Wednesday, October 9, 2013

Ευτέρπη Κωσταρέλη “ΒΕΡΝΤΑΝΤΙ”, ποιήματα

Eκδ. «Mανδραγόρας», Αθήνα 2013  Έργο Εξωφύλλου: Χρήστος Αλαβέρας
Οἱ διαδρομὲς τῆς μοίρας
Τὴν Εὐτέρπη Κωσταρέλη δὲν τὴ γνώριζα. Οὔτε καὶ τώρα τὴ γνωρίζω. Ὅ,τι γνωρίζω εἶναι ἡ ἀγωνία της, ὅπως αὐτὴ ἀποκαλύπτεται στὰ ποιήματά της. Γιατί, τί ἄλλο ἀπὸ ἀγωνία μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ ποίηση; Ὡστόσο, ἂν ἡ ποίηση ἀποκαλύπτει τὴν ἀγωνία, ἡ ἴδια ἡ ἀγωνία τί ἄλλο φανερώνει πέρα ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας μπροστὰ στὰ ἀναπάντητα ἐρωτήματα τῆς ποίησης; Ἡ ποίηση δὲν δίνει ἀπαντήσεις. Αὐτὸ τὸ ξέρουμε. Δὲν δίνει κὰν τὴν ἱκανοποίηση ἑνὸς ὁλοκληρωμένου ἐρωτήματος. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ συχνὰ μᾶς διαφεύγει εἶναι, πὼς ἀκόμη καὶ ἕνα ποίημα κατάφασης μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἕνα λανθάνον ἐρώτημα.
EΞΩΦKΩΣTAP
Μιλώντας γιὰ ἕνα ποιητικὸ βιβλίο, σημαίνει ὅτι ἐπιχειρεῖς λίγο πολὺ νὰ ἑρμηνεύσεις τὴν ἐμπειρία τῆς ἀνάγνωσης· ὄχι τὰ μαῦρα σημάδια στὸ χαρτί. Ἐπιχειρηματολογία δομημένη δὲν εἶναι δυνατὸν
 νὰ ὑπάρξει. Τὰ περιθώρια ποὺ ἔχεις εἶναι νὰ δοκιμάσεις ἴσα-ἴσα νὰ ἐπεκτείνεις τὰ ἐρωτήματά του. Νὰ προσπαθήσεις νὰ μεγεθύνεις τὸν χωρικὸ καὶ τὸν χρονικό του ὁρίζοντα, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσεις νὰ ξεδιακρίνεις τὸ ποῦ καὶ τὸ πότε τῶν νοημάτων του, μιὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ νοήματα δὲν εἶναι παρὰ ἡ ταλάντωση τῆς γλώσσας ἀνάμεσα στὶς προθέσεις της καὶ στὶς ἀναφορές της.

Συνηθίζεται νὰ ξεκινᾶ κανεὶς ἀπὸ τὸν τίτλο. Τὸν τίτλο, ποὺ πολλὲς φορὲς ξεκλειδώνει τὸ ποίημα. Ἡ Βερντάντι μᾶς δείχνει ἐξαρχῆς ὅτι ἡ Κωσταρέλη ἐπιλέγει ν’ ἀκολουθήσει τὴ διαδρομὴ μιᾶς μοίρας. Τὸ «ἀκολουθήσει» βέβαια, εἶναι μιὰ κίνηση μὲ κατεύθυνση πολὺ σχετική, μιὰ καὶ μπορεῖ νὰ συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: Νὰ εἶναι ἡ μοίρα, δηλαδή, αὐτὴ ποὺ μᾶς ἀκολουθεῖ.
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ Βερντάντι; Μιὰ θεότητα τῆς σκανδιναβικῆς μυθολογίας, μιὰ θεότητα ποὺ ἀπὸ ἐκεῖ, ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ κόσμου καὶ τοῦ κόσμου της, ἀντιπροσωπεύει τὴ μοίρα τοῦ Παρόντος, τὴ μοίρα τῆς ἐνεστώσας ζωῆς, τοῦ ὑπαρκτοῦ τώρα, αὐτοῦ ποὺ τώρα βιώνουμε.
Ὅπως καὶ στὴν ἑλληνική, οἱ μοῖρες τῆς σκανδιναβικῆς μυθολογίας εἶναι τρεῖς. Οἱ τρεῖς Νόρν, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ σχετικὴ σημείωση στὴν ἀρχὴ τοῦ βιβλίου. Μία γιὰ τὸ παρελθὸν καὶ τὴ γέννηση, μία γιὰ τὸ παρὸν καὶ τὴ ζωὴ καὶ μία γιὰ τὸ μέλλον καὶ τὸν θάνατο. Κλωθώ, Λάχεσις καὶ Ἄτροπος; Μὲ μερικὲς παραλλαγές, ναί. Ἡ Κωσταρέλη ἀφήνει κατὰ μέρος τὴν τρίτη μοίρα, τοῦ μέλλοντος καὶ τοῦ θανάτου. Αὐτὸ ποὺ φαίνεται νὰ τὴν ἀπασχολεῖ εἶναι τὸ πρὶν καὶ τὸ τώρα. Τὸ πρὶν σὰν χρόνος ποὺ γέννησε τὸ τώρα, καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνυπάρχει σὲ αὐτό, ἐνῶ τὸ μέλλον, ἀκόμη καὶ ἂν ἐνυπάρχει στὸ παρὸν δὲν εἶναι μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀπρόβλεπτου μὰ μὲ ἐκείνη τοῦ ἤδη γνωστοῦ, τοῦ προκαθορισμένου, τοῦ ἀναπόδραστου. Ἴσως νὰ θυμίζει τὸ ἐλιοτικὸ παιχνίδι τοῦ χρόνου, στὰ Τέσσερα Κουαρτέτα. Ὅμως ὄχι· ἐδῶ ὁ πραγματικὸς χρόνος, ὁ πραγματικὰ ἄγνωστος χρόνος, εἶναι τὸ παρόν, ἀφοῦ ἡ παρούσα στιγμὴ δὲν ὑφίσταται σὰν κάτι δεδομένο, ἀλλὰ ὡς συνάρτηση τοῦ πρὶν μὲ τὸ τώρα. Καὶ πράγματι: ἂν παρατηρήσει κανεὶς τὴ γραμματικὴ τῶν ποιημάτων, θὰ διαπιστώσει ὅτι οἱ κυρίαρχοι χρόνοι εἶναι ἢ ἐνεστωτικοὶ ἢ παρελθοντικοί. Τὸ «θὰ» κατ’ οὐσίαν ἀπουσιάζει καὶ ὅπου ὑπάρχει τὸ αὔριο, ὑπάρχει ὄχι σὰν εὐθεία διαδρομὴ μὰ σὰν στροφὴ τοῦ τώρα: Δὲν θὰ πάψεις ποτὲ / νὰ ζεῖς / μὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις / σὲ ἐγρήγορση… / Γιατὶ στὴν ἑπόμενη στροφὴ τῆς ζωῆς / ἴσως σὲ περιμένει μιὰ ἀλήθεια / ἕνα ὄνειρο σαρκωμένο.
Αὐτὴ ἡ «ἑπόμενη στροφὴ τῆς ζωῆς», ποὺ προϋποθέτει ἀσφαλῶς καὶ προηγούμενες, εἶναι καὶ ἡ κατεύθυνση τῶν ποιημάτων μέσα στὴ σχετικότητα τοῦ χώρου. Ἡ ζωὴ στρίβει, ὄχι ἀναζητώντας μιὰν ἔξοδο, ἀλλὰ τὴν προσδοκία μιᾶς ἀλήθειας, ἡ ὁποία ἀλήθεια κάθε φορὰ ἐπανα-ορίζεται μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιτέλεση τῶν ὀνείρων. Τοῦτες οἱ διαδρομές, προσαρμοσμένες σὲ τέσσερα ποιητικὰ σημεῖα: Βορρὰς καὶ Ψύχος / Ἀνατολὴ καὶ Στάχτη, χαρτογραφοῦν τὶς ἀποστάσεις καὶ τὴν ἐπικράτεια τῆς Βερντάντι. Ὡστόσο, καὶ ἂν διαβάζω σωστά, τὸ πραγματικὸ θέμα τῶν ποιημάτων δὲν εἶναι ἡ μοίρα τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ὁ τρόπος ποὺ μπορεῖ αὐτὴ ἡ μοίρα νὰ γίνει ζωή.
Ἕνα διπλὸ ἐρώτημα ποὺ γεννιέται συνήθως, ὅταν διαβάζουμε ποιήματα, εἶναι τὸ ποιός μιλάει καὶ σὲ ποιόν ἀπευθύνεται. Ἐν προκειμένω: Εἶναι ἡ ποιήτρια ποὺ μιλᾶ ἢ ἡ Βερντάντι; Ἢ μήπως ἡ μία βάζει τὰ λόγια της στὸ στόμα τῆς ἄλλης, ὑποδυόμενες καὶ οἱ δυὸ τὸν ἴδιο ρόλο, δίνοντας καὶ οἱ δυὸ ὅμοια μορφὴ στὸν ἑαυτό τους, ἀναζητώντας καὶ οἱ δυὸ τὸ ἴδιο νόημα καὶ παίρνοντας καὶ οἱ δυὸ τὴν ἴδια ἀπάντηση; Τὴ μία καὶ μοναδικὴ ἀπάντηση, πὼς ἀπαντήσεις δὲν ὑπάρχουν, ἀφοῦ στ’ ἀλήθεια δὲν ὑπάρχουν καὶ ἐρωτήματα. Γιατί, τὸ «Τί νόημα ἔχει ἡ βροχή», ἀγαπητή μου Εὐτέρπη, δὲν εἶναι ἀπορία οὔτε ἐρώτημα. Ταυτολογία εἶναι, μιὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ βροχὴ εἶναι τὸ νόημά της. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ ζωή. Ἔτσι καὶ ἡ ποίηση. Δὲν ξέρουμε γιὰ χάρη ποιᾶς νομοτελειακῆς ἀναγκαιότητας ὑπάρχουν, ξέρουμε, ὡστόσο, πὼς ὑπάρχουν. «Λάμπει μέσα μου κεῖνο ποὺ ἀγνοῶ. Μὰ ὡστόσο λάμπει», γράφει ὁ Ἐλύτης στὰ Ἐλεγεῖα τῆς Ὀξώπετρας.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν θεωρητικοποιοῦμε τὰ αὐτονόητα, ἂς ἐπανέλθουμε στὸ ἴδιο τὸ βιβλίο. Ποτέ μου δὲν περπάτησα / πιὸ μακριὰ /ἀπ’ τὴ γῆ, λέει ὁ στίχος. Ὅμως αὐτὴ ἡ διαδρομὴ δὲν εἶναι καθόλου λίγη. Εἴτε σὰν διαδρομὴ τῆς μοίρας στὸ παρὸν εἴτε σὰν διαδρομὴ τῆς ποίησης. Ἀπέραντη εἶναι, ἅμα τὴν περπατήσουμε στὸν νοῦ. Ἄλλωστε, καὶ ἡ ποίηση αὐτὸ πιστοποιεῖ: πῶς τὸ πεπερασμένο γίνεται ἀπέραντο. Πῶς ἡ γεωμετρία τῆς ζωῆς γίνεται ἀγεωμέτρητη ἀναλογία τοῦ κόσμου. Καὶ ἡ Κωσταρέλη ὅμως, αὐτὸ ὁμολογεῖ: Πολὺ μακρινοὶ μοιάζουν κάποιοι προορισμοὶ / ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ὄνειρά μου.
Βερντάντι, λοιπόν: Μιὰ μοίρα ποὺ ὑπάρχει ὡς ζωὴ ἀνάμεσα στὶς λέξεις. Μιὰ μοίρα ποὺ δὲν γράφει τὸ παρὸν μὰ τὸ διαβάζει. Καὶ ποὺ ἡ ποίηση τὴν κάνει φρόνημα ζωῆς, καὶ ἂς μὴν γνωρίζει τί εἶναι ἡ ζωή.
Ἔχουμε μπροστά μας ἕνα βιβλίο. Ὄχι μιὰ τράπουλα ταρώ. Δὲν εἶναι ἡ εἱμαρμένη καὶ οἱ κάρτες της ποὺ πρωταγωνιστοῦν, εἶναι ὁ λόγος. Καὶ ὁ λόγος ὁ ποιητικὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος συνδέει τὴν ὕπαρξή του μὲ τὴ φύση της. Μπροστὰ στὴ μεταφυσικὴ τῆς εἱμαρμένης, ἡ μόνη ἀλήθεια εἶναι οἱ λέξεις ποὺ ὀνομάζουν τὸ παρόν. Οἱ λέξεις, ποὺ μεγαλώνουν τόσο, ὥστε νὰ ὀνομάζουν ὁλόκληρο τὸν χρόνο.
Λέει κάπου ὁ Μιγκὲλ ντὲ Οὐναμοῦνο: «Δὲν γράφω γιὰ νὰ περνᾶ ἡ ὥρα ἀλλὰ γιὰ νὰ περνᾶ ἡ αἰωνιότητα». Γράφει κάπου ἡ Εὐτέρπη Κωσταρέλη: 6 χρόνοι χωρὶς βροχή / 5 χρόνοι χωρὶς ἰδέες / 4 χρόνοι περιπλανήσεις χωρὶς σκιά / 3 χρόνοι παπούτσια χωρὶς σόλες / 2 χρόνοι παύσεις – παύσεις – παύσεις. // Κι ἂν χάθηκε ὁ ρυθμὸς / ξεκίνα ἀπ’ τὴν ἀρχή. Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ αἰωνιότητα: οἱ χρόνοι καὶ οἱ παύσεις ποὺ μετροῦν τὸν χρόνο καὶ τὶς παύσεις τῆς γραφῆς ποὺ ἀναμετρᾶται μὲ ὅ,τι χωρᾶ ἐντός της.
Ἔχω μπροστά μου ἕνα βιβλίο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἐλάχιστα ἔχω πεῖ. Δὲν ἔχω πεῖ γιὰ τὴ γλώσσα τῶν ποιημάτων, γιὰ τὸν ρυθμό, γιὰ τὴν ὀργάνωσή τους, γιὰ τὶς μεταφορὲς καὶ τὶς εἰκόνες τους, γιὰ τὴ συμπύκνωση καὶ τοὺς συμβολισμούς, γιὰ τὰ ἐπιμέρους θέματά τους: τὴν ἀπουσία, τὴν ἀπώλεια, τὴ νοσταλγία, γιὰ τὴν κοινωνικὴ ματιὰ στὴν ἐποχή. Ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἔχουν σημασία ὅλα αὐτά –ἄλλωστε, αὐτὰ εἶναι ποὺ κάνουν ἕνα ποίημα νὰ εἶναι ἢ νὰ μὴν εἶναι–, μὰ ἐπειδὴ ἀκόμη ἀναρωτιέμαι ἂν εἶμαι αὐτὸς πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται. Καὶ ἐπειδὴ μοῦ μοιάζει πιὸ πολὺ πὼς ἡ Βερντάντι εἶναι ἐντέλει ἐκείνη ποὺ μιλᾶ, καὶ ὅ,τι ἂν ἀπευθύνεται σὲ κάποιον, εἶναι σὲ ὅ,τι ζεῖ σὰν ταύτισή της στὴ γραφή. Εἶναι ἡ μούσα καὶ ταυτόχρονα τὸ ποίημα. Εἶναι ἡ προϋπόθεση καὶ ταυτόχρονα ἡ μορφή. Στέκεται στὸν καθρέφτη καὶ μιλᾶ σὲ αὐτὸ ποὺ βλέπει, τοῦ μιλᾶ γιὰ ὅσα βλέπει· ὄχι ἐκεῖ ἔξω –ἐκεῖ ἔξω λὲν πὼς εἶναι Νοέμβρης–, ἀλλὰ γιὰ ὅσα βλέπει ἐδῶ, ἐδῶ ὅπου ἀστράφτουν ἀκόμη τὰ χάδια τοῦ ἥλιου καὶ ποὺ σὲ κάνουν νὰ ποθεῖς λίγη ὁμίχλη / σκέπασμα τῶν φάλτσων φθόγγων / καὶ νὰ κρατᾶς ρυθμό –τυμπανοκρούστης: 5 χρόνοι γιὰ νὰ ἔρθει ἡ δύση / 4 χρόνοι λιοπύρι οἱ σκέψεις / 3 χρόνοι παύσεις – παύσεις – παύσεις.
Ὅσο γιὰ τ’ ἄλλα, ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἔξω δηλαδή, ἂς μένουνε νὰ λένε πὼς ὅσο κι ἂν φοβᾶσαι μὴν ξεγλιστρήσει / ἡ ἀγάπη ἀπ’ τὰκενά, πὼς ὅσο κι ἂν ἀναρωτιέσαι ἂν ἄραγε ἀξίζει τόσες θυσίες /μιὰ δημοκρατία, ἐσὺ θὰ περπατᾶς, θὰ περπατᾶς, θὰ περπατᾶς ἀκόμα. Γιατὶ ἡ ποίηση ποτὲ δὲν φτάνει στὸ τέλος κάποιου δρόμου. Γιατὶ ἡ ποίηση εἶναι πάντα καθ’ ὁδόν.
Σταῦρος Ζαφειρίου

No comments: