- ΒΑΣΩ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ, Καιρός ήταν, εκδ. Εστία, σελ. 72
Το ειδύλλιο της γυναικείας γραφής με την ερωτική θεματολογία είναι
εδώ και αιώνες φλογερό, σε αντίθεση με τους δύσκολους έρωτες, που
τυραννούν τις μυθοπλαστικές ηρωίδες. Η Βάσω Νικολοπούλου φαίνεται να
έλκεται και εκείνη από τα δράματα της σάρκας, καθώς μετά τον θρηνητικό
μονόλογο της Βασιλικής (2010), εγκατασπείρει την ερωτική απόγνωση
προδομένων γυναικών στις μικρές ιστορίες της παρούσας συλλογής. Ο
πρόσβαρος μελοδραματισμός του προηγούμενου βιβλίου έχει κάπως
υποχωρήσει, αλλά ο πόνος του χωρισμού και της διάψευσης παραμένει
αβάσταχτος για τις αφηγήτριες. Στην ουσία πρόκειται για μία αφηγήτρια,
οι συναισθηματικές διακυμάνσεις της οποίας διαμοιράζονται στα σαράντα
έξι, μονοσέλιδα συνήθως, πεζά του βιβλίου.
Στις εισαγωγικές ιστορίες παρακολουθούμε την ατομική κοσμογονία της
ηρωίδας, η οποία ξεκινάει την αφήγησή της από τη μήτρα, καταβυθισμένη
στο αμνιακό υγρό, νοθευμένο από τη θλίψη της μητέρας της. Ο ομφάλιος
λώρος κόβεται, όχι όμως προτού μεταγγίσει στο έμβρυο πίκρες,
απογοητεύσεις και ενοχές, που δηλητηριάζουν την ενηλικιότητά του. Το
παιδί μεγαλώνει σαν ένα «πολύ θυμωμένο μελαγχολικό κοριτσάκι»,
καταδικασμένο να υπομείνει μια ζωή εξαρχής χαλασμένη. Η αλληλοδιαδοχή
αποτυχημένων ερώτων επικυρώνει την προδιαγεγραμμένη δυστυχία. Οι άντρες
φεύγουν παίρνοντας μαζί τους υποσχέσεις και αγκαλιές, αφήνοντας πίσω
τους αναμνήσεις, που αναρριπίζουν τη νοσταλγία. Αλλοι, παραφουσκωμένοι
από φαντασιώσεις, τόσο που κανένα σπίτι δεν μπορεί πια να τους χωρέσει,
γίνονται φτερό στον άνεμο, άλλοι αποδεικνύονται αφάνταστα δυναστικοί
στον βαθμό που υπάρχουν μόνο σαν ανευόδωτη επιθυμία, ενώ άλλοι, απτοί
αλλά μόνο για λίγο, σφραγίζουν την επικείμενη εγκατάλειψη με μοιραία
φιλιά. «Το φιλί του παρέλυσε το φως, έλυσε τη σιωπή. Χτύπησε ύστερα με
φόρα στον άσπρο τοίχο, συμμάχησε με την ασάφεια των χεριών μου και έφυγε
παρατηρώντας αλαζονικά το σάστισμά μου».
Οι εραστές ξεμακραίνουν για να ακινητοποιηθούν σε ένα απρόσιτο σημείο,
οι ώρες της συνύπαρξης απονεκρώνονται, «στην καρδιά ξυλιάζουν οι πόθοι»,
ενόσω η αφηγήτρια περισυλλέγει απαρηγόρητη τα ίχνη των χαμένων στιγμών,
που κάποτε έμοιαζαν αιώνιες. Αρσενικός και ο χρόνος, συνεπώς
αναίσθητος, την απομυζά «μέχρι κάποια στιγμή που δε θα ’χει άλλες
στιγμές» της. Στον γοερό λυρισμό της γραφής εγκιβωτίζονται λυγμοί και
συχνά οι φράσεις, αποφασισμένες να φτάσουν «στου πόνου το τέρμα»,
υποφέρουν από τον ναρκισσισμό της αυτολύπησης. Η Νικολοπούλου δεν
καταφέρνει να ελέγξει τη δακρύρροια της αισθηματολογίας με συνέπεια να
παρασύρεται σε παράτονες θρηνωδίες, αν και σε ορισμένα κείμενα ο
κρυπτικός λόγος περιορίζει τις συγκινησιακές εξάρσεις προς όφελος της
υποβλητικότητας. Εχει ενδιαφέρον πως τα πεζά που ξεχωρίζουν δεν αφορούν
ματαιωμένες αγάπες, αλλά την εφιαλτική όψη που παίρνει ο ιδιωτικός χώρος
όταν πολιορκείται από μύχιους τρόμους. Στην «Αράχνη μας» ένα τρομακτικό
έντομο μεταβάλλει τις οικιακές ισορροπίες, υποχρεώνοντας τους ενοίκους
να ζουν υπό την απροσδιόριστη απειλή του, ενώ στα «Βιβλία που διαβάζω» η
αφηγήτρια ακολουθεί μια ιδιότυπη αναγνωστική τακτική προκειμένου να
προφυλάσσεται από τους κινδύνους που εγκυμονούν οι λέξεις. Κάποια άλλα
βράδια στο κομοδίνο της την παραμονεύουν τα πιο μεγάλα λάθη της,
απέναντι στα οποία δεν πιάνει κανένα αμυντικό τέχνασμα. Εξίσου μοχθηρά
με τα νυκτόβια τέρατα είναι τα «άγρια αιμοβόρα ζώα», που καραδοκούν στα
υπόγεια της ψυχής, μέρη απάτητα.
Ωστόσο, στα περισσότερα κείμενα τα μισόλογα όχι μόνο δεν υποβάλλουν την
ένταση και τη σημασία εκείνου που αποσιωπάται, αλλά μένουν στο επίπεδο
μιας γλωσσικής επιτήδευσης, που μιμείται άστοχα τις ποιητικές
αφαιρέσεις. Για παράδειγμα, η απονενοημένη πτώση της ηρωίδας στο κενό,
που σκορπά τα χαρτιά της τράπουλας που κρατούσε, χαλώντας την «κέντα»,
και, από την άλλη, ο βασανιστικός τοκετός της, από τον οποίο εντέλει
προκύπτουν «μια μελαγχολία και μια άνοιξη», προσδίδουν περιττό στόμφο σε
ανέμπνευστες επινοήσεις, που αναχαράζουν την αφόρητη δυστυχία. Οπως
σημειώνει η ίδια η Νικολοπούλου σε κάποιο σημείο, η θλίψη και εκείνη
παραγνωρίστηκαν.
No comments:
Post a Comment