταν Μπράουν «To χαμένο σύμβολο» θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη εντός του Οκτωβρίου

Οι θάνατοι των Αθανάτων

  • Ποιος έχει βάλει στο στόχαστρο τα μέλη της Ακαδημίας του Ρίο ντε Τζανέιρο; Μια ξεκαρδιστική ιστορία από τον δημοφιλή βραζιλιάνο συγγραφέα και σκηνοθέτη Ζο Σοάρες

Στον τόμο των αστυνομικών διηγημάτων Ελληνικά εγκλήματα 3που εκδόθηκαν από τον Καστανιώτη υπάρχει και το διήγημα του Πέτρου Μάρκαρη «Η δολοφονία ενός Αθανάτου», όπου ένας συγγραφέας, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, βρίσκεται νεκρός, θύμα εγκληματικήςενέργειας. Το θέμα όμως του θανάτου των ακαδημαϊκών έχει απασχολήσει και τον Ζο Σοάρες (Ρίο ντε Τζανέιρο, 1938), κωμωδιογράφο, θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη, ιδιαιτέρως δημοφιλή στην πατρίδα του για τα «ελαφρά» αστυνομικά του μυθιστορήματα. Γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τα βιβλία του Μια σάμπα για τον Σέρλοκ Χολμς (βλ. «Βιβλία», 20 Νοεμβρίου 1998) και Ποιος σκότωσε τον Χετούλιο Βάργκας; («Βιβλία», 1η Ιουλίου 2001), ο Σοάρες στο παρόν μυθιστόρημα μας μεταφέρει στο 1923, όταν στο Ρίο ντε Τζανέιρο, σ΄ ένα οίκημα πανομοιότυπο με το Μικρό Τριανόν των Βερσαλλιών, δώρο της γαλλικής κυβέρνησης στη Βραζιλία, πρόκειται να γίνει τελετή για την ανάδειξη ενός νέου μέλους της Ακαδημίας. Πρόκειται για τον γερουσιαστή Μπελιζάριου Μπεζέρα, εξέχον μέλος της καλής κοινωνίας που μοιάζει με «αυτοκράτορα οπερέτας». Ο Μπεζέρα είναι συγγραφέας του βιβλίουΔολοφονίες στη Βραζιλιάνικη Ακαδημία Γραμμάτων, όπου αφηγείται με χιούμορ και οίστρο την ιστορία ενός αποτυχημένου ποιητή, ο οποίος αποφασίζει να εκδικηθεί όλα τα μέλη της Ακαδημίας εξολοθρεύοντάς τα επειδή αρνήθηκαν να τον ανακηρύξουν Αθάνατο. Ξαφνικά, όμως, στην πανηγυρική τελετή ο νέος ακαδημαϊκός πεθαίνει δηλητηριασμένος. Ατυχώς, στην κηδεία του το κακό επαναλαμβάνεται, αφού ο συνάδελφός του στην Ακαδημία, ο ποινικολόγος Βαρεζέιρα, πέφτει και αυτός νεκρός τη στιγμή που ετοιμάζεται να εκφωνήσει τον επικήδειο.

Τότε δύο άνθρωποι αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν τις δολοφονίες: ο επιθεωρητής Μασάντου Μασάντου και ο ιατροδικαστής Ζιλμπέρτου ντε Πένα-Μοντέιρου. Ψάχνοντας για τον δολοφόνο, ανακρίνοντας υπόπτους, αυτό το δίδυμο των ερευνητών πέφτει πάνω σε πρόσωπα που συνδέονται με τα θύματα ποικιλοτρόπως: αισθηματικά, σεξουαλικά, οικονομικά. Είναι η Μονίκ, γαλλίδα καλλιτέχνις, για τα μάτια της οποίας μάχονται νέοι και γέροι, κοινοί θνητοί και Αθάνατοι (ο επιθεωρητής πλαγιάζει μαζί της, το ίδιο κάνει με τη Μανουέλα, σύζυγο πρεσβευτή, αλλά και τη Γαλάτεια, κόρη του ποιητή Εουζέμπιο Φερνάντες). Είναι ακόμη ο Λαμεζόν, ιδιοκτήτης σκανδαλοθηρικών εφημερίδων, συγγραφέας ενός βιβλίου για πουλιά, ερωτευμένος με έναν ιάπωνα σοφέρ, ο Ντάντας, ποινικολόγος που υπερασπίζεται αναρχικούς και κομμουνιστές, και ο ιερέας Ινάσιου ντε Βιλαφόρτε, θαυμαστής του Οσκαρ Γουάιλντ, άνδρας με σεξουαλικές παρεκκλίσεις, που υπογράφει ποιήματα ως «Ντόριαν Γκρέι». Ποιο είναι το κίνητρο των δολοφονιών; Η εκδίκηση ή κάτι άλλο; Ο επιθεωρητής ανακαλύπτει μυστικά και ψέματα, εκβιασμούς και διαστροφές, ενώ η λύση των μυστηριωδών φόνων, όπως είναι το πρέπον, δίνεται στο τέλος και κρύβεται μέσα στο βιβλίο του Ράντγιαρντ ΚίπλινγκΤο βιβλίο της ζούγκλας.

Στα προηγούμενα βιβλία του ο Σοάρες, αντλώντας στοιχεία από τη βραζιλιάνικη και την παγκόσμια ιστορία, χρησιμοποιώντας ήρωες πραγματικούς (π.χ. τη Σάρα Μπερνάρ ή τον πρόεδρο της Βραζιλίας Ζετούλιο Βάργκας) και επινοημένους, δικούς του (π.χ. τον Ντιμίτρι Κόροζετς, αναρχικό που ανέλαβε υποτίθεται τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Ιωσήφ στο Σαράγεβο), μα και άλλων συγγραφέων (π.χ. τον Χολμς του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ), δανειζόμενος το απολαυστικό ύφος του μεγάλου συμπατριώτη του Ζουακίμ Μαρία Μασάντου ντε Ασίς, επιχειρούσε να διακωμωδήσει πρόσωπα, θεσμούς και καταστάσεις. Τώρα έχει σειρά η Ακαδημία της Βραζιλίας που φαίνεται εύκολος στόχος, καθώς η ανάδειξη των καινούργιων μελών της δεν γίνεται πάντοτε με διαφανείς διαδικασίες, αλλά και τα πρόσωπα που εισέρχονται σε αυτήν δεν είναι συνήθως τα καταλληλότερα στον τομέα τους. Ο συγγραφέας τα βάζει με τους ακαδημαϊκούς της Βραζιλίας, όχι τους σημερινούς, που ενδέχεται να δυσαρεστηθούν, αλλά τους παλαιούς που αντικειμενικά δεν μπορούν να αντιδράσουν. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με μια ξεκαρδιστική ιστορία, όπου αναμειγνύονται σε σωστές δόσεις φόνοι και σεξ, περιπέτεια και μυστήριο, λογοτεχνία- βραζιλιάνικη και παγκόσμια-, αλλά και μουσική- καθοριστικό στην πλοκή είναι τοΡέκβιεμ του Μότσαρτ-, οπότε η επιδίωξη του συγγραφέα να ευφρανθεί ο αναγνώστης μέσω του σαρκασμού και της ειρωνείας επιτυγχάνεται απολύτως.
  • του ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Κουρσάροι στο Αιγαίο

  • Δέκα πειρατικές ιστορίες με ήρωες που ζουν ακόμη στη λαϊκή φαντασία

Το παρόν βιβλίο περιέχει δέκα πειρατικές ιστορίες, γραμμένες λογοτεχνικά. Η συγγραφέας του δεν είναι ιστορικός και επομένως δεν επιθυμεί να διαβαστούν αυτές ως σελίδες εγχειριδίου για την ελληνική πειρατεία. Οι πειρατές ήταν παράτολμοι άντρες που την εποχή της Τουρκοκρατίας αλώνιζαν το Αιγαίο με τα πλοία τους κουβαλώντας εμπορεύματα, αγορασμένα ή κλεμμένα. Τα όρια ανάμεσα στο εμπόριο και στην πειρατεία ήταν δυσδιάκριτα, μαθαίνουμε, αφού τα εμπορικά έκαναν καταδρομές και τα πειρατικά ασκούσαν εμπόριο. Μολονότι οι ήρωες είναι πραγματικά πρόσωπα και παρουσιάζονται εδώ με τα ονόματά τους- έχει γίνει έρευνα και μελέτη πάνω σε αρχειακό υλικό-, ο αναγνώστης θα απολαύσει αφηγήσεις που θυμίζουν έργα φαντασίας, διότι η Κατερίνα Καριζώνη επιχειρεί να καλύψει τα κενά των πληροφοριών με επινοημένες σκηνές και φανταστικούς διαλόγους. Η πρώτη ιστορία αναφέρεται στον καπετάν Τζώρτζη, κατά κόσμον Ιωάννη Καψή, που αρχικά έδρασε στο Ιόνιο και στη συνέχεια στο Αιγαίο, ανταγωνιζόμενος Μανιάτες, Οθωμανούς, Μπαρμπαρέζους, Μαλτέζους και Κορσικανούς. Νυμφεύθηκε μια όμορφη γυναίκα, έζησε ειρηνικά στο σπίτι του στη Μήλο και όταν ένιωσε δυνατός ανακήρυξε το νησί ανεξάρτητο και έγινε για κάμποσα χρόνια ο βασιλιάς του.

Η δεύτερη ιστορία είναι το συναξάρι του καπετάν Μανέτα και της γυναίκας του της Μαριόγκας που ζούσαν ειδυλλιακά στη Μήλο. Οταν εκείνος έφυγε σε δουλειές, ένας καθολικός ιερωμένος επιθύμησε την ωραία Μαριόγκα, εκείνη αρνήθηκε να υποκύψει και τότε τη διέβαλε στον Μανέτα, ο οποίος τη σκότωσε. Στην τρίτη ιστορία βλέπουμε τον κεφαλλονίτη πειρατή Σπύρο Φραγκόπουλο να επιτίθεται στην Κίμωλο, όπου ερωτεύεται τη γυναίκα του γάλλου προξένου, τη Ροζ Μαρί. Στην τέταρτη ιστορία πρωταγωνιστεί ο γάλλος ιππότης-πειρατής Ουγκώ Ντε Κρεβελιέ, από την Προβηγκία, που έδρασε επίσης στο Αιγαίο και τιμωρήθηκε σκληρά από τον οθωμανό υπηρέτη του, όταν τον χαστούκισε. Στην πέμπτη ιστορία διαβάζουμε τις περιπέτειες του Φραγκίσκου Δελοκάβο στην Ανάφη. Η έκτη ιστορία αναφέρεται στο Μιχάλη Μανιάτη που έκανε δουλεμπόριο πουλώντας και αγοράζοντας χριστιανούς και Οθωμανούς. Οταν κάποτε ναυάγησε και βρέθηκε σε μοναστήρι του Αγίου Ορους, γνώρισε τον θρυλικό μοναχό-λόγιο Καισάριο Δαπόντε, ο οποίος προσπάθησε να τον ξαναφέρει στον ίσιο δρόμο. Στην έβδομη ιστορία μαθαίνουμε τον βίο του Μανιάτη Νικολού Σάσσαρη που έχασε το μάτι του σε καβγά- είχε τεθεί στην υπηρεσία του τσάρου της Ρωσίας-, ερωτεύτηκε μια φτωχή κοπέλα, την Κανέλλα, την παντρεύτηκε, μα δεν άφησε τις επιδρομές. Ωσπου σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τουρκικά πλοία, οπότε η Κανέλλα φόρεσε αντρικά ρούχα, ζώστηκε τα όπλα και πήρε τη θέση του κουρσεύοντας καράβια και νησιά. Η όγδοη ιστορία αφορά πάλι Γάλλο, τον κόμη Τερεμώ από την Αβινιόν, που νυμφεύθηκε στη Νάξο την Κατερίνα, κόρη προξένου, πιάστηκε από τους Τούρκους, φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και απελευθερώθηκε χάρη στις άοκνες ενέργειες της γυναίκας του.

Η ένατη ιστορία έχει πρωταγωνιστή τον καπετάν Τζαφέρ, πολεμιστή του σουλτάνου, ελληνικής καταγωγής. Παιδί τον άρπαξαν οι Τούρκοι, του άλλαξαν θρήσκευμα και όνομα και τον έκαναν πειρατή. Κάποτε, λέει, μεγάλος και τρανός, πήγε κρυφά στο σπίτι του, είδε τους γονείς του, συγκινήθηκε, μα δεν τους ομολόγησε την αλήθεια για να μη χάσει τα προνόμια που είχε αποκτήσει. Στη δέκατη και τελευταία ιστορία κεντρικός ήρωας είναι ο καπετάν Γουλφ, Γάλλος κι αυτός, που ξεκίνησε με το καράβι του από τη Μασσαλία, έφθασε στο Αιγαίο, αλλά εγκλωβίστηκε σε τρικυμία. Οταν οι τροφές τελείωσαν, οι άντρες του πληρώματος αποφάσισαν να σκοτώσουν έναν επιβάτη και να τον φάνε, αλλά για καλή τους τύχη η θάλασσα γαλήνεψε και έπεσαν πάνω σε πειρατές που τους ρυμούλκησαν ως την Κρήτη. Οι ήρωες του βιβλίου, κάτι σαν Ρομπέν των Θαλασσών, είναι γενναίοι στη μάχη, γενναιόδωροι με τους συντρόφους τους, ανελέητοι με τους εχθρούς τους, ιπποτικοί με τις γυναίκες, αγαπητοί στους συμπατριώτες τους. Δρουν στο Αιγαίο και ενίοτε εγκαταλείπουν τη θάλασσα για μια γυναίκα, ωστόσο όταν το χρέος τούς καλεί ξαναγίνονται ατρόμητοι κουρσάροι. Αλλά και οι ηρωίδες δεν υστερούν σε προτερήματα. Δεν είναι μόνο όμορφες, μα και υπομονετικές σαν την Πηνελόπη, τρυφερές και πιστές, μερικές μάλιστα διακρίνονται για το θάρρος τους, αφού όταν αναλαμβάνουν κουρσάρικη δράση αποδεικνύονται το ίδιο ικανές με τους άντρες. Ολες οι ιστορίες είναι γεμάτες αρμύρα, μερικές δε, διαποτισμένες με θρύλους και δοξασίες, έχουν το άρωμα του παραμυθιού.
  • ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Αγάπης αγώνας γόνιμος


  • Ο αειθαλής φιλόλογος Εμμανουήλ Κριαράς, 12ος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠαΣοΚ, στα 103 χρόνια του αφηγείται τη ζωή του και ταυτόχρονα όλες τις μεγάλες εκπαιδευτικές, πανεπιστημιακές, γλωσσικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις του 20ού αιώνα



Ο Εμμανουήλ Κριαράς μπροστά στο σπίτι όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον Αδάμαντα της Μήλου


του ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Το 1968, δευτεροετής φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, θυμάμαι τη θλίψη που ένιωσα όταν πληροφορήθηκα την απόλυση του Εμμανουήλ Κριαρά από το Πανεπιστήμιο. Υστερα από τόσα χρόνια διαβάζω σ΄ αυτό εδώ το βιβλίο το «φριχτό» (και από γλωσσική άποψη) κατηγορητήριο: «Ων από της προπολεμικής κατοχής και κατά την κατοχικήν περίοδον κομμουνιστικών φρονημάτων, εξακολουθείτε εμφορούμενος υπό των αυτών ιδεών,αναπτύξαντες[sic] διά του Τύπου αθεϊστικάς και υλιστικάς θεωρίας, αποτελέσαντες ιδίαν εν τη Σχολή ομάδα και εγκρίνοντες πάσαν οχλοκρατικήν εκδήλωσιν των αριστερών φοιτητών». Παρ΄ όλο που είχε ειδοποιηθεί από φίλο του για τις προθέσεις του υπουργείου από τις αρχές Ιουνίου 1967, έμεινε παντελώς αδιάφορος. «Ηθελα να αφήσω τους υπεύθυνους να ενεργήσουν κατά το ήθος τους». Πήγε με τη γυναίκα του στο χωριό των προγόνων του, τον Αδάμαντα της Μήλου, όπου και έμεινε ολόκληρο το καλοκαίρι του 1967 και «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος» περίμενε εκεί την απόλυσή του, για την οποία δεν είχε καμία αμφιβολία ότι θα πραγματοποιηθεί. Ηρθε λίγο αργότερα, τον Ιανουάριο του 1968.

Ο Εμμανουήλ Κριαράς στην ηλικία των 103 ετών εξακολουθεί να μας εκπλήσσει ευχάριστα με το πλήθος των εργασιών που δημοσιεύει με νεανικό σφρίγος και μοναδική καθαρότητα πνεύματος. Οσοι έχουμε το προνόμιο να τον γνωρίζουμε από κοντά, να συζητούμε μαζί του και να παρακολουθούμε τις απλές καθημερινές του συνήθειες, ξέρουμε ότι δεν είναι μόνο τα γονίδια ο λόγος της μακροζωίας του, αλλά και το πάθος του για την επιστήμη και την έρευνα, η αγάπη του για τη νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, η αγάπη του για τον άνθρωπο και η ικανοποίηση που γεννά η κοινωνική προσφορά.

Αγώνισμαδεν είναι μόνο το άθλημα, αλλά και η επίπονη προσπάθεια για την επίτευξη ενός ανώτερου στόχου. Σ΄ αυτό εδώ το βιβλίο ο συγγραφέας εξιστορεί με σεμνότητα, σχεδόν συστολή, θα έλεγα, τα αθλήματά του στον χώρο του πνεύματος και της επιστήμης. Ο Κριαράς δεν μπορούσε να αποσιωπήσει ορισμένα δυσάρεστα γεγονότα με το σκεπτικό: «Οταν συντάσσει κανείς απομνημονεύματα ή αυτοβιογραφία, οφείλει να είναι σε μεγαλύτερο βαθμό ειλικρινής παρά ευγενικός,ιδίως σε ορισμένες “λεπτές” περιπτώσεις».

  • Του έκανε καλό
Ο Εμμανουήλ και η σύζυγός του Αικατερίνη (Τιτίκα) Κριαρά το 1938
Το βιβλίο είναι άριστα δομημένο, με άψογη τυπογραφική εμφάνιση και παράθεση πλούσιου φωτογραφικού υλικού. Σε δέκα κεφάλαια εξιστορείται μια μακρά ζωή, γεμάτη δράση, αγώνες και θυσίες. Τα «Παιδικά και νεανικά χρόνια (1906-1924)» σφραγίζονται από στερήσεις, αυτό όμως δεν στάθηκε εμπόδιο να μάθει γαλλικά, ενώ άρχισε ήδη να παρακολουθεί μαθήματα ιταλικών και αγγλικών. Τα «Πανεπιστημιακά χρόνια (1924-1929)» διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του. Υποδέχεται τον Ψυχάρη στα Χανιά το 1925, 19 μόλις ετών, τον συνοδεύει παντού και έχει μακρές συζητήσεις μαζί του. Είναι ήδη συνειδητοποιημένος δημοτικιστής και σοσιαλιστής. Θαύμαζε τον Ψυχάρη, αλλά δεν συμμερίστηκε ποτέ τις ακραίες θέσεις του. Το «Ερευνητικό ξεκίνημα (1930-1940)» είναι λαμπρό: Σπουδάζει στο Μόναχο και στο Παρίσι με υποτροφία, εκλέγεται διευθυντής του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών (1939). Τα «Κρίσιμα χρόνια (1941-1949)» μυήθηκε στο κίνημα του ΕΑΜ και αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της πατρίδας. Τα γερμανικά Τάγματα Ασφαλείας τον οδήγησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κρατουμένων στο Χαϊδάρι, όπου έμεινε εκείνος τέσσερις μήνες και η γυναίκα του τρεις. Είναι θαύμα πώς επέζησαν. Οπως λέγει ο ίδιος, η μαύρη εκείνη εποχή «γαλβάνιζε» τον χαρακτήρα τους. Στα κεφάλαια «Εσω των τειχών» και «Εξω των τειχών» περιγράφονται οι επιστημονικές και άλλες δραστηριότητες κατά το χρονικό διάστημα 1950-1967, το πλούσιο συγγραφικό έργο που εκπόνησε από το έτος εκλογής του ως καθηγητή στο Αριστοτέλειο, ο «Κύκλος Ευστάθιος», με μέλη φοιτητές του και νέους πτυχιούχους, η ίδρυση του Μεσαιωνικού Λεξικού του κ.ά. Ακολουθεί η «Δικτατορία (1968-1974)». Η απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο είχε αποτέλεσμα να αφοσιωθεί πλήρως στη σύνταξη του Λεξικού του, και με την έννοια αυτή, λέει ο ίδιος, με τη λεπτή αίσθηση του χιούμορ που τον διακρίνει, ότι«η δικτατορία μού έκανε καλό».
  • Εξόρμηση για τη γλώσσα
Στο κεφάλαιο «Μεταπολίτευση (1974-2000)» βλέπουμε τον αγωνιστή Κριαρά να κάνει εξόρμηση για τη γλώσσα, να διαφωτίζει τον λαό με τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές του και την αρθρογραφία του στον Τύπο. Υπήρξε πρόεδρος μιας σειράς επιτροπών: για την καθιέρωση της δημοτικής και στη νομική πράξη, για τη μεταγλώττιση του Συντάγματος του 1985 στη δημοτική και για την καθιέρωση του μονοτονικού (1982). Συνέχισε την έκδοση του Μεσαιωνικού Λεξικού και συνέταξε το περίφημο Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας, γραπτής και προφορικής(1995), με το οποίο εγκαινιάζεται η σύγχρονη λεξικογραφία στην Ελλάδα. Η περίοδος αυτή λήγει με τον θάνατο της αγαπημένης του συζύγου Τιτίκας Στριφτού, καθηγήτριας Πανεπιστημίου, σπουδαίας παιδαγωγού και ψυχολόγου, την Πρωτομαγιά του 2000, αφήνοντάς του«το βάρος μιας ασφυκτικής ψυχικής κατάστασης». Μετά την αποδημία της έπονται τα «Χρόνια επιβίωσης (2001 και εξής)». Ακολουθεί πλήθος τιμητικών εκδηλώσεων, τις οποίες θεωρεί«υπέρμετρες»και τις αποδίδει με αυτοσαρκασμό στο γεγονός ότι ζει ακόμη. Επιδίδεται στην έκδοση των επιστολών του με σημαντικές προσωπικότητες. Το βιβλίο κλείνει με τα «Ακροτελεύτια», όπου αναπολεί το Λεξικό του και την πορεία του, μνημονεύει φίλους του (καμαρώνει, λ.χ., για τη στενή φιλία που έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια με τον γενικό γραμματέα της Ακαδημίας Αθηνών Νίκο Ματσανιώτη) και αφήνει υποθήκες για το μέλλον, καταλήγοντας στην πικρή διαπίστωση:«Καταστρέψαμε το περιβάλλον. Η φύση μάς εκδικείται».
  • Κορυφαίος δημοτικιστής
Ο Εμμανουήλ Κριαράς, κορυφαίος δημοτικιστής, άξιος συνεχιστής του έργου του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, αποτελεί, χωρίς υπερβολή, ζωντανό θρύλο. Είναι χαλκέντερος ερευνητής, παθιασμένος μ΄ αυτό που κάνει. Πριν από λίγο καιρό μού έλεγε:«Δεν φοβήθηκα ποτέ τη δουλειά. Η δουλειά με φοβήθηκε». Τη ζωή την αισθάνεται ως «τραγικό βίωμα.Δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει».Η εξιστόρηση του βίου του φέρνει στην επιφάνεια ένα μεγάλο μέρος της πνευματικής και πολιτικής ζωής της Ελλάδας του εικοστού αιώνα. Περίπου 1.000 ονόματα περνούν μέσα από το εκπληκτικό αυτό βιβλίο που θα άξιζε να γίνει κινηματογραφική ταινία. Ανάμεσά τους μεγάλοι επιστήμονες, Ελληνες και ξένοι, κορυφαίοι λογοτέχνες, άνθρωποι των τεχνών, προσωπικότητες του πολιτικού βίου, με τους περισσότερους από τους οποίους είχε φιλία και συνεργασία. Δεν είναι λίγο πράγμα να περνάς μια ολόκληρη βραδιά συνομιλώντας στη Θεσσαλονίκη με τον Αλμπέρ Καμύ, για να αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα.

Το βιβλίο αυτό αποπνέει την ευωδιά και έχει τη γλυκύτητα του ώριμου φρούτου. Είναι καρπός φιλοσοφημένης παιδείας και βαθύτατης περισυλλογής. Σε κάνει να χαίρεσαι για τα απίστευτα όρια αντοχής του ανθρώπου και να θαυμάζεις τα επιτεύγματα μιας τέτοιας προσωπικότητας, αλλά και να μελαγχολείς για την ανθρώπινη μικρότητα. Και με το έργο αυτό ο Εμμανουήλ Κριαράς, άξιος Διδάσκαλος του γένους, δίνει μαθήματα ποιότητας, ήθους και ανθρωπιάς.
  • Ο κ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ζήστε όπως ο Ρίλκε

  • Το πάθος της ζωής και της γραφής, η μέθη του έρωτα, η εμπειρία της απώλειας και η εξοικείωση με τον θάνατο μέσα από τα γράμματα του κορυφαίου γερμανόφωνου ποιητή

  • του ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009



Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Iταλός ποιητής μού είχε πει πριν από μερικά χρόνια στην Τεργέστη πως αποφάσισε να μάθει γερμανικά προκειμένου να διαβάσει τιςΕλεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε στο πρωτότυπο. Μου φαίνεται ότι είναι ο μεγαλύτερος έπαινος για τον ποιητή που επεδίωξε να εκφράσει το ανείπωτο- και σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε. Αυτό εν τούτοις προϋπέθετε την καταβύθιση στα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξης και την ακατάβλητη προσπάθεια να αποτυπώσει στο έργο του την ενότητα της ζωής και του θανάτου, ζώντας ο ίδιος μέσα στο έργο του- και από το έργο του.
  • Ενα αποστολικό πλάσμα
Ο Νταλί είχε χαρακτηρίσει κάποτε τον Λόρκα«πλάσμα αποστολικό», κάτι τέτοιο όμως ισχύει πολύ περισσότερο για τον Ρίλκε. Εκείνος ο δανδής από την Πράγα με τα βαθιά και στοχαστικά μάτια, ο αναχωρητής και ταυτοχρόνως κοσμοπολίτης θα μας έδινε στιςΕλεγείες του Ντουίνομια από τις μεγαλύτερες ποιητικές συνθέσεις του αιώνα που μας πέρασε. Και με τιςΣημειώσεις του Μάλτε Λάουριντζ Μπρίγκε,ένα πεζογράφημα απείρως ανώτερο από την εξπρεσιονιστική λογοτεχνία της εποχής, σε σημείο ώστε πολλοί να πιστεύουν ακόμη και σήμερα πως η μόνη γερμανόφωνη πρόζα με την οποία μπορεί κανείς να το παραβάλει είναι τα έργα του Κάφκα. Αυτός που ήταν βυθισμένος στο έργο του, ο ανυπέρβλητος στυλίστας για τον οποίο η τελειότητα αποτελούσε το μόνο του μέλημα, ήταν ένας άνθρωπος που επικοινωνούσε με τους φίλους και τους γνωστούς του στο επίπεδο μιας ανεπανάληπτης οικειότητας, γι΄ αυτό και σήμερα η τεράστια αλληλογραφία του θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα του δημιουργικού του έργου. Οι επιστολές τού Ρίλκε, ο οποίος δεν διάβαζε κριτικές για τα βιβλία του, δεν είναι τα προλεγόμενα της ποίησής του αλλά συνιστούν τις προεκτάσεις και τα ημερολόγιά της. Είναι όμως και καταθέσεις ψυχής, αναπτύγματα ενός κόσμου που διαπλατυνόταν και βάθαινε μέσα στη συνείδησή του σε τέτοιο σημείο ώστε να εμπνέει όχι μόνο τους αναγνώστες και τους ομοτέχνους του αλλά και ανθρώπους με διαφορετικά ενδιαφέροντα. Το dasein του Χάιντεγκερ, επί παραδείγματι, δεν είναι άστοχο αν το εκλάβει κάποιος ως φιλοσοφική προέκταση του κόσμου του Ρίλκε. Η φαινομενολογία του Χούσερλ έχει επηρεαστεί από το έργο του και η κατάδυση του Τόμας Μαν στον κόσμο της αρρώστιας, από όπου αναδύεται ένα πάθος ζωής που γίνεται τόσο πιο έντονο όσο πιο σοβαρή είναι η αρρώστια, οφείλει πολλά στον ποιητή αυτόν, ο οποίος πριν από ενενήντα χρόνια κατάφερε στο κάστρο του Ντουίνο, ατενίζοντας την υδάτινη πεδιάδα της Αδριατικής, να ακούσει τα φτεροκοπήματα των αγγέλων και να «δει» τα Χερουβείμ του χρόνου πάνω από την άβυσσο.
  • Ανθολόγιο ποιητικής
Ο Ούλριχ Μπέερ, αναπληρωτής καθηγητής Γερμανικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, συνέθεσε έναν εξαιρετικά πρωτότυπο τόμο, ανθολογώντας- κυρίως από την τεράστια αλληλογραφία του Ρίλκε- αποσπάσματα που καλύπτουν βασικούς τομείς του επιστητού. Ο ποιητής μιλάει ανάμεσα στα άλλα για τη ζωή και για το ζην, για την παιδική ηλικία και την εκπαίδευση, για τη φύση, τη μοναξιά, τη γλώσσα, τον έρωτα, την απώλεια και τον θάνατο, για την εργασία, την πίστη και την τέχνη, για τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες. Ο Μπέερ γράφει μια διεισδυτική εισαγωγή, φιλοτεχνώντας το πορτρέτο του ποιητή και χρησιμοποιώντας όσα βιογραφικά στοιχεία τού είναι αναγκαία για να ερμηνεύσει τη στάση του απέναντι στις εκφάνσεις του καθολικού, τις επιθυμίες, τα όνειρα και τα οράματά του ως την τελευταία ημέρα της ζωής του (ο Ρίλκε πέθανε 51 ετών από λευχαιμία, στις 29 Δεκεμβρίου 1926, σε ελβετικό νοσοκομείο).

Το βιβλίο αναφέρει πολύ περισσότερα από όσα υπονοεί ο τίτλος. Πρόκειται για ανθολόγιο ποιητικής, ένα βιβλίο για την επιθυμία και την απώλεια, για τη ζωή και την τέχνη και κυρίως για το πώς αλληλεπιδρούν. Εκτός αυτού είναι ολοφάνερο από τις πρώτες ακόμη σελίδες ότι αυτό που πρωτίστως ένοιαζε τον Ρίλκε ήταν το πώς θα υποτάξει τη ζωή στην τέχνη του- πράγμα που συνεπαγόταν βαθιά και μόνιμη μοναξιά.«Αϊ-Βασίλη της μοναξιάς»είχε αποκαλέσει τον Ρίλκε ο Γ. Χ. Οντεν. Οσο και αν ο χαρακτηρισμός ακούγεται επιτιμητικός, δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια, γι΄ αυτό και ορθώς ο Μπέερ υπονοεί πως ο πραγματικός Ρίλκε δεν προκύπτει από τις βιογραφίες που έγραψαν για αυτόν αλλά από όσα κατέθεσε ο ίδιος. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι στα γράμματά του επεδείκνυε την ίδια φροντίδα με τα ποιήματα και τα πεζογραφήματά του. Τα έγραφε πολλές φορές, πρόσεχε και την τελευταία λεπτομέρεια, ήθελε να είναι μικρά κομψοτεχνήματα και όχι απλές ανταποκρίσεις, επιτροχάδην γνώμες ή απλές καταγραφές της καθημερινότητάς του. Αυτή η υπερβατική προσέγγιση της καθημερινότητας, η αγωνία οικειοποίησης του ανείπωτου δηλαδή, δίνεται συχνά με έξοχες πινελιές, όπως λ.χ.: «Περνάμε μες από Ολα,όπως η κλωστή μέσα στην ύφανση:δίνουμε σχήμα και μορφή σε εικόνες που εμείς οι ίδιοι τις αγνοούμε».(Θα έλεγε κανείς ότι αυτός είναι ο πλησιέστερος προς την αλήθεια ορισμός του ανείπωτου.) Ή ακόμη όταν γράφει: «Ισως η δημιουργία να μην είναι παρά μια πράξη βαθιάς μνήμης».

Οταν πριν από πολλά χρόνια κυκλοφόρησαν ταΓράμματα σε έναν νέο ποιητή(μεταφρασμένα στη γλώσσα μας από τον Μάριο Πλωρίτη) προκάλεσαν και στη χώρα μας μεγάλη αίσθηση. Εκεί ο Ρίλκε ανέφερε ότι γράφει κανείς όταν αυτό τού το υπαγορεύει μια εσωτερική δύναμη στην οποία δεν μπορεί να αντισταθεί. Αυτή η ίδια δύναμη είναι πανταχού παρούσα και σε τούτο το βιβλίο. Δύναμη που ανεβάζει τη ζωή στην επιφάνεια της έκφρασης - ή αντίστροφα-, έκφρασης που καταδύεται στον μαγικό και αβέβαιο κόσμο της ύπαρξης, αναζητώντας τον εαυτό της. Δεν είναι τυχαία η επίδραση του Ρίλκε σε φυσιογνωμίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπως η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, ο Μπορίς Παστερνάκ και ο Πάουλ Τσέλαν. Αν θέλαμε μάλιστα να υιοθετήσουμε μια ακραία ερμηνεία, θα λέγαμε πως κάτω από τη λαμπερή σκιά του αναπτύχθηκε όλος ο ρωσικός ακμεϊσμός.

Τριλογία για τον πόλεμο των φαντασιώσεων με την απέραντη σπατάλη ζωής και χρήματος

Ανθεκτικό ψυχροπολεμικό έπος από τον Τζον Λε Καρέ
  • Της Μαριας Τοπαλη, Η Καθημερινή, 27/09/2009
  • Τζον λε Καρε

Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι, Καστανιώτης, 2008

Ο εντιμότατος μαθητής, Καστανιώτης, 2009

Οι άνθρωποι του Σμάιλι, Καστανιώτης, 2009, μετ: Μιχάλης Μακρόπουλος

Novelist and ex-spy John le Carre on his exploits | 142029__carr_l

Πολλοί απ’ όσους γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, που δεν κατέρρευσε ηχηρά αλλά έσκασε σαν νοσηρή σαπουνόφουσκα –άλλο αν τα κομμάτια της αποδείχτηκαν μακροπρόθεσμα βραδυφλεγώς διαβρωτικά και δηλητηριώδη για την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας – πολλοί θ’ αναρωτιόμαστε, σχεδόν πνιγηρά, είμαι βέβαιη, πώς θα μπορούσε να δώσει κανείς στους νεώτερους μια πραγματική γεύση του τι σήμαινε για τους ανθρώπους του δυτικού μπλοκ εκείνη η περίοδος. Ψυχρός Πόλεμος θα πει ακήρυκτος και διαρκής, κρυφός και ανελέητος, με τις Ναπάλμ να πυρπολούν αλλού τον πλανήτη και την Ευρώπη να ραγίζει και να αιμορραγεί παράξενα, ταυτόχρονα με την Ινδοκίνα...

Η κυκλοφορία, και στα ελληνικά, με μεγάλη καθυστέρηση, της επικής αφήγησης κατασκοπικής φαντασίας του θρυλικού Τζον Λε Καρέ (1931), μιας άτυπης τριλογίας γύρω από τον Βρετανό αρχικατάσκοπο Σμάιλι, παρέχει γερό στήριγμα σε όποιον ψάχνει κάτι να πει για τα χρόνια εκείνα, χωρίς να ακουστεί μελοδραματικός, ψεύτικος, ανακριβής. Αλλά και χωρίς να υποστείλει τη σημαία του πάθους και των μεγάλων συγκινήσεων, που, τότε ακόμη, εξακολουθούσαν να αρδεύουν τις ανθρώπινες συνειδήσεις.

Η μεταχρονολόγηση της ελληνικής μετάφρασης (τα πρωτότυπα έργα δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1974 και 1979, καλύπτοντας δηλαδή ένα σημαντικό φάσμα ψυχροπολεμικού μεγαλείου και πρώτων σημαδιών της «ύφεσης») υποχρεώνει σε παρόμοιους αναστοχασμούς. Ποιος ήταν εκείνος ο αδιανόητος σήμερα, βραχύβιος κόσμος, που υπήρξε κόσμος «μας»; Ποιοι οι ήρωές του; Αν πιστέψουμε τον Λε Καρέ, επρόκειτο, «εντέλει», για «πόλεμο των φαντασιώσεων». Τόσο απλά! Μια απέραντη σπατάλη ζωής, χρήματος, ενέργειας, μια δυσθεώρητη ύβρις για ένα πουκάμισο αδειανό – δύσκολα θα βρίσκαμε κάποιον να δικαιώνει τον Σεφέρη τόσο αμείλικτα όσο ο και προσωπικά εμπλεκόμενος Λε Καρέ (που υπήρξε τω όντι Βρετανός κατάσκοπος ως κατά κόσμον Ντέιβιντ Κόρνγουελ).

  • «Αδειανό πουκάμισο»

«Η κατασκοπεία», υποστηρίζει, υπήρξε «εντέλει» το «πεδίο μάχης του Ψυχρού Πολέμου». «Φαντάροι του οι κατάσκοποι» με την τρέλα του πολέμου αυτού να «μετατρέπει την κατά βάσιν πολύ απλή δουλειά της κατασκοπείας σ’ έναν ατέλειωτο λαβύρινθο από καθρέφτες όπου μόνον επαγγελματίες γίνονται δεκτοί και κανενός τα μάτια δεν ανοίγουν εντέλει.» Η λέξη–κλειδί μοιάζει να είναι αυτή η μελαγχολική επωδός: «εντέλει». Αν ψάχνετε έναν τρόπο να αφηγηθείτε το σκηνικό αυτό ενός μέρους της ζωής σας, που σαν κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό, αρχίζοντας με ρομαντική πίστη σε σπουδαία ιδανικά, συνεχίζοντας ως παρανοϊκή, διασπειρόμενη βία και τελειώνοντας ως φάρσα, ο παχουλός και γερασμένος αρχικατάσκοπος Σμάιλι είναι ο άνθρωπός σας. Ο πάλαι ποτέ διανοούμενος φιλόλογος, ο ειδικός στη γερμανική λογοτεχνία ήρωας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (σε τέτοιων ηρώων και «ηρώων» τη σκιά μεγαλώσαμε, και στη σιωπή των απανταχού θυμάτων), ο διαρκώς απατημένος σύζυγος και διαρκώς τσαλακωμένος από τη γραφειοκρατία υπαλληλίσκος, αποδεικνύεται στη μελαγχολική παρακμή του (λουσμένος ωστόσο στο ρομαντικό φως καιρών ακαθόριστα περασμένων) εξαιρετικά σύγχρονος. Δεν επιτρέπει απλώς τις περίφημες «πολλαπλές αναγνώσεις» που είναι τόσο της μόδας τελευταία: τις επιβάλλει.

  • Τζορτζ Σμάιλι, ο αντιήρωας

«Οχι ένα πρόσωπο στην πραγματικότητα», λέει για τον Σμάιλι ένας αστυνομικός διευθυντής στον τρίτο τόμο. «Περισσότερο σαν ολόκληρο φάσμα προσώπων. Περισσότερο σαν συρραφή διαφόρων ηλικιών, ανθρώπων και προσπαθειών. Ακόμα και διαφορετικών πίστεων». Ο τρόπος του Σμάιλι είναι μια διαρκής άσκηση ισορροπίας, θυμίζοντας τους σχοινοβάτες πάνω από τα καπνισμένα ερείπια των γερμανικών πόλεων. Θα ήταν γελοίος, απαράδεκτος, κακόγουστος αν δεν ήταν τραγικός, εξωτερικεύοντας τη φλόγα μιας βαθιάς εσωτερικής απελπισίας σε επίμονη πράξη. Πλαισιωμένος από αντίστοιχους μονομανείς μαχητές και μαχήτριες, όλους βαφτισμένους στην κολυμβήθρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κατανοητός μόνον υπό αυτό το πρίσμα. Κατανοητός, όχι δικαιωμένος: εδώ βρίσκεται η μεγάλη αρετή του συγγραφέα, που γέρνει εντέλει προς τη δύσκολη πλευρά, της κριτικής, όχι της εύκολης μυθοποίησης. Εξακολουθώντας, μολαταύτα, να τείνει, μάταια και διψασμένα, προς την τελευταία, όπως όλοι. Διασχίζοντας με άνεση, άλλοτε ρητά κι άλλοτε υπαινικτικά, όλα τα ντεκόρ: από τις καρικατούρες των λονδρέζικων γραφειοκρατιών του ’60 μέχρι τις βιβλιοθήκες και τις εξοχές της Οξφόρδης· από τους λόφους της Τοσκάνης μέχρι την κολασμένη Ινδοκίνα και το διεφθαρμένο Χονγκ Κονγκ, κι από τα υποβαθμισμένα παρισινά σοκάκια μέχρι τις όχθες της Αλστερ στο Αμβούργο και τη χιονισμένη, αποστασιοποιημένη ελβετική χλιδή, ο Λε Καρέ αφήνει τα τοπία να συμπρωταγωνιστήσουν με τους εξίσου πρισματικούς ήρωές του. Ιδανική συντροφιά και για την παραλία και για τον χειμωνιάτικο καναπέ, θα ήταν ακόμη απολαυστικότερη αν η μετάφραση έρρεε ελληνικότερα και δεν άσθμαινε κάποτε υποτακτικά υπό το βάρος του –αναμφισβήτητα πολύ απαιτητικού– πρωτοτύπου. Οσοι αναρωτιούνται αν αξίζει τον κόπο να φτάσουν ώς τον τρίτο τόμο, θα πρέπει να ξέρουν ότι αυτός είναι και ο καλύτερος – και δεν μπορεί κανείς να τον απολαύσει πραγματικά, αν δεν γνωρίζει τους δυο προηγούμενους. Εστω και μόνο χάριν της συγκίνησης που εκλύεται όταν ο ένας αρχιπράκτορας ενδίδει, στιγμές πριν από το τέλος, στην έλξη του αντιπάλου και οιονεί συμπολεμιστή στον αγώνα κατά του Χίτλερ. Ο Σμάιλι «δεν μπόρεσε να μη νιώσει άθελά του συνεπαρμένος μπροστά στην κλίμακα του ρωσικού μαρτυρίου, μπροστά στην αδιάφορη αγριάδα του και τις ηρωικές του εξάρσεις. Σε σύγκριση μ’ αυτό, ένιωθε μικρός και μαλθακός κι ας μην πίστευε ότι από τη δική του ζωή έλειπαν οι πόνοι». Μια επική παρτίδα για δύο, όταν τα έπη μπορούσαν ακόμη να περιγράψουν τον κόσμο μας.

Με δεξιοτεχνία ο συγγραφέας εγχέει στην αφήγηση την απειλή και προβαίνει σε προσημάνσεις που έχουν να κάνουν με τον θάνατο

Ο ζοφερός εξωτισμός του Μπόουλς με υπόκρουση τζαζ

Paul Bowles (1910-1999)
  • Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, 27/09/2009
  • Πολ Μποουλς: Ψηλά πάνω από τον κόσμο, μετ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Απόπειρα

«Οπως κάθε ρομαντικός, ήμουν λίγο - πολύ βέβαιος ότι μια μέρα θα έβρισκα τον μαγικό τόπο που θα μου αποκάλυπτε τα μυστικά του και θα μου χάριζε έτσι τη σοφία και την έκστασή του, δηλαδή τον θάνατο», γράφει στην αυτοβιογραφία του ο «μάγος του Μαρόκου», ο Αμερικανός μουσικός, συγγραφέας και μεταφραστής Πολ Μπόουλς (1910-1999). Γιος ενός αυταρχικού πατέρα–αφέντη, για τον οποίο ώς το τέλος της ζωής του πίστευε ότι είχε προσπαθήσει να τον δολοφονήσει όταν ήταν μωρό, με μια μητέρα που προσπαθούσε να αντισταθμίσει τον τρόμο διαβάζοντάς του Ναθάνιελ Χόθορν και Εντγκαρ Αλαν Πόε, ο Μπόουλς θα ξεκινήσει να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, το πανεπιστήμιο του Πόε, έχοντας ήδη στα δεκαεφτά του δει ένα ποίημά του δημοσιευμένο πλάι σε κείμενα του Τζέιμς Τζόις και του Πολ Ελιάρ. Θα στραφεί προς τη μουσική, με δάσκαλο τον Ααρον Κόπλαντ και, κυρίως, θα αρχίσει πολύ νωρίς να ταξιδεύει, στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη Σαχάρα, την Κεντρική Αμερική, την Ασία – θεωρώντας ότι όταν αφήνεις πίσω μια ζωή και δεν έχεις ακόμα βρει μιαν άλλη βιώνεις μιαν ανεπανάληπτη ελευθερία. Προστατευόμενος της Γερτρούδης Στάιν στο Παρίσι, όπου θα γνωριστεί με όλη τη μοντερνιστική πρωτοπορία του εικοστού αιώνα, θα ακούσει τη συμβουλή της και θα επισκεφθεί την Ταγγέρη. Κι όταν σαν την κυρία Ρέινμαντλ στο «Ψηλά πάνω από τον κόσμο» θα αποφασίσει ότι ζώντας κανείς στα ξενοδοχεία παύει να είναι άνθρωπος, θα εγκατασταθεί οριστικά στην Ταγγέρη (1947-8), μαζί με τη γυναίκα του, την επίσης συγγραφέα Τζέιν Αουερ, με την οποία τον ενώνει μια σχέση αντισυμβατική, που χωράει τη συντροφικότητα αλλά και τις ομοφυλόφιλες επιλογές αμφοτέρων. Στο σπίτι τους, σημείο αναφοράς της Ταγγέρης, θα υποδεχθούν κατά καιρούς τον Τρούμαν Καπότε και τον Τενεσί Ουίλιαμς, τον Ουίλιαμ Μπάροους και τον Γκρέγκορι Κόρσο, τον Μπράιον Γκάιζιν και τον Αλεν Γκίνσμπεργκ και πλείστους άλλους.

Διάσημος από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με το περίφημο «Τσάι στη Σαχάρα», το οποίο είδαμε στο σινεμά το 1990 σε σκηνοθεσία Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Μπόουλς θα μοιράζει στην «ονειρική», κοσμοπολίτικη και ελευθεριακή Ταγγέρη το χρόνο του ανάμεσα στην ακρόαση και την καταγραφή της λαϊκής λογοτεχνίας και μουσικής, που τόσο επηρεάζουν και το προσωπικό του στυλ, στη μετάφραση μαροκινών συγγραφέων και στο συγγραφικό του έργο – αναπτυγμένο με τον τρόπο της φούγκας, ως ένα ενιαίο πολυφωνικό κείμενο που αντιστικτικά επανέρχεται στο βασικό του θέμα, τη βία «που μόνο ο άνθρωπος ανάμεσα στα ζώα μπορεί να εννοιοποιήσει» και την καταστροφή, «που μόνο ο άνθρωπος απολαμβάνει την ιδέα της».

Το «Ψηλά πάνω από τον κόσμο» [Up Above the World] αφηγείται και πάλι την ιστορία ενός ζευγαριού Αμερικανών που επισκέπτονται μια χώρα της Κεντρικής Αμερικής, θωρακισμένοι με την πεποίθηση ότι τα χρήματα και η συγκρότησή τους τούς προστατεύουν από τα πάντα, για να βυθιστούν στην τρέλα και τον τρόμο μιας πολυεπίπεδης απώλειας του εαυτού. Δομημένο ως αστυνομικό μυθιστόρημα, το κείμενο εκθέτει με το γνωστό ψυχρό και αποστασιοποιημένο ύφος του Μπόουλς (πολλά βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά) τον ιδιότυπο ζοφερό εξωτισμό του, που ορίζεται από την αμετάκλητη καταδίκη του δυτικού τρόπου σκέψης και του δυτικού πολιτισμού, την αδυναμία του μπροστά στο πρωτόγονο πνεύμα, την αναπότρεπτη κυριαρχία του Κακού στην πλέον κοινότοπη μορφή του και την ικανότητά του να ενσκήπτει αναπάντεχα, διαλύοντας την ανθρώπινη ζωή. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τον γιατρό Σλέιντ και τη νεαρή του γυναίκα να αποβιβάζονται σε ένα μικρό λιμάνι της Κεντρικής Αμερικής, να γνωρίζονται με την πλούσια κυρία Ρέινμαντλ που επισκέπτεται τον γιο της, να συνεχίζουν το ταξίδι τους και να πληροφορούνται ότι μια πυρκαγιά κατέκαψε το ξενοδοχείο όπου είχαν διαμείνει μαζί και την Καναδέζα φίλη τους. Να γνωρίζουν έναν γοητευτικότατο νεαρό άντρα που αποδεικνύεται ο γιος της και να αρρωσταίνουν, βαριά, και οι δύο. Το σασπένς επιτάσσει η σύνοψη αυτή να σταματήσει εδώ.

Ο προσεκτικός αναγνώστης επισημαίνει εξαρχής τον δεξιοτεχνικό τρόπο με τον οποίο εγχέεται στην αφήγηση η απειλή. Ο Μπόουλς προβαίνει διαρκώς σε προσημάνσεις που έχουν να κάνουν με τον εφιάλτη και τον θάνατο, μέσα σε ένα πλαίσιο που εμφανίζεται εντελώς φυσιολογικό και καθημερινό, προσημάνσεις στενά συνδεδεμένες με τον τόπο που λειτουργεί ως καταλύτης για την εξέλιξη της πλοκής: το πλοίο σφυρίζει πένθιμα, προφανώς διότι γνωρίζει την κατάληξη των επιβατών του· το ρολόι θυμίζει ωρολογιακή βόμβα, αφού εκμετράει ένα χρόνο προορισμένο να τελειώσει πολύ σύντομα· ένας παπαγάλος κρώζει σαν δαίμονας· όρνεα πάνε και έρχονται ανάμεσα στους ανθρώπους· το σκοτάδι είναι αποκρουστικό· η βροχή βίαιη και απειλητική. Η σιωπή τρυπάει τα αυτιά σαν βελόνα και όλα τα γεγονότα, ο εφιάλτης, η απαγωγή, πρώτα λέγονται και σαν να διαθέτουν οι λέξεις δύναμη μαγική, στη συνέχεια γίνονται. Δυσοίωνοι φωτισμοί, η αγαπημένη τζαζ του Μπόουλς, η λαϊκή μουσική του τόπου και οι ήχοι της Φύσης, ολοζώντανες απεικονίσεις της Φύσης και εξίσου ολοζώντανες παραισθήσεις που αλλάζουν τα χρώματα και τους ρυθμούς του κόσμου προβάλλοντας τις εκδοχές του Κακού σε ποικίλο φόντο ενισχύουν το σασπένς και ολοκληρώνουν την εικόνα της επικείμενης καταστροφής – που σήμερα φαντάζει πιο πραγματική και πιο πιθανή παρά ποτέ.

Το παρελθόν θυμήθηκα...




  • Γράφει ο Ευριπίδης Γαραντούδης

  • Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου 2009

Η ΕΜΜΟΝΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ, Η ΜΕΙΞΗ ΤΟΥ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ ΣΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΓΝΗΣΙΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΠΥΡΗΝΑ

Αμφιλοχία, αρχές της δεκαετίας του 1960: στη γιορτή του μαραθώνιου, ο ογκώδης και κουτσός Πέτρος Ριβός, ο σαλός της κωμόπολης, κερδίζει εντελώς αναπάντεχα τον αγώνα δρόμου. Αυτός ήταν ο ήρωας των παιδικών χρόνων του αφηγητή, ο οποίος, ενήλικος πλέον, θυμάται και περιγράφει, με έντονα ηθογραφικό χρώμα, τη γιορτή. Είναι ο «Δρομέας πλάι στη θάλασσα», το εκτενέστερο κείμενο του πλέον πρόσφατου βιβλίου το Ανδρέα Μήτσου. Στο τέλος του διηγήματος ο αφηγητής επιστρέφει στη γενέτειρά του σαράντα χρόνια μετά για να συναντήσει τον Ριβό ανέγγιχτο από τον χρόνο. Έτσι η ηθογραφική ιστορία για τη γενέτειρα εκτρέπεται επιδέξια σε ένα πυκνό ιχνογράφημα του τραυματικού ψυχικού δεσμού με τον χωροχρόνο της παιδικής ηλικίας.

Έχοντας ήδη στο ενεργητικό του έξι συλλογές διηγημάτων (η πρώτη εκδόθηκε το 1982), ο γεννημένος το 1950 Ανδρέας Μήτσου με την έβδομη συλλογή του Η ελεημοσύνη των γυναικών συνεχίζει να χαρτογραφεί μια αρκετά οικεία από τα παλαιότερα βι βλία του λογοτεχνική περιοχή. Το βασικό σημείο αναγνώρισης αυτής της περιοχής είναι ότι το ρεαλιστικό στη βάση του πλαίσιο των ιστοριών του Μήτσου διαποτίζεται από το ονειρικό, το αλλόκοτο ή και το παράλογο στοιχείο προκειμένου να υπογραμμιστούν κι εντέλει να φωτιστούν οι απωθημένες πλευρές ή τα τραύματα του ψυχικού βίου των διαφόρων χαρακτήρων.

Στα δεκαπέντε σύντομα ως επί το πλείστον διηγήματα του βιβλίου, αναγνωρίζονται ευδιάκριτα οι συνεκτικοί θεματικοί και αφηγηματικοί άξονές τους. Ο κυριότερος είναι η εμμονή στη μνήμη που ανασύρει από το παρελθόν δραματικά συμβάντα τα οποία σημάδεψαν τις ζωές των προσώπων. Φράσεις όπως «Μνήμες που επιμελώς έχουμε θάψει» (σ. 34) και «Η ζωή δεν είναι παρά μόνο μια ανάμνηση» (σ. 78) συμπυκνώνουν την αντίληψη όχι μόνο των αφηγητών αλλά και του συγγραφέα για τη μνήμη ως κέντρο του ψυχικού βίου και τη λογοτεχνική γραφή ως αναμόχλευση των αναμνήσεων και ως μελέτη των σκοτεινών λειτουργιών τους.

Στα δεκατέσσερα από τα δεκαπέντε διηγήματα ο πρωτοπρόσωπος, ομοδιηγητικός (αυτός που συμμετέχει στην αφήγηση) και κατά βάση αυτοδιηγητικός αφηγητής (αυτός που αφηγείται μια ιστορία στην οποία και πρωταγωνιστεί) ανακαλεί από το μακρινό παρελθόν του, από απόσταση δύο, τριών ή και τεσσάρων δεκαετιών, ένα γεγονός ή μια κατάσταση που τον σημάδεψε θετικά ή αρνητικά. Σε έξι διηγήματα, ο ενήλικος πλέον αφηγητής επιστρέφει μνημονικά στην παιδική ηλικία του, ο χωροχρόνος της οποίας ορίζεται με ακρίβεια: η Αμφιλοχία, η Αιτωλοακαρνανία ή η Ήπειρος στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Δεδομένου ότι ο Μήτσου γεννήθηκε το 1950 σε ένα χωριό κοντά στην Αμφιλοχία γίνεται φανερό ότι τα διηγήματα αυτά μισοκρύβουν προσωπικά βιώματά του, ακολουθώντας πάντως αρκετά μυθοπλαστικά προσχήματα ώστε να μην μπορούν να θεωρηθούν ευθέως αυτοβιογραφικά.

Ότι η σταθερή χρήση του πρωτοπρόσωπου ήρωα- αφηγητή είναι μια ασφαλής τεχνική επιλογή του Μήτσου φαίνεται και από το γεγονός ότι το μοναδικό διήγημα με τριτοπρόσωπο και ετεροδιηγητικό αφηγητή, «Το ψέμα», είναι και το λιγότερο επιτυχημένο.

Ορθόδοξα στην ανάπτυξη της πλοκής τους τα περισσότερα διηγήματα επιφυλάσσουν συνήθως στο τέλος τους την πλήρη φανέρωση του δραματικού πυρήνα τους και την κορύφωση της συναισθηματικής έντασης. Η επικέντρωση στον δραματικό πυρήνα των διηγημάτων δεν επιτρέπει την εμβάθυνση στους χαρακτήρες αλλά η πρωτοτυπία των ιστοριών και η οικονομία των εκφραστικών μέσων του Μήτσου κρατούν σταθερό το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Υπάρχουν όμως άλλα αφηγήματα όπου ανατρέπονται έντεχνα οι συμβάσεις του διηγήματος. Ακόμη σκόρπιες αυτοαναφορικές μνείες στη συγγραφική ιδιότητα του αφηγητή λειτουργούν ως ένα επιπλέον μεταμυθοπλαστικό κλείσιμο του ματιού του Μήτσου προς τον αναγνώστη του. Συνολικά κρινόμενα, τα διηγήματά του ασκούν την κατακτημένη δεξιοτεχνία του συγγραφέα τους σε πρωτότυπες ιστορίες από τις οποίες αναδύεται γνήσια συγκίνηση.

Έτσι κι αλλιώς, η ζωή είναι εδώ



  • Μιχάλης Μοδινός

  • ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Η ΜΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΖΟΥΣΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΕΙ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΥΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΣΕ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΑΥΤΑΠΑΤΗ. Η ΖΩΗ, ΑΥΤΗ «Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΗ» ΤΟΥ ΚΑΦΚΑ, ΜΕΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΕ ΑΞΙΟΒΙΩΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ο πρώην Ανατολικογερμανός Ίνγκο Σούλτσε (γεν. 1962) μας είχε ήδη μάθει με τις Καινούργιες Ζωές και τις Απλές Ιστορίες το πώς να ανασκαλεύουμε την κοινοτοπία της καθημερινότητας μέσα στον ορυμαγδό των μεγάλων ιστορικών στιγμών. Η Πτώση του Τείχους και η αναστροφή του μαρξικού εξελικτικού σχήματος ήταν οι εμμονές του. Τώρα μας μαθαίνει ν΄ ανασύρουμε διαμάντια από τον κουρνιαχτό του Τείχους. Έτσι ή αλλιώς, η ζωή είναι εδώ. Τόσο που αξίζει ν΄ αφιερώνουμε πού και πού μια νοσταλγική σκέψη για τη ζωή σε χώρες όπως η Ανατολική Γερμανία ή η Εσθονία, γιατί και εκεί διασφαλίσθηκαν- όπως έλεγε παλαιότερα κάποιος ήρωάς του- οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και το καταναλωτικό μοντέλο της Δύσης, δηλαδή η ελευθερία του να διαθέτεις κινητό. Τα λόγια αυτά μού επανέλαβε στην Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης τον Μάιο, όπου είχα τη χαρά να τον συμπαρουσιάσω.

Δεκατρείς ιστορίες κατά τον παλιό τρόπο, είναι ο υπότιτλος της συλλογής αυτής. Και ποιος είναι παρακαλώ αυτός ο παλιός τρόπος; Ίσως η χαμηλότονη αφήγηση. Η συχνή- πυκνή ταύτιση αφηγητή- ήρωα- συγγραφέα. Η αιφνίδια απόσπαση από την κεντρική ιστορία για ν΄ ακούσουμε από το στόμα ενός παραμορφωμένου αφηγητή κάποια άλλη. Η φαινομενικά αναίτια περιγραφή των εργαστηριακών συνθηκών υπό τις οποίες παρήχθη η ιστορία. Η ντροπαλή διερώτηση αν αυτό που διαβάζουμε είναι όντως μια ιστορία που αξίζει τον κόπο. Η ανάδειξη του προφανούς, του κοινότοπου, του καθημερινού, κυρίως του υποδορίως συγκινητικού ώστε να γίνει θαυμαστό. Η υπενθύμιση, με φαινομενική ανεμελιά, του ιστορικού πλαισίου. Η έναρξη της αφήγησης στα καλά του καθουμένου, χωρίς πολλά προαπαιτούμενα, σαν να γνωρίζαμε ήδη τα αντικείμενά (και υποκείμενά) της.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει με το Επεισόδιο στο Κάιρο, όπου εξ αρχής γνωρίζουμε ότι ο ευρισκόμενος σε συνέδριο αφηγητής (ο ίδιος ο Σούλτσε) προδίδεται από την ερωμένη του - που του την κάνει μ΄ ένα τοπικό καμάκι- και καταρρέει ψυχοσωματικά, αν και εν τέλει στη γωνία αναμένει η πολυπόθητη ελευθερία. Ή στην πρώτη ιστορία του τόμου ( Το κινητό), όπου η ύπαρξη του πολυπόθητου κινητού θα αποκαλύψει την υποβόσκουσα κρίση του ζεύγους ωσότου η ηρωίδα ζητήσει διαζύγιο.

Το έξοχο Μπερδέματα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς εκκινεί με την κατάρρευση του Τείχους και την ανάδειξη του αφηγητή από εξεγερμένο σε μικροκαπιταλιστή. Οι νεόφαντες ελευθερίες θα του στερήσουν τη συνέχιση της κατ΄ αυτόν ιδεατής σχέσης με τη νεαρή ηθοποιό Τζούλια. Όταν, πρωτοχρονιά του 2000, θα ξανασυναντήσει την αγαπημένη του όλα θα έχουν κριθεί. Ο ήρωας θα επιστρέψει στη σύζυγο και την επιχείρησή του, θα αποκτήσει ερωμένη, θα λατρέψει τον γιο του για τον οποίο ώς τότε αδιαφορούσε. Ο πρώην επαναστάτης μεταβλήθηκε οριστικά σε βολεμένο οικογενειάρχη.

Κι όμως, η ευτυχία είναι παρούσα, η αγάπη ομοίως.

Το θαύμα βρίσκεται παντού στις ιστορίες του Ίνγκο Σούλτσε.

Το κοινότοπο γίνεται προεξάρχον καθώς, υποδυόμενος τον ρεπόρτερ, ο συγγραφέας αντιγράφει την πραγματικότητα, για να την υπερβεί καθιστώντας μας συμμέτοχους. «Μα μήπως ήμασταν κι εμείς παρόντες;», αναρωτιόμαστε κάθε τόσο. Κι έτσι, εν τέλει η απόσπαση της ζωής μεταβάλλεται σε διασκέδαση, μια διασκέδαση δύσκολα κερδισμένη από την εσωτερική βάσανο. Κάτι σαν τον έρωτα, ας πούμε.

Οι σύγχρονες επιστήμες στο φως της φιλοσοφίας

  • Γιώργος Παμπούκης, Ημιμάθειας εγκώμιο, εκδόσεις Κριτική, σ. 517, 19 ευρώ

Πριν από έναν μήνα, το ταχυδρομείο μού έφερε ένα σπάνιου ενδιαφέροντος βιβλίο, που έκτοτε μελετώ, ήδη σε τρίτη συστηματική ανάγνωση: το βιβλίο του Γιώργου Παμπούκη, Ημιμάθειας εγκώμιο - μια μικρού σχήματος έκδοση, που στις 522 σελίδες της καλύπτει έγκυρα, συνοπτικά, αλλά και σε διαρκή τεκμηριωμένο διάλογο προβληματισμού μεγάλο φάσμα της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης. Τη σοβαρότητα του συγγραφέα, με έμφαση, μου είχε συστήσει, πριν από δέκα χρόνια, ο αξέχαστος εκλεκτός συνάδελφος και καλός φίλος Γιώργος Κουμάντος, μόλις είχε κυκλοφορήσει το πρώτο βιβλίο τού Παμπούκη, Στην τροχιά του ενός θεού. Το μελέτησα έκτοτε επανειλημμένως, το πρόσφερα ως δώρο σε φίλους, και κάθε τόσο κατέφευγα στη σοφία των σελίδων του, όταν έγραφα τη δική μου μονογραφία Η θεωρία για τον λόγο (2007). Επακολούθησε (2004) ένα δεύτερο βιβλίο του Παμπούκη, με τίτλο Η μεγάλη αντιπαράθεση: όταν το θείο συγκρούεται με τη σύγχρονη γνώση, που μου προσέφερε πλούσια ερεθίσματα για περαιτέρω προβληματισμό, κατά την επεξεργασία μιας άλλης μονογραφίας μου, με αντικείμενο τη θρησκευτική πίστη σε αρμονία με την επιστημονική γνώση και τη φιλοσοφική φρόνηση, για την ολοκλήρωση της οποίας θα χρειαστώ πολύ χρόνο ακόμη και περισσότερες δοκιμές στοχαστικού διαλόγου μαζί του. Με το τρίτο βιβλίο του ο Γ. Παμπούκης αναδεικνύεται σε μια πολύ αξιόπιστη σύγχρονη μικρογραφία του Αριστοτέλη, καθώς αγκαλιάζει ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης περιπέτειας για την κατάκτηση της αληθινής γνώσης: τη δημιουργία του Σύμπαντος, την πρώτη εμφάνιση και την έκτοτε εξέλιξη της ζωής στη Γη, τη σύγχρονη εποποιία των βιολόγων να γνωρίσουν και να θέσουν υπό έλεγχο τη λειτουργία του εγκεφάλου, την ιστορική περιπέτεια της ανθρώπινης συμβίωσης, στις πολιτικές, οικονομικές και ήδη στις παγκοσμιοποιημένες διαστάσεις της, με κορυφαία κεφάλαια σοβαρού και γόνιμου προβληματισμού τούς χώρους του υπερβατικού και της φιλοσοφικής σκέψης. Ενα βιβλίο που πιστεύω πως ανταποκρίνεται στους καημούς και στις αξιώσεις των αναγνωστών αυτής εδώ της στήλης.

Εξαρχής θα πρέπει να επιστήσω την προσοχή του αναγνώστη στον τίτλο του βιβλίου (Ημιμάθειας εγκώμιο). Ο συγγραφέας δεν σαρκάζει την κοινή ημιμάθειά μας, μήτε αυτοσαρκάζεται. Απλώς και μόνον προδιαθέτει τον αναγνώστη ότι προτίθεται να τον συνοδεύσει σ' έναν σύντομο (αλλά έγκυρο και συναρπαστικό) περίπατο μέσ' από τις σύγχρονες κατακτήσεις της επιστημονικής γνώσης και τα μεγάλα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, στην παγκοσμιοποιημένη διάστασή τους, σε σταθερή αναφορά προς τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

Αυτός ο περίπατος ξεκινάει φυσικά από τις πρώτες ανησυχίες των σοφών της Ιωνίας που, για πρώτη φορά, μακριά από θρησκευτικούς μύθους, προσεγγίζουν τα μεγάλα ερωτήματα για την ουσία της φύσης. Ακολουθούν οι απαραίτητες αναφορές στην κλασική ελληνική αρχαιότητα, αλλά και η οδυνηρή, όσο και βάσιμη παραδοχή ότι, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, μεσολαβούν περίπου χίλια χρόνια παντελούς απουσίας παραγωγής γνώσης. Μόλις από τον 14ο αιώνα αρχίζει, στη Δύση, η νέα πορεία του σκεπτόμενου ανθρώπου, η οποία, σταδιακά, κατέληξε στα μεγάλα άλματα και στις καθόλου σπάνια δυσνόητες κατακτήσεις της σύγχρονης γνώσης, αποτέλεσμα της οποίας είναι ότι ο φιλόσοφος της δικής μας εποχής διατελεί πια σε αδυναμία να μετάσχει ενεργά και αξιόπιστα στη δημιουργία και περαιτέρω προώθηση της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης, έτσι που ο δικός του ρόλος να περιορίζεται στην κριτική επεξεργασία του γνωστικού αντικειμένου που ήδη παράγουν αποκλειστικώς και μόνον οι εξειδικευμένοι εργάτες των θετικών επιστημών. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η περίοδος της καλπάζουσας επιστημονικής γνώσης άρχισε τον 19ο αιώνα, με τις επαναστατικές εργασίες του Δαρβίνου και του Μέντελ, προωθήθηκε σημαντικά με την ανατροπή των νευτώνειων βεβαιοτήτων, την οποία προκάλεσαν η Ειδική, λίγο αργότερα δε και η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, καθώς και η Κβαντική Θεωρία του Πλανκ, του Μπορ και της Σχολής της Κοπεγχάγης. Με σαφήνεια και πειστικότητα ο σ. (συγγραφέας) παρουσιάζει τις κεντρικές σκέψεις αυτών των πρώτων μεγάλων επιστημονικών ανατροπών, που επιγραμματικά συνοψίζονται στην παραδοχή ότι ζούμε σ' έναν τετραδιάστατο χωρόχρονο, ο οποίος καμπυλώνεται ανάλογα με τη μάζα που περικλείει. Κάτι όμως που, κατά γενική επιστημονική παραδοχή, βρίσκεται έξω από το αντιληπτικό πεδίο του ανθρώπινου εγκεφαλου, έτσι που, αν περιοριζόμαστε μόνο στις αισθήσεις και στις εμπειρίες μας, να αδυνατούμε να κατανοήσουμε την ουσία αυτών των κατακτήσεων. Από εκεί και μετά, καθ' οδόν προς τη λεγόμενη «ενοποιημένη θεωρία», οι γίγαντες των σύγχρονων επιστημονικών ανακαλύψεων παραδέχτηκαν ταπεινά ότι όσο αυξάνεται η γνώση τόσο αυξάνεται και το άγνωστο! Κάτι που, πιο απλά, σημαίνει ότι στον χώρο της γνώσης δεν υπάρχει τίποτε το οριστικό.

Ακολουθούν στο βιβλίο του Παμπούκη εκτενείς αναφορές στην κυρίαρχη σήμερα επιστημονική θέση για τη δημιουργία του Σύμπαντος πριν από περίπου 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια, αμέσως μετά τη λεγόμενη Μεγάλη Εκρηξη, με την ήδη από το 1929 ανακάλυψη του Χαμπλ ότι το Σύμπαν εξακολουθεί να διαστέλλεται, και μάλιστα με συνεχώς επιταχυνόμενο ρυθμό. Στην εποχή μας οι αστρονόμοι έχουν κατορθώσει να πλησιάσουν γνωστικώς σε απόσταση 380 χιλιάδων χρόνων μετά τη Μεγάλη Εκρηξη, ήδη δε οι προσπάθειες στο CERN της Γενεύης τείνουν να πλησιάσουν γνωστικώς σε απόσταση ενός τρισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου μετά από αυτήν την έκρηξη!

Στη συνέχεια, ο σ. προσεγγίζει το μυστήριο της ζωής στη Γη, με τους πρώτους μονοκύτταρους οργανισμούς, πριν από 3,5 εκατομμύρια χρόνια, και την έκτοτε εξέλιξη αυτής της δυναμικής ζωής, κάτι που περιθωριοποιεί τις αντίστοιχες διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης στο ίδιο χρονοντούλαπο της Ιστορίας όπου έχουν εναποτεθεί και οι αντίστοιχοι μύθοι της ελληνικής αρχαιότητας, καθώς η επιστημονική γνώση, αναφορικά με την εξέλιξη της ζωής στη Γη, οριστικοποιήθηκε αμετακλήτως μετά την ανακάλυψη το (1953) του DNA και του RNA.

Για τον συντάκτη αυτών εδώ των γραμμών εντελώς καινούρια και συνταρακτική προσέγγιση σύγχρονης επιστημονικής γνώσης είναι οι αναφορές του συγγραφέα στις ιλιγγιώδεις ερευνητικές κατακτήσεις που έχουν ήδη συντελεστεί στον χώρο του ανθρώπινου εγκεφάλου, ενός οργάνου που ήδη γνωρίζουμε ότι συγκροτείται από 100 δισεκατομμύρια νευρικά κύτταρα, τους λεγόμενους νευρώνες, καθένας από τους οποίους μπορεί να δεχθεί χιλιάδες συνοπτικά σήματα, έτσι που καθένας από αυτά τα 100 δισεκατομμύρια νευρώνων να μπορεί να λειτουργεί ως εξελιγμένος και αφάνταστα μικροσκοπικός ηλεκτρονικός υπολογιστής! Κάτι που επέτρεψε στους ειδικούς επιστήμονες να εμβαθύνουν στους μοριακούς μηχανισμούς της μνήμης και στους μηχανισμούς μάθησης σε κυτταρικό επίπεδο. Ιδιαίτερα εφιστά ο σ. την προσοχή μας στην πληροφορία ότι, πριν από δέκα χρόνια, ερευνητές του εγκεφάλου στην Καλιφόρνια διαπίστωσαν ότι η έκθεση σε μαγνητικό πεδίο ενός ειδικού σημείου του δεξιού λοβού του εγκεφάλου προκαλεί, σε ποσοστό 80% των περιπτώσεων, έντονη θρησκευτική έξαρση, ακόμη και σε άθεους! Μ' αυτές τις προωθημένες τεχνικές κατακτήσεις οι ειδικοί επιστήμονες μπορούν ήδη να απεικονίζουν όχι μόνο την ανατομία του εγκεφάλου, αλλά και την ίδια τη λειτουργία του, όταν είναι σε δράση! Ετσι λ.χ. γνωρίζουμε τώρα πια ότι το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου είναι των λογικών βεβαιοτήτων, ενώ το δεξί είναι εκείνο της έμπνευσης, του συναισθηματικού κόσμου και της ευαισθησίας. Με σταθερή, πάντως, την παραδοχή ότι αυτός ο φοβερά πολύπλοκος εγκέφαλός μας δεν πλάστηκε διαμιάς από κάποιον Θεό, αλλά είναι το σύνθετο αποτέλεσμα της εξέλιξης, της φυσικής επιλογής και της κληρονομικότητας, με την πάροδο των εκατομμυρίων χρόνων που προηγήθηκαν. Εντύπωση προκαλεί η σύγχρονη επιστημονική ανακάλυψη ότι ο κόσμος που μας περιβάλλει είναι άχρωμος, απλώς δε και μόνον ο μηχανισμός του ματιού, έτσι όπως εξελίχτηκε πολύ αργά επί εκατομμύρια χρόνων, κατάφερε να κατασκευάσει κύτταρα που ευαισθητοποιούνται σε διαφορετικού μήκους κύματος φωτεινές ακτίνες, κάτι που μας δίνει την ψευδαίσθηση των χρωμάτων! Ακόμη όμως πιο συνταρακτική είναι η επιστημονική παραδοχή των σύγχρονων ερευνητών του εγκεφάλου, δηλαδή ότι οι άνθρωποι, παρά τα όσα αντίθετα νομίζουμε, δεν διαθέτουμε ελεύθερη βούληση! Σκέψεις και προθέσεις που μας έρχονται στο μυαλό δεν γνωρίζουμε από πού μας έρχονται και προς τα πού κατευθύνονται!

Ετσι ανακύπτει το κρίσιμο ερώτημα: ενώπιον αυτών των απροσδόκητων επιστημονικών ανακαλύψεων των βιολόγων και των νευρολόγων ποιο αξιόπιστο περιθώριο απομένει για τον προβληματισμό και τη δημιουργική σκέψη του φιλοσόφου, καταδικασμένου ήδη στο περιθώριο των ημιμαθών; Κάτι που, μοιραία, οδηγεί τον σ. στο αμέσως επόμενο ερώτημα, μήπως η θεότητα δεν είναι πια απαραίτητο μονοπάτι για την κατανόηση και την ερμηνεία του κόσμου.

Σ' αυτό το σημείο ο σ. κάνει ένα μεγάλο διάλειμμα, καθώς, προσωρινά, αλλά σε μεγάλη έκταση σελίδων, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα σύγχρονα προβλήματα της ανθρώπινης συμβίωσης, τον ανθρώπινο ψυχισμό, τα πολιτικά συστήματα, το σύγχρονο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, ιδίως στον χώρο της οικονομίας, τη διαχείριση του μεγάλου όγκου πληροφοριών, την ταλαιπωρία του φυσικού περιβάλλοντος, τόσο διεθνώς, όσο και ειδικώς στον ανερμάτιστο δικό μας χώρο της γενικής επιδρομής των πολλών και ποικίλων τρωκτικών. Σ' αυτό το αρκετά εκτεταμένο -σε όγκο σελίδων- τμήμα του βιβλίου του ο σ. προσεγγίζει και τη σύγχρονη ελλαδική πολιτική κατάσταση. Αφετηρία του είναι η αναμφίβολη παραδοχή ότι «ένα πρωτοφανές στην ανθρώπινη ιστορία επίπεδο ζωής, αλλά και αξιοπρέπειας του "μικρού ανθρώπου" (είναι) το σημαντικότερο ίσως επίτευγμα της σύγχρονης εποχής». Ομως από εκεί και πέρα αρχίζει ο χείμαρρος της οδυνηρής ελλαδικής πραγματικότητας, με το πλήθος των ακατανίκητων αρνητικών μας, ως πρώτο από τα οποία ορθώνεται «η ενδυνάμωση της κοινωνικής και πολιτικής δύναμης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης», καθώς αυτά σύντομα ξέφυγαν από την ψευδαίσθηση της τηλεοπτικής δημοκρατίας και εκτρωματικά ορθώθηκαν με τη μορφή της τηλεοπτικής δικτατορίας. Και τούτο, αφού «ένας δημόσιος άνδρας δεν έχει πλέον την παραμικρή πιθανότητα να εκλεγεί σε σημαντικό δημόσιο αξίωμα, αν προηγουμένως δεν έχει "παραδοθεί" στα ΜΜΕ, με ό,τι αυτό σημαίνει».

Υστερα από τη μακρά πορεία των εξιστορήσεων και των προβληματισμών του στο χώρο του επιστητού, ο σ. φτάνει στο τρίτο (και προτελευταίο) μέρος της διατριβής του, με αντικείμενο το Υπερβατικό.

Εδώ, εξαρχής, ο σ. διευκρινίζει ότι στα θρησκευτικά πράγματα, υπάρχουν δύο μόνο δυνατοί δρόμοι προσέγγισης: αφ' ενός, ο αποκαλυπτικός, με τον οποίο, επί πολλούς αιώνες, οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες διαπαιδαγώγησαν τους πιστούς τους, και ο σύγχρονος δρόμος της κριτικής θεολογίας - μια διέξοδος, κάτω από το φως της φρόνησης, την οποία τα κυρίαρχα ιερατεία των μονοθεϊστικών θρησκειών σταθερά συκοφαντούν ότι δήθεν αναγκαστικά οδηγεί στην αθεΐα. Και τούτο, σε άκρα αντίθεση προς τις δύο θεμελιακές παραινέσεις, πρώτον μεν του Ιησού, ότι ο Θεός έχει πνευματική διάσταση, έτσι που «εν πνεύματι και αληθεία» να πρέπει να προσβλέπουμε σ' εκείνον και, δεύτερον, του Παύλου, ο οποίος με έμφαση τόνιζε ότι «υμείς επ' ελευθερία εκλήθητε, αδελφοί». Ο σ. έχει τη γνώμη ότι η πίστη στον Θεό προήλθε μέσ' από τα εκατομμύρια χρόνια ανασφάλειας που βίωσε η ανθρωπότητα, με την έννοια ότι οι φοβίες ενώπιον πλήθους από αναπάντεχους, όσο και αδάμαστους κινδύνους υπήρξε η απαρχή που ώθησε τους ανθρώπους στην κατασκευή, αποδοχή και λατρεία θεών.

Μου είναι σεβαστή η εκδοχή, την οποία υποστηρίζει ο σ. Ομως νιώθω την ανάγκη της ακόλουθης αντιρρητικής ερώτησης: Μήπως και οι μεγάλες ιδέες της δικαιοσύνης, της αγάπης, της αποδοχής του θανάτου για χάρη της προσωπικής ελευθερίας κ.ο.κ. δεν προήλθαν και δεν σφράγισαν τον ανθρώπινο πολιτισμό, ακριβώς ως το προϊόν από παρόμοιες ανασφάλειες, πικρίες και οράματα για μια καλύτερη ζωή; Και δεν συγκροτούν αυτές οι μεγάλες ιδέες την ομορφιά και τον ηθικό πλούτο της ζωής μας, παρά την τραγική επίγνωση που έχουμε, αναφορικά με το ότι πρόκειται για ευγενικές ουτοπίες;

Ο σ. φαίνεται να συμμερίζεται αυτήν την επιφύλαξη, καθώς με έμφαση τονίζει ότι «ο πραγματικός και σύμφωνα με την αρχική διδασκαλία του Ιησού χριστιανισμός υπήρξε στον κόσμο μόνο κατά την περίοδο των διωγμών, δηλαδή στους πρώτους δύο ή τρεις αιώνες μετά τον θάνατο του δασκάλου». Από εκεί και μετά ο σ. δίνει την εντύπωση ότι, ενόψει της οδυνηρής πραγματικότητας ενός κόσμου, γεμάτου από αδικία και παντελή απουσία της δικαιοσύνης του Θεού, καταλήξαμε πια στην τραγική σύγχρονη σύγκρουση, αφ' ενός, της γνώσης και της κριτικής σκέψης και, αφ' ετέρου, της άλογης πίστης. Ομως, κι εδώ, νιώθω την ανάγκη να διαφοροποιηθώ, επισημαίνοντας ότι η ευαισθησία της θρησκευτικής συνείδησης δεν ταυτίζεται αναγκαίως με την άλογη πίστη σε κάθε τι που συχνά με φανατισμό, ενδεχομένως και με ιδιοτέλεια, διακηρύσσουν θορυβωδώς κάποιοι αδιάλλακτοι.

Στη σελ. 404 ο σ. (συγγραφέας), προικισμένος με το πλήθος των γνώσεων που έχει συσσωρεύσει, αλλά και με τις ευαισθησίες της δικής του κριτικής σκέψης, καταλήγει να συνομολογήσει ότι δεν είναι εύκολο να ζήσεις χωρίς την αναδρομή στο θείο, καθώς μόνη της η γνώση δεν έχει τη δύναμη να συμπληρώσει τα κενά της συναισθηματικής μοναξιάς. Με την πικρή παραδοχή ότι «όταν δεν καταφεύγει στο θείο, ο άνθρωπος πρέπει να είναι πολύ δυνατός, γιατί μένει απελπιστικά μόνος». Και τούτο, μολονότι (σελ. 403) «από πουθενά, μα πουθενά, σε ολόκληρη την ανθρώπινη πορεία δεν διαπιστώθηκε ποτέ με βεβαιότητα κάποια συγκεκριμένη παρεμβατική παρουσία αυτού του "μορφώματος" σε ανθρώπινες υποθέσεις». Παρά ταύτα, με την αυστηρή επιστημονική αντικειμενικότητα που τον διακρίνει, ο σ. ενημερώνει τους αναγνώστες του ότι οι ερευνητές του ψυχισμού των μικρών παιδιών, ύστερα από εκτεταμένες έρευνες, επισημαίνουν ότι πολλα παιδιά έρχονται στον κόσμο με μία γονιδιακή προδιάθεση θρησκευτικής ευαισθησίας, κάτι που παρακίνησε το Ευρωπαϊκό Ερευνητικό Κέντρο της Γενεύης (CERN) στη διεξαγωγή, ήδη από το 2007, ενός τριετούς ερευνητικού προγράμματος με στόχο την επιστημονική εξιχνίαση του ερωτήματος, γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στη θεότητα.

Σ' αυτό το σημείο ας μου επιτραπεί να κλείσω την παρουσίαση του πολύ σημαντικού τούτου βιβλίου αναφέροντας ότι, στο πλαίσιο δικού μου αντίστοιχου ερευνητικού προβληματισμού, εντόπισα πως ήδη ο πλατωνικός Σωκράτης είχε διακηρύξει ότι από τη φύση είμαστε προγραμματισμένοι να νοσταλγεί η ψυχή σαν φτερό να πετάξει ψηλά, στον υπερβατικό εκείνον κόσμο, όπου αναζητεί ν' αντικρίσει το θείο, ως τον σωρείτη από τις ύψιστες ιδέες της ομορφιάς, της φρόνησης και της καλοσύνης: «πέφυκεν η πτερού δύναμις (...) άγειν άνω (...) ή το των θεών γένος οικεί (...) το δε θείον καλόν, σοφόν, αγαθόν» (Φαίδρος 246 d 6-e 2). Μια παραδοχή την οποία συμμερίστηκαν και φωτισμένοι πατέρες της χριστιανικής Εκκλησίας, όπως ο Βασίλειος («ο Θεός επιγινώσκεσθαι πέφυκεν») και ο Χρυσόστομος («πέφυκε γαρ η ανθρωπίνη φύσις, των κρειτόνων ορεγομένη»).

Ο σ. παραδέχεται (σελ. 405) πως προσπαθεί να φανταστεί ένα ιδεατό σύστημα διδασκαλίας, όπου όσα θαυμαστά είπαν ο Ιησούς, ο Σωκράτης και άλλοι ελάχιστοι αληθινά σοφοί, θα μπορούσαν να διδάσκονται απλά, σε χώρους απλούς, «χωρίς πομπώδεις καθεδρικούς ναούς, χωρίς πανάκριβα άμφια, χωρίς ακατάληπτους ενρινισμούς, χωρίς υποσχετικά άφεσης αμαρτιών». Ομολογώ πως απόρησα, καθώς είδα ότι απαξιώνει και όλες τις ψαλμωδίες, συλλήβδην. Δεν συμμερίζομαι αυτήν την καθολική απαξίωση της καλής μουσικής, ως μυστικής κλίμακας που νοερά μετάγει τους εκ γης προς τον συμβολικό ουρανό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στα αριστουργήματα του Bach, του Handel και του Mozart. Υπάρχουν ψαλμωδίες που πραγματώνουν το σωκρατικό όραμα: «άγειν άνω (...) ή το των θεών γένος οικεί» (Φαίδρος, ό.π.).

Αλλά αυτή η αντίρρηση, που στο κάτω της γραφής διατυπώνει απλώς και μόνο μια δική μου ιδιαίτερη ευαισθησία για την κατανυκτική εκκλησιαστική μουσική, δεν μειώνει καθόλου την ευγνωμοσύνη που με διακατέχει απέναντι στον συγγραφέα Γιώργο Παμπούκη για την όντως μεγάλη πνευματική προσφορά του - κι όχι μόνο για τις ανάγκες της δικής μας πικρής εποχής.