Thursday, May 16, 2019

Μια γάτα…

Μια γάτα…

Φωτογραφία: Νατάσα Χριστοπούλου
Δεν γράφω πια εδώ μέσα… Βαριέμαι! Νομίζω ότι όσα είχα να πω να έγραψα. Τώρα δεν περισσεύουν ιστορίες. ζούμε στο παρόν, και το άτιμο το παρόν είναι στενό, ένα μικρό σοκάκι 24ωρο που χωράει τα αναγκαία. Δεν «δένει» με το παρελθόν, έχει χαλάσει η σειρά, ούτε νοιάζεται για το μέλλον. Κυρίως ο δημόσιος χώρος είναι έτσι που πάντα τροφοδοτούσε το μικρόκοσμό μου, ήμουν βουτηγμένη επί έτη πολλά στα «κοινά» ίσως λόγω δουλειάς, ίσως πάλι εξαιτίας της «πολιτείας»της φαμίλιας μου που ζούσε παράξενα αλλά τρυφερά.
Ο Παντελής όλη μέρα με κόσμο, η μαμά όλη μέρα με μοδιστρική ιστορίες και τραγούδια, οι αδερφές μου σουρτούκλεμε στην αγορά, στις φιλενάδες, στα δρομάκια με τα τακουνάκια τους. Τι όμορφα που ήταν να τις περιμένω να γυρίσουν το βράδυ από την αγορά, όμορφες και μακιγιαρισμένες να πουν νέα, να ρωτήσω με ποιους ήταν τι είπαν, τι έκαναν, τι …φαυλότητες επινόησαν για δικαιολογήσουν αργοπορίες, που προκαλούσαν την μήνιν του Παντελή και της Καλλιώς, από τον Παντελή και τις αδερφές μου έμπαινε ο κόσμος στο σπίτι, τον καταπίναμε εγώ και η μαμά με διαπραγματευτικές δεξιότητες και μόλα ήταν όμορφα και γλυκά. μέχρι που ήρθε η δική μου σειρά να εξέλθω, εκεί γύρω στα 15 μου, και να εξελιχθώ στη μεγαλύτερη σουρτούκω μακράν… αγόραζα και τσιγάρα, καπνιζα και κανένα στα κρυφά, και η επανάστασις στρώθηκε στους δρόμους για τα καλά. Μετά ήρθε το κλεινόν άστυ… το τζάκετ και τα άρβυλα. ακολούθησε η δημοσιογραφία… Γι΄αυτήν είχα γράψει ένα κείμενο παλιά. το ξανακρεμνάω εδώ μέσα, έτσι για να νομίσω πως κάτι λέω… Ας διασκεδάσουμε λοιπόν!
Μια γάτα…
Εγινα δημοσιογράφος από μια καταπληκτική έλξη που ασκούσαν επάνω μου οι μικρές, ανθρώπινες καθημερινές ιστορίες. Κάποιες απ’ αυτές, τόσο γοητευτικές, ήθελα να τις αφηγούμαι σε τρίτους, τέταρτους ή πέμπτους, παραλλάσσοντας κάθε φορά ολίγον το story, μετατρέποντας έτσι τον ρεαλισμό σε παραμυθία… Αντί π.χ. να αφηγηθώ νέτα-σκέτα την υπόθεση του διαζυγίου της Κίτσας με τον Αγαμέμνονα ως είχε, έβρισκα τρόπους να ωραιοποιώ τις συγκρούσεις και να υποστηρίζω πως μια κακιά γειτόνισσα είχε διαβάλλει το ζεύγος… Η αλήθεια βέβαια πολύ απείχε από τις λέξεις μου, η Κίτσα ήταν μια αθώα ύπαρξη, ο Ἀγης την κατηγόρησε ότι είχε «ξενοκοιτάξει» ήταν ζηλιάρης και κακορίζικος, κι έλεγε ότι δεν τα σήκωνε αυτά!
Οι αφηγήσεις με γοήτευσαν καταλυτικά, πικρές, γλυκειές ή ξινές. Κι από τα τρίσβαθα της ψυχής μου γεννιόταν πάντα μια ανάγκη για ωραιοποίηση, ιδιαίτερα όταν αντιμετώπιζα ερωτικές ιστορίες προσώπων που δεν κατάφεραν να τα βρουν. Εκεί που ανενδοίαστα άφηνα πάντα την κακή εκδοχή να διογκωθεί ήταν στα πολιτικά δρώμενα που «κάλυπτα» ως ρεπόρτερ της γειτονιάς, μεταφέροντας νέα που άκουγα στο ράδιο στην απέναντι ή και στην παραδίπλα γειτόνισσα…
Η δημοσιογραφία εκείνη βέβαια ουδεμία σχέση είχε με τη συνέχειά μου. Όσο δούλευα σαν δημοσιογράφος, οι μόνες καθημερινές ιστορίες που μπορούσα να αφηγούμαι ήταν κανένα ελεύθερο ρεπορτάζ από τα τρέχοντα στην πόλη! Οπως π.χ. περίσταση για το… αγελαδινό πτώμα που ξέβρασε η θάλασσα ένα χειμώνα με βροχές, και όλοι αναρωτιόντουσαν ποιος άτιμος το έκανε θέλοντας να υπονομεύσει την «ανάπτυξη» της παραλίας του άστεως…
Εγώ άλλα ήθελα όμως. Να γράφω θέματα με ιστορίες και συμπεριφορές μελισσών, που μου τις διηγούνταν ένα μελισσοκόμος από τα ημιορεινά, να μαθαίνω «μυστικά» και να τα γράφω κι αυτά σε μια «απόκρυφη εφημερίδα», να γράφω ιστορίες των δυστυχισμένων κοκόρων που κατασπάραξε μια αλεπού ένα βράδυ με φεγγάρι στο πέρα χωριό, και να σας διηγηθώ ποια ήταν τα καλύτερα χαλκιάτικα εδώ, ο πιο μάγκας καρολόγος, να σας γράψω με τι χαρές ή πόσο κλάμα υποδέχθηκαν οι λαϊκοί το έργο του φράγματος… Τελικά δεν τα κατάφερα… Μικρά σπαράγματα μεγάλων ιστοριών μόνο ψέλλισα στην εφημερίδα, κι όσο τα διαβάζω τώρα από τα αρχεία όλο λέω; » Και μετά…τι έγινε μετά;» Η απάντηση με φέρνει κατευθείαν στο παρόν… Κι εκεί σταματώ!
Με απογοήτευσε εν πολλοίς το επάγγελμα, είναι κρίμα τελικά που δεν έμεινε χώρος ούτε χρόνος να διηγηθώ κι άλλα πιο …πεζά. Τι έπαθε η κυρία Μαργαρίτα από την πεθερά της, όταν έκαψε τα ντολμαδάκια γιαλατζή που ετοίμαζε για μεσημεριανό της φαμίλιας. Αντ’ αυτών ήμουν αναγκασμένη ν’ ασχολούμαι με κάδους απορριμμάτων του άστεως και να μετρώ πόσες φορές ο «χ» Νομάρχης αντιποιούνταν υπουργό με ή άνευ χαρτοφυλακίου. Γιατί θα θυμάμαι όλα αυτά -θα μου πείτε- τώρα συνταξιούχος γυναίκα. Έλα ντε! Νομίζω ότι δεν μπορούν να ξεχαστούν… Ακόμα πιστεύω ότι κατά βάθος μου λείπει η δουλειά! Δουλειά όπως ήθελα εγώ να είναι…
Κατά βάθος, δημοσιογράφος-κουτσομπόλα ήμουν, κι ας το καμουφλάρω με «σοφιστικέ» επιδόσεις στο χειρισμό μνήμης και φθογγόσημων… Αλλιώς δεν εξηγείται το ότι πάντα, αμέσως μετά το «κλείσιμο» του φύλλου έτρεχα στους δρόμους, έμπαινα σε αυλές να κλέψω γιασεμιά ή γαρδένιες κι έτρεχαν ξοπίσω μου κι όλα τα γατιά της πόλης. Μια φορά, καλοκαίρι με ζέστη βρέθηκα στον κήπο της Κατίνας! Έψαχνα ειδήσεις κι εκεί! Φανταστείτε ηδονή, να συζητάς με την συντοπίτισσα για μαγειρική και κέντημα και δίπλα στο παραγώνι να περιμένεις τη γάτα -μια πανέμορφη άσπρη γάτα-να γεννήσει τα μικρά της. Τη λέγανε Γιάννα! Τελικά δεν «παίζεται» η ιστορία, ούτε ποτέ θα καταφέρω να αφηγηθώ όπως ήθελα και όπως θ’ άξιζε τις «ειδήσεις». Για μοναδική φορά, εκείνο το «αληθινό» βράδυ, (2003) δεν είχα βάλει στην τσάντα τη φωτογραφική μηχανή… Γαμώτο!
πηγή: timewsnews.gr

No comments: