ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ
Το ίδιο κομψό με τον Μένη Κουμανταρέα ήταν και το σπίτι όπου
τελείωσε τόσο βίαια η ζωή του. Οδός Ζακύνθου 3, απέναντι από τη
Δημοτική Αγορά Κυψέλης.
Στις άβολες ώρες των αποχαιρετισμών,
όσοι μένουμε πίσω φέρνουμε στον νου στιγμές που μοιραστήκαμε μ’ εκείνον
που έφυγε. Οι στιγμές που μοιράζεται ένας δημοσιογράφος μ’ ένα δημόσιο
πρόσωπο είναι οι συνεντεύξεις που του έκανε. Ισως και κάποιες
συναναστροφές σε εκδηλώσεις. Ο Μένης Κουμανταρέας χάρισε στους
αναγνώστες της «Κ» πολλές από τις σκέψεις του όχι μόνο μέσα από τα 24
βιβλία του, αλλά και μέσα από τις συνεντεύξεις που μας παραχώρησε. Τις
ανέσυρα την περασμένη Κυριακή, τις ξαναδιάβασα και θυμήθηκα εκείνες τις
συναντήσεις. Πότε στο σπίτι της οδού Ζακύνθου 3, πότε στο σπίτι του στην
Κηφισιά (εκεί ηρεμούσαν παλαιότερα με την κυρία Λιλή), μια φορά στο
εστιατόριο Cellier – που επίσης δεν υπάρχει πλέον (σ’ ένα γεύμα για τον
Τίτο Πατρίκιο). Μόνο στο καλοκαιρινό του σπίτι στο Ξυλόκαστρο δεν είχα
πάει ποτέ.
Τον συναντούσα συχνά, γιατί ο Μένης Κουμανταρέας την ζούσε αυτή την πόλη μετέχοντας σε πολλές από τις εκδηλώσεις. Πήγαινε πολύ στο θέατρο, κι όχι μόνο στο αγαπημένο του Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, αλλά και σε άλλες παραστάσεις. Και πήγαινε και σε πολλές βιβλιοπαρουσιάσεις είτε φίλων συγγραφέων, είτε άλλων, νεότερων, που θαύμαζε και στήριζε. Οχι από καθήκον ή υποχρέωση, αλλά μέσα από μια υψηλή έγνοια συμμετοχής και συμπαρουσίας.
Στις συνεντεύξεις ο Μένης Κουμανταρέας (στις συνεντεύξεις που έδωσε σε όλους) ήξερε να μοιράζεται μνήμες, να σκιαγραφεί περιοχές και γεγονότα περασμένα, να δίνει κάθε φορά έναν κόκκο από τη διαδρομή της ζωής του. «Με τις Τζιτζιφιές έχω μεγάλη ιστορία. Είχαμε εκεί ένα οικογενειακό σπίτι, μ’ έναν τρούλο, που ήταν από την περιουσία της μάνας μου, αλλά έμενε το Κουμανταρέικο εκεί. Δηλαδή εκεί θυμάμαι τον παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου. Ηταν κύρια κατοικία, όχι εξοχικό. Ηταν και οι ξαδέλφες μου εκεί, ήταν η θεία μου η Πιπίτσα Κουμανταρέα, η μόνη που με υπεράσπιζε στην οικογένεια όταν άρχισα να γράφω. Είναι το σπίτι που τοποθετώ το διήγημα “Η γυναίκα που πετάει”». Ανάμνηση που αναδύθηκε σε μια κοινή μας διαδρομή με το τραμ, τον Νοέμβριο του 2009, για τις ανάγκες του free press που εξέδιδε τότε η ΤΡΑΜ Α.Ε.
Τον συναντούσα συχνά, γιατί ο Μένης Κουμανταρέας την ζούσε αυτή την πόλη μετέχοντας σε πολλές από τις εκδηλώσεις. Πήγαινε πολύ στο θέατρο, κι όχι μόνο στο αγαπημένο του Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, αλλά και σε άλλες παραστάσεις. Και πήγαινε και σε πολλές βιβλιοπαρουσιάσεις είτε φίλων συγγραφέων, είτε άλλων, νεότερων, που θαύμαζε και στήριζε. Οχι από καθήκον ή υποχρέωση, αλλά μέσα από μια υψηλή έγνοια συμμετοχής και συμπαρουσίας.
Στις συνεντεύξεις ο Μένης Κουμανταρέας (στις συνεντεύξεις που έδωσε σε όλους) ήξερε να μοιράζεται μνήμες, να σκιαγραφεί περιοχές και γεγονότα περασμένα, να δίνει κάθε φορά έναν κόκκο από τη διαδρομή της ζωής του. «Με τις Τζιτζιφιές έχω μεγάλη ιστορία. Είχαμε εκεί ένα οικογενειακό σπίτι, μ’ έναν τρούλο, που ήταν από την περιουσία της μάνας μου, αλλά έμενε το Κουμανταρέικο εκεί. Δηλαδή εκεί θυμάμαι τον παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου. Ηταν κύρια κατοικία, όχι εξοχικό. Ηταν και οι ξαδέλφες μου εκεί, ήταν η θεία μου η Πιπίτσα Κουμανταρέα, η μόνη που με υπεράσπιζε στην οικογένεια όταν άρχισα να γράφω. Είναι το σπίτι που τοποθετώ το διήγημα “Η γυναίκα που πετάει”». Ανάμνηση που αναδύθηκε σε μια κοινή μας διαδρομή με το τραμ, τον Νοέμβριο του 2009, για τις ανάγκες του free press που εξέδιδε τότε η ΤΡΑΜ Α.Ε.
- Οι ευγενείς και οι άλλοι
Ζητήσαμε από δύο άλλους συγγραφείς, που αγαπούσε και θαύμαζε ο Μένης Κουμανταρέας, να τον αποχαιρετίσουν μέσα από τις δικές τους μνήμες και σκέψεις. Και οι δύο, κατά δήλωσή του σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Αναγνώστης», είναι οι συγγραφείς που αγαπούσε σήμερα. Από τον Βασίλη Βασιλικό –«έχει το ταλέντο να σου βγάλει από ένα γεγονός, ένα ντοκουμέντο, μια καλή λογοτεχνία»– και από τον Θανάση Βαλτινό – «έχει μια βραχυλογία και μια δωρική γλώσσα που δεν την έχω», έλεγε ο Μένης Κουμανταρέας.
- Βασίλης Βασιλικός
- Ηταν ταγμένος στην τέχνη του
«Τρεις του Δεκέμβρη 1944. Το ειρηνικό συλλαλητήριο στην πλατεία
Συντάγματος βάφεται στο αίμα. Ο πατέρας μου ψάχνει να βρει κάπου να
κρυφτεί. Το σπίτι μας είναι στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα όπου
βρίσκεται για λίγες μέρες δεν μπορεί να φτάσει στο ξενοδοχείο του. Ετσι
χτυπά την πρώτη πόρτα που βρίσκει μπροστά του. Ενας κύριος σοβαρός του
ανοίγει και του επιτρέπει να περάσει όσο διαρκεί, έξω στους δρόμους, το
κακό. Στα πόδια του καλού κυρίου ένα αγοράκι 12 χρονών. Είναι ο Μένης κι
ο “κύριος” που άνοιξε την πόρτα στον πατέρα μου είναι ο πατέρας του,
Αντώνης Κουμανταρέας.
Τρεις Δεκεμβρίου 2014. Εβδομήντα χρόνια μετά. Με τον Μένη παρουσιάζουμε τη νεανική αλληλογραφία μας στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, στη μία το μεσημέρι. Εξω η διαδήλωση για τον Νίκο Ρωμανό. Μέσα ελάχιστοι ακροατές γιατί το κέντρο είναι κλειστό. Στο πάνελ, εκτός από μας τους δύο, ο κριτικός Αριστοτέλης Σαΐνης, ο συγγραφέας Αρης Μαραγκόπουλος και ο δοκιμιογράφος και επιμελητής του βιβλίου, Θανάσης Νιάρχος.
Εξι Δεκεμβρίου, 03.00 η ώρα το πρωί. Ξημερώνει του Αγίου Νικολάου. Μόλις έχω τελειώσει το νέο μυθιστόρημα του Μένη “Ο θησαυρός του χρόνου”. Εχω μαγευτεί ξανά από τη γραφή του, τη μυθοπλαστική του δεινότητα, έχω μερικές παρατηρήσεις να του κάνω, αλλά αυτές μπορούν να περιμένουν μετά τις Γιορτές. Τώρα νυστάζω.
Ωρα 09.30 το πρωί. Ξέχασα να βάλω το κινητό μου στο “αθόρυβο”. Και η φωνή που μου τρυπάει τ’ αυτί είναι αμείλικτη: “Σκότωσαν τον Μένη”. Από τη στιγμή εκείνη ώς τώρα που γράφω είμαι “under shock”. Η είδηση σα να έχει τρυπήσει τον εγκέφαλό μου. Από τις έντεκα η ώρα και μετά αρχίζουν τα τηλέφωνα από τα ΜΜΕ. Στην αρχή παριστάνω τον γραμματέα (που δεν έχω), αλλά με αναγνωρίζουν απ’ τη φωνή. Τελικά βάζω το κινητό στο αθόρυβο.
Κι αν κάνω την εξαίρεση αυτή τώρα είναι γιατί ο Μένης στην παρουσίαση της αλληλογραφίας μας αναφέρθηκε στην Ολγα Σελλά με πολλή εκτίμηση και αγάπη. Γράφω όμως για να πω τι; Οτι από το 1962, όταν εξέδωσε το πρώτο βιβλίο του, “Τα μηχανάκια” (και είπε προχθές στην εκδήλωση –κάτι που δεν θυμόμουν– ότι εγώ τον πίεσα τότε να το βγάλει) ώς το τελευταίο του υπήρξε “ταγμένος” στην τέχνη του ή για να καταραστώ τον εαυτό μου που καυχήθηκε ότι πρώτη φορά δύο ζώντες συγγραφείς παρευρίσκονται στην παρουσίαση της αλληλογραφίας τους, η οποία 99%, παγκοσμίως, εκδίδεται μετά θάνατον;
Και ζήλεψε ο “καλός Θεός”, θύμωσε με την αναίδειά μου και μ’ εκδικήθηκε, όπως μόνο Αυτός ξέρει να κάνει όταν θυμώνει. Και μας τον πήρε δυο μέρες μετά».
Τρεις Δεκεμβρίου 2014. Εβδομήντα χρόνια μετά. Με τον Μένη παρουσιάζουμε τη νεανική αλληλογραφία μας στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, στη μία το μεσημέρι. Εξω η διαδήλωση για τον Νίκο Ρωμανό. Μέσα ελάχιστοι ακροατές γιατί το κέντρο είναι κλειστό. Στο πάνελ, εκτός από μας τους δύο, ο κριτικός Αριστοτέλης Σαΐνης, ο συγγραφέας Αρης Μαραγκόπουλος και ο δοκιμιογράφος και επιμελητής του βιβλίου, Θανάσης Νιάρχος.
Εξι Δεκεμβρίου, 03.00 η ώρα το πρωί. Ξημερώνει του Αγίου Νικολάου. Μόλις έχω τελειώσει το νέο μυθιστόρημα του Μένη “Ο θησαυρός του χρόνου”. Εχω μαγευτεί ξανά από τη γραφή του, τη μυθοπλαστική του δεινότητα, έχω μερικές παρατηρήσεις να του κάνω, αλλά αυτές μπορούν να περιμένουν μετά τις Γιορτές. Τώρα νυστάζω.
Ωρα 09.30 το πρωί. Ξέχασα να βάλω το κινητό μου στο “αθόρυβο”. Και η φωνή που μου τρυπάει τ’ αυτί είναι αμείλικτη: “Σκότωσαν τον Μένη”. Από τη στιγμή εκείνη ώς τώρα που γράφω είμαι “under shock”. Η είδηση σα να έχει τρυπήσει τον εγκέφαλό μου. Από τις έντεκα η ώρα και μετά αρχίζουν τα τηλέφωνα από τα ΜΜΕ. Στην αρχή παριστάνω τον γραμματέα (που δεν έχω), αλλά με αναγνωρίζουν απ’ τη φωνή. Τελικά βάζω το κινητό στο αθόρυβο.
Κι αν κάνω την εξαίρεση αυτή τώρα είναι γιατί ο Μένης στην παρουσίαση της αλληλογραφίας μας αναφέρθηκε στην Ολγα Σελλά με πολλή εκτίμηση και αγάπη. Γράφω όμως για να πω τι; Οτι από το 1962, όταν εξέδωσε το πρώτο βιβλίο του, “Τα μηχανάκια” (και είπε προχθές στην εκδήλωση –κάτι που δεν θυμόμουν– ότι εγώ τον πίεσα τότε να το βγάλει) ώς το τελευταίο του υπήρξε “ταγμένος” στην τέχνη του ή για να καταραστώ τον εαυτό μου που καυχήθηκε ότι πρώτη φορά δύο ζώντες συγγραφείς παρευρίσκονται στην παρουσίαση της αλληλογραφίας τους, η οποία 99%, παγκοσμίως, εκδίδεται μετά θάνατον;
Και ζήλεψε ο “καλός Θεός”, θύμωσε με την αναίδειά μου και μ’ εκδικήθηκε, όπως μόνο Αυτός ξέρει να κάνει όταν θυμώνει. Και μας τον πήρε δυο μέρες μετά».
- Θανάσης Βαλτινός
Υπερασπίστηκε την αξιοπρέπειά του και τον κόσμο του
«Ο Μένης Κουμανταρέας είναι πάντα ένας καλός φίλος. Πριν κι απ’ αυτό
ωστόσο είναι ένας εκλεκτός συγγραφέας. Γνωριστήκαμε μάλλον αργά, στα
χρόνια της δικτατορίας. Ηταν μια σταθερή παρέα – ο ποιητής Νίκος
Παναγιωτόπουλος, η ιστορικός τέχνης Αθηνά Σχινά, ο ζωγράφος Βασίλης
Κυπραίος, η γλυκιά Λιλή, μετέπειτα γυναίκα του Μένη. Ισως ξεχνάω
κάποιους. Ακολούθησαν τα 18 κείμενα κι αυτό μας έφερε πιο κοντά.
Δύσκολα χρόνια και εν μέρει ανέμελα. Με αφορμή τα γραπτά του η χούντα τον οδήγησε στα δικαστήρια, αλλά ο Μένης ήταν ένας θαρραλέος άντρας. Αντιστάθηκε με σύνεση και συνέπεια – κάτι που δεν έκαναν πολλοί τότε. Υπερασπίστηκε έτσι την αξιοπρέπειά του, αλλά και τον κόσμο του: την πλατεία Βικτωρίας, τους νεαρούς που έψαχναν τη ζωή τους στα μηχανάκια, την Μπέμπα της “Βιοτεχνίας υαλικών”, την ώριμη κυρία Κούλα στον τελευταίο λυρικό έρωτά της. Αυτόν τον κόσμο που αγάπησαν οι χιλιάδες των αναγνωστών του. Κατευόδιο Μένη».
Δύσκολα χρόνια και εν μέρει ανέμελα. Με αφορμή τα γραπτά του η χούντα τον οδήγησε στα δικαστήρια, αλλά ο Μένης ήταν ένας θαρραλέος άντρας. Αντιστάθηκε με σύνεση και συνέπεια – κάτι που δεν έκαναν πολλοί τότε. Υπερασπίστηκε έτσι την αξιοπρέπειά του, αλλά και τον κόσμο του: την πλατεία Βικτωρίας, τους νεαρούς που έψαχναν τη ζωή τους στα μηχανάκια, την Μπέμπα της “Βιοτεχνίας υαλικών”, την ώριμη κυρία Κούλα στον τελευταίο λυρικό έρωτά της. Αυτόν τον κόσμο που αγάπησαν οι χιλιάδες των αναγνωστών του. Κατευόδιο Μένη».
No comments:
Post a Comment