Friday, January 27, 2017

Η Γαλλίδα Συντονί Γκάμπριελ Κολέτ, πιο γνωστή ως «Κολέτ»

Η Κολέτ [Sidonie-Gabrielle Colette28 Ιανουαρίου 1873 – Παρίσι, 3 Αυγούστου 1954] ήταν Γαλλίδα συγγραφέας. Είναι περισσότερο γνωστή για το έργο της Gigi (Ζιζί) πάνω στο οποίο βασίστηκε το ομώνυμο μιούζικαλ. Εργάστηκε ως μίμος, ηθοποιός, κριτικός κινηματογράφου και πήγε ως πολεμική ανταποκρίτρια στην Ιταλία για να καλύψει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο…. Το 1945 την εξέλεξαν ως μέλος της μεγάλης Ακαδημίας Γκονκούρ και το 1948 ήταν υποψήφια για Νόμπελ λογοτεχνίας… Ήταν η πρώτη γυναίκα που κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στη Γαλλία.

[Διαβάστε το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr]

Επιλογή έργων

  • Claudine à l’école (Η Κλωντίν στο σχολείο, 1900, και άλλα 4 μυθιστορήματα με ηρωίδα την Κλωντίν)
  • La Vagabonde, 1910 – ελλην. μετάφραση Εύη Καπή ως Η θεατρίνα («PRINTA»)
  • Chéri (1920)
  • Le Blé en herbe (Άγουρα στάχυα, 1923) – ελλην. μετάφραση Μαρσέλα Πετρακοπούλου («ΑΤΛΑΣ»)
  • Sido (1929)
  • La Chatte (1933) – ελλην. μετάφραση Νάτα Κυριακοπούλου («ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΠΑΠΥΡΟΥ»)
  • Gigi (1944)
  • L’enfant et les sortilèges (Το παιδί και τα μάγια, 1925, λιμπρέττο της όπερας του Μωρίς Ραβέλ)
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
********************************************************
Τρία έργα της Κολέτ, ανάμεσά τους και ένα αυτοβιογραφικό, κυκλοφορούν σχεδόν ταυτόχρονα και μας δίνουν την ευκαιρία να (επανα)συνδεθούμε με τον κόσμο της συγγραφέως.

Θηλυκό φάντασμα

«Πώς πεθαίνει ένας άντρας;» ρωτάει σε ένα στίχο του ο Γιώργος Σεφέρης. «Και μια γυναίκα πώς πεθαίνει;» αναρωτιόμουνα με την πίκρα γιατί να αποκλειόμαστε τόσο συχνά από τα σοβαρά πράγματα, ακόμη και από την υπαρξιακή αγωνία. Η Κολέτ και στα τρία βιβλία της απαντάει σε αυτή την ερώτηση αλλά και σε μια άλλη εξίσου οδυνηρή. «Πώς γερνάει μια γυναίκα;». Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το κατ’ εξοχήν βιβλίο με τις προσωπικές εξομολογήσεις της συγγραφέως πάνω στον χρόνο και στη φθορά έχει στον τίτλο τη λέξη γέννηση. Αναφέρομαι στη «Γέννηση της μέρας».Στον κοινωνικό τομέα η Κολέτ ένιωσε από πολύ νωρίς τη διάκριση του φύλου της. Το πρώτο βιβλίο της «Η Κλωντίν στο σχολείο» εμφανίζεται με την υπογραφή του συζύγου της, του περίφημου Βιλύ. Η Κολέτ σε ηλικία 20 χρόνων έχει παντρευτεί τον γνωστό δημοσιογράφο και συγγραφέα. Ο Βιλύ δημοσιεύει μυθιστορήματα, τα οποία απλώς υπογράφει έπειτα από κάποιες διορθώσεις. Τη βασική δουλειά την κάνει μια ομάδα από «νέγρους», όπως λένε οι Γάλλοι τους συγγραφείς που γράφουν βιβλία τα οποία όμως υπογράφουν άλλοι.
Εμπειρος κριτικός ο Βιλύ καταλαβαίνει γρήγορα το ταλέντο του «νέγρου» που παντρεύτηκε. Η νεαρή Βουργουνδή που απέλπιζε τους παριζιάνους γονείς του με την επαρχιακή προφορά της του προσφέρει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της εποχής.
Ακολουθούν κι άλλα βιβλία με ηρωίδα την Κλωντίν που γίνονται μπεστ σέλερ, όπως θα λέγαμε σήμερα, και υπογράφονται πάντα από τον σύζυγο της Κολέτ. Μόλις το 1904 υπογράφει το πρώτο βιβλίο της, ως Κολέτ Βιλύ, και αμέσως καθιερώνεται ως μία από τις σημαντικότερες γαλλίδες συγγραφείς. Τα χρόνια που ακολουθούν η Κολέτ Βιλύ γίνεται η Κολέτ. Το διαζύγιο από τον Βιλύ ακολουθεί ένας μακρύς και θυελλώδης δεσμός με τη Μισύ, υποκοριστικό της μαρκησίας ντε Μπελμπέφ, ενώ η διάσημη πια συγγραφεύς ακολουθεί παράλληλα καριέρα ηθοποιού και μίμου. Κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου η Κολέτ αποδεικνύεται γνήσιο παιδί του Παρισιού της «τρελής εποχής». Απόλυτα απελευθερωμένη από κάθε συμβατικότητα, ζει έντονους έρωτες, παράλληλα όμως δουλεύει συνεχώς. Κάνει καριέρα στο μιούζικ χολ και στο θέατρο, δημοσιογραφεί σε μια εποχή που ελάχιστες γυναίκες ασχολούνται με αυτό το επάγγελμα και γράφει ασταμάτητα βιβλία.
«Το σπίτι της Κλωντίν» δημοσιεύεται όταν η συγγραφέας είναι 49 χρόνων. Η επιστροφή στις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας και στην ηρωίδα των νεανικών βιβλίων γίνεται στην ωριμότητα, αλλά το αυτοβιογραφικό υλικό υπήρξε πάντα η βασική πηγή της πεζογραφίας της Κολέτ. Ο «χαμένος παράδεισος» των παιδικών χρόνων είναι όλος εδώ. Αλλά και όλη η θεματογραφία της Κολέτ. Ο τρόπος που έχει να κάνει την πιο απλή καθημερινότητα μια θεσπέσια περιπέτεια οφείλεται στο ότι το πρώτο παιδικό βλέμμα πάνω στον κόσμο δεν το έχασε ποτέ. Στο βιβλίο αυτό μεγάλη θέση έχει ένα πρόσωπο που θα κυριαρχήσει στην πεζογραφία της. Πρόκειται για τη Σιντό, όπως αποκαλεί η συγγραφέας χαϊδευτικά τη μητέρα της. Στο «Σπίτι της Κλωντίν» οι αναμνήσεις συνθέτουν το πορτρέτο μιας εκπληκτικής γυναίκας. Ωστόσο το πραγματικό πρόσωπο είναι ταυτόχρονα μυθιστορηματικό. Δεν πρέπει όμως να χάσουμε την απόλαυση της ανάγνωσης θέτοντας ερωτήσεις πάνω στην ειλικρίνεια της συγγραφέως. Η Σιντονί Λαντουά είναι μια μυθική μητέρα, μια μυθική γυναίκα. Ιδια και άλλη με την Κολέτ μέσα από ένα παιχνίδι κατόπτρων. «Η γέννηση της μέρας» ξεκινάει με ένα γράμμα μητέρας.
Οταν ο άνδρας της Κολέτ θα καλέσει τη Σιντό στο σπίτι τους στην εξοχή η γηραιά κυρία αρνείται εξηγώντας γιατί: «Ο λόγος είναι ότι ο ροζ μου κάκτος πιθανώς να ανθίσει. Είναι ένα πολύ σπάνιο φυτό που μου έδωσαν και μου είπαν ότι ανθίζει στο κλίμα μας μόνο κάθε τέσσερα χρόνια.Ομως είμαι ήδη μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα και εάν έλειπα την ώρα που ο ροζ κάκτος μου θα βγάζει τα λουλούδια του, είμαι σίγουρη ότι δεν θα τον δω να ξανανθίζει άλλη φορά».
Η επιστολή έχει αλλοιωθεί. Η άρνηση είναι εφεύρημα της συγγραφέως. Στο αληθινό γράμμα η μητέρα δέχεται την πρόσκληση. Το σχόλιο όμως της Κολέτ είναι διαφωτιστικό. Κάθε φορά που αισθάνεται τη φθορά του χρόνου, στήνεται όρθια και λέει στον εαυτό της: «Είμαι κόρη εκείνης που έγραψε αυτό το γράμμα». Ετσι η Σιντό γίνεται μια μυθική μητέρα που βοηθάει την κόρη στο πέρασμα. Το πρότυπο γερνάει υποδειγματικά. Η επαφή της με τη φύση είναι αισθησιακή, μυστική, πρωτόγονη. Προσφέρει και στις δύο γυναίκες εκστάσεις οι οποίες τις παρασύρουν έξω από τον χρόνο. Η καθημερινότητα γίνεται ένα συνεχές θάμβος, μια ανάστροφη πορεία προς τη νεότητα. Σε άλλο γράμμα που περιλαμβάνεται στο «Η γέννηση της μέρας» η Σιντό γράφει:
«Μην έχεις τόση έννοια για τη δήθεν αρτηριοσκλήρωσή μου. Είμαι καλύτερα. Η απόδειξη:σαπούνισα κάτι ρούχα σήμερα το πρωί στις επτά στο ποταμάκι μου. Ημουν καταμαγεμένη.Τσαλαβουτούσα στο καθαρό νερό ­ τι απόλαυση! Πριόνισα και ξύλα και έκανα έξι μικρά δεμάτια. Ξανακάνω τις δουλειές του σπιτιού μόνη μου, καταλαβαίνεις πως τις κάνω καλά.Και ύστερα, επιτέλους, δεν είμαι παρά εβδομήντα έξι χρονών!».
Η Κολέτ στη «Γέννηση της μέρας» στήνει ένα γυναικείο μύθο θανάτου. Αντίθετο από την ηρωική πάλη στα μαρμαρένια αλώνια του Διγενή ή την άλλη όψη τους, την εξευτελιστική κατάπτωση του κορμιού και της ψυχής που συναντάμε στον Μπέκετ και σε άλλους συγγραφείς.
ΗΣιντό μιλάει για την απόλαυση των αισθήσεων, για τη μαγεία του πρωινού, για την αυτάρκεια και την αξιοπρέπεια που της δίνει η δυνατότητα να κάνει τις «δουλειές του σπιτιού». Κι ακόμη η σοφή μητέρα αντιπαραθέτει στην αγωνία του θανάτου το χιούμορ.
«Το τέλος του αγαπημένου» δημοσιεύεται το 1926, δηλαδή ανάμεσα στα δύο βιβλία που αναφέραμε, και δεν έχει τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα τους. Εδώ η αφήγηση είναι στο τρίτο πρόσωπο και ο ήρωας είναι ένας άντρας. Ο Φρεντ, «ο αγαπημένος» ήρωας παλαιότερου ομώνυμου μυθιστορήματός της, εδώ μόλις έχει επιστρέψει από πεδία μαχών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Παντρεμένος με μια όμορφη και κοσμική γυναίκα, πάμπλουτος, μοιάζει να έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. Επιδιώκει μια συνάντηση με τον νεανικό του έρωτα, τη Λέα, μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερή του. Τα πέντε χρόνια που έκαναν για να συναντηθούν υπήρξαν αρκετά για να μεταβάλουν τη γοητευτική ώριμη ερωμένη σε μια χοντρή απωθητική γριά. Η συνάντηση είναι όλη ιδωμένη από την οπτική του «αγαπημένου» ο οποίος μετριέται με τον μόνο αντίζηλο που ποτέ κανένας άνδρας δεν νίκησε: τον χρόνο. Αυτός έκλεψε τη Λέα και στη θέση της έβαλε αυτό το θλιβερό πλάσμα, που του προκαλεί έναν οίκτο ο οποίος δύσκολα κρύβεται. Η Κολέτ δίνει κάποιες από τις καλύτερες σελίδες της. Κι εδώ η πιο γενναία είναι η γυναίκα. Η Λέα θα πει: «Αγαπώ το παρελθόν μου. Αγαπώ το παρόν. Δεν ντρέπομαι για όσα έκανα στη ζωή μου, για όσα είχα.Δεν ντρέπομαι για όσα δεν έχω πια». Ο νέος άντρας όμως δεν έχει τόση δύναμη. Ο νευρωτικός «αγαπημένος» αυτοκτονεί στο τέλος του βιβλίου. Στα τρία βιβλία της Κολέτ που αναφέραμε το τραγικό είναι μοίρα ανδρική. Οι γυναίκες αγαπούν τόσο πολύ τη ζωή, γνωρίζουν τόσο καλά την απόλαυση που τη συντηρούν ως το τέλος. Η σοφή και γενναία Λέα είχε δώσει στον «αγαπημένο» προτού φύγει τη διεύθυνση ενός καλού ρεστοράν.
Η κυρία Λίνα Λυχναρά είναι καθηγήτρια στα πανεπιστημιακά τμήματα του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.
************************************************************
Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

Αγάπης πάλη

  • Κολέτ
  • Cheri
  • μτφρ.: Βάσω Νικολοπούλου – Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, εκδόσεις Scripta, σ. 161, ευρώ 14
Εκείνος φεύγει και ο ρυθμός του κόσμου της αλλάζει. Κάθε της ημέρα στο εξής αντιμετριέται με την απουσία του. Ο χρόνος της πλαταίνει, απειλώντας την ίδια με ανία και ερήμωση και την ύπαρξή της με νοηματικό κενό. Το σώμα της, αποστερημένο την αφή του άλλου κορμιού, αποκτά ξανά ηλικία και αφήνεται να σημαδευτεί από αυτήν. Η εικόνα της αδειανής πόρτας στο υπνοδωμάτιό της, σημάδι αναβολής του διακαούς ερχομού του, την αρρωσταίνει, προκαλώντας της έναν άγνωστο πόνο. Η ερωτική πείρα της Λεά, καθότι εταίρα πολυτελείας, αποδεικνύεται ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει την εγκατάλειψή της από τον Σερί. Η αλλοτινή της υπεροψία τσακίστηκε από τη σφοδρότητα συναισθημάτων που πεισματικά υποτιμούσε. Η φυγή του Σερί την άφησε χωρίς προσχήματα. Υποφέροντας από «ψυχική ναυτία», την οποία επιδεινώνει το ανείπωτα ταπεινωτικό αίσθημα της φθοράς, νιώθει ανήμπορη να χειριστεί τη μοναξιά, αυτή την ανήκουστη τιμωρία. «Κάτι το ανείπωτο λύγιζε μέσα της, και καθώς δεν είχε κάποιο υποστήριγμα, την παρέσυρε ολόκληρη». Ο φευγάτος εραστής, από το άλλο μέρος, ασκεί μακριά της την εξουσία της ακαταμάχητης γοητείας του, αλλά η ακατέργαστη αυταρέσκειά του τού στήνει διαρκώς παγίδες, καθώς ο ίδιος παριστάνει πως αγνοεί ότι εγκατέλειψε τη Λεά μόνο για να μπορεί να επιστρέψει κάποτε σ’ εκείνη.
Η διάσημη γαλλίδα συγγραφέας σκηνοθετεί αριστοτεχνικά την τόσο κοινότοπη, αλλά οπωσδήποτε ανεξάντλητη, ερωτική μονομαχία μεταξύ άνδρα και γυναίκας, ξεγυμνώνοντας την αχίλλειο πτέρνα των αντιπάλων. Αν την αυτοκυριαρχία της Λεά δυναμιτίζει η αναπότρεπτη παράδοση της σάρκας της στον χρόνο, η φιλαρέσκεια του Σερί υπονομεύεται από «τη ρετσινιά του όμορφου μπιμπελό». Και οι δύο αγωνιούν να υποδυθούν τους διακριτούς ρόλους τους στο ερωτικό παιχνίδι, κρύβοντας όσο πιο δόλια μπορούν τον τρόμο της αποτυχίας, αλλά πρωτίστως το ψυχικό κόστος της επιθυμίας τους, το οποίο αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν να αναλάβουν. Ο Σερί, «ένα φτερωτό πλάσμα», έκπαγλο, με «τη μελαγχολία των τέλειων έργων τέχνης», φτεροκοπά αδέξια ανάμεσα στη μνησικακία και τον εγωισμό, αλλά ήδη τη στιγμή που ανοίγει τα φτερά του έχει χάσει τη λαχτάρα του πετάγματος. Μόνο μέσα στην οιονεί μητρική αγκαλιά της Λεά ανακτά την παιδικότητά του και μαζί την ικανότητα της κακίας. Η ερωμένη του ξεπερνά τη δικαιωματική αναίδεια του άλκιμου σώματός του προτάσσοντας μια προσποιητή αδιαφορία και μια εξίσου θεατρινίστικη συγκαταβατικότητα. Οπως εκείνος μπορούσε να παραμένει απροσπέλαστος, αν και δεν της έδινε από τον εαυτό του παρά μόνον τον εαυτό του, εκείνη δεχόταν την προσφορά του με μια άτεχνη μίμηση φιλευσπλαχνίας, μεταμφιέζοντας την άρρητη επαιτεία της σε ελεημοσύνη. Η απουσία του Σερί θρυμματίζει μεμιάς όλα τα προσωπεία της, αλλά εκείνο που τη συνθλίβει τελειωτικά είναι η επιστροφή του, όταν έπειτα από μια σπαρακτική νύχτα έρωτα, θα ξυπνήσει γυμνή από αυταπάτες. Ενα λαθραίο βλέμμα του Σερί, μέσα από τα σεντόνια, τον πείθει πως η μορφή της Λεά, έτσι όπως αναφαίνεται αψιμυθίωτη στο φως του πρωινού, δεν του λέει πια τίποτε άλλο παρά μόνον πως είναι ανάγκη να δραπετεύσει από αυτήν. Η ηλιοφάνεια της μέρας που έρχεται να νεκρώσει τη λαγνεία της νύχτας, μαθαίνει στη Λεά πως μεγαλύτερη δυστυχία από την απουσία του αγαπημένου είναι η αμφιβολία για το πόσο πραγματικά κοντά σου είναι, όταν τον αντικρίζεις απέναντί σου, ξέροντας πως ήδη έχει φύγει.
Η Κολέτ αποδίδει με παράφορη ευαισθησία την ερωτική απόγνωση και την άγρια λεηλάτηση του ερωτευμένου από το αντικείμενο του πόθου του, καθώς και τις άδηλες συναισθηματικές μεταστροφές από την ικεσία στην απάρνηση και από την οργή στην υποτέλεια. Στην πιο φορτισμένη σκηνή του πάθους, όταν το χέρι του Σερί, ίδιος ένα κακομαθημένο μωρό, της γδέρνει το στήθος, η Λεά σπαράζει από μέσα της για το τέλος του αγγίγματος. Και το μόνο που πια εύχεται είναι ο χρόνος να ήταν λίγες στιγμές πριν.
«Βάλε πάλι το χέρι σου στο στήθος μου και τα νύχια σου στα σημάδια που άφησες, η δύναμή μου μ’ εγκαταλείπει μόλις η σάρκα σου απομακρύνεται από τη δική μου!»
  • Η γάτα
  • μτφρ.: Βάσω Νικολοπούλου – Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, εκδόσεις Scripta, σ. 122, ευρώ 12
Μία από τις τελευταίες ευτυχισμένες νύχτες του, λίγο πριν από τον γάμο του, ο Αλαίν νιώθει την αγαπημένη του γάτα πάνω στο στήθος του να τρυπά με τα νύχια της τη μεταξωτή πιτζάμα, αγγίζοντας το δέρμα του. Η Καμίγ, καίτοι νόμιμη σύζυγος, είναι εξαρχής αποκλεισμένη από μια τόσο απόλυτη αγάπη. Τις νύχτες του βραχύβιου έγγαμου βίου ο άντρας της τής κάνει έρωτα μόνο για να αποκρύψει την περιφρόνησή του. Εκείνη αντιπροσωπεύει για τον Αλαίν την απειλή, τον διωγμό από τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας, ενώ η γάτα συμβολοποιείται σαν χίμαιρα, σαν ένα έμβιο αριστούργημα. Είναι ο έμψυχος συνδετικός κρίκος με το πατρικό του στο Νεϊγί, πνιγμένο σε μια υπνωτιστική ανθοφορία. Σε αυτή την απόκοσμη επικράτεια των λουλουδιών και των δέντρων, ο Αλαίν παραμένει το χαϊδεμένο μοναχοπαίδι, ξέροντας ότι η πανταχού παρούσα μητέρα του επαγρυπνεί για τις επιθυμίες και τους φόβους του, έτοιμη να τον συντρέξει, να τον ξανακάνει αγόρι. Το γαντοφορεμένο χέρι της, που προβάλλει σποραδικά μέσα από τους θάμνους, αρκεί για να επικυρώσει το αίσθημα της ασφάλειας. Σε αντίστιξη, στην καταληκτική σκηνή του βιβλίου το γαντοφορεμένο χέρι της Καμίγ, μέσα στον ίδιο κήπο, δαιμονοποιείται, καθώς γίνεται η υπόμνηση της αποτυχημένης της απόπειρας να σκοτώσει τη γάτα.
Η Κολέτ συνθέτει με μαεστρία το ψυχογράφημα του ήρωα, υποδεικνύοντας εντέχνως τις νευρώσεις που υποδόρια τον συνταράζουν και τον κρατούν δέσμιο ανέφικτων, εν μέρει νοσηρών, απαντοχών. Η αφήγηση υιοθετεί λυρικούς τονισμούς, επιμένοντας σε ειδυλλιακά στιγμιότυπα, των οποίων η έκτυπη αρμονία υπαινίσσεται μια σοβαρή ανισορροπία, ενώ πίσω από τη φωτοχυσία της άνοιξης και του θέρους καιροφυλακτεί η υπόνοια του ερέβους. Ακόμα και η γλαυκή, γαλήνια παρουσία της γάτας μοιάζει με προμήνυμα μιας καταστροφής. Στη νωχέλειά της, στην ευγένεια των χειρονομιών της, στην όλη ποιότητα που αποπνέει, η συγγραφέας εγκεντρίζει αδιόρατους κινδύνους, που δείχνουν προς την κατεύθυνση του κεντρικού ήρωα. Στη μορφή του αιλουροειδούς ο Αλαίν «υπεράσπιζε την ευκαιρία του για απομόνωση, τον εγωισμό του, την ποίησή του». Μια ποίηση που δεν άντεχε τη δοκιμασία της πραγματικότητας. Η Καμίγ προσπάθησε να τον μετακινήσει προς την αληθινή ζωή, αλλά η γάτα ήταν πάντα εκεί για να ναρκοθετεί τις προσπάθειές της, υποβάλλοντάς την στην αγωνία του τεντωμένου σχοινιού. Οσο περισσότερο αντιστεκόταν στην εξουσία της γάτας τόσο καλύτερα συνειδητοποιούσε πως με τη δική της θηλυκή υπόσταση δεν θα κατάφερνε ποτέ να αποσπάσει από τον άντρα της ισοδύναμη αφοσίωση. Ηταν δύο αντίζηλες, όχι ισότιμες. Η γάτα επέστρεφε στον Αλαίν την παιδικότητά του, υπέθαλπε τις ονειροπολήσεις του, πείθοντάς τον με το κίτρινο βλέμμα της και τη στοχαστική σιωπή της πως συνομιλούσε με το αόρατο, την ίδια στιγμή που η γυναίκα του ακουγόταν κακόγουστα ηχηρή, σαν παραφωνία. Ακόμα και όταν η συζυγική συνθήκη την έσπρωξε στο περιθώριο, η γάτα καταγοήτευε τον αγαπημένο της με την εγκαρτέρησή της, με την αξιοπρεπή της απόσυρση σε μια μύχια προσμονή που ήταν και για εκείνον υπόσχεση. Η Καμίγ, από το άλλο μέρος, «προχωρούσε ήσυχα και καλά στη ζωή της, ως γυναίκα, περνώντας ανάμεσα απ’ τα συντρίμμια του παρελθόντος τού Αλαίν».
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η απόδοση της σωματικότητας των δύο θηλυκών του βιβλίου. Η γάτα φαντάζει άσαρκη και γι’ αυτό άτρωτη, μια ύπαρξη ποιητική, σχεδόν υπερβατική, ενώ η Καμίγ διαθέτει ένα αφόρητα γήινο σώμα, ανήθικο, που αντιμάχεται τις φαντασιώσεις του Αλαίν περί ανηλικότητας και τον απωθεί με τις κανιβαλικές σπίθες που το διαπερνούν διεκδικώντας τον. Υπέροχη η σκηνή στην αρχή του βιβλίου, όταν ο Αλαίν παρατηρώντας τη σκιά της Καμίγ πάνω στον τοίχο σκέφτεται πως αντιστοιχεί σε μια τέλεια, ασάλευτη εκδοχή της, απερίγραπτα αξιέραστη. Ωστόσο, τις στιγμές που ενέδιδε στην ερωτική της διάθεση, είχε την αίσθηση πως παραβίαζε το άβατο των ονείρων του, όπως κι εκείνη είχε βεβηλώσει τόσες φορές το περιβόλι της παιδικής του ηλικίας.
Η Κολέτ αφήνει την ηρωίδα της να νικηθεί από τη χίμαιρα, αλλά μόνο για να επιφυλάξει στον νικητή ένα τέλος εξαιρετικά επίφοβο. Στην τελευταία σελίδα, ο Αλαίν φορώντας την παιδική του πιτζάμα παίζει στον κήπο της ευτυχίας του, ανυποψίαστος πως είχε μόλις επιλέξει να ζήσει εξόριστος από την ίδια τη ζωή, εγκλωβισμένος σε μια φαντασίωση που αργά ή γρήγορα θα εξέπνεε. *

No comments: