Tuesday, May 5, 2015

Μενέλαος Λουντέμης – Επίκαιρος ή παρωχημένος;


ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ*, ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ**


ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ*
Πόση γοητεία άσκησε στην εφηβική μας ηλικία! Ακόμα θυμάμαι –και διαπίστωσα ότι είμαστε πολλοί όσοι θυμόμαστε– την εναρκτήρια φράση από το Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα: «Ο αέρας φύσαγε σα γύφτος». Οι παρομοιώσεις του Λουντέμη, οι μεταφορές του, εκείνη η στρίγγλα βροχή που πάει να πνίξει τις σοδειές και η θεόρατη φωτιά που επιθυμεί να ζεστάνει τον κόσμο, έχουν αναμφισβήτητα μεγάλη υποβλητική δύναμη.


Στον κόσμο του Λουντέμη, το φτωχό ελληνάκι προστατεύει το ακόμα φτωχότερο τουρκάκι, ενώ ο Μπίθρος ο γύφτος σκύβει γεμάτος αγάπη προς το καταδιωγμένο παιδί, τον Μέλιο (τον διάσημο). Αγάπη, αλληλεγγύη, ανθρωπιά. «Η εκδίκηση του καλού», όπως λέει κι ο Δημήτρης Ποταμιάνος στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Αμφιθέατρο». Κι εγώ συμφωνώ: αρκετά έχουμε δει παραλλαγές του κακού στην τέχνη· το καλό, ίσα ίσα, είναι πολύ πιο δύσκολο να αποδοθεί με μαστοριά.

Ο μάστορας του καλού, ο κορυφαίος θα έλεγα, είναι ο Ντίκενς. Πουθενά αλλού δεν έχω διαβάσει τόσο χαριτωμένες σκηνές οικογενειακής αγάπης, φιλίας, αλληλεγγύης. Χαριτωμένες: χωρίς αυτή την ιδιότητα, θα ήταν μάλλον ανυπόφορες. Χάρη σε αυτήν, γίνονται από τα ωραιότερα κομμάτια της λογοτεχνίας. Σε τούτον τον μάστορα έχει πιθανώς μαθητεύσει και ο Λουντέμης. Αλλά ο δικός μας δεν φτάνει στο ύψος του (δεν θα ’ταν κι εύκολο). Ναι, είναι χαριτωμένο το εύρημα τα δύο μικρά αγόρια να αντιλαμβάνονται τον έρωτα σαν μια παραχώρηση του κοριτσιού να της τραβήξουν τις πλεξούδες – αρκετά χαριτωμένο. Ομως, να… οι ήρωες του Λουντέμη κλαίνε πολύ, σκουπίζουν τα μάτια τους ασταμάτητα· η απόσταση προς το γλυκερό υπερβαίνεται, φευ, μάλλον εύκολα («Ολάν, λέει και σφουγγάει τα δάκρυά του»).

Κι έπειτα το μήνυμα. Ε, το μήνυμα πρέπει να είναι πολύ γοερό: «Ν’ αγαπάς, όπως πρέπει ν’ αγαπηθούν μια μέρα… όλοι οι άνθρωποι. Αμήν!», το τέλος από το «Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα». Καλές προθέσεις, όχι λίγη αφέλεια.

Επίκαιρος; Σε επίπεδο θεματικής, η νέα φτώχεια τον φέρνει ίσως πάλι στο προσκήνιο. (Αν και το «Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα» δεν χάθηκε ποτέ, με πληροφορούν φίλοι βιβλιοπώλες, από τα ράφια των βιβλιοπωλείων.)
Το μήνυμα της ελπίδας ανακουφίζει: ο μικρός ήρωας του «Συννεφιάζει» το βλέπει στο βάθος, μέσα απ’ την καταχνιά, το περίφημο «Μάικωβο» (ένα ελαφρά καμουφλαρισμένο Μόσκοβο), τη χρυσή πολιτεία με τα σπίτια από φίλντισι, το διακρίνει αμυδρά και λέει: «Πάμε!». Η ελληνική κοινωνία επένδυσε, όπως ξέρουμε, σε αυτό το «πάμε». Μακάρι να γινόταν με λιγότερη αφέλεια.

* Η κ. Αγγέλα Καστρινάκη διδάσκει νεότερη λογοτεχνία στο Φιλολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης και είναι επίσης συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο το μυθιστόρημα «Και βέβαια αλλάζει!», εκδ. Κίχλη, 2014.

  • ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ**
Από πολλές απόψεις ο Μενέλαος Λουντέμης εξακολουθεί να είναι σύγχρονος συγγραφέας. Η ίδια η ζωή του παρέχει υλικό για ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, καθώς συγκεφαλαιώνει τη μετεμφυλιακή περιπέτεια της αριστεράς διανόησης. Πολυδιαβασμένος, θα μπορούσε κανείς να πει πως για τρεις ή τέσσερις δεκαετίες, στα μέσα του 20ού αιώνα, απετέλεσε το αντίστοιχο της σημερινής «λαϊκής» λογοτεχνίας. Λιγότερο δύσπεπτος από τον Καζαντζάκη, πιο επίκαιρος από τους αποστασιοποιημένους από την πραγματικότητα εκπροσώπους της συντηρητικής Γενιάς του ’30, διαβάστηκε κατά κόρον, ακόμα και από ανθρώπους που μικρή σχέση είχαν ή μπορούσαν να έχουν με τη λογοτεχνία.

Χωρίς αμφιβολία είναι ένας άνισος συγγραφέας, αν μη τι άλλο γιατί ήταν πολύγραφος και έγραφε μανιωδώς, με πάθος για τη δουλειά του και με την αίσθηση μιας αποστολής που ήταν να μιλήσει για τους απλούς ανθρώπους, να αναδείξει τους περιθωριακούς και τους καταπιεσμένους, να υπογραμμίσει τη δυστυχία του κόσμου – κλίμα διάχυτο στην Ελλάδα από τον Μεσοπόλεμο και μετά, ακόμη και ώς τη Μεταπολίτευση του ’74.

Χαρακτηριστικό της συνολικής του παραγωγής είναι το πρώτο εκείνο βιβλίο του, το βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο του 1938, «Τα πλοία δεν άραξαν», συλλογή διηγημάτων. Μέσα σ’ αυτό, το πρώτο διάσημο βιβλίο του, συναντά ο αναγνώστης τις δύο όψεις του Λουντέμη: Και τον σπουδαίο συγγραφέα και τον λιγότερο σπουδαίο. Τα δύο τρίτα αυτών των διηγημάτων, στο πρώτο μισό και παραπάνω του βιβλίου, ανήκουν στην κατηγορία του εξαιρετικού. Αντίθετα, τα κατοπινά υπολείπονται σε ουσία και παλμό, μοιάζουν σαν να έχουν γραφεί για τα λαϊκά περιοδικά που διάβαζαν οι υπηρέτριες. Σε καμία περίπτωση όμως το ολοζώντανο ύφος, τα πρωτότυπα υφολογικά ευρήματα και η παλλόμενη ψυχή του συγγραφέα δεν απουσιάζουν.

Ο Λουντέμης είναι γεννημένος συγγραφέας. Δεν χρειάζεται παρά μια ματιά σε μια τυχαία σελίδα για να αντιληφθεί κανείς πως εδώ μιλάει ένα πηγαίο ταλέντο. Σταχυολογώ: «Πάνω απ’ τη λεκάνη, μπροστά στον καθρέφτη, καθώς σαπούνιζα το σπασμένο μου πρόσωπο, ξύπνησε μέσα μου ο “κανακάρης” της μάνας μου που έτρεμε στο προσκέφαλό μου σα φύλλο, τις νύχτες… Με πήρε ένα μικρό παράπονο κι έκλαψα σιγανά, σιγανά, κυττάζοντας τρυφερά στον καθρέφτη καθώς ένας πατέρας κυττάει το γερασμένο παιδί του που γύρισε από μακρυνό ταξίδι» («Ράντνιτσα», 1938).
Η μεγάλη παραγωγή συχνά καταλήγει σε αραίωση της ουσίας που διαθέτει ο καλλιτέχνης, με αποτέλεσμα ένα άνισο έργο. Tελικά, κάθε έργο έχει τους αποδέκτες του όπως έχει τους αρνητές του. Και ο Λουντέμης, μέγιστος πεζογράφος, με τα πάνω από πενήντα εκδεδομένα έργα, δεν αποτελεί εξαίρεση.

** Ο κ. Αλέξης Πανσέληνος είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο το μυθιστόρημα «Σκοτεινές επιγραφές», εκδ. Μεταίχμιο, 2012.

No comments: