Thursday, January 26, 2012

Κοινωνική συνοχή, ταξικότητα και εθνισμός

Η σημερινή κρίση και αποδιάρθρωση και το παράδειγμα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη...
Του Σπ. Ι. Ασδραχα* Η Καθημερινή, 22/1/2012...
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης όπως και το σόι του, δεν ήταν άνθρωπος του λαού: στράφηκε στον λαό, στη γλώσσα και στην οικονομία του, συνεπώς στο έθος και στο ήθος του, για να εδραιώσει μια ρομαντική επική ποίηση εθνοκεντρική, επικεντρωμένη στο αίτημα της απελευθέρωσης: ...στους Τούρκους κι από τους Αγγλους. Ο λαός του ήταν αγροτικός και η ποίησή του, όπως και η πολιτική του δράση, πατριωτική. Ο πατριωτισμός του συναιρούσε την ταξικότητα, αλλά η τελευταία αναδύεται μέσω της ερμηνευτικής περιγραφής, όπως θα έλεγε ο Λούκατς, αλλά υποτασσόταν στην ανάγκη για γενική απελευθέρωση, όπως θα έλεγε ο Γκράμσι. Ο απαξιωμένος από τους μεταγενέστερους «εστέτ» και τους συγχρόνους του ρεαλιστές γίνεται επίκαιρος.
Γιατί επίκαιρος όχι μόνο αυτός, αλλά και άλλοι σε διαφορετικά πεδία ιστορικής ερμηνείας. Απλούστατα γιατί η σημερινή κρίση που την ονομάζουν οι λογιστές δημοσιονομική είναι κρίση οικονομική, κρίση του χρηματικού κεφαλαίου που εξωραΐζεται και την εξειδικευτική μερίκευση: κρίση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ευφημισμός της καπιταλιστικής κρίσης. Είναι επόμενο η κρίση να οδηγεί σε εθνικές αντιδράσεις στην αναίρεση της ευρωπαϊκής αλληλεγγυότητας, στην έκρηξη του κοινωνικού ελλείμματος του Μάαστριχτ για το οποίο μιλούσε ο Φρανσουά Μιττεράν.
Είναι επόμενο σήμερα να αναδύονται εθνισμοί με παρεπόμενο τους εθνικισμούς: η αιτία τους είναι οικονομική και η επένδυσή τους ιδεολογική – και ηθική για όσους έχουν εμφυτεύσει στο πνεύμα τους την προτεσταντική οικονομική ηθική, τον καλβινισμό όπως τον είχε εννοιολογήσει ο Μαξ Βέμπερ.

«Εθνιστής»
Τι έχει να κάμει με τούτα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης που μιλάει στα ποιήματά του με έναν αγροτικό λόγο γεμάτο από τα σήματα της φύσης; Εχει να κάνει γιατί είναι ένας «εθνιστής» και γιατί ο εθνισμός του είναι μια βούληση για απελευθέρωση, της οποίας αναζητά το ιστορικό της βάθος, όπως και οι σύγχρονοί του ιστορικοί, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος και ο Κ. Σάθας. Οταν γράφει, η εθνική απελευθέρωση είχε μερικώς πραγματοποιηθεί, στα δημιουργικά του χρόνια η ένωση της Επτανήσου με το ελληνικό Κράτος. Ωστόσο, ο αλυτρωτισμός ήταν στα ζητούμενα και ο ίδιος τον υπηρετούσε με δράση και με λόγο.
Σήμερα δεν εκκρεμούν αλυτρωτικά ποθούμενα: εκκρεμεί η ανασηματοδότηση του εθνισμού και ο Βαλαωρίτης δεν έχει να προσφέρει τίποτε ως προς αυτό, πέραν από μια αναλογία: πρόκειται για την εθνικοποίηση της ταξικότητας. Με τους σημερινούς όρους δεν είναι δυνατό όλες οι κοινωνικές τάξεις να ενωθούν σε ένα εθνικό μέτωπο, όπως συμβαίνει με τον πόλεμο που φέρνει αντιμέτωπα κράτη. Η εθνικοποιήσιμη ταξικότητα αφορά τις πρώην διακριτές τάξεις που τώρα συναιρούνται με εργαλείο την αποπτώχευση: αναφέρομαι στην αποδόμηση της μεσαίας τάξης, αστικής αλλά και αγροτικής, που συντελείται με γοργούς ρυθμούς και προστίθεται στη διευρυμένη ήδη από παλιά κλασική εργατική τάξη. Αυτός ο ταξικός γαλαξίας είναι ο σημερινός λαός.
Ο λαός του Βαλαωρίτη εννοιολογείται με την αναδρομή στο παρελθόν και δεν αφορά την ταξικότητα της εποχής του: «αυτό το βόδι το μανό π’ όσου βαθειά ρουχνίζει, τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει και που το κράζουνε λαό, θα σπάσει το καρίκι», δηλαδή θα επαναστατήσει εναντίον των αφεντάδων που δεν είναι ντόπιοι αλλά ξένοι. Ας μου επιτραπεί η επανάληψη: εθνικοποίηση της ταξικότητας.

Ετυμολογίες
Βέβαια οι μεθερμηνείες είναι α-ιστορικές και ίσως ανακρατούν κάτι από την αφαίρεση της ιστορικής χρονικότητας. Ηδη στον Μεσοπόλεμο (1932) ο Νίκος Κατηφόρης είχε σατυρίσει τον Βαλαωρίτη του «Φωτεινού», λέγοντας ότι ο άρχοντας ποιητής πήγε να κολακέψει τους σέμπρους τους αναγάγοντάς τους στην έννοια του λαού-έθνους. Δεν είναι αυτά τα λόγια τους, αλλά η έννοιά τους. Για να συγκαλύψει κάπως τα πράγματα ονομάζει τον ποιητή Βαλερίτη όχι Βελαγορίτη: ίσως δεν ήξερε ότι η οικογένεια φερόταν με δύο ονόματα τον 18ο αιώνα, Βελαγορίτης και Βαλαωρίτης. Το όνομα και στις δύο εκδοχές είναι καταγωγικό και παραπέμπει στην ακαρνανική Βαλαώρα, που θα μπορούσε να είναι και Βελαγώρα, δηλαδή Αστροβούνι. Ας παρακάμψουμε τις ετυμολογίες.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης χωρίς να πρωτοτυπεί, ενέταζε στο εθνικό πάνθεο τους κλέφτες και τους αρματολούς, τους προεπαναστατικούς Σουλιώτες κι αυτό ακόμη το Χόρμοβο που το έκαμε ολοκαύτωμα ή βεντέτα του Αλή Πασά –«το θλιβερό το Χόρμοβο εγίνηκε ραβάνι και Τζαούς Πρίφτης γίνηκε κεμπάπι στο τηγάνι» λέγει στους άγριους στίχους του ο ραψωδός του, ο Χατζή Σεχρέτης. Οταν τη νύχτα τα βουνά, ο ουρανός, τ’ αγέρι, οι βρύσες, τ’ αγριολούλουδα, στέκουν βουβά ν’ ακούσουνε την προσευχή του διάκου, τότε αυτός αναφωνεί ότι η μαύρη μάνα του μπροστά σε μιαν εικόνα τον έβανε να δεηθεί για κειους που το χειμώνα σα λύκοι τρέχαν στα βουνά με χιόνια κι αγριοκαίρια, δηλαδή τους κλέφτες που από καιρούς είχαν βρει τη θέση τους στο εθνικό Πάνθεο, τότε μεταλλάσσεται το διατροφικό πρότυπο.
Λιτότητα: ας τρώνε λαθύρια, βρακανίδες και του νερού τα κάρδαμα παρά να σαρώνει τους υπόδουλους του ξένου τ’ άτιμο ψωμί π’ όχει προζύμι πάντα φαρμάκια, καταφρόνεσες, περίγελα και δάκρυα. Καταφρόνεση, όπως εκείνη του Φωτεινού του ζευγολάτη όταν ατιμάζει την κόμη του ξένος τύραννος. Ολα τούτα μετέχουν στην πραγματικότητα αλλά επιλεκτικώς: δεν την αποκαθιστούν. Δουλειά των ιστορικών η αποκατάσταση της πραγματικότητας και η μεταβαλλόμενη βίωσή της.
Στη σημερινή αποδιάρθρωση των κοινωνικών συνοχών το παράδειγμα του Βαλαωρίτη προαναγγέλλει τις ενδεχόμενες χρήσεις του: οι πιο ολέθριες είναι εκείνες της πολιτικής συνθηματολογίας.

«Παλιοκόκκαλα»
Περιττεύει να δηλώσω ότι δεν είμαι εθνικιστής. Θέλησα απλώς να θυμίσω ότι η συναίρεση της ταξικότητας στον εθνισμό έχει πολλά και αντιθετικά προηγούμενα και να επισημάνω, όπως και τόσοι άλλοι, ότι η απελπισία των ημερών μας δίπλα στην αποχαύνωση θέτει σε ενέργεια εξαρτημένα αντανακλαστικά προσφερόμενα σε επικίνδυνους εκσυγχρονισμούς της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Διάλεξα το παράδειγμα του Βαλαωρίτη, ενός ανθρώπου που είδε να συντρίβεται η μυθοπλασία του με τη ληστεία του Δήλεσι: «παλιοκόκκαλα» (η λέξη είναι δική του) εκείνοι που ύμνησε ή έπλασε, όπως ο «Αστραπόγιαννος»; Η προσωπική απογοήτευση δεν ερειπώνει την ιστορική στιγμή της ποιητικής του δημιουργίας. Προφανώς είχε δίκιο ο φίλος του Ανδρέας Λασκαράτος, όταν του έλεγε ότι έβαλε στο εθνικό Πάνθεο του Γρηγοράκη, δηλαδή τον Πατριάρχη Γρηγόριο ή ο Πανάς, όταν τον θεάτριζε για τη ρομαντική του ρητορεία. Ο ιστορικός των τρόπων έκφρασης και των ιδεών ξέρει πια το επάγγελμά του και μπορεί να ξεχωρίζει τις ιδέες από τον τρόπο της έκφρασής τους. Το ίδιο και ο αισθητικός. Το ζητούμενο είναι να υπάρξει ο πολιτικός που από την κατανόηση της σημερινής πραγματικότητας θα αναχθεί στις μακροχρονικές δομές της: αλλιώς ποιο είναι το περιεχόμενο της σημερινής εθνικοποίησης μιας μερικευμένης ταξικότητας. Και κάτι ακόμη.
Ας μην υποδουλωνόμαστε στους συρμούς αποκλείοντας τις παλαιότερες μορφοπλασίες από τη συγχρονική ευαισθησία κι ας μην εκμοντερνιζουμε τεχνητά το παρελθόν κρατώντας απ’ αυτό ορισμένες από τις δημιουργικές του κορυφές στο όνομα ενός απροσδιόριστου Απολύτου: ο Βαλαωρίτης, ο Παλαμάς και ο Σικελιανός δεν έχουν πεθάνει.
*Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.

Περίπατοι και έρωτες που κυκλώνει η απελπισία

Η νουβέλα του Λαπαθιώτη κερδίζει με την ευαισθησία και την απλότητά της...Της Τιτικας Δημητρουλια, Η Καθημερινή, 22/1/2012...

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ, Κάπου περνούσε μια φωνή, επιμ. - επιλεγόμενα: Νίκος Σαραντάκος, εκδ. Ερατώ...
«Ενα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο, / που λάμπει μες τη νύχτα - τίποτ’ άλλο. // Μια φωνή που γροικιέται μες στο σάλο, / και που σε λίγο, παύει, - τίποτ’ άλλο.», λέει ο αντισυμβατικός, αυτόχειρας ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944), ο «Αθηναίος Ντόριαν Γκρέη», στο ποίημά του «Νυχτερινό». Οι τέσσερις αυτοί στίχοι συνοψίζουν τη νουβέλα του «Κάπου περνούσε μια φωνή», δημοσιευμένη το 1940, την οποία σήμερα μας παρουσιάζει ο Νίκος Σαραντάκος (πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα του όπου θεραπεύει με συνέπεια κι αγάπη τη νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, www. sarantakos. com). Μια νουβέλα ερωτική, ιδιαιτέρως ποιητική, έρρυθμη και εύρυθμη, γραμμένη λες σε δεκαπεντασύλλαβους, όπως εύστοχα επεσήμανε στη νεκρολογία του λίγο μετά την αυτοκτονία του ποιητή ο Γιώργος Γεραλής.
Η ιστορία ξεκινά με μια φωνή που ξεχωρίζει στη «χορωδία» μιας παρέας αγοριών, που παίζουν, τσακώνονται και τραγουδούν στους δρόμους της νυχτερινής Αθήνας το 1915 – οπότε και ο Λαπαθιώτης ξεκίνησε προφανώς τη συγγραφή της. Είναι μια φωνή «λυγερή και καθαρή, πολύ γλυκιά και δροσερή, σα να ’ταν ασημένια», αστραφτερή, «γερή και κρυσταλλένια». Ανήκει στον δεκαεννιάχρονο τσαγκάρη Σωτήρη, που τον ερωτεύεται η Ρηνούλα, μια «φλογερή, μελαχρινή» καπελού που τα καστανά της μάτια «στο πολύ το φως άνοιγαν και γινόσαν γαλανά». Μόνο που ο Σωτήρης «στην αισθηματικήν υπόστασή του δεν είχε πολλή κλίση στις γυναίκες» και προτιμά τη φιλία του αδελφού της Ρηνούλας Λάκη. Ο έρωτας γίνεται μαράζι και χτικιό που σιγοτρώει τη Ρηνούλα - σαν την Ανθούλα στο «Τάμα της Ανθούλας». Στην ερημιά και τους εφιάλτες της τη συντροφεύει «ένα φεγγάρι, πράσινο, μεγάλο, πελιδνό», που μπαινοβγαίνει «στα συναγμένα σύννεφα», τ’ αφηνιασμένα σαν άγρια άλογα.

Μελωδικό
Νεορομαντικό, τρυφερό, μελωδικό σαν το αγορίστικο «κόρο» που περιγράφει, το κείμενο του Λαπαθιώτη νοσταλγεί το γλυκό εκείνο παρελθόν στο οποίο ξεκίνησε να το γράφει, της δικής του νιότης αλλά και εκείνο της πόλης, η οποία σε λίγο –και το 1915 και το 1940– θα μεταβληθεί σε πεδίο μάχης. Περιγράφει τους φίλους, τους νυχτερινούς περιπάτους, τους δικούς του έρωτες την ώρα που τον κυκλώνει η απελπισία. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα αυτοκτονήσει με μια σφαίρα στην καρδιά, χρησιμοποιώντας ένα από τα όπλα του στρατιωτικού και υπουργού πατέρα του, τα περισσότερα από τα οποία ο ίδιος τα έχει χαρίσει στον ΕΛΑΣ. Το τελευταίο διάστημα, κερδίζει τη θέση που του αξίζει, έπειτα από χρόνια λήθης άδικης: η νουβέλα αυτή, που συνομιλεί τόσο με συγκαιρινούς του συγγραφείς, όπως ο Χρηστομάνος κι η «Κερένια κούκλα» του, όσο και με τον γαλλικό ρεαλισμό, κερδίζει τον αναγνώστη με την ευαισθησία και την απλότητά της.

Ντίκενς, ριζοσπάστης, διαχρονικός, επίκαιρος

Ο συγγραφέας που αφουγκράζεται τον κόσμο, τις ανισότητες, τις συγκρούσεις....
Του Ηλια Mαγκλινη, Η Καθημερινή, 22/1/2012...
«Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του». Η πασίγνωστη αρχή της «Ιστορίας δύο Πόλεων» του Τσαρλς Ντίκενς, όπου συγκρίνει την εποχή του με τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης.
Διακόσια χρόνια μετά τη γέννησή του (1812), θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια λόγια για τη δική μας εποχή, συγκρίνοντάς την με εκείνη του Ντίκενς: τη βιομηχανική επανάσταση του τότε με την ηλεκτρονική/ψηφιακή του σήμερα, τις κοινωνικές ανισότητες του τότε με την ανεργία, την ανασφάλεια της σημερινής οικονομικής κρίσης κ. ο. κ. Τηρουμένων των αναλογιών φυσικά, διότι από την εποχή του Ντίκενς, πολλά στραβά ίσιωσαν. Ωστόσο, ένα καίριο ερώτημα, σε μια επετειακή χρονιά, θα μπορούσε να είναι αυτό: πέρα από διαχρονικά μεγάλος συγγραφέας, μήπως ο Ντίκενς είναι και επίκαιρος;
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, πεζογράφος με αγγλική παιδεία, λέει ότι «αν για την αποικιοκρατική τότε Βρετανία υπήρξε ένας συγγραφέας που καθόρισε τη βρετανικότητα και ανέδειξε το Λονδίνο ως την πρώτη κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα του πλανήτη, σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ντίκενς εξακολουθεί να αποτελεί μια συγγραφική πρόκληση: ένας συγγραφέας που αφουγκράζεται τον κόσμο, τις ανισότητες, τις εξεγέρσεις και τις διαμάχες στους δρόμους, που καταγράφει τις αδυναμίες στα συστήματα πρόνοιας και στις εργασιακές σχέσεις, τις ψυχικές διαταραχές στη συμπεριφορά των δοκιμαζόμενων. Eνας συγγραφέας που συμβαδίζει με τις εξελίξεις στον ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό χώρο και εφοδιάζει το μυθιστόρημα με δέκτες και πομπούς ώστε να διερευνά τα δύσκολα και τα επερχόμενα. Eνας Ντίκενς στην κλονιζόμενη Ευρώπη θα ήταν όχι μόνον ένας κοινωνικός καθοδηγητής -μετά την απογοήτευση της στάσης των πολιτικών- αλλά και αναγνωστικό αποκούμπι. Τότε που θα τον διαβάζουμε δίπλα σε μια γκαζόλαμπα, επειδή θα μας έχουν κόψει το ηλεκτρικό ρεύμα, ενώ ο τόπος γύρω μας θα θυμίζει μια Dickensland».
«Παραείναι επίκαιρος»
Για την καταξιωμένη συγγραφέα Αθηνά Κακούρη, η οποία έχει μεταφράσει Ντίκενς, «η Αγγλία του Ντίκενς είναι ένα πανίσχυρο κράτος, με στέρεα βασιλεία και κοινοβουλευτικούς θεσμούς, κυριαρχεί στη μισή υφήλιο, είναι η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη παγκοσμίως, έχει μια ρωμαλέα αριστοκρατία και μια ακόμη πιο ρωμαλέα αστική τάξη, που έχουν όλη την άνεση να συγκινηθούν από τα όσα τους υποδεικνύει ο Ντίκενς ότι πρέπει να αλλάξουν – τα κακά ορφανοτροφεία, την θλιβερή εγκληματικότητα, τις κακόφημες συνοικίες, την αφόρητη αυταρέσκεια, την κακή λειτουργία του Δικαίου κ. ά. Ο κόσμος του Ντίκενς στέκει καλά στα πόδια του και χρειάζεται μερεμέτια.
» Αντιθέτως, στην Ελλάδα σήμερα, αλλά και γενικά στον κόσμο μας, τα πάντα μπαίνουν εξ αρχής υπό αμφισβήτηση, γιατί τίποτα δεν φαίνεται να λειτουργεί σωστά: δημοκρατία, πολίτευμα, οικονομία, θρησκεία, διαπροσωπικές σχέσεις... Εντούτοις ο Ντίκενς είναι και παραείναι επίκαιρος διότι κάθε μεγάλος συγγραφέας, ακόμη και όταν περιγράφει τις συνθήκες της εποχής του, κάνει την ανατομία του ανθρώπου που είναι αιωνίως η ίδια. Δεν είναι επίκαιρος ο Σοφοκλής; Δεν είναι επίκαιρος ο Τσέχοφ»;
Ο μελετητής (και μεταφραστής ενός έργου του Ντίκενς) Στέφανος Ροζάνης πιστεύει ότι «η μεγάλη αξία του Ντίκενς έγκειται στο εξής: περιγράφει τη σκοτεινιά της μητροπόλεως, το εξαθλιωμένο υποκείμενο, τον παρία, τον παρείσακτο, κάνοντας στην ουσία μια προβολή στο μέλλον: προαναγγέλλει αυτό που έχει γίνει σήμερα το Παρίσι, το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη κτλ».
Σύμφωνα με τον Σ. Ροζάνη, «ο Ντίκενς είναι ένας ριζοσπαστικός ρομαντικός: ασκεί τη δριμύτερη και πιο εύστοχη κριτική πάνω στο αστικό πνεύμα και από την άλλη, προτείνει ως λυτρωτικό στοιχείο την εξανάσταση της ανθρώπινης ατομικότητας, δηλαδή της εσωτερικής, υποκειμενικής εξέγερσης. Παιδί αυτής της εξέγερσης είναι ο “επαναστατημένος άνθρωπος” του Αλμπέρ Καμί. Ομως και αυτό που βλέπουμε σήμερα γύρω μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επέκταση του οράματος και της κριτικής του Ντίκενς. Παρά το “εγκώμιο” του αστικού πνεύματος, ο Ντίκενς διακρίνει μέσα σε αυτό το σαράκι της εξαθλίωσης που αποκρύπτεται πίσω από τη μεγάλη προσδοκία. Οπως και σήμερα: ο ορθολογισμός των οικονομικών δεικτών καταλήγει σε έναν πλήρη παραλογισμό της ανθρώπινης υποστάσεως. Με το πρόσχημα του ορθολογισμού δημιουργήθηκε ένας σχιζοφρενής άνθρωπος, όπως λέει και ο Φρέντρικ Τζέιμσον στη μελέτη του για το μεταμοντέρνο».
«Υπόθεση πάθους»
Η Αθ. Κακούρη μας πληροφορεί ότι στην Αγγλία θα προβληθεί προσεχώς από την τηλεόραση η διασκευή του κύκνειου άσματος του Ντίκενς, «Το μυστήριο του Εντουιν Ντρουντ» (είναι το βιβλίο που, όπως λέει η ίδια, είχε πρόπερσι την ευτυχία να μεταφράσει για τις εκδόσεις της Εστίας). «Πρόκειται για μια σκοτεινή υπόθεση πάθους - ερωτικού και ναρκωτικών. Τι πιο σύγχρονο; Το βιβλίο είναι μισό, γιατί ο Ντίκενς πέθανε, ενώ το έγραφε. Σημειώσεις του δεν υπάρχουν. Πολλοί προσπάθησαν να το αποτελειώσουν - χωρίς σημαντική επιτυχία. Τώρα ανέλαβε η Γκίνεθ Χιου, που δηλώνει ότι το έργο είναι Ηράκλειο! Να η ευκαιρία να ξαναδιαβάσουμε το “Μυστήριο του Εντουιν Ντρουντ” και ως γνώστες πλέον να κρίνουμε τη νέα τηλεοπτική σειρά. Και μετά, σειρά κορδόνι, όλο τον υπόλοιπο αγέραστο Ντίκενς, δίδοντας προτεραιότητα στο διασκεδαστικότατο “Αρχείο Πίκγουικ” (Pickwick Papers)».
Πάντως, από τις πιο πρόσφατες ελληνικές εκδόσεις ξεχωρίζουμε τον «Ζοφερό οίκο» (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, Gutenberg), τις «Μεγάλες προσδοκίες» (μτφρ. -επίμετρο Αρτεμις Σταμπουλοπούλου, Πόλις), το «Παλαιοπωλείο» (μτφρ. Εφη Καλλιφατίδη, Ωκεανίδα), την «Ιστορία δύο Πόλεων» (μτφρ. Αν. Αγαπητού - Β. Τράπαλη, Εξάντας), «Το μυστήριο του Εντουιν Ντρουντ» (μτφρ. Αθ. Κακούρη, Εστία), «Η ιστορία του Κυρίου μας» (μτφρ. Σ. Ροζάνης, Υψιλον).
Το αποτύπωμά του είναι ανεξίτηλο
Πώς όμως φαντάζει ο Ντίκενς σε έναν σύγχρονο, νέο Αγγλο συγγραφέα, στα έργα του οποίου μάλιστα το Λονδίνο παίζει εξέχοντα ρόλο, όπως και σε εκείνα του δημιουργού των «Δύσκολων Καιρών»; Θέσαμε αυτό το ερώτημα στον 33χρονο Αλεξ Πρέστον, συγγραφέα που διακρίθηκε στην πατρίδα του ήδη από το πρώτο του μυθιστόρημα, «This Bleeding City» («Η πόλη που μας πλήγωνε», εκδ. Παπαδόπουλος): μια ερωτική ιστορία στο Λονδίνο του 2008, με φόντο την οικονομική κατάρρευση, όπως τη βίωσε ο ίδιος ο συγγραφέας όταν εργαζόταν στο Σίτι, την εποχή που «έσκασε η φούσκα» της Leeman Brothers. Το δεύτερο μυθιστόρημα του Πρέστον, «The Revelations», θα κυκλοφορήσει τον Φεβρουάριο (όπως και το πρώτο, από τον Faber): «Στη Βρετανία, ο Ντίκενς είναι ο απόλυτος εκφραστής του ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Συνδυάζει την γκόθικ αίσθηση με μιαν έξοχη πλοκή, μέσα απ’ την οποία ο αναγνώστης στην κυριολεξία βαπτίζεται στις ζωές των ηρώων. Και σήμερα, το αποτύπωμα του Ντίκενς παραμένει ανεξίτηλο. Ειδικά όταν κάποιος γράφει για το Λονδίνο, δεν μπορεί να ξεφύγει από τη σκιά αυτού του μεγάλου χρονικογράφου της πόλης: τους ομιχλώδεις δρόμους, τα σκοτεινά περάσματα, τον υπόγειο κόσμο, τα μεγάλα φώτα. Ο Ντίκενς άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την ίδια μας την πόλη.
»Ολοι έχουν το αγαπημένο τους ντικενσιανό μυθιστόρημα. Καποιοι το πιο συναισθηματικό “Ολιβερ Τουίστ” ή το “Ντέιβιντ Κόπερφιλντ”. Αλλοι, την επική “Ιστορία δυο Πόλεων” ή τον “Κοινό μας φίλο”. Για μένα, ο Ντίκενς είναι κορυφαίος στις “Μεγάλες προσδοκίες” και τον “Ζοφερό οίκο”. Σε αυτά είναι όπου έχουμε τον ιδανικό συνδυασμό βαθιά ανθρώπινων χαρακτήρων, συναρπαστικής πλοκής, θαυμάσιας ατμόσφαιρας και, πάνω απ’ όλα, την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν τεχνίτη του μυθιστορήματος, ο οποίος έγραφε όταν το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος βρισκόταν στο απόγειό του».

Η Σπάρτη σε ρυθμούς πολιτισμού

Ο συγγραφέας Δημήτρης Πετσετίδης μας ξεναγεί στην πόλη του λαδιού...
Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, 22/1/2012...
Δύο βραβεία και μια επέτειος ήταν το έναυσμα για μια ημερήσια επίσκεψη στην πόλη της Σπάρτης, την περασμένη εβδομάδα. Στην πανηγυρική συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών, τις τελευταίες μέρες του 2011, ο συγγραφέας Δημήτρης Πετσετίδης τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ η Δημόσια Βιβλιοθήκη Σπάρτης τιμήθηκε με έπαινο για την προσφορά της.
Το ραντεβού με τον Δημήτρη Πετσετίδη ήταν στην κεντρική λεωφόρο της Σπάρτης, την Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, με τους χαρακτηριστικούς φοίνικες στη νησίδα. Μας περίμενε έξω από την Κουμαντάρειο Πινακοθήκη Σπάρτης, ένα θαυμάσιο νεοκλασικό των αρχών του 20ού αιώνα, που είναι το παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης.
Βρισκόμαστε σε μια πόλη μικρή, μόλις 14 χιλιάδων κατοίκων, που εκπλήσσει με τη ρυμοτομία της (έργο των Βαυαρών στις αρχές του 19ου αιώνα) αλλά και με τα σύγχρονα κύτταρα πολιτισμού, παλαιότερα και νεότερα: η Κουμαντάρειος Πινακοθήκη, η Δημόσια Βιβλιοθήκη Σπάρτης, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο Ελιάς και ελληνικού λαδιού. «Ολα είναι σύγχρονα. Μόνο το Αρχαιολογικό Μουσείο είναι παλιό, από την επανίδρυση της πόλης, το 1834. Οι αρχιτέκτονες ήταν Γερμανοί και είχαν σχεδιάσει να υπάρχει οπτική επαφή του μουσείου με το δημαρχείο. Οι κατοικίες που χτίστηκαν ενδιάμεσα ακύρωσαν το σχέδιο...», μας εξηγεί ο Δημήτρης Πετσετίδης.
Στους ρυθμούς του ποιητή, που δώρισε το αρχείο του στη βιβλιοθήκη της πόλης του, ζει η Δημόσια Βιβλιοθήκη Σπάρτης, αφού το 2012 έχει ανακηρυχθεί έτος Βρεττάκου, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Λάκωνα ποιητή. Η Δημόσια Βιβλιοθήκη Σπάρτης εξακολουθεί τους σχεδιασμούς της, παρά τη μείωση του προϋπολογισμού της σχεδόν στο μισό (από 26 χιλ. ευρώ σε 14 χιλ. ευρώ τον χρόνο). Και προσκαλεί στον χώρο της όχι μόνον όσους θέλουν να διαβάσουν, αλλά και όσους αγαπούν το σκάκι, αφού υπάρχουν πολλά τραπέζια–σκακιέρες στο κεντρικό αναγνωστήριο.
Η παλιά Ηλεκτρική
Μανιώδης σκακιστής ο Δημήτρης Πετσετίδης περνούσε αρκετές ώρες στη Βιβλιοθήκη, παίζοντας... σκάκι. Μας λέει περήφανος ότι η μία από τις τρεις κόρες του, επίσης μανιώδης σκακίστρια, έχει φέρει ισοπαλία με τον Κασπάροφ σε αγώνες στην Κέρκυρα. Στην αίθουσα όπου βρίσκεται το Αρχείο Βρεττάκου συγκινείται ιδιαίτερα. «Σ’ αυτή τη φωτογραφία είναι ο πατέρας μου με τον Βρεττάκο στην Αλβανία. Εχω την πρωτότυπη στο σπίτι».
Η κορυφογραμμή του Ταϋγέτου ήταν χιονισμένη, αλλά η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Περπατήσαμε στην κεντρική πλατεία της Σπάρτης και ο Δημήτρης Πετσετίδης άρχισε να ανασύρει τις μνήμες των παιδικών του χρόνων, κάνοντας μια διαδρομή διαφορετική στην πόλη του. Παιχνίδια, φίλοι των παιδικών χρόνων, ιστορίες σπιτιών που οι ένοικοί τους δεν υπάρχουν πια.
Από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη στο Μουσείο της Ελιάς. Ηταν το παλιό κτίριο της Ηλεκτρικής, που είχαν οι πέντε αδελφοί Παπαδολιά. Ο Δήμος Σπαρτιατών παραχώρησε το κτίριο στο Πολιτιστικό Ιδρυμα Ομίλου Πειραιώς, το οποίο ανακαίνισε το κτίριο της παλιάς Ηλεκτρικής και το Μουσείο της Ελιάς και ελληνικού λαδιού είναι ένα από τα έξι θεματικά μουσεία στην Ελλάδα. «Εδώ έπεσε η πρώτη νάρκη το 1947 από τους αντάρτες όταν ελευθέρωσαν τους φυλακισμένους. Το σπίτι μου ήταν ακριβώς απέναντι. Κρυβόμασταν με τη μάνα μου». Οι χώροι του μουσείου είναι μια θαυμάσια ξενάγηση στους τρόπους συλλογής, καλλιέργειας και παραγωγής λαδιού από την αρχαιότητα έως σήμερα. Μια μοναδική συλλογή από αντικείμενα, εργαλεία, αγγεία και φωτογραφίες, που παραπέμπουν σε παλαιότερες εποχές. Ενα μουσείο από το οποίο δεν θέλεις να βγεις, γιατί σε κάθε γωνιά του σε περιμένει μια έκπληξη. Και παρ’ όλα αυτά, όση ώρα μείναμε εκεί –και ήταν αρκετή– δεν μπήκε άλλος επισκέπτης. «Κυρίως οι ξένοι το επισκέπτονται. Οι Σπαρτιάτες όχι», μου λέει ο Δημήτρης Πετσετίδης. Βλέπουμε μια φωτογραφία που επιγράφεται «σπορολογίστρες». «Ηταν οι γυναίκες που μάζευαν χαμάδες, οι πολύ φτωχές. Κάτι σαν τις σταχομαζώχτρες...».
Στα πρακτορεία Προπό
Εχοντας ζήσει τα πρώτα χρόνια της ζωής τους σε μια πόλη που συνδέεται άρρηκτα με το λάδι, ο Δημήτρης Πετσετίδης παράλληλα με την περιήγηση στο μουσείο θυμάται και στιγμές των παιδικών του χρόνων. Η έκφρασή του αλλάζει, γαληνεύει, γίνεται πιο τρυφερή. Χαλαρώνει περισσότερο. Μου λέει για τη μητέρα του που μάζευε μέχρι τα 80 της ελιές και «ήταν από τις πρώτες Ελληνίδες που είχε άδεια κυνηγιού».
Τον ρωτάω πού του αρέσει να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του. «Σε πρακτορεία Προπό. Μου αρέσει να παρατηρώ όσους μπαίνουν και κυνηγούν την τύχη τους. Εχω γράψει και ένα διήγημα για κάποιον που καυχιόταν ότι μετείχε σε εκτελεστικά αποσπάσματα». Τον ρωτάω αν έχουν αυξηθεί το τελευταίο διάστημα οι άνθρωποι που αναζητούν την ελπίδα στον τζόγο. «Οι άνθρωποι που παίζουν έχουν αυξηθεί, τα κέρδη έχουν μειωθεί», λέει.
Αφήνουμε με τις καλύτερες εντυπώσεις το Μουσείο της Ελιάς και πριν πάμε για φαγητό θέλει να επισκεφτούμε το σπίτι όπου έζησε τα πρώτα 35 χρόνια της ζωής του. Το Χατίπι. Εκεί έχουν απομείνει αρκετά παλιά σπίτια, κυριαρχούν οι μονοκατοικίες και οι πορτοκαλιές. Εχει χτιστεί πολύ η Σπάρτη τα τελευταία χρόνια; «Πάρα πολύ. Από τα παλιά σπίτια ελάχιστα έχουν απομείνει. Και κάποια που ήταν διατηρητέα γκρεμίστηκαν εν μια νυκτί».
Οι φάσεις της ιστορίας είναι ακόμη ανάγλυφες πάνω στην πόλη, παρά την καινούργια όψη που έχει πάρει. «Εδώ ήταν πολυβολείο των ανταρτών»· «εδώ ήταν ναρκοπέδιο στην Κατοχή». Εζησε τον Εμφύλιο στη Σπάρτη και «ήταν ο σκληρότερος. Το κλίμα διατηρήθηκε για πολλά χρόνια μετά». Συναντάμε σε κάθε στάση μας την οικειότητα και την αμεσότητα της μικρής πόλης. Από τον παλιό γείτονα και τους ευγενέστατους υπαλλήλους του Μουσείου της Ελιάς, μέχρι το παραδοσιακό ταβερνάκι «Εν Χατίπι» που διαλέξαμε. Οικογενειακή επιχείρηση, δίνει μεγάλη σημασία στις μνήμες της πόλης και των ανθρώπων της, αναδεικνύει ό,τι απέμεινε από τα παλιά στον χώρο του. Ετσι, οι τοίχοι είναι γεμάτοι παλιά αντικείμενα και οι παραδοσιακές συνταγές της περιοχής είναι η αγαπημένη ενασχόληση του μάγειρα.
Την ώρα του φαγητού μιλάμε για τον τρόπο της γραφής του. Δουλεύει και ξαναδουλεύει πολλές φορές τα κείμενά του. «Το θέμα δεν αρκεί, αν δεν το επεξεργαστείς και δεν το δουλέψεις. Το θέμα είναι η αλήθεια και εσύ θα δείξεις την ομορφιά. Δεν μπορώ να καταλάβω όσους κομπάζουν για την ευκολία τους να γράφουν...»
Λογοτέχνης αλλά και σκιτσογράφος
Tην παράδοση του διηγήματος ακολουθεί σε όλα του τα κείμενα ο Δημήτρης Πετσετίδης. Ξεκίνησε δημοσιεύοντας σε εφημερίδες και περιοδικά και η πρώτη συλλογή, με τον τίτλο «Δώδεκα στο δίφραγκο», εκδόθηκε το 1986. Ακολούθησαν οι συλλογές: «Το παιχνίδι» (Νεφέλη, 1991), «Επίλογος στα χιόνια» (Νεφέλη 1993), «Ο Σαμπατές ζει» (Νεφέλη 1998), «Τροπικός του Λέοντος» (Νεφέλη, 2001), «Σε ξένο γήπεδο» (Πατάκης, 2003). Η νέα του συλλογή με διηγήματα που όλα εκτυλίσσονται μέσα σ’ ένα δωμάτιο – «πραγματικό ή φανταστικό» – έχει τίτλο «Εν οίκω» και θα κυκλοφορήσει τον επόμενο μήνα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Η άλλη μεγάλη του αγάπη, εκτός από τη λογοτεχνία, είναι το σκίτσο. Ξεκίνησε να σκιτσάρει το 1963, συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά («Ταχυδρόμος», «Επίκαιρα», «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», «Εξόρμηση», «Ποντίκι», «Αντί», «Αυγή», «Εποχή»). Και συνεχίζει. «Εχω φτιάξει περισσότερες από 5.000 γελοιογραφίες». Και αρχειοθετεί όλα τα δημοσιευμένα σκίτσα του σε δεκάδες ντοσιέ, που καταλαμβάνουν μια ολόκληρη βιβλιοθήκη στο σπίτι του.

Monday, January 23, 2012

ΕΚΕΒΙ: Πρόσκληση σε ανοιχτή συνάντηση ενημέρωσης



Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) σας προσκαλεί να γνωρίσετε από κοντά και να συζητήσετε με τους διδάσκοντες του νέου κύκλου σπουδών στο «Εργαστήρι Βιβλίου του ΕΚΕΒΙ» ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ την Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012, ώρα 17:00 στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΕΚΕΒΙ (Αθ. Διάκου 4, στάση μετρό «Ακρόπολη», τηλ. 210-9200300)
Συμμετέχουν: Χρήστος Χρυσόπουλος (πεζός λόγος), Ανδρέας Μήτσου  (διήγημα),  Βασίλης Παπαθεοδώρου (νεανικό μυθιστόρημα), Χρήστος Μπουλώτης (παιδικό βιβλίο), Βασίλης Παπατσαρούχας (εικονογράφηση παιδικού βιβλίου), Ελένη Πέγκα (θεατρική γραφή).Αμάντα Μιχαλοπούλου,  (μυθιστόρημα – e-learning),  Στρατής Πασχάλης (ποίηση - e-learning),  Ελένη Κεχαγιόγλου (διόρθωση και επιμέλεια κειμένων - e-learning).
⇒ O Χάρης Βλαβιανός (ποίηση) λόγω έκτακτης απουσίας θα συναντήσει τους υποψήφιους μαθητές του την επόμενη Τετάρτη 1/2, στις 5 το απόγευμα).
⇒Η συνάντηση για τα εργαστήρια διόρθωσης και επιμέλειας κειμένων θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 8/2, στις 5 το απόγευμα. (Δημήτρης ΘάναςΚλεοπάτρα Καλαφατά )
ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
την Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012ώρα 12:00,στην αίθουσα εκδηλώσεων της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων
Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ),
Στρ. Καλλάρη 5, Θεσ/νίκη, τηλ. 2310-243572).
Συμμετέχουν: Σοφία Νικολαϊδου  (μυθιστόρημα), Δημήτρης Μίγγας (διήγημα), Γιώργος Κορδομενίδης (διόρθωση και επιμέλεια κειμένων).
Για όσους δεν μπορούν να παραβρεθούν στις συναντήσεις, το «Εργαστήρι Βιβλίου του ΕΚΕΒΙ» παρέχει συνεχή ενημέρωση μέσα από τη σελίδα του στο facebook (http://www.facebook.com/ergastiri) προσκαλώντας σε ανοιχτή συζήτηση όλους τους ενδιαφερόμενους.

Ανακοινώθηκαν τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2011

Ανακοινώθηκαν τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2011 (αφορούν στις εκδόσεις έτους 2010) στα οποία κατέληξε η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας από τον «βραχύ κατάλογο» των υποψήφιων προς βράβευση έργων. Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων στον Ντίνο Χριστιανόπουλο για το σύνολο του έργου του, ενώ βραβείο μυθιστορήματος απονέμεται στον Θωμά Κοροβίνη για το έργο «Ο γύρος του θανάτου».

Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων:Απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Ντίνο Χριστιανόπουλο για το σύνολο του έργου του.

Βραβείο Μυθιστορήματος:Απονέμεται ομόφωνα στον Θωμά Κοροβίνη για το έργο του με τίτλο «Ο γύρος του θανάτου», εκδόσεις Άγρα.

Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας:Απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Χρήστο Οικονόμου για το έργο του με τίτλο «Κάτι θα γίνει, θα δεις», εκδόσεις Πόλις.

Βραβείο Ποίησης: Απονέμεται ομόφωνα στον Γιώργο Μαρκόπουλο για το έργο του με τίτλο «Κρυφός κυνηγός», εκδόσεις Κέδρος.

Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής: Απονέμεται ομόφωνα εξ ημισείας στην Γεωργία Γκότση για το έργο της με τίτλο «Η διεθνοποίησις της φαντασίας: Σχέσεις της ελληνικής με τις ξένες λογοτεχνίες τον 19ο αιώνα», εκδόσεις Gutenberg και στην Βενετία Αποστολίδου για το έργο της με τίτλο «Τραύμα και μνήμη: Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων» εκδόσεις Πόλις.

Βραβείο Μαρτυρίας-Βιογραφίας-Χρονικού-Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας: Το Βραβείο Χρονικού - Μαρτυρίας απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Γιώργο Χ. Θεοχάρη για το έργο του με τίτλο «Δίστομο - : 10 Ιουνίου 1944 - Το ολοκαύτωμα», εκδόσεις Σύγχρονη Έκφραση.

Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα: Απονέμεται ομόφωνα εξ ημισείας στον Mιχάλη Γεννάρη για το έργο του με τίτλο «Πρίγκιπες και δολοφόνοι», εκδόσεις Ίνδικτος και στον Θοδωρή Ρακόπουλο για το έργο του με τίτλο «Φαγιούμ», εκδόσεις Μανδραγόρας.

Ειδικό βραβείο σε λογοτέχνη του οποίου το βιβλίο προάγει σημαντικά το διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα: δεν απονέμεται.

Η Επιτροπή απαρτίζεται από τους: Νίκο Δαββέτα (συγγραφέα και κριτικό λογοτεχνίας), Λίζυ Τσιριμώκου (Καθηγήτρια Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Χρήστος Αστερίου (Συγγραφέας), Δημήτρης Καργιώτης (Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων), Τίνα Μανδηλαρά (Κριτικός Λογοτεχνίας), Δημήτρης Μίγγας (Συγγραφέας), Ανδρέας Μήτσου (Συγγραφέας), Λίνα Πανταλέων (Κριτικός Λογοτεχνίας).

«Δεν θέλω ούτε τα βραβεία, ούτε τα λεφτά τους» λέει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος

«Ούτε θα εμφανιστώ ούτε θα απλώσω το χέρι για να το πάρω. Δεν θέλω ούτε τα βραβεία ούτε τα λεφτά τους». Με αυτό τον τρόπο σχολίασε ο Θεσσαλονικιός ποιητής, Ντίνος Χριστιανόπουλος τη διάκρισή του με το μεγάλο βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού, παραπέμποντας σε παλιότερο κείμενό του (1979) με τον τίτλο «Εναντίον». Ο 81χρονος λογοτέχνης απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ' όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο "υπείροχον έμμεναι άλλων", που μας άφησαν οι αρχαίοι. Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου …» αναφέρει, μεταξύ άλλων, στο κείμενό του «Εναντίον» ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Saturday, January 21, 2012

Διακόσια χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου πολέμιου της φτώχειας, Καρόλου Ντίκενς

Η ζοφερή εικόνα της ανέχειας ξαναγίνεται επίκαιρη...
Διακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του Καρόλου Ντίκενς -γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1812 στο Λάντπορτ του Πόρτσμουθ και πέθανε το 1870 στο Ρότσεστερ, χωρίς να προλάβει να φτάσει τα 60-, το έργο του μοιάζει περισσότερο επίκαιρο από ποτέ. Την εποχή της πρωτοφανούς κρίσης, με την ανεργία να αυξάνεται και τα εισοδήματα να συρρικνώνονται, η ρημαγμένη από την οικονομική εξαθλίωση βικτωριανή Αγγλία, που κυριαρχεί σε όλη τη μυθιστορηματική παραγωγή του Ντίκενς, επανακάμπτει εντυπωσιακά στο προσκήνιο, για να υπενθυμίσει μιαν ανυπόφορα βαριά κοινωνική συνθήκη: μια συνθήκη που η ευμάρεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα έδειχνε μέχρι και πριν από λίγα μόλις χρόνια πως είχε μπει οριστικά στα αζήτητα της Ιστορίας (ακόμα κι αν τα πρώτα σημάδια για τον τερματισμό του αναδιανεμητικού συστήματος της μεταπολεμικής περιόδου άρχισαν να εμφανίζονται ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1970).

Δουλεύοντας σε εργοστάσιο βερνικιών

Το τέκνο μιας καταχρεωμένης δημοσιοϋπαλληλικής οικογένειας, που σταμάτησε το σχολείο για να δουλέψει σε εργοστάσιο βερνικιών και γνώρισε στο πετσί του τη σκληρότητα της παιδικής εργασίας, υπήρξε ένας από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των κάθετων ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας, την οποία σήμανε για εξαιρετικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση.

Η φτώχεια καθόρισε τον κόσμο των μυθιστορημάτων του Ντίκενς και αποτυπώθηκε με τον πιο παραστατικό τρόπο στους διάσημους χαρακτήρες του. Από τον Όλιβερ Τουίστ και τον Νίκολας Νίκλεμπι (αμφότερα το 1839), όπου θα αποκαλυφθεί με τα μελανότερα χρώματα η μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με ένα σύμπαν βυθισμένο στο έγκλημα και την πορνεία (μολονότι η εικόνα της πόρνης θα απαλλαγεί σε εντυπωσιακό βαθμό από την ηθική και την κοινωνική της απαξίωση), μέχρι τον Ζοφερό Οίκο (1853) και τη Μικρή Ντόρριτ (1857), που θα αποτελέσουν ένα ανάθεμα για τους βικτωριανούς θεσμούς και τη βικτωριανή οικονομία (άδικο δικαστικό σύστημα, με σωρεία φυλακίσεων για χρέη, αποχαλινωμένη εργασιακή αγορά, απουσία της οποιασδήποτε προστασίας για τον πολύωρο και προκλητικά απλήρωτο μόχθο), η μυθιστοριογραφία του Ντίκενς θα είναι η μυθιστοριογραφία των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.

Οι εικόνες της αδυναμίας, του ξεπεσμού και του στυγνού προσώπου της εργοδοσίας δεν θα λείψουν και από το κορυφαίο έργο του Ντίκενς, τονΝτέιβιντ Κόπερφιλντ (1850), μια σαφώς αυτοβιογραφική σύνθεση (όπως, άλλωστε, και τα περισσότερα βιβλία του), με την οποία θα ανακαλέσει πικρά στιγμιότυπα από τη ζωή του στο εργοστάσιο βερνικιών.

Πανταχού παρούσα και βασισμένη στην προσωπική του η εμπειρία, η φτώχεια θα απασχολήσει τον Ντίκενς από τη μια ως υλικό (οικονομικό και κοινωνιολογικό) ζήτημα και από την άλλη ως καθαρώς ηθικό και ψυχολογικό μέγεθος.

Από τη Χριστουγεννιάτικη ιστορία (1843) μέχρι και τα Δύσκολα χρόνια (1854) ή τις Μεγάλες προσδοκίες (1861), ο Ντίκενς θα μιλήσει για τη φτώχεια μέσω της ανάπτυξης ενός προβληματισμού για τη σημασία και το βάρος του χρήματος στον βίο των ανθρώπων που υποφέρουν από την έλλειψή του, όπως και των ανθρώπων που το κατέχουν και το διακινούν, καταδικάζοντας την ύπαρξη των υπολοίπων σε έναν μόνιμο στροβιλισμό, που έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση και την απόγνωση.

Στη νουβέλα της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας, που γνώρισε άπειρες εκδοχές στον κινηματογράφο και είναι το γνωστότερο βιβλίο του Ντίκενς, όπως και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο σπαγγοραμμένος Εμπενίζερ Σκρουτζ, που θα μετατραπεί σε συνώνυμο της εξοντωτικής απροθυμίας και της ολοκληρωτικής μιζέριας, θα δείξει τις βλαβερές συνέπειες του πλούτου σε εύπορους και φτωχούς.

Φτωχοί και εύποροι θα βρουν τη χαρά τους μόνο όταν το χρήμα θα βγει από το σφιχτοδεμένο πουγκί, για να φέρει την ευτυχία στο τραπέζι όλων.

Στα Δύσκολα χρόνια, ο Ντίκενς δεν θα κρύψει την απογοήτευσή του για το όραμα της βιομηχανικής τεχνολογίας, που αντί να διευκολύνει το άνοιγμα του δρόμου για έναν νέο τρόπο ζωής, ικανό να συμπεριλάβει στους κόλπους του τις χειμαζόμενες μάζες, θα μαζέψει το χρήμα στα χέρια των λίγων, χαντακώνοντας κάθε προοπτική και ελπίδα για τα εργατικά στρώματα.

Ακόμα και στις Μεγάλες προσδοκίες, που μάλλον ξεφεύγουν από τα όρια του κοινωνικού μυθιστορήματος, ο συγγραφέας θα χτίσει τον κεντρικό του χαρακτήρα με βάση τις επιταγές του χρήματος, όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβάνεται η βικτωριανή Αγγλία: το φτωχόπαιδο που αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημα, θα έχει έναν και μοναδικό στόχο, το πώς να πλουτίσει σε μια κοινωνία συστηματικών αποκλεισμών.

Κι όλα αυτά στο πλαίσιο μιας αφήγησης που θέλει να αποδείξει και στα τρία έργα το ίδιο πράγμα: ότι η φτώχεια δεν συνιστά φυσική κατάσταση ή προϊόν προσωπικής ανικανότητας, αλλά το απαραγνώριστο χαρακτηριστικό ενός πανίσχυρου ταξικού καθεστώτος, που υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια την πίστη του στην ανισομέρεια και την ανισότητα.

Ένας πολυεπίπεδος κοινωνικός κόσμος

Ο Ντίκενς έχει κατηγορηθεί κατ' επανάληψη για την προσήλωσή του στην κριτική της φτώχειας, που θεωρήθηκε από πολλούς επιβαρυντικό στοιχείο για τη λογοτεχνική λειτουργία των μυθιστορημάτων του.

Ο ανεξέλεγκτος συναισθηματισμός απέναντι στους βασανισμένους ήρωες και η σχηματικότητα στην εικονογράφηση της ταξικής βίας είναι δύο από τα συχνότερα επιχειρήματα αυτής της συλλογιστικής, που βλέπει στον Ντίκενς μιαν άχρωμη και υποτονική κλίμακα διαβαθμίσεων.

Τέτοιου τύπου, ωστόσο, δυσχέρειες, που σίγουρα δεν απουσιάζουν κατά τόπους από τη δουλειά του Ντίκενς, τείνουν αμέσως να εξισορροπηθούν από την εκτεταμένη ποικιλία των χαρακτήρων του, η οποία ανακινεί πολλαπλές όψεις του συλλογικού περίγυρου, όπως και από την κάθε άλλο παρά προγραμματική οπτική του για το καθημερινό περιβάλλον της φτώχειας και του πλούτου: οπτική που κινείται ευθύς εξαρχής σε ένα πολύχυμο κοινωνικό και ιστορικό πεδίο.

Ξαναδιαβάζοντας τον Ντίκενς, θα ανακαλύψουμε εύκολα και μιαν άλλη αρετή του. Η κριτική της φτώχειας αποκτά τόσο παραστατική δύναμη στα γραπτά του, χάρη στη σοφά διαρθρωμένη πλοκή του. Δημοσιευμένα ως επί το πλείστον υπό τη μορφή επιφυλλιδογραφικών μυθιστορημάτων (μηνιαίες συνέχειες στον περιοδικό Τύπο), τα βιβλία του Ντίκενς ξέρουν πώς να διατηρούν αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη από ενότητα σε ενότητα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας έναν περιεκτικό, γεμάτο εντάσεις μύθο, που συνδυάζεται με μιαν αρραγή και πέρα για πέρα συναρπαστική δράση. Σίγουρα, ένας μυθιστοριογράφος του καιρού μας.
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Tuesday, January 17, 2012

Το Εργαστήρι Βιβλίου του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου ανοίγει τις πόρτες του στο κοινό



 Ανοιχτές συναντήσεις ενημέρωσης και γνωριμίας οργανώνει το Εργαστήρι Βιβλίου του ΕΚΕΒΙ για τους ενδιαφερόμενους που θέλουν να έρθουν σε επαφή με τους διδάσκοντες, να συζητήσουν μαζί τους, να θέσουν ερωτήματα, να επιλέξουν το μάθημα που τους ταιριάζει.
Ο διευθυντής Σπουδών του Εργαστηρίου Στρατής Πασχάλης μαζί με τη διδακτική ομάδα του Εργαστηρίου υποδέχονται τους υποψήφιους μαθητές στις αίθουσες διδασκαλίας για να παρουσιάσουν το νέο πρόγραμμα μαθημάτων και να συζητήσουν μαζί τους ζητήματα και μεθόδους διδασκαλίας της τέχνης της γραφής.
ΑΘΗΝΑ 25/1 και 8/2 – (αίθουσα εκδηλώσεων του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (Αθ. Διάκου 4, στάση μετρό «Ακρόπολη», τηλ. 210-9200300).
[ Η συνάντηση για τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής και εικονογράφησης θα πραγματοποιηθεί τηνΤετάρτη 25/1, στις 5 το απόγευμα. Συμμετέχουν:  
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ: Χρήστος Χρυσόπουλος (πεζός λόγος), Ανδρέας Μήτσου  (διήγημα), Xάρης Βλαβιανός  (ποίηση),  Χρήστος Μπουλώτης (παιδικό βιβλίο), Βασίλης Παπαθεοδώρου (νεανικό μυθιστόρημα), Ελένη Πέγκα (θεατρική γραφή), Βασίλης Παπατσαρούχας (εικονογράφηση παιδικού βιβλίου).
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ (E-LEARNING): Αμάντα Μιχαλοπούλου,  (μυθιστόρημα),  Στρατής Πασχάλης (ποίηση),  Ελένη Κεχαγιόγλου (διόρθωση και επιμέλεια κειμένων).
[ Η συνάντηση για τα εργαστήρια διόρθωσης και επιμέλειας κειμένων θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 8/2, στις 5 το απόγευμα.
Συμμετέχουν:  Δημήτρης ΘάναςΚλεοπάτρα Καλαφατά
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 27/1 - (αίθουσα εκδηλώσεων της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας – Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ), Στρ. Καλλάρη 5, Θες/νίκη, τηλ. 2310-243572).
Συμμετέχουν: Σοφία Νικολαϊδου  (μυθιστόρημα), Δημήτρης Μίγγας (διήγημα), Γιώργος Κορδομενίδης (διόρθωση και επιμέλεια κειμένων).
Για όσους δεν μπορούν να παραβρεθούν στις συναντήσεις, το «Εργαστήρι Βιβλίου του ΕΚΕΒΙ» παρέχει συνεχή ενημέρωση μέσα από τη σελίδα του στο facebook (http://www.facebook.com/ergastiri) προσκαλώντας σε ανοιχτή συζήτηση όλους τους ενδιαφερόμενους.

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΔΩ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ (ΕΚΕΒΙ), ΤΗΛ.: 210-9200300, www.ekebi.gr
Πληροφορίες : τηλ.: 210-9200336, seminaria@ekebi.gr
Αιτήσεις συμμετοχής έως 29 Ιανουαρίου 2012.

Οι κριτικοί λογοτεχνίας απέκτησαν το δικό τους ηλεκτρονικό αρχείο στον κόμβο του ΕΚΕΒΙ



Εναρξη με τους κορυφαίους του πρώτου μισού του 20ού αιώνα (Τέλλος Αγρας, Αλκης Θρύλος (Ελένη Ουράνη), Ανδρέας Καραντώνης, Κλέων Παράσχος, Πέτρος Χάρης, Αιμίλιος Χουρμούζιος)
Το Αρχείο Κριτικών Λογοτεχνίας αποτελεί τη βάση για τη μελέτη, την ανίχνευση και την προβολή των πνευματικών προσωπικότητων που προσέφεραν καθοριστικά στα επόμενα βήματα της νεοελληνικής γραμματείας μέσα από το κριτικό έργο τους. Χάρη στην οξύνοια, τη φιλολογική και συγγραφική τους υποδομή αποτέλεσαν ρυθμιστικό παράγοντα στην εξέλιξη της ποίησης και της πεζογραφίας, της μετάφρασης, του δοκιμιακού λόγου.
Πρόκειται για ένα αρχείο σε διαρκή εμπλουτισμό με πρόσωπα και κείμενα ενισχύοντας τη φιλέρευνη διάθεση του αναγνωστικού κοινού αλλά και εξυπηρετώντας την αναζήτηση αρχειακών δεδομένων σε σπουδαστές, ερευνητές, συγγραφείς και επαγγελματίες του εκδοτικού κλάδου.
Το Αρχείο Κριτικών Λογοτεχνίας βρίσκεται στον κόμβο του ΕΚΕΒΙ (www.ekebi.gr). Παραθέτει μια σειρά από κατατοπιστικά στοιχεία (χρονολόγιο, αποσπάσματα βιβλιοκρισιών, δείγμα λογοτεχνικής γραφής, καταλόγους εργοβιογραφίας) για κριτικούς που προσέφεραν με την πένα τους στην επισκόπηση της λογοτεχνίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Τα κείμενα προέρχονται μέσα από περιοδικά, επιθεωρήσεις, στήλες εφημερίδων, αφιερωματικούς τόμους.

Τέλλος Αγρας  Αλκης Θρύλος (Ελένη Ουράνη)  Ανδρέας Καραντώνης  Κλέων Παράσχος  Πέτρος Χάρης  Αιμίλιος Χουρμούζιος 

Με την έναρξη λειτουργίας του το αρχείο προσφέρει υλικό για τους εξής κριτικούς: Τέλλο Αγρα, Αλκη Θρύλο (Ελένη Ουράνη), Ανδρέα Καραντώνη, Κλέωνα Παράσχο, Πέτρο Χάρη και Αιμίλιο Χουρμούζιο. Στη συνέχεια αναμένεται η παρουσίαση περισσότερων κριτικών με στόχο τον εμπλουτισμό του αρχείου και τη συνολική κάτοψη της ελληνικής βιβλιοκριτικής.
Δείτε το αρχείο, εδώ: critics.ekebi.gr

Sunday, January 15, 2012

Εκδοχές ζωής μετά θάνατον


[Της Χριστινας Σανουδου, Η Καθημερινή, 14/1/2012].
David Eagleman «Sum: Σαράντα ιστορίες από την άλλη ζωή». Μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου. Εκδόσεις Οκτώ, σελ. 120.
Τι μας περιμένει όταν αφήνουμε τούτο τον κόσμο; Αν υπάρχει παράδεισος, πόσο διαφέρει τελικά από την επίγεια πραγματικότητα; Και τι θα συνέβαινε αν κατορθώναμε να νικήσουμε τον θάνατο με τη βοήθεια της τεχνολογίας; Αυτά και πολλά ακόμα υπαρξιακά ερωτήματα επιχειρούν να «απαντήσουν» οι 40 ιστορίες του νευροεπιστήμονα David Eagleman, εμπνευσμένες από επιστημονικές θεωρίες, αρχαίους μύθους, αλλά και πτυχές της σύγχρονης καθημερινότητας. Διατυπώνοντας τις ιδιοφυείς και ανατρεπτικές υποθέσεις του με εξαιρετικά εύληπτο τρόπο, ο συγγραφέας μάς καλεί να αφήσουμε πίσω τις προκαταλήψεις μας και να αναλογιστούμε τι μορφή μπορεί να έχει η μετά θάνατον ζωή. Μήπως αναβιώνουμε όλες μας τις εμπειρίες με διαφορετική σειρά; Εχουμε τη δυνατότητα να επιστρέψουμε με ό,τι μορφή θέλουμε; Εμφανιζόμαστε ως κομπάρσοι στα όνειρα των ζωντανών, αναβιώνουμε όλες μας τις εμπειρίες με διαφορετική σειρά ή μήπως μεταμορφωνόμαστε σε προσομοιώσεις του εαυτού μας, βασισμένες σε στοιχεία από τις πιστωτικές μας κάρτες;
«Sum» είναι ο τίτλος του πρωτότυπου βιβλίου, που αγγίζει με χιούμορ ένα διαχρονικό και πανανθρώπινο ζήτημα, χωρίς να ισχυρίζεται ότι κατέχει αδιαμφισβήτητες αλήθειες - εκτός, ίσως, από το γεγονός ότι το μόνο χειροπιαστό «θαύμα», στο οποίο σίγουρα έχουμε πρόσβαση, δεν είναι η αιωνιότητα αλλά η θνητή ζωή στο εδώ και τώρα. Το μόνο βιβλίο φαντασίας, που συμπεριλήφθηκε στη λίστα του περιοδικού New Scientist για τους καλύτερους τίτλους του 2009 αποσκοπεί, σύμφωνα με τον συγγραφέα του, στο «να μας ενθαρρύνει να είμαστε πάντα ανοιχτοί σε νέες ιδέες».
Οταν πεθαίνουμε σε έναν από τους φανταστικούς κόσμους του Eagleman, ανακαλύπτουμε πως δεν είμαστε παρά προηγμένα ρομπότ, που σχεδίασαν εξωγήινα όντα με στόχο την εκτέλεση πολύπλοκων υπολογισμών ή τη συλλογή πληροφοριών για τον πλανήτη μας. Εναλλακτικά, δεν αποκλείεται να χρησιμεύουμε αποκλειστικά για τη διαιώνιση κάποιων μικροοργανισμών. Στον παράδεισο- που ενίοτε θυμίζει κόλαση- ερχόμαστε αντιμέτωποι με διάφορες εκδοχές του εαυτού μας, συνυπάρχουμε με χαμένα πράγματα, ξεχασμένες ιδέες, ακόμα και νεκρούς θεούς, ή ζούμε σε μία πόλη με μόνους κατοίκους τα πρόσωπα που θυμόμαστε. Μας πληροφορούν ότι ο θεός διαβάζει και ξαναδιαβάζει τον Φρανκεστάιν, συνεπαρμένος από την ιδέα ότι κάθε δημιουργός είναι ανίσχυρος μπροστά στο δημιούργημά του, ότι έχει παραγκωνιστεί από μία ομάδα φιλόδοξων αγγέλων ή ότι έχει εγκαταλείψει τον παράδεισο, όπου πλέον μαίνονται αιματηρές μάχες.
Μολονότι επιφανειακά ψυχαγωγούν τον αναγνώστη, οι ιστορίες κρύβουν βαθύτερες ηθικές προεκτάσεις: Οταν η ιατρική προοδεύει τόσο, ώστε να παρατείνει επ' άπειρον τη ζωή, οι άνθρωποι χάνουν κάθε κίνητρο για δημιουργία, οι προηγμένοι «συλλέκτες πληροφοριών για τη Γη» προτιμούν να συλλέγουν πληροφορίες ο ένας για τον άλλο, ενώ όσοι διδάσκονται τις αλήθειες του σύμπαντος παραμένουν πεισματικά προσκολλημένοι στις παλιές τους αντιλήψεις. Και, όταν όλοι ανεξαιρέτως κερδίζουν μία θέση στον παράδεισο, συνειδητοποιούν ότι βρίσκονται στην κόλαση.

Ενα νησί για τον Παπαδιαμάντη


Ο Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος εξέδωσε δύο βιβλία σχετικά με τον μεγάλο Σκιαθίτη
Του Σπυρου Γιανναρα, Η Καθημερινή, 14/1/2012
Ο εμβριθής φιλόλογος και επιμελητής των «Απάντων» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος μιλάει στην «Κ» με αφορμή την κυκλοφορία δύο βιβλίων για τον Παπαδιαμάντη από τις εκδόσεις «Ικαρος» και την αγόρευσή του τον περασμένο Δεκέμβριο σε επίτιμο διδάκτορα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Ακάματος μελετητής


Η δύσκολη περασμένη χρονιά έκλεισε με ευτυχέστατο τρόπο για τον επί τριακονταπενταετία ακάματο μελετητή του παπαδιαμαντικού έργου Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο.
Ο «πατριάρχης των παπαδιαμαντικών σπουδών», σύμφωνα με το ψήφισμα του Αριστοτελείου, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει αφιερωθεί, (συνεπικουρούμενος από την κόρη του Λαμπρινή), στον εντοπισμό και στην έκδοση των παπαδιαμαντικών μεταφράσεων, εξέδωσε στον «Ικαρο» δύο περίκομψα βιβλία. Το μικρό τομίδιο, «Ενα νησί»,  όπου συγκέντρωσε τέσσερα δικά του κείμενα τα οποία αναφέρονται αμέσως ή εμμέσως στον μεγάλο Σκιαθίτη, και μια ανθολογία όλων των κειμένων του κριτικού λογοτεχνίας Ζήσιμου Λορεντζάτου για τον Παπαδιαμάντη. Στο πρώτο βιβλίο, αναδεικνύει την ενότητα του παπαδιαμαντικού (λογοτεχνικού και μεταφραστικού) έργου, καταδεικνύει τις εκλεκτικές συγγένειες του πρόωρα χαμένου συγγραφέα Χρήστου Βακαλόπουλου με τον Παπαδιαμάντη (τον οποίο χαρακτηρίζει λογοτεχνικό του «δισέγγονο»), ενώ γράφει ‡ la maniere de, ένα βακαλοπουλικής κι ένα παπαδιαμαντικής τεχνοτροπίας αφήγημα.

  • - Θεωρείτε ότι η φιλολογική μελέτη του Παπαδιαμάντη έχει κάποιο όριο ή είναι ανεξάντλητη;
- Ο Παπαδιαμάντης, ως πεζογράφος και μεταφραστής, εκτός από τα αναμφισβήτητα πρωτεία του κατ' άμφω, είναι ασύγκριτος ως προς τον όγκο του έργου του με τον Θουκυδίδη λ. χ., ή τους αρχαίους Λυρικούς, οι οποίοι εξακολουθούν ν' απασχολούν τους φιλολόγους. Συνεπώς, η φιλολογική με τη στενή και την ευρεία έννοια ενασχόληση με τα γραφτά του μόλις έχει αρχίσει. Η κέλευθος που ανοίγεται μπροστά στους φιλοπαπαδιαμαντικούς φιλολόγους είναι ευρύτατη και μακρότατη. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το φετινό Γ΄ Διεθνές Συνέδριο για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ελλοχεύει πάντως ο κίνδυνος να αδολεσχούμε όχι για χάρη του παπαδιαμαντικού έργου, αλλά του curriculum vitae του ατομικού μας φακέλου.

Η αρχή της ανθολόγησης


  • - Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος δεν ασχολήθηκε επισταμένως με τον συγγραφέα της «Φόνισσας». Τι σας παρακίνησε να ανθολογήσετε τα κείμενά του για τον Παπαδιαμάντη; Τόσο καταλυτική θεωρείτε την επίδρασή του στην καθιέρωση του έργου του;
- Ο Ζ. Λορεντζάτος πράγματι δεν έγραψε τόσες σελίδες για τον Παπαδιαμάντη όσες για τον Σολωμό, μολονότι τους θεωρούσε ισότιμους και ισόκυρους. Αν όμως λογαριάσουμε τι έλξη ασκούσε η ποίηση στην ιδιοσυγκρασία του, οι σελίδες του για τον Παπαδιαμάντη δεν φαίνονται πια λίγες. Και φυσικά δεν είναι ασήμαντες. Θα μπορούσε φυσικά να έχει γράψει πενταπλάσιες, αλλά ξέρουμε ότι εγκρατευτόταν τρομερά. (Το ρήμα που χρησιμοποιώ μου θυμίζει τον κοινό χαρακτηρισμό του για τον Παπαδιαμάντη και τον Σολωμό: «Εγκρατευτές της γλώσσας»!)
Συνάχθηκαν, λοιπόν, οι μικρές και μεγάλες παπαδιαμαντικές ψηφίδες του Λορεντζάτου στο βιβλίο που εξέδωσε ο «Ικαρος», κι ελπίζω ότι έχουμε πια ένα καθαρό ψηφιδωτό. Θα χαιρόμουν πολύ αν διάβαζαν αρκετοί σχολικοί φιλόλογοι αυτή τη μικρή συναγωγή. Αν, τώρα, τα κείμενα που περιέχει είχαν επίδραση καταλυτική στους αναγνώστες, δεν το ξέρω. Βεβαιώνω απλώς ότι εμένα μ' έσπρωξαν κάποτε και με συνοδεύουν πάντοτε στη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μου.

  • - Τι εννοείτε όταν αποκαλείτε τον Χρήστο Βακαλόπουλο «δισέγγονο του Παπαδιαμάντη»; Υπάρχουν κι άλλοι σημαντικοί επίγονοί του στη νεοελληνική λογοτεχνία κι αν όχι, σε τι οφείλεται αυτή η έλλειψη;
- Ο Χρήστος Βακαλόπουλος πέρασε από τα Καυδιανά δίκρανα ώσπου να δει τι νόημα έχει ένα ξωκκλήσι στη άκρη του γκρεμού. Από εκείνα τα νησιώτικα ξωκκλήσια του Παπαδιαμάντη. Αφού, λοιπόν, αφηγήθηκε την πάλη με τον αντίδικο, που επιστρατεύει τη σοφιστεία είκοσι αιώνων και φρυάζει με τη σκέψη ότι θα μπεις ν' ανάψεις ένα κερί, δεν αποκτάει αυτοδικαίως το δικαίωμα της συγγένειας με τον Παπαδιαμάντη που αντιμετώπισε τους ίδιους ακριβώς μυκτηρισμούς;
Αλλοι επίγονοι του Παπαδιαμάντη; Ο Πεντζίκης, βέβαια! Ας αρκεστούμε σε αυτούς τους δύο κεκοιμημένους τώρα - που ασφαλώς δεν είναι λίγοι.

Μετάφραση ή όχι;


  • - Τι θα απαντούσατε στους δασκάλους που διατείνονται μετ' επιτάσεως ότι δίχως νεοελληνικές μεταφράσεις, τα παιδιά δεν πρόκειται να διαβάσουν το έργο του Παπαδιαμάντη;
- Μολονότι προικισμένοι δάσκαλοι κατάφεραν θαύματα διαβάζοντας Παπαδιαμάντη από το πρωτότυπο σε δημοτικά, υπάρχει ένα πρόβλημα. Πιστεύω ότι η Καίτη Χιωτέλλη έδειξε τον σωστό δρόμο: μεταγλώττιση, που δεν απέχει πολύ από το παπαδιαμαντικό κείμενο, στη δεξιά σελίδα, και στην αριστερή ο Παπαδιαμάντης ατόφιος - για το Δημοτικό. Για το Γυμνάσιο και το Λύκειο ότι πρότεινε στο φετινό συνέδριο ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. (Την διδασκαλία του Παπαδιαμάντη στο πρωτότυπο, συνοδεία υποσέλιδων αναλυτικών σχολίων και γλωσσάριου). Ο μεγάλος κόμπος είναι ποιοι θα κάμουν τις μεταγλωττίσεις. Αν διεκδικήσουν μεταγλωττιστικές δάφνες, η υπόθεση είναι χαμένη.

Ο «Οδυσσέας» του Τζέιμς Τζόις (και ο Λεοπόλδος Μπλουμ) γίνονται 90 ετών


[Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, 14/1/2012]. Ηταν 2 Φεβρουαρίου του 1922, όταν κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Shakespeare and Company ένα βιβλίο που καθόρισε τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα, τη μορφή και τη δομή του μυθιστορήματος: ο «Οδυσσέας» του Τζέιμς Τζόις, ο οποίος συμπτωματικά εκείνη την ημέρα γιόρταζε τα 40 του χρόνια. Δεν είναι η μόνη ημερομηνία που συνδέει την προσωπική ζωή του συγγραφέα με ημερομηνίες–ορόσημα του Οδυσσέα. Οπως η Bloomsday, η 16η Ιουνίου του 1904, κατά την οποία παρακολουθούμε στις σελίδες του «Οδυσσέα» τη ζωή του κεντρικού ήρωα του βιβλίου, του Λεοπόλδου Μπλουμ. Ακριβώς την ίδια μέρα ο Τζόις γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, τη Νόρα Μπάρνακλ.

Η ιστορία του μυθιστορήματος είναι αρκετά σύνθετη. Ο Τζόις άρχισε να γράφει τον «Οδυσσέα» γύρω στο 1914. Το μυθιστόρημα αρχικά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες (από τον Μάρτιο του 1918 ώς τον Δεκέμβριο του 1920) στο περιοδικό The Little Revue, συνδιευθυντής της οποίας ήταν ο Εζρα Πάουντ, στενός φίλος και θαυμαστής του Τζόις. Ομως, λόγω της τολμηρής γλώσσας του και της ασυνήθιστης δομής του, κανείς εκδότης δεν αναλάμβανε την έκδοσή του. Το τόλμησε η οξυδερκής Σύλβια Μπιτς και από τότε οι αναγνώστες μπορούν να διαβάζουν τα δεκαοκτώ κεφάλαια του βιβλίου (δομή που παραπέμπει στην «Οδύσσεια» του Ομήρου) και τη ζωή του μεσήλικου κύριου Μπλουμ, αλλά και του νεαρού Στήβεν Ντένταλους, οι οποίοι ανασυνθέτουν και επανεξετάζουν μέσα στους συλλογισμούς τους όλα τα προβλήματα που θίγει ο Ομηρος.

Ο σύγχρονος αναγνώστης παρακολουθεί τις διαφορές και τις ομοιότητες του μύθου, τις ανατροπές του και συγκρίνει τον σύγχρονο κόσμο με τον κλασικό, αναζητώντας τις ηθικές και τις πνευματικές αξίες της σύγχρονης ζωής.

Είκοσι δύο χρόνια πριν, το 1990, ο «Οδυσσέας» μεταφράστηκε στα ελληνικά για πρώτη φορά (από τον Σωκράτη Καψάσκη) και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος. Τις προηγούμενες μέρες, οι εκδόσεις Κέδρος κυκλοφόρησαν μια νέα επετειακή έκδοση του «Οδυσσέα», με σκληρό εξώφυλλο, πάντα σε μετάφραση Σωκράτη Καψάσκη.

Ισως ειδικά αυτήν την εποχή να είναι ευκαιρία να διαβάσουμε ένα έργο που έφερε επανάσταση στην τεχνική της αφήγησης, αλλά και να κάνουμε, ως αναγνώστες του 21ου αιώνα, τη σύγκριση ανάμεσα στις αξίες του κλασικού κόσμου με τον σημερινό, όπως έκαναν ο Λεοπόλδος Μπλουμ και ο Στήβεν Ντένταλους.

Friday, January 6, 2012

Οι «Εαυτούληδες» του Σκαρίμπα σε μελωδία Διονύση Τσακνή στο Μέγαρο Μουσικής

Μια μουσική παράσταση εμπνευσμένη από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Σκαρίμπα, «Εαυτούληδες» παρουσιάζει ο Διονύσης Τσακνής στις 16 Ιανουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Το έργο του πρωτοπόρου Χαλκιδαίου ποιητή και λογοτέχνη Γιάννη Σκαρίμπα (1893-1984) σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού. Η απροσδόκητη, ανατρεπτική και εντελώς προσωπική ποίησή του αποτέλεσε πρόσφατα πηγή έμπνευσης για τον συνθέτη και ερμηνευτή Διονύση Τσακνή ο οποίος μελοποίησε δώδεκα ποιήματά του, προερχόμενα από τη μία εκ των τριών συλλογών του με τίτλο «Εαυτούληδες» (1950).

Οι συνθέσεις αυτές γίνονται το αντικείμενο της μουσικο-θεατρικής παράστασης που θα παρουσιαστεί στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» με τη σύμπραξη του Διονύση Τσακνή και σπουδαίων καλλιτεχνών όπως: Γιώργος Μεράντζας (ερμηνευτής), Γεράσιμος Σκιαδαρέσης (ηθοποιός, εμφανίζεται στο ρόλο του Γιάννη Σκαρίμπα, σε κείμενα που επιμελήθηκε ο Γιώργος Τσακνής), χορωδοί (ηθοποιοί-τραγουδιστές) Αποστόλης, Γιώργος και Ειρήνη Ψυχράμη, Ελένη Καρακάση, Ελένη Ουζουνίδου και Κωνσταντίνος Σαραντόπουλος, μουσικοί, Δημήτρης Μπαρμπαγάλας (κιθάρες) και Θωμάς Κωνσταντίνου (τσουμπούς, τζουράς, λαγούτο) και μέλη της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ (υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Πυλαρινού).

Στην παράσταση θα ακουστούν τα τραγούδια «Εαυτούληδες», «Τρελός», «Τα ρομπότ», «Ο Σταθμάρχης», «Ο Καμπούρης», «Το εισιτήριο», «Το πορτραίτο της Ελίζε Μαίηλυ», «Το πλοίο (Ο τιτανικός)», «Το φιδάκι», «Χορός Συρτός», «Το βαλς χωρίς ντάμα» όπως και το «Ουλαλούμ» (που ο Τσακνής είχε μελοποιήσει νωρίτερα για τις ανάγκες του δίσκου του «Τι γυρεύεις στον ύπνο μου, πατέρα» του 2007).

Η παράσταση χωρισμένη σε δύο μέρη, διανθίζεται και από μελοποιήσεις στίχων των Τάσου Λειβαδίτη, Κώστα Τριπολίτη και Μάνου Ελευθερίου.

Η παράσταση «Εαυτούληδες» εντάσσεται στο πλαίσιο της Σειράς Ελληνικό Τραγούδι.

Τιμές εισιτηρίων: 14, 25, 35 και 50 ευρώ (Διακεκριμένη Ζώνη)
Ειδικές Τιμές:  7,50 ευρώ (Φοιτητές, νέοι, άνεργοι, ΑΜΕΑ) και 9,50 ευρώ (65+, πολύτεκνοι)

Λίγη ώρα νωρίτερα (στις 6 μ.μ., στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος») και στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Megaron Plus, θα προηγηθεί συμπόσιο για τον ποιητή με τίτλο «Η ποίηση του Σκαρίμπα σήμερα» με τη συμμετοχή των: Κατερίνας Κωστίου (Επίκουρης Καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών), Σάββα Παύλου (συγγραφέα), Δημήτρη Κοσμόπουλου (ποιητή, δοκιμιογράφου), Γιώργου Παγανού (δοκιμιογράφου, κριτικού) και Συμεών Σταμπουλού (φιλολόγου, νεοελληνιστή).

Ενας πρώιμος Οσκαρ Ουάιλντ


Του Σπυρου Γιανναρα, Η Καθημερινή, 6/1/2012
Οσκαρ Ουάιλντ «Βέρα η μηδενίστρια». Μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια: Κωνσταντίνος Πουλής. Εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 172
Είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργο πώς, ενώ οι μεταφράσεις των έργων του Ουάιλντ στα ελληνικά αφθονούν, δύσκολα θα βρει κανείς στιβαρό δοκίμιο για τον δημοφιλή δανδή γραμμένο στη γλώσσα μας. Αυτό που προσελκύει τους εκδότες δεν είναι η αξία του λογοτεχνικού έργου, αλλά απλώς και μόνον η απουσία συγγραφικών δικαιωμάτων. Γι’ αυτό και συχνά τα έργα σπουδαίων Ελληνων και ξένων συγγραφέων πορεύονται ξυλάρμενα, παρατημένα στην τύχη τους σαν μπουκάλια στη θάλασσα, χωρίς την υποστήριξη ενός ελάχιστου έστω δοκιμιακού corpus.
Μετά την έκδοση της περίφημης βιογραφίας του Ουάιλντ από τον Ρίτσαρντ Ελλμαν (εκδ. Πατάκης) η ερευνητική εργασία του θεατρικού συγγραφέα και κριτικού Κωνσταντίνου Πουλή που συνοδεύει την πρώτη μετάφραση (από τον ίδιο) στα ελληνικά του πρώιμου θεατρικού του Ουάιλντ «Βέρα η μηδενίστρια» (εκδ. Κουκκίδα), αποτελεί μάλλον το πρώτο σοβαρό επιστημονικό κείμενο που προσεγγίζει το έργο του Αγγλου λογοτέχνη. Τα εισαγωγικά κείμενα του Πουλή συμπληρώνουν το ελλιπές πορτρέτο ενός δανδή εστέτ, αποκαλύπτοντας μια θεμελιώδη πτυχή του ανδρός, τον πολιτικό, και δη τον αναρχικό Οσκαρ Ουάιλντ. Το εξαιρετικά επίκαιρο αυτό θεατρικό έργο, γραμμένο το 1880, ανασκαλεύει το ακανθώδες ζήτημα της πολιτικής βίας προαναγγέλλοντας τον ύστερο Ουάιλντ του «De Profundis» και της «Μπαλάντας της φυλακής του Ρέντιγκ». Προαναγγέλλει επίσης τα θεατρικά «Οι δίκαιοι» του Αλμπέρ Καμύ, «Τα λερωμένα χέρια» του Σαρτρ και το μυθιστόρημα «Οι κατακτητές», όπου ο Μαλρό καταδεικνύει τη νομοτελειακά προδιαγεγραμμένη αποτυχία κάθε επανάστασης, η οποία μεταμορφώνεται με τη σειρά της σε εξουσία.
Η μηδενίστρια Βέρα Ζάσουλιτς, η οποία αθωώθηκε σε μια πολύκροτη δίκη επειδή πυροβόλησε τον βάναυσο αστυνομικό διοικητή της Μόσχας Φ. Τρέποφ, αποτέλεσε δεδηλωμένη πηγή έμπνευσης και για την Ντόρα Ντουλέμποφ των «Δικαίων» του Καμύ. Η απόπειρα της Ζάσουλιτς ήταν το έναυσμα του κύματος τρομοκρατικών επιθέσεων των Ρώσων μηδενιστών, που οδήγησε στη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β΄.
Ο Ουάιλντ επισημαίνει απανθρωπία ενός επαναστατικού σκοπού που αυτοαναιρείται καθώς τοποθετείται ψηλότερα κι από την αγάπη, δίνοντας μια έντονη ρομαντική τροπή στο έργο του, την οποία συναντάμε υποτονικότερη και στους δύο Γάλλους.
Στη «Βέρα» θέτει το ζήτημα της εξάλειψης της ανθρώπινης υπόστασης από την επαναστατική ομάδα, της αυταρχικότητας των επαναστατών, (προαναγγέλλοντας τα φρικώδη σταλινικά στρατόπεδα της Σιβηρίας), και της αναγκαιότητας της αυταπάρνησης και της θυσίας που ξαναβρίσκουμε στους Σαρτρ και Καμύ. Ο Καμύ έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της επιβολής ορίων στην βία, και ο Σαρτρ με τη σειρά του στάθηκε στο αμφιλεγόμενο ζήτημα του σκοπού που αγιάζει τα μέσα, επισημαίνοντας ότι η πολιτική δεν γίνεται με «καθαρά χέρια».
Ο Ουάιλντ, όμως, υπήρξε ο πρώτος που αναγνώρισε το αίτημα ελευθερίας και δικαιοσύνης των μηδενιστών, θέτοντας παράλληλα το θέμα της αναγκαίας αυτοθυσίας ως μοναδικού αντισταθμίσματος στην ωμή βία.