- ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ
Ο ΕΓΓΛΕΖΟΣ
«Ξέρεις…, μου λέει μια μέρα που του έφτιαχνα το κρεβάτι. «Ξέρεις, αδελφή, λέγονταν ο ο φίλος μου Εγγλέζος Χάρης… Ήταν ξανθός, ήταν καλός, ήταν, ήταν…»
Και ο Βασιλάκης δε σταματούσε να εκθειάζει τον φίλο του. Αυτός ο Εγγλέζος είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στο παιδί. Τι λέω εντύπωση! Κάτι περισσότερο… Ίσως να ήταν και το μόνο αίσθημα που να ένιωσε στη ζωούλα του ο Βασιλάκης, εγκαταλειμμένος, και μοναχός καθώς ήταν μέσα στην Αθήνα, ανάμεσα σ’ έναν κόσμο πειναλέο, δυστυχισμένο, που η πείνα τον αγρίευε ολοένα…
«Πώς τον γνώρισες τον Εγγλέζο σου;» τον ρώτησε μια μέρα μιά άλλη νοσοκόμα, καθώς είμαστε καθισμένες σ έναν ξύλινο μπάγκο στο θάλαμο του Βασιλάκη.
Όλα τα κρεβάτια, θυμάμαι, ήταν γιομάτα από παιδιά, στοιβαγμένα τρία-τέσσερα μαζί. Δεν είχαμε που να τα βάλουμε, οι Γερμανοί είχαν δώσει διαταγή, θυμάμαι, να μαζεύουν τα παιδιά που πέφτουν στον δρόμο, για να μην φαίνεται που μας κατάντησαν! Δυσκολεύονταν ακόμα να περνάν τα φορτηγά τους, λέγανε…
«Πώς γνώρισα τον Εγγλέζο;… έκανε ο Βασιλάκης. Θα σας πώ την αλήθεια… και, αν λέω ψέματα, ο Κόλιας είναι κει κάτω να το πεί».
Και με το δάχτυλό του έδειξε ένα σκελετωμένο αγοράκι σε ένα από τα διπλανά κρεβάτια.
«Θυμάσαι, βρε Κόλια; Κοιμόμαστε κείνο τον καιρό κατά της Ακρόπολης τα μέρη, σε μια σπηλιά, που λένε πώς ήταν μια φορά φυλακή κάποιου αρχαίου, Σωκράτη νομίζω πως τον έλεγε ο φύλακας… Ναι, εκεί μέσα κοιμόμαστε τις νύχτες, γιατί κάτω στην Αγορά που τρυπώναμε όλο φασαρίες είχαμε…».
«Και πώς πιάσατε φιλίες με τον Εγγλέζο; Λέγε το λοιπόν!» του έκανε η νοσοκόμα του Βασιλάκη, για να τον βάλει στη σειρά να μας πεί την ιστορία.
«Να, είμαστε πέντ’-έξι παιδιά που αλητεύαμε κατά την συνοικία του Θησείου και στης Ακρόπολης τα μέρη. Μα εκεί δεν βρίσκαμε τίποτα να φάμε. Δυό παιδιά πεθάνανε και τ’ αφήσαμε κει, ανάμεσα στ’ αρχαία μάρμαρα. Τότε αποφασίσαμε με τον Κόλια να κατεβούμε στην Αθήνα. Ίσως να βρίσκαμε τίποτα στα σκουπίδια να φάμε. Πές, ρε Κόλια λέω ψέματα;… φώναξε ο Βασιλάκης στο φίλο του συνεχίζοντας τη διήγησή του… Μόλις λοιπόν μπήκαμε στην οδό Ερμού, βλέπουμε έναν άνθρωπο που περπάταγε παράξενα. Κρατιόταν στους τοίχους σα νάχε ζαλάδες. Οι άνθρωποι γυρίζαν και τον κοιτούσαν, μα κανένας δε σταματούσε. Ίσως να φοβόνταν. Έμοιαζε νάναι ξένος. «Ρε, του κάνω του Κόλια, Εγγλέζος θάναι! Δε θα μπόρεσε να φύγει με τους άλλους!» Εγώ αγαπούσα τους Εγγλέζους, γιατί, σαν ήρθαν στην Αθήνα, παίζαν με τα παιδιά, μας δίναν καραμέλες. Πάω το λοιπόν κοντά, να καταλάβω αν είναι Εγγλέζος. Τέτοιος ήταν, μόνο που είχε τα χάλια του. Ήταν κάτασπρος σαν το πανί, βογγούσε, έτοιμος να σωριαστεί… Τρέχω στον Κόλια και του λέω: «Ρέ Κόλια, Έγγλέζος είναι! Αληθινός Εγγλέζος, σου λέω, θα τινάξει τα πέταλα!… Δεν είναι καλά!… Θα πεινάει, τι να τον κάνουμε; Να τον αφήσουμε έτσι; Θα τον πιάσουν οι Γερμανοί!». Ο Κόλιας μου κάνει: «Ξέρω γώ τι να τον κάνουμε; Πού να τον κρύψουμε;» «Να! Στη σπηλιά!… Εκεί που κοιμόμαστε, ρε μαλάκα!… Κανένας δε θα τον βρεί!…» «Καλά λες! Μά τι θα τρώει; Μάρμαρα απ’ τις κολόνες;» «Ρέ, άσε τώρα τι θα φάει! Ό,τι βρίσκουμε κ’ μείς!»… Και συμφωνάμε. Τότες τρέχω κατά τον Εγγλέζο και νοήματα του λέω ν’ ρθει μαζί μας, πώς είμαστε φίλοι του. Κατάλαβε και μας ακολουθεί. Ο κακομοίρης! Θα νόμιζε πώς τον πηγαίναμε να τον κρύψουμε σε κανένα σπίτι και όχι σε σπηλιά! Σα φτάσαμε κατά το Θησείο, ο Εγγλέζος δε βάσταξε και πήγε να σωριαστεί κάτω. «Άντε, ντέ! του λέμε… Βάστα μη μείνεις στο δρόμο και σε μαζώξουν στο κάρο! Κουράγιο, ντέ! Περπάτα!… Βαστάξου πάνω μας… Εμείς κρατάμε ακόμη…» Και ο Εγγλέζος, σα να κατάλαβε τι του λέμε, άρχισε να σούρνεται ακουμπώντας στους ώμους μας… Σα φτάσαμε στη σπηλιά, του στρώσαμε κάτι παλιούς σάκους που είχαμε βουτήξει απ’ την Αγορά και ξαπλώθηκε πάνω κει. Μα έτρεμε, τουρτούριζε από το κρύο! Τότε ξαπλωθήκαμε δίπλα του να τον ζεστάνουμε και του ρίξαμε πάνωθέ του κουρέλια. Όσα είχαμε στη σπηλιά… Σε λίγο λέω στον Κόλια: «Ρέ σύ, τι θα φάει ο Εγγλέζος σαν ξυπνήσει; Ποιος ξέρει πόσες μέρες γυρίζει, χαμένος, δίχως γλώσσα να μιλήσει μέσα στην Αθήνα! Τον πονάει η καρδιά μου… Σύμμαχος, ρέ, δεν είναι; Μετά μας δεν πολεμάει;» «Ναίσκε, δίκιο έχεις!… μου κάνει ο Κόλιας. Ξέρεις τι να κάνουμε; Να βουτήξουμε τίποτα κάστανα ή πατάτες, που είδα το πρωϊ να κουβαλάνε στο μανάβη, κάτω στο Θησείο!» «Έ! Το λοιπόν, τρέχα να τις βουτήξεις!…» του λέω. «Ρέ τρελλός είσαι; Θα πάω σα νυχτώσει, να μην με δούν… Έχει το μανάβικο μια χαλασιά στον τοίχο κι από κει τρουπώνω. Τώρα θα με δούν!» «Καλά λές!» Και κοίταξα πέρα κατά τη θάλασσα, από μια χαλασιά της σπηλιάς, πού γυάλιζε ακόμη στο φώς… Σαν έπεσε η νύχτα, ο Κόλιας σούρνοντας βγήκε σαν ποντικός από την τρύπα του, να πάει κατά την Αγορά. Εγώ έμεινα να φυλάω τον Εγγλέζο που κοιμόταν. Δεν ξύπνησε, παρά σαν άναψα φωτιά και τον έπνιξε ο καπνός. Είχαμε κάνει μια τρύπα να βγαίνει ο καπνός και με λίγες πέτρες φτιάξαμε κάτι σαν τζάκι…. Περίμενα λοιπόν τον Κόλια, να φέρει τα κλεψιμέϊκα, να βράσω τις πατάτες… Δεν άργησε να ‘ρθει ο Κόλιας. Έφερε, θυμάμαι, κάστανα. Ο Εγγλέζος ξύπνησε και μας κοίταζε. Σα βράσανε τα κάστανα, του δώσαμε να φάει. Δεν ήθελε να τ’ αγγίξει. Τότε ο Κόλιας θύμωσε. Του λέει: «Δε σ’ αρέσουν τα κλεψιμέϊκα; Άμ’ τι να κάνουμε; Πεινάμε! Λές πως μ’ αρέσει κ’ εμένα να κλέβω και να τρέμει η καρδιά μου να μη με δεί κανείς; Η ανάγκη μας κάνει, ρε κουτο-Εγγλέζε, να βουτάμε ό,τι βρίσουμε… Φάε τώρα μην πεθάνεις και άσε τα ναζάκια!» Και, δός του, με τα νοήματα, να τον κάνουμε να νιώσει τι λέγαμε… Και ο Εγγλέζος άρχισε να γελά και να τρώει, σα να κατάλαβε τη γλώσσα μας. Ευχαριστηθήκαμε που έτρωγε. Πεινούσε ο δόλιος! Ευθύς μας έδειξε κάτι φωτογραφίες. Είχε μάνα, πατέρα, και αδερφάκια. Πού να ξέρανε σε τι χάλι βρίσκονταν ο Χάρης, και σε ξένον τόπο!… Εμείς δεν είχαμε πιά ούτε μάνα, ούτε πατέρα, του έκανα με νοήματα. «Όλοι καπούτ», πέθανε! Κατάλαβες;» Ο Χάρης σαν να πήγε στο νόημα και αναστέναξε. Μας χάϊδεψε ύστερα το κεφάλι… Καιρό είχε χέρι να μας χαϊδέψει έτσι, βρώμικα, ψωριασμένα. Ποιος ήθελε να μας αγγίξει;… Με το Χάρη γίναμε το λοιπόν πρώτοι φίλοι και οι τρείς. Λές και καταλάβαινε ελληνικά και σ’ ό,τι του λέγαμε έμπαινε στο νόημα. Καμιά φορά έβγαινε έξω. Ο Θεός ξέρει που πήγαινε! Μά το βράδυ γύριζε πάντα στη φωλιά μας. Μια φορά κουβάλησε μια κουβέρτα. Μιαν άλλη φορά μισό καρβέλι ψωμί. Μυστήριο πού το έβρισκε!… «Ρέ σύ, μου λέει ο Κόλιας, θε νάχει κρυφούς φίλους στην Αθήνα και θα τον βοηθάνε. Μονάχα εμείς θέ νάμαστε φίλοι του;» Και ζηλέψαμε. Ό,τι νάφερνε, το μοιραζόταν με μας. Άλλη μία φορά, έφερε ένα κουτί κονσέρβα μαγερεμένο φαϊ. Τρελλαθήκαμε σαν την άνοιξε. Πέσαμε και τρώγαμε σαν λιμασμένοι! Γλείψαμε και το κουτί! Ο Χάρης γελούσε που μας έβλεπε. Γελούσε ή έκλαιγε; Τα μάτια του θυμάμαι, ήταν γιομάτα δάκρυα. Και μουρμούριζε…, δε θυμάμαι… «Μπόϊ» έλεγε, κάτι τέτοιο. Σά να έλεγε: «Καημένα παιδιά!…» Στο τέλος κάτι νογάγαμε από εγγλέζικα, γιατί κάθισε κάμποσον καιρό ο Χάρης μαζί μας. Σαν κλέβαμε τώρα, είχαμε άλλη χαρά, κάτι να του φέρουμε… Εκείνο τον καιρό είχανε λυσσάξει οι Γερμανοί. Όπου βρίσκανε Εγγλέζο τον σκοτώνανε, όπως και αυτούς που τους κρύβανε. Έτσι είχα ακουστά να λένε στην Αγορά. «Αν μας πιάσουνε, θα μας σκοτώσουνε κ’ εμάς έλεγε ο Κόλιας» «Τι λές, ρέ; Τι να κάνω. Θα χαθεί στη Βενετιά βελόνι, όπως έλεγε η μάνα μου! Θα ξεβρωμίσει ο τόπος! Όλο ψώρα και βρωμιά είμαστε, δεν το νιώθεις;»…. Μα εμείς τον αγαπούσαμε το Χάρη. Ήταν φίλος μας. Μαζί τρώγαμε, μαζί κοιμόμαστε. Άναβε όμορφα τη φωτιά, έψενε τα κάστανα. Τη νύχτα δε κρυώναμε, οι τρείς μας ο ένας κοντά στον άλλον. Περάσαμε ωραία τότε με το Χάρη… Μια νύχτα όμως, που είχε βγεί έξω και γύρισε, μας έδωσε να καταλάβουμε πώς αύριο θα έφευγε. Μας έδειξε πέρα τα βουνά. Θα έφευγε για τα βουνά. Λυπόταν, λέει, να μας αφήσει. Σίγουρα μας αγαπούσε κι αυτός. Έβαζε το ένα χέρι στην καρδιά και μας το έλεγε. Ήταν κι αυτός λυπημένος. Μά τι να κάνει; Έπρεπε να φύγει! Θα είχε πάρει διαταγή, φαίνεται, ν’ ανταμώσει κι άλλους Εγγλέζους; Ποιος το ξέρει! Έτσι είχα ακουστά να λένε στην Αγορά κείνο τον καιρό… Η στεναχώρια μας ήταν μεγάλη. Του Κόλια τα μάτια βουρκώσανε. Και τα δικά μου το ίδιο… «Πού πας, ρε κουτό-Εγγλέζε; Του κάνει ο Κόλιας. Θα σε πιάσουν οι Γερμανοί, μωρέ!… Δε χωρατεύουν αυτοί! Θα σε σκοτώσουν, κακομοίρη!.. Και μείς σε θέλουμε κοντά μας!.. Σε πονέσαμε!… Εσύ, ρέ Χάρη θα μας θυμάσαι καμιά φορά σαν τελειώσει ο πόλεμος και ζούμε; Θα θυμάσαι, ρέ, εμάς τα φτωχαδάκια, που φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι; Για, ούτε σε ξέρω, ούτε με ξέρεις; Όλα να τα περιμένει κανείς!…» Του Χάρη τα μάτια ήταν βουρκωμένα… Το άλλο πρωί έφυγε ο Εγγλέζος. Μας φάνηκε τότε η σπηλιά αδειανή χωρίς αυτόν. Δεν μπορούσαμε πιά να μείνουμε εκεί χωρίς το φίλο μας. Φύγαμε το λοιπόν και κατεβήκαμε να διακονέψουμε στην Αθήνα… πότε πέφταμε στο δρόμο να μας λυπηθούνε και να μας δώσουνε οι άνθρωποι κάτι να φάμε, πότε μας κυνηγούσανε οι νοικοκυρές και μας διώχνανε. Άλλοτε πάλι, κοιμόμαστε σε καμιά μάντρα με σκουπίδια και τρώγαμε ό,τι φλούδια βρίσκαμε πεταμένα… Άσ’ τα! Γρουσουζιά μας έφερε που έφυγε ο Χάρης1 Τα ποδάρια μας πιά τρέμανε, δε μας σηκώνανε, ήτανε σα νάχαμε ξένα πόδια, από μπαμπάκι! Και να κάνει ένα κρύο! Πού βρέθηκε τόσο κρύο; «Οι Γερμανοί το κουβαλήσαν κι αυτό από τον καταραμένο τόπο τους!» άκουσα να λέει μια γυναικούλα σε μια άλλη, στην Αγορά…. Λέω το λοιπόν στον Κόλια μια μέρα: «Ξέρεις, ρέ Κόλια, γρουσουζιά ήταν για μας πούφυγε ο Εγγλέζος!… Καλή μέρα δεν βλέπουμε! Θα πεθάνουμε ρέ…» Έτσι λέω κ’ εγώ! Μου κάνει. Και δε φτάνει αυτό, έχω και την έννοια του Χάρη!… Να μην τον πιάσανε οι Γερμανοί, να μην τον σκοτώσανε, ποιος ξέρει!…»
Όλο το φίλο μας τον Εγγλέζο συλλογιζόμαστε. Δε μας έφταναν τα χάλια μας! Και, σα βλέπαμε Γερμανούς, αγριεύαμε, όχι σα μερικούς που γίνανε λούστροι και λουστράρανε τις μπότες των Γερμανών! Μα και κασελάκι νάχαμε ποτέ εμείς δε θα λουστράραμε τις μπότες των Γερμανών και να φωνάζαμε: «Έξτρα πρίμα πούτς!» «Είναι όλοι τους αντίχριστοι!» έλεγε ένας μανάβης στο Θησείο… Σα νάχε δίκιο. Γιατί σκοτώνουν τους ανθρώπους;… Το λοιπόν, μια μέρα, εκεί που διακονεύαμε στη λεωφόρο Σοφίας, μπροστά στον Άγιο Νικόλα, βλέπουμε τα μεγάλα καμιόνια των Γερμανών, εκεί σταματημένα. Μέσα είχαν ένα σωρό Εγγλέζους που πιάσανε. Κόσμος πολύ είχε σταθεί και κοίταζε. Μα τους έδιωχναν θυμωμένοι οι Γερμανοί. «Ούστ! Ούστ!» φωνάζανε σα νατανε σκυλιά οι άνθρωποι. Τρουπώσαμε κι εμείς μεσ’ στον κόσμο, να δούμε- δε΄ φοβόμαστε… Ξαφνικά η καρδιά μου ξεπετάχτηκε!… Μέσα στο φορτηγό ήταν ο Χάρης!… Τον γνώρισα!… «Ρέ Χάρη! Του φωνάζω. Και δίνω μια πηδησιά και σκαρφαλώνω στο καμιόνι και του πετώ ένα ξεροκόμματο ψωμί που μια γριά μούδωσε στο δρόμο… Μά νάταν και ο Χάρης;…
Δεν πρόφτασα να δω καλά, γιατί με βούτηξε ευθύς ένας Γερμαναράς και με πέταξε κάτω με κλωτσιές!… Τότε είναι που έσπασα το ποδάρι μου και λιγοθύμησα… Σαν άνοιξα, τα μάτια, βρέθηκα εδώ στη Ριζάρειο… Πάνε κάμποσοι μήνες τώρα που είμαι εδώ και το ποδάρι μου ακόμα δεν έγιανε!…
Αυτά είπε ο Βασιλάκης και σώπασε. Ύστερα πάλι ξαναγύρισε το κεφάλι του προς εμάς τις νοσοκόμες και είπε:
«Για πές μου, εσύ αδελφή, που είσαι η πιο μεγάλη. Θα γίνω καλά ή θα μείνω σακάτης σ’ όλη μου τη ζωή; Γιατί, αν ξανάρθουν οι Εγγλέζοι, πως θα τρέξω να τους υποδεχτώ και πως θα με γνωρίσει ο φίλος μου ο Χάρης, έτσι κουτσοπόδαρο και σακατεμένο;… Αυτός είναι ο καημός μου!…» είπε τελειώνοντας την ιστορία του ο Βασιλάκης.
ΛΙΛΙΚΑΣ ΝΑΚΟΥ, Η Κόλαση των παιδιών, εκδόσεις Εστίας χ.χ. σελίδες 109-115.
- Σημειώσεις του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΥ
Η συλλογή αυτή διηγημάτων της πεζογράφου και δημοσιογράφου Λιλίκας Νάκου είναι αφιερωμένη «ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΟΥ ΘΕΡΙΣΕ Η ΠΕΙΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΕΝΑ-ΣΑΡΑΝΤΑΔΥΟ»
Η Λιλίκα Νάκου γεννημένη στην Αθήνα αλλά με καταγωγή από την Λειβαδιά γεννήθηκε στα 1904 άλλοι αναβιβάζουν την χρονολογία στα 1899 άλλοι γράφουν 1905 και πέθανε στην Αθήνα στις 25/5/1989. Δυναμική σαν χαρακτήρας και με δημοσιογραφικό και συγγραφικό ταλέντο εμφανίζεται στα γράμματα από πολύ νωρίς
Η συλλογή αυτή με τα μικρά διηγήματα, δεκαεπτά τον αριθμό, «Ο Εγγλέζος» που επέλεξα να μεταφέρω εδώ είναι το όγδοο στην σειρά, είναι μια μικρή παιδική τοιχογραφία της Κατοχής. Μια τοιχογραφία του δράματος που βίωσαν τα μικρά ελληνόπουλα, παιδικές ψυχές τραυματισμένες σωματικά και ψυχικά που μας εξιστορούν τα τραγικά γεγονότα που βίωσαν και έζησαν, ορφανά τα περισσότερα, χαμίνια του δρόμου και της ζωής, που δεν είναι παρά το δράμα ενός ολόκληρου λαού την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Στιγμιότυπα και γεγονότα, καθημερινά περιστατικά αντίστασης και πολεμικά συμβάντα, επικίνδυνα για την ίδια τους την ζωή ανδραγαθήματα μικρών μπόμπιρων. Περιστατικά που υπερέβαιναν το μπόι των μικρών ελληνόπουλων, ατομικές πράξεις ηρωϊσμού και αυτοθυσίας, ενέργειες εναντίον των κατακτητών που γινόντουσαν τις περισσότερες φορές αυθόρμητα και ασχεδίαστα. Σαν ένα παιχνίδι με τον θάνατο για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας. Γεγονότα που σημάδεψαν δια βίου τις συνειδήσεις και την σωματική υπόσταση εκατομμυρίων ανώνυμων ελλήνων και ελληνίδων που βρέθηκαν σχεδόν από το πουθενά στην δίνη ενός παγκόσμιου πολέμου που τους άλλαξε την ζωή, κατέστρεψε τα όνειρα και τις ελπίδες τους, έχασαν αγαπημένα τους συγγενικά και φιλικά πρόσωπα. Σκοτώθηκαν δικοί τους άνθρωποι, ξεκληρίστηκαν οικογένειες τόσο από τις εχθροπραξίες των ξένων κατακτητών όσο και από τις εσωτερικές δυνάμεις κατοχής. Έλληνες και Ελληνίδες που τραυματίστηκαν θανάσιμα, πείνασαν, πέθαναν στους δρόμους από τον λιμό, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, χωρίστηκαν από αγαπημένα τους πρόσωπα, ριψοκινδύνεψαν την ίδια τους την ζωή κάνοντας με όποιον τρόπο μπορούσαν και με όποια μέσα διέθεταν αντίσταση εναντίον των κατακτητών. Πλήρωσαν με την θέλησή τους ένα βαρύ τίμημα για την αποτίναξη του άξονα από τα ελληνικά εδάφη. Αγωνίστηκαν θαρραλέα να διώξουν τον βάρβαρο κατακτητή, την στρατιωτική δύναμη και ισχύ μια χώρας και του λαού της που, υπακούοντας στα παραγγέλματα ενός παρανοϊκού δικτάτορα, αιματοκύλησαν μια ολόκληρη ήπειρο και σκόρπισαν τον όλεθρο παγκοσμίως.
Και είναι πράγματι εύστοχος ο τίτλος του βιβλίου που επιλέγει η Λιλίκα Νάκου για να μας εξιστορήσει μέσα από τα μάτια και τα λόγια και τις πράξεις των παιδιών τον πόλεμο και την κατοχή. Η περίοδος εκείνη, ήταν η «Κόλαση των παιδιών» αλλά και των μεγάλων. Η Ελλάδα ολάκερη είχε βυθιστεί σε μια κολασμένη ατμόσφαιρα, σε ένα κλίμα τρομοκρατίας και σκοτωμών στις εν ψυχρώ δολοφονίες και εκτελέσεις του πλέον εύρωστου ελληνικού αντρικού και γυναικείου πληθυσμού, μικρών και μεγάλων που αντιστέκονταν και πολεμούσε τον ξένο δυνάστη προσπαθώντας με όποιον τρόπο μπορούσε να αντισταθεί ενάντια στον εχθρό, να σταθεί δίπλα στις συμμαχικές δυνάμεις, να τις βοηθήσει και να τις συμπαρασταθεί, που αγωνίζονταν και εκείνες μέσα στην χώρα μας να νικήσουν τα ιταλικά και ναζιστικά στρατεύματα.
Η παιδική φιλία, ο αγνός και άδολος πατριωτισμός, η αλληλεγγύη, η αγαθότητα των πράξεων, ο παιδικός αυθορμητισμός, η αφέλεια, η παιδική ζεστασιά, η συγκίνηση των τραγικών εκείνων στιγμών, η φτώχεια και η παιδική εξαθλίωση, η παιδική ορφάνια και ο φόβος, τα υποτυπώδη μέσα επιβίωσης και αντίστασης που διέθεταν τα δύο μικρά παιδιά στο διήγημα ο «Εγγλέζος», η κρυψώνα-σπηλιά, που χρησιμοποιούσαν σαν καταφύγιο και ύπνο, η παιδική αγάπη, το παιδικό πείσμα και η τόλμη που έδειχναν στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν έναν νέο σε ηλικία άγγλο στρατιώτη, τον Χάρη, η αναζήτηση τροφής μέσα από τα σκουπίδια, οι μικροκλοπές επιβίωσης που αναγκάζονταν να κάνουν, μας εξιστορούνται με απλό, εύληπτο τρόπο μέσα από τα απλά και «αντρίκια» λόγια των μικρών αυτών Ελληνόπουλων. Ελληνόπουλων που και αυτά έχουν το μερίδιο της δόξας στην αντίσταση κατά του κατακτητή μέσα στη δίνη του πολέμου. Ένας παράλληλος παιδικός κόσμος εξίσου ηρωικός που δρούσε κοντά με τους μεγάλους συμπατριώτες μας Έλληνες τις κρίσιμες αυτές για το έθνος στιγμές. Ένας παιδόκοσμος με εθνικό φρόνημα, που συνέβαλε με τις πολεμικές και καθημερινές του ανδραγαθίες, στην απελευθέρωση της χώρα μας και στην σημερινή μας ελευθερία. Ένας κόσμος παιδικών φωνών και παιδικής τόλμης που η συμβολή του, είναι και τεράστια και αποφασιστική μέσα στην δοξασμένη ιστορία των Ελλήνων. Είναι οι Μικροί Ήρωες, που τους έλεγαν είτε Γιώργο Θαλάσση, είτε Σπίθα, είτε με τα χιλιάδες άλλα ονόματα των ελλήνων ανώνυμων αγωνιστών.
Τα παιδικά αυτά διηγήματα της Λιλίκας Νάκου,-που στην ουσία τους, δεν είναι και τόσο παιδικά, παρά του ότι οι ήρωες είναι μικρά παιδιά- της γυναικείας γραφίδας με το συγγραφικό και δημοσιογραφικό ταλέντο, ίσως μια άλλης εποχής, μας δείχνουν το πώς και με ποιόν τρόπο και ποια μέσα αγωνίστηκαν για την ελευθερία της πατρίδας τους όλοι οι Έλληνες. Μικροί και μεγάλοι. Φτωχοί και εξαθλιωμένοι. Νησιώτες και αστοί. Σύσσωμος ο ελληνικός λαός αντιστάθηκε εντός και εκτός της χώρας. Η ανθρώπινη συμπόνια και αλληλεγγύη, η αδελφική αγάπη και η προσφορά, το συντρέξιμο όπως γνωρίζουν οι Έλληνες από την παράδοσή τους στον πόνο του άλλου, η φιλανθρωπία και η χριστιανική προσφορά, ήταν οι αρετές που είχαν μέσα στις ψυχές τους οι Έλληνες εκείνης της τραγικής περιόδου και που αναδύθηκαν στην επιφάνεια και πλημμύρισαν φανερά ή κρυφά τον ουρανό της Ελλάδας πάνω από την χώρα. Ασφαλώς υπήρχαν και οι εξαιρέσεις, οι συνεργάτες των κατακτητών, αλλά αυτό μπροστά στον πανεθνικό και παλλαϊκό αγώνα των Ελλήνων, δεν αξίζει να μετρηθεί. Και ποια περίοδο της ελληνικής ιστορίας δεν είχε τους έλληνες που μήδισαν; Το ζήτημα είναι όταν τα μετέπειτα μεταπολεμικά χρόνια, τα πολιτικά, τα πέτρινα χρόνια, οι μειοψηφίες αυτές των Ελλήνων βρέθηκαν στα πολιτικά και κυβερνητικά πράγματα της χώρας και απέκτησαν εξουσία και ισχύ. Αυτό όμως, το εκ των υστέρων αποτέλεσμα, δεν μειώνει το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων πατριωτών, των Ελλήνων αγωνιστών, των Ελλήνων της φτωχολογιάς και της πείνας, της αγραμματοσύνης και της εξαθλίωσης με την μεγάλη καρδιά αλληλεγγύης, το πατριωτικό φρόνημα και την αγάπη για τα ιερά χώματα της πατρίδας τους, όλους αυτούς, που είτε ήσαν χαμένοι ανθυπολοχαγοί στην Αλβανία, είτε ήσαν απλοί φαντάροι, φυλακισμένοι κομμουνιστές, είτε δεξιοί πατριώτες και αγωνιστές, όλοι αυτοί οι Έλληνες που ερχόντουσαν από τα βάθη της Ιστορίας και δεν ξέρανε που θα οδηγηθούν, έδωσαν την ζωή τους, την πρόσφεραν βαρύ τίμημα για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι. Όχι για να τους περιφέρουμε πάνω στα αναπηρικά καροτσάκια σε παρελάσεις ή να ακούμε για τα πολεμικά τους κατορθώματα από την αξέχαστη φωνή της Σοφίας Βέμπο αλλά για να θυμόμαστε που ανήκουμε. Από ποιες ρίζες τρεφόμαστε. Εμείς οι σημερινοί αδιάφοροι νεοέλληνες. Οι ευρωφονιάδες του κερατά.
Πειραιάς, 12 Οκτωβρίου του 2018
«Τα μαύρα τανκς, σιμώνοντας, σιμώνοντας.
Ποιος θάνατος; Ποιος θάνατος; Ζήτω!
Ο Πέτρος στα χέρια των διαδηλωτών φωνάζοντας
«σύντροφοι δεν είναι θάνατος εδώ δεν είναι θάνατος.
Ενός λεπτού σιγή για τους νεκρούς μας»
Ετούτος εδώ ο λαός δεν γονατίζει
Παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του….»
Γιάννης Ρίτσος, από την συλλογή Οι γειτονιές του κόσμου
πηγή: timesnews.gr
No comments:
Post a Comment