- Συνέντευξη στον Σπυρο Γιανναρα, Η Καθημερινή, 2/7/2011
– Τι μπορεί να προσφέρει σήμερα η ποίηση σε μια τεχνοκρατική εποχή παγκόσμιας οικονομικής κρίσης;– Θα πω κατ’ αρχήν αυτό που έχει πει ο Νίτσε, ότι η τέχνη υπάρχει για να μας σώσει από την αλήθεια. Αν υποτεθεί ότι η αλήθεια είναι η τεχνολογία και τα νούμερα και η λογιστική. Που δεν είναι φυσικά η αλήθεια. Δεύτερον, ότι πιστεύω πως αυτό είναι το θέμα της αποπομπής όλων των ανθρωπιστικών επιστημών. Τώρα θα είναι σαρωτικό με τις αλλαγές που θα κάνει το ΠΑΣΟΚ στην ανώτατη παιδεία. Ευτυχώς που φεύγω στη σύνταξη.
– Η ποίησή σας είναι ένας ρυθμός που πυκνώνει και αραιώνει γύρω από τα ίδια ερωτήματα. Κυμαίνεται από το πιο αραιό σε νόημα επίπεδο της εικόνας μέχρι την πυκνότητα του αποφθέγματος. Διαφωνείτε με αυτήν την αίσθηση;– Είναι ρητορικό το ερώτημα. Αυτό είναι ακριβώς που προσπαθώ να κάνω κι αυτό έχει ένα δεύτερο επίπεδο που είναι: Ποιος ο λόγος που γράφω έτσι; Κάποτε είχα πει ότι γράφω για να σκέφτομαι ή αυτό που είχε πει ο Σαρτρ, γράφω για να με αγαπούν. Ομως γράφω για να επαναλαμβάνω. Και επαναλαμβάνω γιατί δεν θέλω να χάσω. Πιστεύω ότι η απώλεια υπάρχει όταν κάτι δεν γίνεται να επαναληφθεί. Που σημαίνει ότι αυτή η επανάληψη είναι η βαθύτερη επιθυμία μου. Αυτό είναι τελείως νιτσεϊκό, αυτό που λέει ο «Δαίμονας» στη «Χαρούμενη Γνώση»: Θα ’θελες να ξαναζήσεις; Θα μου άρεσε να ξαναζήσω, όπως ακριβώς έζησα, να επαναλάβω τη ζωή μου επακριβώς, να μου συμβεί δηλαδή το θαύμα, όπου το 1993 μετά τον θάνατο του πατέρα μου προέκυψε η ποίηση. Δηλαδή ένας θάνατος του πατρός και της μάνας μου που πήγανε μαζί μετά από ενάμιση - δυο χρόνια, γιατί και η μάνα μου ήταν μια πατρική φιγούρα στη ζωή μου, μου άνοιξε τους κρουνούς της ποιήσεως η οποία υπήρχε. Θυμάμαι το πρώτο μου κείμενο το ’79, «Το έργο ανεβάζεται σε ολόκληρη την πόλη». Από τότε έχασα δρόμο. Εχασα τον ρυθμό μου προκείμενου να γίνω καθηγητής πανεπιστημίου, προκειμένου να εξελιχθώ από υφηγητής σε πρωτοβάθμιο. Εχασα την ώρα μου, έχασα τη ζωή μου. Στην ουσία γεννιέμαι, υπάρχω από το ’93 και μετά. Αυτό είναι. Αρα λοιπόν, επαναλαμβάνω στην ουσία σημαίνει καταφάσκω τη ζωή μου. Και κυρίως σημαίνει αγαπώ αυτό που έχω ήδη αγαπήσει. Δεν μπορώ να μην αγαπώ αυτό που έχω ήδη αγαπήσει.
- Ευτυχισμένος Σίσυφος
– Λέτε ότι «η ποίηση συμβαίνει γιατί ξαναρχίζει από την αρχή. Συμβαίνει για να ξαναρχίσει καλύτερα». Είναι ο ποιητής ένας ευτυχισμένος Σίσυφος ή τείνει προς κάτι μεγαλύτερο;– Βέβαια αυτό μας πάει κατευθείαν στην υπόθεση του Καμύ, ότι πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Σίσυφος είναι ευτυχισμένος, έτσι δεν είναι; Πιστεύω ότι η μόνη ευτυχία που δίνεται σε αυτόν τον Σίσυφο είναι η στιγμή της γραφής, όταν σου δίνεται, όπως έλεγε ο Σεφέρης, το ποίημα, όπου βεβαίως θα πρέπει να έχεις φτάσει σε ένα «Αμήν». Η ρήση του Πάουντ: Γράφεις όταν είσαι στο αμήν. Αλλά όταν έχεις φτάσει στο αμήν και γράφεις, υπάρχει μια αποκαλυπτική στιγμή που θα μπορούσε κανείς να τη θεωρήσει σαν μια οργασμική στιγμή. Και μάλιστα πολλές φορές να κινδυνεύει η γραφή να υποκαταστήσει τον οργασμό. Δηλαδή να υποκαταστήσει την ίδια τη ζωή. Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος τον οποίο κινδυνεύω να υποστώ κι εγώ. Αλλά ένας δαίμονας μέσα μου, ένας αγράμματος δαίμονας, ανορθόγραφος, ασύντακτος, ένας αλήτης δαίμονας, με εξωθεί συνέχεια πέρα από το τετράδιο. Ως εάν αυτή η επιστροφή στο γραπτό να είναι ένα ξόρκισμα και την ίδια στιγμή φόβος από αυτό που ξορκίζει. Η γραφή είναι ένα φοβερό ξόρκι. Ενώ ξορκίζει τον θάνατο, την ίδια στιγμή σε στεγνώνει. Θέλω να δώσω το ισοδύναμο της απάντησης σε αφηρημένο πεζοποιήμα που έγραψα για την περίσταση: «Σηκώνεις; Δεν τα σηκώνεις αυτά. Τότε γιατί έβγαλες τα γάντια σου; Γιατί έβγαλες τα μάτια σου μόνος σου. Σήκωσες μεγάλο βάρος, έβγαλες γλώσσα, έβγαλες τα μάτια σου». Εγραψες, έβγαλες τα μάτια σου;
– Είναι σαν να ακούω την ηχώ άλλου δικού σας ποιήματος...– Ναι, ναι, αυτό... «Καμιά φορά, σπάνια, πίσω από ένα ποίημα ή στα ενδιάμεσά του, ακούς καθαρά κάτι σαν δεύτερο ποίημα». Τάκης Σινόπουλος Β΄ Τόμος σελ. 266. Σε μια επ’ άπειρον αναπαραγωγή του πυρηνικού που λέγεται στην ουσία πολλαχώς. Μόνο ο θάνατος μπορεί να κόψει αυτή την πολυλογία...
– Ομως ο θάνατος δεν είναι όριο στην ποίησή σας. Πρόκειται για μια ποίηση εξομολογητική, όπου ενώ πενθείτε τον θνητό εαυτό σας, ταυτόχρονα τραγουδάτε τον ποιητή που μετά θάνατον γίνεται, όπως λέτε, λέξη.– Πενθώ την προσωρινότητα της ύπαρξης μου στο ίδιο αυτό δωμάτιο. Πενθώ δηλαδή σημαίνει εσωτερικεύω τον εαυτό μου ήδη πεθαμένο. Πιάνει το χαρτί του και διαβάζει: «Πόσα χρόνια πάνε που είμαι σε αυτό το δωμάτιο απέναντι από τον Υμηττό; Να λοιπόν που θα σταματήσω εδώ. Επαναλαμβανόμενη κίνηση εδώ. Να υποδύομαι αυτόν τον άγνωστο με τον οποίο ουδέποτε έσμιξαν οι δρόμοι μας και που ήρθε με το ποίημά του: Είναι ο ποιητής». Είναι η αγωνία, το άγχος απέναντι στον πρόδρομο. Πίστευα ότι πρόδρομός μου είναι ο Σεφέρης. Ε, λοιπόν είναι ο Σινόπουλος. Αυτό ανακαλύπτω, φιλολογικά μιλώντας, σφραγισμένος με τον νεο-λυρισμό της γενιάς του ’70, της δικιάς μου γενιάς, από τη γενιά του ’30… Επίσης, πολλές φορές νιώθω σαν να έχει μπλοκάρει το ένστικτο, σαν να μην μπορούν να γίνουν συνάψεις, σαν να μην προχωράει η μνήμη και σκέφτομαι αν θα έρθει άλλο ποίημα. Και μπαίνω σε έναν καταναγκασμό. Δηλαδή ένα στοιχείο αυτής της παραγωγής είναι μεταξύ των άλλων κι ο καταναγκασμός. Δηλαδή είμαι ένας νευρωτικός, ένας ψυχαναγκασμένος της γραφής, που λέει κι ο Σινόπουλος: Χίλια, πέντε χιλιάδες, πόσα ποιήματα θέλεις, λέει σε μια στιγμή... Το θυμάσαι αυτό; Ο μεγαλύτερος καταναγκασμός είναι η επανάληψη. Ολη αυτή η αμηχανία μπρος στο άσπρο χαρτί ώσπου κάτι να υπάρξει, κάτι να ’ρθει, πολλές φορές να μην έρθει, και να πάρεις τη σελίδα, να τη σκίσεις και να την πετάξεις. Αλλες φορές να υπάρξει μια πρώτη φράση, να λυθεί το πράγμα και να προκύψει ένα πράγμα με έναν τρόπο μαγικό που πολλές φορές προσπαθώ να τον παρακολουθήσω. Πώς έγραψα μια φράση και μετά λύνεται και πέφτει; Είναι κάτι το τρομερό ως εμπειρία. Φαίνεται λοιπόν ότι υπάρχει και ηδονή. Μια ηδονή μέσα στη διαδικασία του καταναγκασμού και της επανάληψης.
Τη συλλογή «Ρημάζει», η οποία δημοσιεύεται μεταφρασμένη στο τρέχον τεύχος του γαλλικού περιοδικού «Poesie», θα την απαγγείλει ο ίδιος σκηνοθετημένος από τη Ρούλα Πατεράκη στο Megaron Plus και στη συνέχεια στο «Από μηχανής θέατρο» τον Οκτώβριο. Ταυτόχρονα ετοιμάζει την έκδοση έξι ονείρων του από τις εκδόσεις «Διάττων» και 125 με τον τίτλο «Rebus» στην «Αγρα» με χαρακτικά του φίλου του Χρόνη Μπότσογλου στον οποίο αφιερώνει και τη συνέντευξη.
- «Προσπαθώ να ενθέτω ψηφίδες»
– Στα θεωρητικά σας κείμενα έχετε ταυτιστεί με την αποδόμηση. Η ποίησή σας όμως δεν είναι μια διαδικασία ανοικοδόμησης ενός έργου;– Η αποδόμηση είναι ένας όρος, ο οποίος έχει διαβληθεί, παρεξηγηθεί. Δεν είναι μόνο η κατεδάφιση. Θα επαναλάβω τη ρήση του Ντεριντά ότι η αποδόμηση είναι δικαιοσύνη.
– Η νεωτερικότητα είναι ένας θρυμματισμένος κόσμος όπου τα έργα εμφανίζονται ως θραύσματα. Στην ποίηση όμως υπάρχει ένα ενοποιητικό στοιχείο, δεν είναι κομμάτια σπαρμένα τα ποιήματα...– Είναι κολακευτικό αυτό που λες, μπορεί να το δω κι εγώ έτσι, αν και προσπαθώ με μια τέχνη ψηφιδοποιού να ενθέτω ψηφίδες. Αυτά όμως δεν γίνονται από προγραμματικές αρχές, αλλά από ειδικές ανάγκες. Είμαι ένας άνθρωπος, όπως όλοι, με ειδικές ανάγκες και αυτά τα στοιχεία με οδηγούν και κατόπιν μορφοποιούνται ή θεωρητικοποιούνται. Αλλά δεν θα ήθελα ποτέ να πάψουν να γίνονται. Ενα «είναι» σε σχέση με ένα «γίγνεσθαι» για μένα θα ήταν ένα τέλος. Είσαι ποιητής; Θα έλεγα είμαι ένα «γίγνεσθαι ποιητής». Δεν μπορώ να πω είμαι ποιητής. Το ρήμα «είμαι» με τελειώνει. Αυτό, βέβαια, το γράφω και πολλώ μάλλον το υπογράφω, είναι η υπογραφή μιας αυτοβιογραφίας η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτό που λέει ο Ντεριντά: Κάθε αυτοβιογραφία είναι μια αυτο-βιο-θανατο-γραφία. Το «Ρημάζει» ανήκει σε μια τέτοια είδους στιγμή αυτοβιογραφίας.
No comments:
Post a Comment