Monday, March 16, 2015

Ερωτικές σκηνές στη λογοτεχνία: εύκολη ή δύσκολη υπόθεση;

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 01.03.2015
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ*, ΕΥΗ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ*
  • ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ
Διευκρινίζω ότι μιλάμε για σεξουαλικές σκηνές, όχι απλώς ερωτικές. Το ζήτημα είναι εάν οι σκηνές αυτές προκύπτουν από μια αναγκαιότητα σύμφυτη με το βαθύτερο νόημα του έργου. Αλλιώς καταντούν διακοσμητικές. Εξάλλου, το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλου είδους λογοτεχνική πρώτη ύλη.
Από τα περίπου είκοσι έργα μυθοπλασίας που έχω δημοσιεύσει, μόνο έξι περιέχουν μεγάλες δόσεις σεξ: «Η αυτοκρατορική μνήμη του αίματος», «Ο εργένης», «Λούλα», «Μαύρος γάμος», «Η επινόηση της πραγματικότητας», «Ιστορίες της λίμνης». Στα υπόλοιπα, το σεξ είτε απουσιάζει εντελώς είτε παίζει δευτερεύοντα ρόλο.

Καθόλου τυχαία, τα προαναφερθέντα έργα μου γράφτηκαν στην εποχή της πλασματικής ευδαιμονίας, όταν κυριαρχούσε ένας ακραίος ατομικισμός. Αποκλεισμένο στο ιδιωτικό του σύμπαν, το άτομο μπορεί ευκολότερα να έρθει αντιμέτωπο με τον βαθύτερο πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, που –ως γνωστόν– αποτελείται από (βία και) σεξ. Εάν ένας δημιουργός δεν φτάσει σκάβοντας στο ψυχικό αυτό υπέδαφος, αφού δεν ασχολείται με την κοινωνία αλλά περιορίζεται σ’ έναν απομονωμένο στον εαυτό του ήρωα, δεν έχει ιδιαίτερες πιθανότητες να αγγίξει κάτι ουσιώδες.

Yπάρχει και το ζήτημα της γλώσσας, με την οποία ζωντανεύει μια ερωτική σκηνή. Θα μεταχειριστείς έναν υπαινικτικό, μεταφορικό τρόπο; Ή θα καταφύγεις σε άμεσες, ωμές εκφράσεις; Μολονότι κάτι τέτοιο άπτεται της
αφηγηματικής ιδιοσυγκρασίας του καθενός, η επιλογή καθορίζει και το αποτέλεσμα. Ο έμμεσος γλωσσικός τρόπος απονευρώνει τη δυναμική του ερωτογραφήματος και, μετατρέποντάς το σε ανάγνωσμα «κατάλληλον δι’ ανηλίκους», το καθιστά ακίνδυνο ή αλλιώς άοσμο και άγευστο. Αντιθέτως, η γλωσσική ωμότητα βοηθά τις τολμηρές σκηνές να διατηρήσουν όλους τους ζωικούς χυμούς τους και προκαλεί τη μέγιστη δυνατή διέγερση στον αναγνώστη. Ιδίως το τελευταίο αποτελεί «κόκκινο πανί» για την καθεστηκυΐα τάξη πραγμάτων, και τα λογοτεχνικά έργα που κλίνουν προς τα εκεί καταδικάζονται εις το πυρ το εξώτερον.

Εδώ έγκειται και το μεγαλύτερο πρόβλημα για έναν συγγραφέα, στην αντιμετώπιση που τον περιμένει εφόσον εκδώσει ένα γραπτό με αμιγείς σεξουαλικές σκηνές. Το μεν λογοτεχνικό και κοινωνικό κατεστημένο θα τον αποστραφούν και θα τον λοιδορήσουν, εάν δεν αποσιωπήσουν και αυτόν και το έργο του. Το δε νωθρό και συντηρητικό ευρύ αναγνωστικό κοινό θα του γυρίσει την πλάτη. Γι’ αυτό πολλοί φιμώνονται ή αυτολογοκρίνονται.

Εν κατακλείδι, η λογοτεχνική πορνογραφία, όταν είναι αυθεντική και δικαιωμένη αισθητικά (όπως, π.χ., ο Εμπειρίκειος «Μέγας Ανατολικός»), αποτελεί επαναστατική πράξη, είτε το συνειδητοποιεί ο δημιουργός της, είτε όχι. Για την εμπεριστατωμένη θεωρητική κάλυψη του ζητήματος, μπορεί κανείς να προστρέξει στον Ηλία Πετρόπουλο, κυρίως στην «Ιστορία της καπότας».
* Το τελευταίο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, «Μοιρολα 3» (εκδόσεις Τόπος, 2014), αποτελεί μια μελλοντολογική διασκευή του βιβλίου της Πηνελόπης Δέλτα «Παραμύθι χωρίς όνομα».
  • ΕΥΗ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ
«Βάλε σεξ, η λογοτεχνία θέλει σεξ», έλεγε ο Χ. όταν έγραφα το «Χάπι-Λου». Το έκανα με φαντασία. Μετά, ο πατέρας μου αναρωτιόταν τι από αυτά έχω ζήσει –όχι ότι ξεστόμισε τη λέξη «σεξ». «Αυτά που γράφεις, παιδί μου... τα έχεις κάνει;» ρώτησε. Ηταν μια πυρηνική στιγμή αμηχανίας στην πυρηνική οικογένεια. Πολλοί υπέθεσαν ότι είχα συμμετάσχει σε ομαδικό σεξ –κάτι που τότε με πείραζε. Η περιγραφή μου, όμως, ήταν του ανθρώπου που δεν το έζησε: διστακτική, δίχως φαντασμαγορικό φινάλε. Ηταν το πιο καθωσπρέπει ομαδικό σεξ που υπήρξε.
Στο τρίτο βιβλίο, «Ολα τα μήλα», ήμουν μεγαλύτερη, αποφασισμένη: το σεξ ήταν τρισδιάστατο. Η ανησυχία μου ήταν μόνο μήπως φανώ γελοία. Το να γράφεις ερωτικές σκηνές είναι αγχωτικό. Λαμβάνονται και αποφάσεις, όπως: Να είναι σαδιστής ή ταντρικά οργασμικός ο διαταραγμένος μου; Πόσο μακριά να φτάσει αυτό το χέρι; Πόσο να εκτεθώ;
Ο πουριτανισμός καταστρέφει το γράψιμο, η τιμιότητα το στρώνει. Δεν μπορείς να γράψεις καλή λογοτεχνία αν δεν βγάλεις τον εαυτό σου στο... κλαρί. Στο «Νέξους» του Χένρι Μίλερ τα υγρά χύνονται στη σελίδα, ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί, να συγκινηθεί, να αυνανιστεί. Ο Εμπειρίκος συναρπάζει. Η εξίσου λιβιδινική Ερικα Γιονγκ, στα σέβεντις, κατέγραψε απολαυστικά τα ερωτικά της. Σε επόμενο βιβλίο της περιέγραψε ένα σαλόνι σαδομαζοχισμού –λιγότερο πετυχημένα, ίσως επειδή ο ερωτισμός συνέβαινε σε συνθήκες εργαστηρίου.
Η Κατρίν Μ. έχει κουράγιο στο μέγεθος της λίμπιντό της. Η κριτικός τέχνης αναλύει τα όργια σαν μεταμοντέρνο πίνακα, σαν να ’ναι αλληνής το κορμί που κείτεται κάτω από τα ξένα σώματα. Δεν διαθέτει εξαιρετική γραφή, η δύναμη του κειμένου έγκειται στη συμπυκνωμένη εμπειρία ζωής που αποκαλύπτει.
Στο «Fifty shades», η Μπάρμπι και ο Τζον-Τζον παραμένουν ατσαλάκωτοι στα τσαλακωμένα σεντόνια: σε ατμόσφαιρα ρομάντσου, συμβαίνουν πράγματα -υποτίθεται- αδιανόητα. Απ’ όπου κι αν το κοιτάξεις όμως –αισθητική, ρεαλισμό, διαστροφή– το «Fifty shades» είναι λίγο. Είναι μόνο μια τρίχα στη φουντωτή μασχάλη του «Νυμφομάνιακ». Είναι μόνο μια θηλιά στην καλτσοδέτα της «Γραμματέως» της Mary Gaitskill.
Διαβάζοντάς τη, σκέφτεσαι ότι η Gaitskill γεννήθηκε για να περιγράφει ερωτικές σκηνές βαθιά ντροπιαστικές και υποκειμενικές, ότι η λογοτεχνία -η ζωή!- θα ήταν φτωχότερη δίχως αυτήν. Οτι δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, όταν μιλάμε τίμια για τον εύθραυστο λαβύρινθο που είναι η λίμπιντο του καθενός. Οτι η λίμπιντο είναι υποσυνείδητη, ύπουλη, ανεξέλεγκτη, μοιραία, αφού καθορίζει τη ζωή, τον θάνατο, την ασθένεια, τη μοναξιά ή την ευτυχία. Οτι ο Χ. τελικά είχε δίκιο.
* Η Εύη Λαμπροπούλου έχει γράψει τα βιβλία «Χάπι Λου», «Σχεδόν Σούπερ», «Ολα τα μήλα. Lust story», και το πρότζεκτ «Heart, not shoes!», όπου μετανάστες γράφουν για την αϋπνία και το παγωτό κρέμα. Θα εκδώσει το «ΛΑΒ», ένα βιβλίο που περιέχει πόλη, ξύλο, θαλπωρή προαστίου, πεντικιούρ, έμβια δώρα γενεθλίων, φιλιά και λίγη αγάπη.
Έντυπη

No comments: