Τα πρώτα μας λογοτεχνικά γράμματα
μάθαμε να τα ψελλίζουμε διαβάζοντας την περίφημη «κλασική» σειρά του
Βιβλιοπωλείου της Εστίας. Ετσι γνωριστήκαμε με τον Βενέζη, τον Τερζάκη,
τον Θεοτοκά, τον Αγγελο Βλάχο και τον Καραγάτση, σ’ αυτά τα βιβλία
μικρού σχήματος με το σκληρό εξώφυλλο και την έγχρωμη κουβερτούρα. Μετά
βέβαια ήρθαν τα πιο «σκληρά», ο Καζαντζάκης, και ο Ντοστογιέφσκι στις
μεταφράσεις του Αρη Αλεξάνδρου και της Κοραλίας Μακρή σ’ εκείνους τους
σκοτεινούς τόμους του Γκοβόστη που σου ενέπνεαν το δέος της μεγάλης
λογοτεχνίας, πριν ακόμη τους ανοίξεις, μόνον με τα αυστηρά εξώφυλλά
τους.
Το βιβλιοπωλείο της Εστίας το πρόλαβα στα τελευταία του στη Σταδίου το έζησα όμως στη Σόλωνος, όταν άρχισα να επισκέπτομαι το δωμάτιο της κυρίας Μάνιας, στο βάθος δεξιά, με τις δύο πολυθρόνες, το παλιό έπιπλο γραφείο γεμάτο χαρτιά, ανοιχτές εφημερίδες, χειρόγραφα, βιβλία, έτσι όπως μου αρέσουν τα γραφεία, και τον χάρτη της Βαλκανικής να δεσπόζει στον τοίχο πίσω από την ίδια. Για κάποια χρόνια ήταν το σχεδόν καθημερινό μου διάλειμμα από τη δουλειά. Ηταν, μαζί με το Φίλιον λίγο πιο πάνω στη Σκουφά, το στέκι μας. Εκεί συναντιόμασταν με τον μακαρίτη Χρήστο Βακαλόπουλο, τον Τατσόπουλο, τον Ταμβακάκη, τον Χωμενίδη πριν γίνει Χωμενίδης, και καταθέταμε στην κρίση της καβγάδες, μικροζήλιες και το μεγαλείο του αισθήματος πως, όπως και να το κάνεις, παρά την ταπεινότητά μας κάναμε κάτι σπουδαίο, απόδειξη ότι εκδιδόμασταν όλοι στην Εστία.
Με την κυρία Μάνια μας χώριζαν κάτι δεκαετίες ζωής, για τη σειρά ήταν υπεύθυνη η κόρη της Εύα, όμως η πραγματική μας παρέα ήταν η κυρία Μάνια, ανεπιτήδευτη, έτοιμη να κάνει πλάκα με το παραμικρό, έτοιμη να σχολιάσει το τελευταίο βιβλίο του τάδε ή του δείνα. Μοιραζόμασταν την αγάπη μας για τη Γαλλία. Θυμάμαι ακόμη το ταξίδι που είχαμε κάνει μαζί στην Αρλ και το Παρίσι για την προβολή του δικού μου «Αδιανόητου Τοπίου». Οπως θυμάμαι και τον τεράστιο το δέμας Ρένο Αποστολίδη, ή τον Μάτεσι ο οποίος, σε κάθε επανέκδοση της «Μητέρας του Σκύλου» που είχε βγάλει τότε έφερνε και κερνούσε γλυκά. Η αλήθεια είναι ότι με την κυρία Μάνια δεν έπληττες ποτέ. Είχε έναν σκύλο που τον έλεγε «Ηρθα» και μας είχε αφηγηθεί πως μια μέρα που αυτός το είχε σκάσει από το σπίτι βγήκε με τη ρόμπα της στο Ψυχικό και φώναζε «Ηρθα!» για να συνειδητοποιήσει ότι μάλλον θα την πάρουν για τρελή. Σε μια παράσταση του Οθέλλου είχε την τύχη να την πάρει ο ύπνος, όμως στη σκηνή της τρικυμίας, άρχισαν να σέρνουν κάτι μπαούλα και την ξύπνησαν για να σχολιάσει «Ούτε να κοιμηθείς δεν μπορείς εδώ πέρα». Ή «Τι να σου πω παιδάκι μου, μια μέρα είδα τον Αβέρωφ να καταφτάνει με κοστούμι και αθλητικά παπούτσια». Θυμάμαι ακόμη τον Αγγελο Βλάχο, τον τελευταίο της παλιάς γενιάς, με τη φυσιογνωμία του ευπατρίδη και την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που έχει με το μέρος του την κλασική παιδεία.
Ηταν οι καλές εποχές. Το Βιβλιοπωλείο της Εστίας ήταν θεσμός της ζωής μας, και το γραφείο της κυρίας Μάνιας καταφύγιο μιας υπόθεσης που για όλους εμάς ήταν υπόθεση ζωής. Μετά ήρθαν τα δύσκολα. Μάθαμε ότι αρρώστησε, το βιβλιοπωλείο στη Σόλωνος έκλεισε, οι εκδόσεις ευτυχώς συνεχίζουν να λειτουργούν, όμως, όπως λέει και ο Σαββόπουλος «οι καιροί αλλάζουν δίχως να κοιτάζουν τη δικιά μας μελαγχολία». Η κυρία Μάνια, για «όλους εμάς» ήταν μια ολόκληρη εποχή της ζωής μας. Ποιοι είμαστε όλοι εμείς; Μακριά από εμένα οι ομαδοποιήσεις σε γενιές και ηλικίες. Εκείνο που μετράει στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο είναι η αγάπη μας για την ανάγνωση και τη γραφή. Κι αυτήν την αγάπη κατάφερε να υποδεχθεί και να στεγάσει η κυρία Μάνια -έτσι την ξέραμε όλοι- στο γραφειάκι της στην οδό Σόλωνος, μαζί με την ωραία ψευδαίσθηση της συνέχειας και της σταθερότητας, τόσο απαραίτητη για τη δημιουργία.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 3/6/2014
Το βιβλιοπωλείο της Εστίας το πρόλαβα στα τελευταία του στη Σταδίου το έζησα όμως στη Σόλωνος, όταν άρχισα να επισκέπτομαι το δωμάτιο της κυρίας Μάνιας, στο βάθος δεξιά, με τις δύο πολυθρόνες, το παλιό έπιπλο γραφείο γεμάτο χαρτιά, ανοιχτές εφημερίδες, χειρόγραφα, βιβλία, έτσι όπως μου αρέσουν τα γραφεία, και τον χάρτη της Βαλκανικής να δεσπόζει στον τοίχο πίσω από την ίδια. Για κάποια χρόνια ήταν το σχεδόν καθημερινό μου διάλειμμα από τη δουλειά. Ηταν, μαζί με το Φίλιον λίγο πιο πάνω στη Σκουφά, το στέκι μας. Εκεί συναντιόμασταν με τον μακαρίτη Χρήστο Βακαλόπουλο, τον Τατσόπουλο, τον Ταμβακάκη, τον Χωμενίδη πριν γίνει Χωμενίδης, και καταθέταμε στην κρίση της καβγάδες, μικροζήλιες και το μεγαλείο του αισθήματος πως, όπως και να το κάνεις, παρά την ταπεινότητά μας κάναμε κάτι σπουδαίο, απόδειξη ότι εκδιδόμασταν όλοι στην Εστία.
Με την κυρία Μάνια μας χώριζαν κάτι δεκαετίες ζωής, για τη σειρά ήταν υπεύθυνη η κόρη της Εύα, όμως η πραγματική μας παρέα ήταν η κυρία Μάνια, ανεπιτήδευτη, έτοιμη να κάνει πλάκα με το παραμικρό, έτοιμη να σχολιάσει το τελευταίο βιβλίο του τάδε ή του δείνα. Μοιραζόμασταν την αγάπη μας για τη Γαλλία. Θυμάμαι ακόμη το ταξίδι που είχαμε κάνει μαζί στην Αρλ και το Παρίσι για την προβολή του δικού μου «Αδιανόητου Τοπίου». Οπως θυμάμαι και τον τεράστιο το δέμας Ρένο Αποστολίδη, ή τον Μάτεσι ο οποίος, σε κάθε επανέκδοση της «Μητέρας του Σκύλου» που είχε βγάλει τότε έφερνε και κερνούσε γλυκά. Η αλήθεια είναι ότι με την κυρία Μάνια δεν έπληττες ποτέ. Είχε έναν σκύλο που τον έλεγε «Ηρθα» και μας είχε αφηγηθεί πως μια μέρα που αυτός το είχε σκάσει από το σπίτι βγήκε με τη ρόμπα της στο Ψυχικό και φώναζε «Ηρθα!» για να συνειδητοποιήσει ότι μάλλον θα την πάρουν για τρελή. Σε μια παράσταση του Οθέλλου είχε την τύχη να την πάρει ο ύπνος, όμως στη σκηνή της τρικυμίας, άρχισαν να σέρνουν κάτι μπαούλα και την ξύπνησαν για να σχολιάσει «Ούτε να κοιμηθείς δεν μπορείς εδώ πέρα». Ή «Τι να σου πω παιδάκι μου, μια μέρα είδα τον Αβέρωφ να καταφτάνει με κοστούμι και αθλητικά παπούτσια». Θυμάμαι ακόμη τον Αγγελο Βλάχο, τον τελευταίο της παλιάς γενιάς, με τη φυσιογνωμία του ευπατρίδη και την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που έχει με το μέρος του την κλασική παιδεία.
Ηταν οι καλές εποχές. Το Βιβλιοπωλείο της Εστίας ήταν θεσμός της ζωής μας, και το γραφείο της κυρίας Μάνιας καταφύγιο μιας υπόθεσης που για όλους εμάς ήταν υπόθεση ζωής. Μετά ήρθαν τα δύσκολα. Μάθαμε ότι αρρώστησε, το βιβλιοπωλείο στη Σόλωνος έκλεισε, οι εκδόσεις ευτυχώς συνεχίζουν να λειτουργούν, όμως, όπως λέει και ο Σαββόπουλος «οι καιροί αλλάζουν δίχως να κοιτάζουν τη δικιά μας μελαγχολία». Η κυρία Μάνια, για «όλους εμάς» ήταν μια ολόκληρη εποχή της ζωής μας. Ποιοι είμαστε όλοι εμείς; Μακριά από εμένα οι ομαδοποιήσεις σε γενιές και ηλικίες. Εκείνο που μετράει στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο είναι η αγάπη μας για την ανάγνωση και τη γραφή. Κι αυτήν την αγάπη κατάφερε να υποδεχθεί και να στεγάσει η κυρία Μάνια -έτσι την ξέραμε όλοι- στο γραφειάκι της στην οδό Σόλωνος, μαζί με την ωραία ψευδαίσθηση της συνέχειας και της σταθερότητας, τόσο απαραίτητη για τη δημιουργία.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 3/6/2014
No comments:
Post a Comment