Monday, February 26, 2007

Ο συγγραφέας Γκουέντερ Mπουχάιμ


Eφυγε ο Γερμανός συγγραφέας του «Kαραβιού». Πέθανε στα 89 του ο Γερμανός συγγραφέας, ζωγράφος και συλλέκτης Γκουέντερ Mπουχάιμ, γνωστός από την ομώνυμη συλλογή του «Συλλογή Mπουχάιμ - Mουσείο της Φαντασίας», στην πόλη Mπένριντ της νότιας Γερμανίας. Eίναι όμως γνωστός και από την αυτοβιογραφική νουβέλα του «Tο καράβι», στην οποία περιγράφει τις εμπειρίες του από το γερμανικό υποβρύχιο U - 96 κατά την περιπολία του στον Aτλαντικό στον B Παγκόσμιο Πόλεμο. Tο έργο, που εκδόθηκε το 1973, μετέφερε ένα ισχυρό αντιπολεμικό μήνυμα. Tο 1981 μεταφέρθηκε στο σινεμά.(26.2.2007)

Sunday, February 25, 2007

O συγγραφέας Pramoedya Ananta Toer

O Iνδονήσιος συγγραφέας Pramoedya Ananta Toer πέθανε σε ηλικία 81 ετών, στο σπίτι του έθνος, στην Aνατολική Tζακάρτα. O μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και συγγραφέας μικρών ιστοριών έπασχε από καρδιακά προβλήματα και νοσηλευόταν από την Πέμπτη στο νοσοκομείο. Ωστόσο, σύμφωνα με την οικογένειά του, επέμενε να επιστρέψει στο σπίτι του. O Pramoedya είχε πάρει βραβείο Nόμπελ λογοτεχνίας το 1986, ενώ πέρυσι βρέθηκε στη λίστα με τους 100 τοπ διανοούμενους της εποχής μας, του βρετανικού περιοδικού «Prospect». Tο μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του, στο οποίο εξέφραζε και τις πολιτικές του απόψεις, είχε απαγορευτεί στην Iνδονησία, όπου ο ίδιος είχε φυλακιστεί αρκετές φορές γι αυτό. (Εθνος, 2/5/2006)

Saturday, February 24, 2007

Ο συγγραφέας Ιορντάν Ραντίτσκοφ

Ο πιο διάσημος σύγχρονος συγγραφέας της Βουλγαρίας, ο Ιορντάν Ραντίτσκοφ, πέθανε στις 14 Ιανουαρίου 2004 σε ηλικία 74 ετών, έπειτα από μακρά ασθένεια, αφήνοντας πίσω του μια μεγάλη κληρονομιά 40 έργων, μετέδωσε το βουλγαρικό πρακτορείο ειδήσεων BTA.
Η λογοτεχνική σταδιοδρομία του "Κάφκα της Σόφιας", όπως συχνά χαρακτηριζόταν, άρχισε το 1959 και ήταν πλούσια σε διηγήματα, μυθιστορήματα, μικρές νουβέλες και θεατρικά έργα, τα οποία μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και κυκλοφόρησαν σε πολλές εκδόσεις στο εξωτερικό.
Οι ήρωες του είναι βαλκάνιοι χωρικοί, πουλιά, λουλούδια, δένδρα, με μια παιδική ματιά στον κόσμο, ενώ κάποτε ο ίδιος είχε πει: "Ο άνθρωπος είναι μια πάρα πολύ μακριά πρόταση, γραμμένη με πολλή αγάπη και πάθος, όμως γεμάτη γραμματικά λάθη".
Ο Ραντίτσκοφ, ο οποίος είχε τιμηθεί με πολλά βραβεία, και θεωρείτο ως ο βούλγαρος συγγραφέας με τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, χρησιμοποιεί συχνά στις αφηγήσεις του το όπλο του γκροτέσκου κατά του παράλογου του κόσμου, αντλώντας την τέχνη του από τη σοφία των βούλγαρων χωρικών και προσφέρει στους αναγνώστες του οικουμενικές εικόνες, μέσω μιας χλευαστικής απόστασης, ειρωνείας και ποίησης.
Έργα του έχουν μεταφραστεί στη Γερμανία, την Αυστρία, τη Γαλλία, την Ελβετία, τη Ρωσία, τη Γιουγκοσλαβία, την Κύπρο, την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Δανία, τη Φινλανδία, τις ΗΠΑ και την Ελλάδα ("Το εύηχον σκεύος" Μετάφραση Πάνος Σταθόγιαννης, 1999, Εκδόσεις Κέδρος). Επίσης θεατρικά του έργα έχουν παρουσιαστεί στην Αυστρία, στη Γερμανία, στη Ρωσία, στην Ελβετία, στις ΗΠΑ και στη Δανία. (21/01/04 πηγή: Α.Π.Ε.)

Ο Πίτερ Μπέντσλεϊ

Με το πρώτο του βιβλίο ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο εκατομμύρια άνθρωποι σκέφτονταν τον βυθό της θάλασσας. Ο Aμερικανός Πίτερ Μπέντσλεϊ, συγγραφέας του μυθιστορήματος «Τα σαγόνια του καρχαρία», πέθανε στα 65 του χρόνια από πνευμονική ανεπάρκεια. Υπήρξε ένας άνθρωπος αφιερωμένος στη σαγήνη των ωκεανών, περιβαλλοντολόγος και ατρόμητος κολυμβητής. Στη νεότητά του έγραφε λόγους για τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον και αρχικά δούλεψε ως δημοσιογράφος. Το 1974 εξέδωσε «Τα σαγόνια του καρχαρία», που έγιναν παγκόσμια επιτυχία με παραπάνω από 20 εκατ. πωληθέντα αντίτυπα. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μετέφερε το βιβλίο του Μπέντσλεϊ στη μεγάλη οθόνη με ανάλογη εμπορική επιτυχία (1975), συνεχίζοντας και διευρύνοντας την τάση για ταινίες καταστροφής, που είχαν μεγάλη απήχηση στη δεκαετία του 1970. Ο Μπέντσλεϊ έγραψε ακόμη το «The Deep» και το «The Island», που αν και διαβάστηκαν αρκετά, δεν πλησίασαν την επιτυχία του «Καρχαρία»... Στα ελληνικά, το «Στα σαγόνια του καρχαρία» κυκλοφορεί σε μετάφραση Αννας Παπαδημητρίου (εκδ. Λυχνάρι). (14/2/2006)

Η απώλεια ενός Γερμανού φίλου

Ο Γιοχάνες Βάισερτ, ιστορικός που έζησε πολλά χρόνια στην Ελλάδα, την οποία αισθανόταν σαν δεύτερη πατρίδα του, «έσβησε» στη Γερμανία στις 12 Ιανουαρίου 2006.

Τελευταία επιθυμία του ήταν να επιστρέψει η στάχτη του στην Αθήνα. Τα χρόνια της χούντας ο Βάισερτ ήταν υπεύθυνος πολιτιστικών εκδηλώσεων στο Ινστιτούτο Γκέτε. Βαθύς γνώστης της ελληνικής λογοτεχνίας και όλου του φάσματος της μοντέρνας τέχνης μετέτρεψε τα χρόνια αυτά το Ινστιτούτο Γκέτε σε εντευκτήριο φοιτητών, διανοουμένων, συγγραφέων και καλλιτεχνών.

Ο Βάισερτ οργάνωσε πολλές διαλέξεις, εκθέσεις και συναντήσεις με Ελληνες και Γερμανούς διανοούμενους. Ηταν ο άνθρωπος που οργάνωσε και την περίφημη διάλεξη, έναν ύμνο στη Δημοκρατία (το 1972), του νομπελίστα Γκίντερ Γκρας με θέμα «Λόγος εναντίον της συνήθειας». Στα δύσκολα χρόνια της στρατοκρατίας βοήθησε επίσης να βρουν στο σπίτι του καταφύγιο Ελληνες διανοούμενοι αντιστασιακοί.

Η Άννα Σικελιανού


Η Άννα Καμπανάρη παντρεύτηκε τον Άγγελο Σικελιανό στις 17 Ιουνίου του 1940. Ήταν και για τους δύο ο δεύτερός τους γάμος, επισφράγισμα ενός μεγάλου έρωτα. Έζησαν 11 χρόνια μαζί. Από τις 19 Ιουνίου του 1951 που ο ποιητής πέθανε, η Αννα Σικελιανού, έμεινε μόνη της. Και στις 26/5/2006, στον «Ευαγγελισμό» όπου νοσηλευόταν με λοίμωξη του αναπνευστικού, «έφυγε» κι εκείνη, στα 102 της χρόνια, έχοντας συμπληρώσει 55 χρόνια χηρείας, μοναξιάς και απόλυτης αφοσίωσης στη μνήμη του.

Γεννημένη στην Αθήνα το 1904, παντρεύτηκε στα 18 της τον γιατρό Γιώργο Καραμάνη, ιδρυτή του πρώτου σανατόριου στην Ελλάδα. Το 1938 γνωρίζει τον Άγγελο Σικελιανό-χωρισμένο πλέον από την Εύα Πάλμερ. Ερωτεύονται, ανταλλάσσουν παθιασμένες επιστολές - «Γράμματα στην Αννα» («Ίκαρος» 1998) και τελικά παντρεύονται.

Από το θάνατό του, η Άννα Σικελιανού για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα μαθαίνει αργαλειό και υφαίνει κατά παραγγελία. Παράλληλα υπογράφει τα βιβλία «Η ζωή μου με τον Άγγελο» (Εστία) και «Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός» (Ίκαρος 2002).

Ο χιουμορίστας Πιέρ Ντανινός...



Ο Γάλλος δημοσιογράφος και χιουμορίστας Πιερ Ντανινός πέθανε την Παρασκευή στο Παρίσι σε ηλικία 91 χρόνων. Λατρεύτηκε στη χώρα του και έγινε παγκόσμια γνωστός χάρη στον λεπτό και ευφυή γεμάτο χιούμορ τρόπο με τον οποίο σατίρισε τα ήθη των συμπατριωτών του έχοντας ως σύμμαχο έναν μυθιστορηματικό ήρωα, που ήταν... εντελώς μα εντελώς Βρετανός. Ο Μάρμαντιουκ Τόμπσον, μυστακοφόρος, αυστηρός και κουβαλώντας πάντα την ομπρέλα του, δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να διηγείται με φαρμακερό στιλ τις περιπέτειές του με τη Γαλλία και τους Γάλλους.

Τα «Σημειωματάρια του ταγματάρχη Τόμπσον» άρχισαν να δημοσιεύονται το 1954 στην καθημερινή εφημερίδα «Le Figaro». Μεταφράστηκαν σε 27 γλώσσες, ενώ στη Γαλλία πούλησαν σχεδόν 2 εκατομμύρια αντίτυπα.

Ο Πιερ Ντανινός έκανε κυρίως καριέρα δημοσιογράφου διαπρέποντας στο χρονογράφημα. Δηλώσεις για τον θάνατό του έκαναν τόσο ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζαν-Πιερ Ραφαρέν όσο και ο υπουργός Πολιτισμού Ρενό Ντονεντιέ. Ιδού μερικά από τα ευφυολογήματα που τον έκαναν διάσημο: «Οι Αγγλοι δίδαξαν στον κόσμο πώς να συμπεριφέρεται στο τραπέζι. Οι Γάλλοι όμως είναι αυτοί που τρώνε». «Συνάδελφος: ένα άτομο χωρίς κανένα ταλέντο, που κάνει ανεξήγητα την ίδια δουλεια με σένα». «Σνομπ: ένας κύριος που θέλει να κάνει παρέα μόνο με ανθρώπους, που ούτε θέλουν να τον ξέρουν».

(Η Γαλλία έχασε τον χιουμορίστα της, Ελευθεροτυπία, 10/01/2005)

O Aλέξανδρος Ξύδης



Eφυγε προχθές, σε ηλικία 87 ετών ο Aλέξανδρος Ξύδης, από τους στυλοβάτες της ελληνικής τεχνοκριτικής, συγγραφέας, συλλέκτης, διακεκριμένος διπλωμάτης και αγωνιστής της δημοκρατίας. H κηδεία του πραγματοποιείται σήμερα στις 2.15 μ.μ. στο A΄ Nεκροταφείο Aθηνών.
O Aλέξανδρος Ξύδης ήταν μία πολυσχιδής προσωπικότητα που διακρίθηκε τόσο στο διπλωματικό όσο και στο πνευματικό πεδίο. Aφησε τη σφραγίδα του στην ιστορία της ελληνικής τέχνης, με τη δράση, τα τεχνοκριτικά του κείμενα αλλά και τη δωρεά της Συλλογής του στο Mακεδονικό Mουσείο Σύγχρονης Tέχνης, το 2001. Mε τις παρεμβάσεις, τον δημόσιο λόγο του και το συστηματικό του έργο συνέβαλε ουσιαστικά ώστε η τεχνοκριτική και η μελέτη της ιστορίας της τέχνης στη χώρα μας να χειραφετηθούν από την αρχαιολογική οπτική. Aρχισε να ασχολείται με την τέχνη από το 1938 και για τα επόμενα 60 χρόνια συγκέντρωσε μια σημαντική συλλογή έργων Eλλήνων και ξένων καλλιτεχνών. Ως δάσκαλος και τεχνοκριτικός μόχθησε έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια γέφυρα ανάμεσα στους δημιουργούς και στο φιλότεχνο κοινό.
H AICA Hellas (Eνωση Eλλήνων Kριτικών Tέχνης, τμήμα της διεθνούς AICA) με ανακοίνωσή της συλλυπείται την οικογένεια του εκλιπόντος και σημειώνει: «O Aλ. Ξύδης υπήρξε εκ των ιδρυτικών μελών της Eταιρείας Eλλήνων Tεχνοκριτών, νυν AICA Hellas, και για πολλά χρόνια πρόεδρος της. Mε τα κείμενα και τη δράση του σφράγισε τη φυσιογνωμία της ελληνικής εικαστικής κριτικής και συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση ενός αυτόχθονος, αυτόφωτου μοντερνισμού».
Στον διπλωματικό στίβο, ο Aλέξανδρος Ξύδης επηρεάστηκε αναμφισβήτητα από τη φυσιογνωμία του Γιώργου Σεφέρη. Eίχαν συνυπηρετήσει επί Kατοχής στη Mέση Aνατολή αλλά και στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου τα κρίσιμα χρόνια για το κυπριακό ζήτημα μεταξύ του 1957 και του 1960. Kατά τη διάρκεια της επταετίας, στρατεύτηκε ως μέλος της Δημοκρατικής Aμυνας στον αντιδικτατορικό αγώνα, μαζί με τη σύζυγό του Δωροθέα. Στη μεταπολίτευση, συμμετείχε ως ιδρυτικό μέλος της K.E. του ΠAΣOK απ’ όπου διεγράφη το 1975. Συνέχισε τους πολιτικούς του αγώνες μέσα από τη «Σοσιαλιστική Πορεία», την Iδρυση του Συνασπισμού και την Eπιτροπή Eξωτερικής Πολιτικής του.
(Aπεβίωσε ο Aλέξανδρος Ξύδης, Η Καθημερινή, 12/11/2004)

Ο φωτογράφος Ρ. Αβεντον...



Είχαμε ακόμα ανάγκη το βλέμμα του Αμερικανού φωτογράφου Ρίτσαρντ Αβεντον. Το ήξερε και ο ίδιος. Γι' αυτό δούλευε ασταμάτητα μέχρι τα 81 του χρόνια. Ο φωτογράφος που μετέτρεψε τη φωτογραφία μόδας σε υψηλή τέχνη, καθώς και διεισδυτικός πορτρετογράφος της ανθρώπινης ψυχής, πέθανε την περασμένη Παρασκευή σε νοσοκομείο του Σαν Αντόνιο, στο Τέξας.

Το πρώτο σημάδι θανάτου, μια εγκεφαλική αιμμοραγία, τον βρήκε ενώ δούλευε στο Τέξας, τον περασμένο μήνα. Βρισκόταν εκεί για λογαριασμό του περιοδικού «New Yorker» για να ολοκληρώσει ένα φιλόδοξο φωτογραφικό σχέδιο με τίτλο «On Democracy». Αποκλειστικός φωτογράφος του «New Yorker» τα τελευταία χρόνια, ταξίδευε επί μήνες σε όλη την Αμερική έχοντας στρέψει το φακό του σε πολιτικούς και πολίτες.
Η συμβολή του στη φωτογραφία του 20ού αιώνα είναι μεγάλη. Ακόμα κι αν κάποιοι, στην προσπάθειά τους να μειώσουν την προσφορά του, αναφέρονται κυρίως στις αισθησιακές του φωτογραφήσεις μόδας που εδραίωσαν την εποχή των σούπερ μόντελ Ναόμι Κάμπελ και Σίντι Κρόφορντ. Ο Αβεντον δεν έμεινε ποτέ στον «αφρό» της μόδας, στις πόζες των πανέμορφων μοντέλων που χαίρονται τη ζωή κάνοντας ανέμελα πατινάζ στην «Place de la Concorde». Οι διασημότητες και οι άνθρωποι της τέχνης που πέρασαν από το φακό του, ανάμεσα τους η Μέριλιν Μονρόε, ο Εζρα Πάουντ, ο Πικάσο, ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο Φράνσις Μπέικον, υποψιάζονταν ή γνώριζαν ότι δεν θα γλιτώσουν από την ανελέητη ματιά του. Ο κριτικός του περιοδικού «Time» Ρ. Λασάγιο έγραψε κάποτε για τη δουλειά του: «Με εμφανείς τις ρυτίδες και τα σημάδια γήρατος στα πορτρέτα του Αβεντον, και ο ισχυρότερος πλουτοκράτης φαντάζει στα μάτια μας ως ένας ακόμη άνθρωπος, έρμαιο του χρόνου και της φθοράς».

Ο Αμερικανός φωτογράφος, ο οποίος τη δεκαετία του '90 φωτογράφισε τον 87χρονο πατέρα του, ενώ πέθαινε από καρκίνο, εξηγούσε το ενδιαφέρον για την αποτύπωση της φθοράς: «Δεν έχει σχέση αν έχεις ψεγάδια ή αν ο χρόνος έχει φθείρει το πρόσωπό σου. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι οι αντιθέσεις, ο διάλογος, τα επιχειρήματα. Η σύγχυση της ψυχής στο πρόσωπο».

Εξαιρετική θεωρείται επίσης και η σειρά φωτογραφιών του «Στην αμερικάνικη Δύση»: είχε στρέψει με ταπεινότητα το ενδιαφέρον του στους εργάτες και στους κουρασμένους ανθρώπους της Νεβάδα και της Γιούτα, του Νιου Μέξικο και του Κολοράντο.

Η αξία του Ρίτσαρντ Αβεντον, που γεννήθηκε το 1923 στη Νέα Υόρκη, είχε αναγνωριστεί όσο ζούσε. Μερικά από τα σπουδαιότερα μουσεία του κόσμου, όπως το Μητροπολιτικό Μουσείο, αλλά και το Ουίτνι της Νέας Υόρκης, η Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον και η Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων της Βρετανίας έχουν διοργανώσει αναδρομικού χαρακτήρα εκθέσεις της δουλειάς του. Σημαντικές υπήρξαν οι συνεργασίες του με τα περιοδικά «Χάρπερς Μπαζάρ» και «Βογκ», ενώ μέρος της ζωής του μεταφέρθηκε στο σινεμά το 1956 στο μιούζικαλ του Στάνλεϊ Ντόνεν, «Funny Face» («Αστείο μουτράκι») με τους Φρέντ Αστέρ και Οντρεϊ Χέπμπορν.

Είχε κάνει δυο βραχύβιους γάμους με το μοντέλο Ντο Νόουελ το 1944 και με την Εβελιν Φράνκλιν το 1951. Έρωτας της ζωής του παρέμεινε η φωτογραφία: «Αν περάσει μία μέρα χωρίς να κάνω κάτι σχετικό με τη φωτογραφία, νιώθω σαν να έχω παραμελήσει κάτι εξαιρετικά ουσιώδες για την ύπαρξή μου, αισθάνομαι σαν να έχω ξεχάσει να ξυπνήσω».

(Γιώργος Καρουζάκης: «Ο φωτογράφος Ρ. Αβεντον πέθανε στα 81 του. Εβλεπε τη μόδα ως τέχνη», Ελευθεροτυπία, 4/10/2004)