[Το σκίτσο το πήρα από το face book της Paola Alberto]
ENA TAΞΙΔΙ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΗ ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣΡΕΠΟΡΤΑΖ: Γράφει ο Μανώλης Πιμπλής, TA NEA, 4/2/2012
Υπάρχουν λέξεις πάντοτε χρήσιμες και επίκαιρες, λίγο όμως παλιωμένες, με αποτέλεσμα να λείπουν από τα λεξικά. Μια τέτοια λέξη είναι ο ποσαπαίρνης, «ημέτερος» δηλαδή με διάφορες αργομισθίες που επιβαρύνουν το δημόσιο ταμείο. Τον περιλαμβάνει σε στίχο του ο Παλαμάς, τον περιλαμβάνει και ο Σουρής, είχε δε ιδιαίτερο σουξέ επί Τρικούπη. Υπάρχουν και λέξεις πιο αθώες, που τις τραγουδάμε όλοι χωρίς να ξέρουμε τι σημαίνουν, όπως το καραντί, που ήταν να μπατάρει το καράβι του ποιητή της θάλασσας, του Νίκου Καββαδία. Καραντί είναι η φουσκοθαλασσιά που συνεχίζεται και μετά την πτώση των ανέμων, η κουφοθάλασσα. Ούτε αυτή υπάρχει στα νεότερα λεξικά.
Οπως δεν υπάρχουν το κασαβέτι, η γράνα (που χρησιμοποίησε αιφνιδιαστικά σε ομιλία του ο Βύρων Πολύδωρας το 2007 και συζητήθηκε), το μακάμι, ο μαλάθρακας, η αντράλα, ο παϊτέρης, το μπαγιόκο, ο καρύτζαφλος, ο καλιοντζής, ο ζαμπούνης, ο συρμακέζης, η σουβάλα, η τραβάγια και πολλές άλλες.
Με 366 από αυτές, όσες και οι ημέρες του χρόνου το 2012, έφτιαξε βιβλίο ο γνωστός συγγραφέας και ερευνητής της γλώσσας - μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το επάγγελμά του - Νίκος Σαραντάκος. Το βιβλίο λέγεται «Λέξεις που χάνονται» και κάθε λήμμα συνοδεύεται από ένα ενδιαφέρον ταξίδι στην Ιστορία, την ετυμολογία και τη λογοτεχνική χρήση της λέξης. Το 75% των λέξεων αυτών είναι δάνεια ή αντιδάνεια και, όπως λέει ο συγγραφέας, «ο γλωσσικός δανεισμός είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά φαινόμενα» που, «σε αντίθεση με τον οικονομικό υπερδανεισμό, δεν καθηλώνει αλλά αναζωογονεί - δείτε την αγγλική, η οποία χάρη στον εύκολο δανεισμό από παντού απέκτησε το πλουσιότερο λεξιλόγιο από όλες τις σύγχρονες γλώσσες».
Ο Νίκος Σαραντάκος επέλεξε λέξεις που να μην καταχωρίζονται στα πιο δημοφιλή νεότερα λεξικά, όχι όμως αρχαίες ή μεσαιωνικές λέξεις που χάθηκαν από αιώνες, αλλά λέξεις που ακούγονται ακόμα ή ακούγονταν μέχρι τον 20ό αιώνα. Παράδειγμα το ζνίχι - η μοναδική ελληνική λέξη που αρχίζει από ζν! Είναι το πίσω μέρος του λαιμού, ο σβέρκος, ο αυχένας. Ισως ετυμολογείται από το ινίον (άγνωστο όμως με ποια διαδρομή). Πάντως το βυζαντινό λεξικό Σούδα έχει ζινίχιον το λουρί του υποδήματος. Σλαβική αρχή δεν μπορεί να αποκλειστεί. Εμφανίζεται σε πολλές παροιμίες, π.χ. «το φιλότιμο μαυρίζει το ζνίχι» (επειδή ο φιλότιμος υποχωρεί), ενώ διάσημος είναι ο στίχος της «Ζούγκλας» του Βάρναλη, όπου ο ποιητής σαν αιλουροειδές ποθεί να χώσει νύχι και δόντι «στο κρουστό σου ζνίχι το μαυριδερό».
Σε πολλές περιπτώσεις όπως επισημαίνει ο Σαραντάκος, μια λέξη καλώς δεν περιλαμβάνεται στα λεξικά. Αλλού όμως θεωρεί ότι θα έπρεπε να περιλαμβάνεται. «Πιστεύω ότι η λεξικογραφία μας πράγματι περιφρονεί ελαφρώς τις λαϊκές και καθημερινές λέξεις. Είναι κι αυτό, θαρρώ, απόρροια της αντίληψης ότι η νέα γλώσσα είναι τάχα παρακατιανή και ωχριά μπροστά στα αρχαία ελληνικά. Είναι επίσης συνέπεια του ότι οι λαϊκές λέξεις λεξικογραφούνταν δυσκολότερα», λέει.
Τέσσερα παραδείγματα
Καβανόζι είχε για τα τουρσιά της η Λωξάντρα
Πουργός
Λέξη σχεδόν ξεχασμένη ο πουργός, είναι ο βοηθός του χτίστη, πηλοφόρος που κουβαλάει λάσπη ή πέτρες. Προέρχεται από τον υπουργό. Οχι τον σημερινό, που έχει δέκα παρατρεχάμενους να τον υπηρετούν, παρά τον αρχαίο.
Στην αρχαιότητα, υπουργός (από υπό + έργον) ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός. Στον «Πατούχα» του Κονδυλάκη, ο Σαϊτονικολής αναθέτει στον ακοινώνητο γιο του «να πουργεύει, να βοηθεί δηλαδή τους κτίστας, παρασκευάζων την λάσπην και τον ασβέστην».
Και στο «Νούμερο 31328» του Βενέζη ο αφηγητής, αιχμάλωτος, επιδιώκει να πάει για πουργός μήπως και βρει καλύτερη τροφή.
Οταν με την Επανάσταση του 1821 σχηματίστηκε η Προσωρινή Διοίκησις, δεν είχε υπουργούς αλλά μινίστρους. Οταν έπαψε το ντουφεκίδι, βρήκαν οι λόγιοι καιρό να καθαρίσουν τη γλώσσα από τα ξένα δάνεια κι έτσι ανάστησαν την παλιά λέξη υπουργός - και επειδή επρόκειτο για θεσμική λέξη ο καθαρισμός έπιασε.
Το ενδιαφέρον είναι ότι και το λατινικό minister αρχικά τον υπηρέτη σήμαινε. Αραγε το θυμούνται αυτό οι υπουργοί και οι μινίστροι σήμερα, πως δουλειά τους είναι να υπηρετούν;
Κατσιφάρα
Κατσιφάρα είναι η ομίχλη, η καταχνιά. Είναι λέξη κυρίως της Νότιας Ελλάδας: ακούγεται στην Κρήτη, στα Κύθηρα και την Πελοπόννησο. Μόνο ο «Πάπυρος» την έχει και το ετυμολογικό του Ανδριώτη, που τη λημματογραφούν «κατσηφάρα», επειδή υποθέτουν ότι είναι μεγεθυντικό του αμάρτυρου κατσηφιά, που το παράγουν από το «κατηφής», μάλλον εύστοχα. Είναι βέβαια και επώνυμο γνωστού πολιτικού. Ισως κατσιφάρας να ήταν ο κατσούφης. Η παλιότερη μνεία της λέξης είναι από τον Κρητικό Πόλεμο του Μπουνιαλή, στον 17ο αιώνα: «Νέφαλα σκοτεινότατα ο ουρανός γεμίζει/ κι η κατσιφάρα άρχισε λίγο να ψιχαλίζει». Οι περισσότερες καταγραφές είναι από κρητικές μαντινάδες και ριζίτικα, αλλά διαβάζουμε επίσης ότι η περίφημη κυθηραϊκή κατσιφάρα εμπόδισε τα ελικόπτερα του ΕΚΑΒ να πετάξουν.
Καβανόζι
Λέξη που λείπει από όλα τα λεξικά του 20ού αιώνα, παλιότερα και νεότερα, αλλά ακούγεται ακόμα στους Ρωμιούς της Πόλης, ενώ πρέπει να λεγόταν ή να λέγεται ακόμα στη Θράκη (έχει περάσει και στα πομάκικα). Καβανόζι είναι ένα δοχείο, συχνά μεταλλικό, στρογγυλό και βαθουλό για γλυκά, τουρσιά, κ.τ.λ. Καβανόζι είχε για τα τουρσιά της και η Λωξάντρα. Φυσικά πρόκειται για δάνειο από τα τουρκικά (kavanoz), που είναι ίδιας σημασίας. Ομως είναι αντιδάνειο, δηλ. έχει απώτερη αρχή σε ελληνική λέξη. Η ελληνική αυτή λέξη είναι το γάβανο, που σημαίνει δοχείο. Προέρχεται από το μεσαιωνικό γάβενον (ο Ησύχιος λέει «γάβενα: αξύβαφα ήτοι τρυβλία») και μαρτυρείται με διάφορες παραλλαγές κατά τόπους, μερικές φορές αρσενικό, γάβανος, στη Λέσβο, Εύβοια, Θράκη και αλλού.
Ζολότα
Παλιά λέξη αλλά όχι χωρίς ενδιαφέρον, η ζολότα είναι ένα παλιό ασημένιο οθωμανικό νόμισμα (zolota), ίσο με τριάντα παράδες, δηλαδή τα τρία τέταρτα του γροσιού. Η τουρκική λέξη είναι δάνειο από το πολωνικό zloty, που είναι και σήμερα το εθνικό νόμισμα της Πολωνίας, που σημαίνει κατά λέξη «χρυσό». Στα ρώσικα άλλωστε zoloto σημαίνει χρυσάφι. Το ζλότι είχε ξεκινήσει πράγματι ως χρυσό νόμισμα. Η ζολότα εξαρχής ήταν ασημένια, σε πείσμα της ετυμολογίας της. Η τουρκική ζολότα δεν ήταν νόμισμα μεγάλης αξίας. Ετσι υπάρχει παροιμία για τους φιλάργυρους, «πάει στον γάμο με μια ζολότα». Υπάρχουν και κάλαντα στην Ανδρο, όπου από τους πλούσιους ζητάνε φλουριά, ενώ από τους «δεύτερους, ξηντάρες και ζολότες». Ομόρριζο είναι και το επώνυμο Ζολώτας. Εδώ ο ετυμολογικός προκαθορισμός λειτούργησε!
Νίκος Σαραντάκος
Tα δάνεια δεν απειλούν τη γλώσσα
Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε τόσο σοβαρά με τη γλώσσα,ώστε να γίνει η ερευνητική σας προτεραιότητα;
Βιοποριστικά εργάζομαι ως μεταφραστής, οπότε η ενασχόληση με τη γλώσσα ήταν κάτι φυσικό που εξακολουθεί να με γοητεύει, επειδή είναι ένα πεδίο ανεξάντλητο, επειδή η γλώσσα δεν ανήκει σε κανέναν αλλά συνδιαμορφώνεται από όλους, επειδή η μελέτη των γλωσσικών μεταβολών είναι σπουδή των ανθρώπων και των πολιτισμών. Επίσης, η μελέτη των λέξεων σημαίνει και μελέτη της λογοτεχνίας. Ετσι, στο βιβλίο θα βρούμε τα «λιτρίδια» και τα «τσάμια» του Ελύτη, τον «διακαμό» και τα «μαναφούκια» του Παπαδιαμάντη, τη «λώθρα» του Βαλαωρίτη, το «γκιζεράω» του Μακρυγιάννη, το «καραντί» του Καββαδία, το «καμπούνι» του Καραγάτση, το «έχος» του Κοτζιούλα, το «μπιστιού» του Λασκαράτου, την «ντουτιά» του Γ. Ιωάννου, την «αντράλα» του Καζαντζάκη, τα «κράκουρα» του Ρίτσου και του Μανώλη Γλέζου, τον «τζελάτη» του Βάρναλη και του Σεφέρη, τα «τσαΐρια» του Καβάφη και του Χριστιανόπουλου.
Ποιες λέξεις σάς ταλαιπώρησαν περισσότερο,καθώς γράφατε το βιβλίο σας;
Οι λέξεις που δεν υπάρχουν σε κανένα λεξικό, ακόμα και σε παλαιότερα, με δυσκόλεψαν περισσότερο• θα μπορούσα να αναφέρω π.χ. τη φράση «κάνω σαρμάκο», που τη βρίσκουμε και σε ένα τραγούδι του Βαμβακάρη, και σημαίνει «αποφεύγω να εκδηλωθώ, κάνω το κορόιδο» και, όπως δείχνω στο βιβλίο, προέρχεται από το σαμάρκο, δηλαδή το έμβλημα του Αγίου Μάρκου, από την ενετοκρατία.
Ποια γεύση σάς αφήνει η έρευνα της ιστορίας μιας λέξης σε σχέση με την ίδια την ιστορία της χώρας;
Οι λέξεις γεννιούνται, μεγαλώνουν, μεταναστεύουν σε άλλες χώρες. Καθώς ενηλικιώνονται, πολλές φορές αλλάζουν σημασία. Κάποτε, πεθαίνουν. Μόνο που, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, οι λέξεις μπορεί και να ανασταίνονται, και όταν καταφέρνουν να προσληφθούν στο Δημόσιο, έχουν την ευκαιρία για δεύτερη ευδόκιμη υπηρεσία - στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε επίσης να μιλάμε για μετενσάρκωση. Υπάρχουν λέξεις υπεραιωνόβιες, υπάρχουν και λέξεις νιόκοπες, φτιαγμένες μόλις χτες - αν και το «χτες» στη γλωσσολογία ισοδυναμεί τουλάχιστον με μια δεκαετία. Και επειδή στη χώρα μας τα ληξιαρχεία της γλώσσας δεν λειτουργούν με απόλυτη ακρίβεια, ένα θέμα που με απασχολεί ιδιαίτερα είναι και η εξακρίβωση της ημερομηνίας γέννησης των λέξεων, δηλαδή πότε εμφανίζεται πρώτη φορά σε ελληνικό κείμενο κάποια λέξη. Βέβαια, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, η ημερομηνία γέννησης των λέξεων δεν δίνεται με βεβαιότητα αλλά δηλώνεται πάντοτε «μέχρι αποδείξεως του εναντίου», δηλαδή μέχρι να βρεθεί παλιότερο κείμενο που να τις περιέχει.
Σημειώνετε στον πρόλογό σας ότι η αγγλική, μέσω δανείων,έχει καταφέρει να γίνει η πιο πλούσια γλώσσα στον κόσμο. Τι γίνεται με την ελληνική;
Γράφω πως η αγγλική έχει το πλουσιότερο λεξιλόγιο, κι αυτό προκύπτει από τη σύγκριση των λεξικών. Για τον αριθμό λέξεων της ελληνικής, ο καθηγητής κ. Χρ. Χαραλαμπάκης είχε κάνει παλαιότερα μια εκτίμηση γύρω στις 700.000 (μαζί αρχαία και νέα ελληνικά). Ωστόσο, τέτοιοι υπολογισμοί δεν με απασχολούν στο βιβλίο - ανέφερα το παράδειγμα της αγγλικής για να υποστηρίξω την άποψή μου ότι ο δανεισμός δεν στοιχειοθετεί απειλή για μια γλώσσα, ότι πλουτίζει και δεν φτωχαίνει τη γλώσσα.
Είναι επαρκής ή φτωχή κατά τη γνώμη σας η γλώσσα που μιλάμε σήμερα;
Το να χάνονται κάποιες λέξεις όταν αλλάζει η κοινωνία είναι νομοτέλεια που δεν φτωχαίνει τη γλώσσα. Νομίζω ότι η γλώσσα που μιλάμε σήμερα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από άλλες πτυχές της κοινωνικής μας ζωής. Βέβαια, εξαιτίας των ιδεολογημάτων που προβάλλονται ευρέως εξακολουθεί να θεωρείται υποδεέστερη η νέα ελληνική από την αρχαία και η λαϊκή γλώσσα από τη λόγια: στις εκπομπές της τηλεόρασης, για να εκτιμήσουν την ελληνομάθεια, ρωτούν τι σημαίνει και ασκαρδαμυκτί, όχι μαϊτζέβελος και πίζουλος. Κι όμως, η λαϊκή γλώσσα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και είναι και ζωντανή.
No comments:
Post a Comment