Wednesday, September 21, 2016

«Ψέματα πάλι». Συλλογή διηγημάτων στα γερμανικά του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου

Από τον εκδοτικό οίκο Elfenbein Verlag, μόλις εκδόθηκε στα γερμανικά και θα παρουσιαστεί στη Διεθνή έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης, η συλλογή διηγημάτων του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου ‘Ψέματα πάλι’ (εκδόσεις ΑΓΡΑ) με τίτλο ‘Noch mehr Lügen’. Τα κείμενα μοιάζουν σαν απαντήσεις στα τρέχοντα αδιέξοδα σχετικά με τις αντιθέσεις ανθρωπιά –  απανθρωπιά, πλούτος – φτώχεια, ύλη – πνεύμα, που ταλανίζουν την εποχή μας κι ας μη γράφτηκαν τώρα· αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητα και την εγκυρότητα της διεισδυτικής λογοτεχνικής ματιάς. Τα διηγήματα μεταφράστηκαν από τη Νίνα Μπούνγκαρτεν, η οποία έχει μεταφράσει και το ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ (1η έκδοση Ίκαρος, 2η έκδοση ΑΓΡΑ) που εξέδωσε η Elfenbein Verlag το 2001, με τίτλο ‘Zwölf und eine Lüge’.

Το ‘Week – end’, που δημοσιεύουμε τώρα, γράφτηκε πριν σαράντα ολόκληρα χρόνια· το 1976…
Week – end
Ηδύπαθα χάχανα κι ανόητα πληχτικά χειροκροτήματα -λες για να δώσουν σ’ εκείνα τα νεκρά χέρια κάποιαν αίσθηση αφής- ακολούθησαν το μεγάλο βούλιαγμα. Έτσι γινότανε πάντα.
Οι θεατές, με τα χαμόγελα κρεμασμέν’ απ’ τ’ αυτιά, περιφέρονταν άσκοπα από ’δω κι από ’κει μ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι στο χέρι κι ύστερα βυθίζονταν στην αγκαλιά κάποιας πολύ μαλακιάς πολυθρόνας του σαλονιού με τη μεγάλη πέρα ως πέρα τζαμαρία, ενώ μεσ’ απ’ τις κρυφές γωνιές πίσω από ράχες άδειων βιβλίων, μεσ’ από κούφια αγάλματα, φιδόβγαινε μια μουσική που δε σταματούσε ποτέ. Κι όταν τα χειροκροτήματα κόπαζαν κι όταν περνούσε η έξαψη και τα πρόσωπα έπαιρναν πάλι το γκρι φυσικό τους και κάθε κίνηση σχεδόν σταμάταγε· πίσω απ’ τις ράχες των βιβλίων μέσ’ απ’ τα κούφια αγάλματα μέσ’ απ’ τα ψεύτικα λουλούδια, ανέβαινε ξανά και πλημμύριζε τις κάμαρες τα τραπέζια τις παχειές μοκέτες το τελευταίο μόριο του φυλακισμένου αέρα, η μουσική. Έτοιμη πάντα να βοηθήσει αν εμφανιζότανε -σπάνια, αραιά και πού- κάποια στιγμή δύσκολη, που ένας πελάτης -από απροσεξία, από κακό χειρισμό- βρισκόταν απέναντι, κολλητά, στον εαυτό του.
Το καράβι μας ήταν όμορφο, γρήγορο, δυνατό. Προπαντός δυνατό. Ειδικά φτιαγμένο για να πετυχαίνουμε πιο γρήγορα και πιο σωστά το στόχο. Εμείς στο πλήρωμα δεν έπρεπε να τα πολυξέρουμε όλα αυτά· καθένας στη δουλειά του. Στο κάτω-κάτω μπορεί να γινόμασταν κι εμείς πελάτες, αρκεί να ’χαμε να πληρώσουμε για δυο-τρεις μέρες.
Τα ταξίδια μας βαστούσαν όσο είχαν υπολογίσει οι οργανωτές, πάντως όχι λιγότερο από ένα weekend. Δεν ξέραμε μέρα, δεν ξέραμε νύχτα, ούτε κρύο, ούτε ζέστη, ούτε εποχές. Όλα είχανε γίνει ίδια. Σεργιανούσαμε λίγο στην ανοιχτή θάλασσα -όσο να γνωριστούν οι επιβάτες μεταξύ τους- κι ύστερα πιάναμε περάσματα, κόλπους, ακρωτήρια, όπου σύχναζαν άλλα καράβια μικρότερα· ψαράδικα, βάρκες, ιστιοφόρα, πλωτές μιζέριες ιθαγενών της περιοχής.
Ξάφνου ο καπετάνιος έδινε το σύνθημα κι όλοι απ’ το πλήρωμα τινάζονταν με φούρια, λες και γινόταν κάτι απρόσμενο, λες κι ήταν δύσκολο πολύ και χρειαζόταν τόλμη και δεξιοτεχνία μεγάλη, λες και θα γύρναγε ο ήλιος ανάποδα. Κι ύστερ’ από κάθε πετυχημένο χειρισμό, έδειχναν όλη τους την περηφάνια κι έλαμπαν τα γυάλινα μάτια τους με τ’ άσπρα χαμόγελα και φούσκωναν τα στήθια τους σα γαλοπούλες. Και, καλά δασκαλεμένοι από πριν, καμάρωναν να τους βλέπουν οι πελάτες και να παίρνουν απ’ τη χαρά τους κι ανοίγαν τα χρυσά κουμπιά της στολής για να μην τους πνίξουνε δήθεν τα ζήτω, καθώς -το ένα πίσω απ’ το άλλο- βουλιάζαμε τα μικρά πλεούμενα που τυχαίναν στο διάβα μας.
Εγώ δούλευα εκεί. Διόλου μακρινός απ’ την άδεια ζωή τους και τις κράμπες του στομαχιού τους. Διόλου μακρινός απ’ τον ξερόν αέρα που σκαλώνει στο λαιμό και σε πνίγει και θες να σκούξεις σα σφαγμένο κουνέλι. Ο κακόμοιρος, στέρφος, εκείνος παράδεισος! Τόσα γαμήσια, τόσο σπέρμα, τόσες ματιές κι ούτε μια πνοή ζωής. Τόσα μυρωδικά, τόσος κόπος, φροντίδα και χρόνος για να φτιαχτεί ένα ξύδι κακό, σαν κάτουρο ξεχασμένο στην παλάμη κάποιου βράχου.
Ήσαν όλων των λογιών τα υφάσματα, πετράδια και χρυσαφικά -αληθινά και ψεύτικα- οι πόζες όλες, τα χρώματα, τ’ αρώματα, οι αλοιφές κι οι δίαιτες. Οι φόβοι, τα μην αγγίζετε. Τα ψέματα. Όλα εκεί. Χιτώνια περίτεχνα ραμμένα, ρούχα σπάταλα πάνω σε σάρκες νεκρωμένες, με πόρπες βαρύτιμες δήθεν ξεχασμένες πάνω σε ώμους μυρωδάτους, αφήνανε πότε από δω, πότε από κει -ανάλογα με τη στιγμή, την ηλικία, τα σκαλοπάτια της δύναμης, τη σκληρότητα της στύσης κι άλλα πολλά που τα ξέρεις- να φαίνεται πότε ένας μηρός, πότε μισός αφαλός, πότε ένα κάτι και πάντα ένα αξεδίψαστο θέλω.
Κι ούτ’ ένα πράσινο φύλο. Ούτ’ ένα μυρμήγκι αφημένο στην τύχη του. Μάτια, χέρια, χείλια, ξεφούσκωτοι πνεύμονες καλοί για έν’ αγκομαχητό, για μισή κραυγή· κι αυτή αν την είχαν σκεφτεί από πριν μονάχα.
Εγώ σερβίριζα. Ήξερ’ απ’ έξω όλες τις πολύπλοκες εξωτικές συνταγές -συνήθως απ’ τα μέρη όπου βουλιάζαμε καράβια. Ήξερα όλα τα μπαχάρια και τις δύσκολες σάλτσες με τα παράξενα ονόματα, όλα τα πιοτά· κατάλογος σωστός. Όλα, που γίνονταν ακόμα πιο νόστιμα και πιο φανταχτερά με το ύφος μου· δασκαλεμένος κι εγώ από πριν. Χείλια υγρά, μ’ ένα μυστήριο υποχθόνιο τόνο, με ζεστή φωνή, με πονηρό χαμόγελο, με τα μάτια μου καρφωμένα ίσα στον πελάτη, για να του χαϊδεύουν πότε το στόμα πότε το στομάχι, σκυμμένος λίγο προς το μέρος του, σαν για να τον κάνω συνένοχο, κοινωνό κάποιου θεσπέσιου μυστικού, κάποιου ελιξίριου νέου ή κάποιου φίλτρου μαγικού που θα του έλυνε προβλήματα σωρό μονομιάς, παπαγάλιζα την πραμάτεια μου. Ξέραμε τι θέλουν από πριν κι αυτό τους δίναμε. Παίρναν, νομίζοντας καθένας πως είν’ ο μόνος τυχερός που γεύετ’ ένα πιάτο φτιαγμένο ειδικά γι’ αυτόν, μεσ’ απ’ τα πελώρια καζάνια όπου σιγόβραζαν λογής λογής ύποπτα σφάγια.
(Κι αν θέλετε πόλεμο, εκεί θα ’σαστε. Κι άμα βουλιάξετε, εκεί θα ’σαστε πάλι όπως και πριν· διαρκώς μισούμενη και λατρεμένη κάστα των πιο κρυφών μας ονείρων.)
Πόσα να πεις; Είχαμε πολλούς εμβολισμούς, πολλά ναυάγια κάθε φορά. Έπαιζε ο αριθμός ανάλογα με τα γούστα των πελατών, ανάλογα με την ανία και τα βίτσια τους. Ήταν όμως πάντα μεγάλος. Κάθε βούλιαγμα έφερνε πάνω στο κατάστρωμα και στο μακρύ τζαμωτό σαλόνι μιαν άγρια έξαψη. Ήτανε η στιγμή που ξεφώνιζαν. Το φυλακισμένο αίμα ούρλιαζε τα δικαιώματά του και πάσκιζε να ξεπηδήσει λεύτερο για μια στιγμήν έστω, καθώς παρασυρμένοι όλοι απ’ την ιδέα μιας χαράς, απ’ το μεθύσι μιας εύκολης νίκης, την ώραν ακριβώς που τα έμβολά μας μπήγονταν μέσα στο ανήμπορο θύμα και το ξέσκιζαν, απ’ το τράνταγμα έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο και ψάχνονταν στα τυφλά, μέσα στην παραζάλη. Κι όλο τούτο βάσταγε όσο να βουλιάξει ολότελα το λαβωμένο σκαρί και να χαθούν οι άνθρωποί του μέσα στις φοβερές δίνες που φτιάχναμε γυροφέρνοντας το σημείο 0. Κι ανέβαιναν παχειές κόκκινες φουσκάλες που έσπαζαν στον αφρό κι η θάλασσα γύρω κι ο αγέρας έσταζαν αίμα, ξέφτια και σάρκες κομμένες. Μετά ερχόταν ησυχία· όλα τα ξέχναγαν κι ήτανε πάλι όλα όπως πριν.
Χτες το απόγευμα ο ήλιος έπεφτε για ύπνο μπροστά μας ακριβώς πάνω στη θάλασσα. Είχαμε να βουλιάξουμε πλεούμενο απ’ το πρωί, όταν έξω από ένα λιμάνι πνίξαμε μια ψαρόβαρκα με δυο γέρους ασπρομάλληδες, αξύριστους, με χαραγμένα πρόσωπα. Κάθε χρόνος και χίλιες χαρακιές, δυο χιλιάδες. Ένας κόσμος ολάκερος αυτοί οι δυο γέροι, που μόλις πρόλαβαν και σήκωσαν σ’ εμάς απορημένα τα κατάκοπα μάτια τους, σφίγγοντας πάνω στο στήθος τα ψάθινα καπέλα καθώς τους ριχνόμασταν. Πήγαν ίσα στον πάτο με τη γριά ψαρόβαρκα μαζί. Τη σαβανώθηκαν.
Ξάφνου ο καπετάνιος έδωσε το σήμα κι αντήχησαν πιο δυνατά οι μουσικές. Ένα σκαρί πανέμορφο ανέμιζε δροσερά μέσα στον κόκκινο δίσκο του ήλιου, σαν ψαλιδωτό χελιδόνι. Ένοιωσα πάλι τους χτύπους της καρδιάς ανάμεσα στα δόντια και δυο σιδερένια δάχτυλα να μου βιδώνουν τα μηνίγγια μαγνητίζοντας άθελά μου το βλέμμα μου εκεί.
Όλοι σηκώθηκαν να πάρουν.
Το φτάσαμε, του ορμήσαμε, το κόψαμε στα δυο. Γευτήκαμε σκλήθρες απ’ τα ξεσκισμένα σωθικά του, μαζί με αφρούς που μας έρρανε ο μπάτης· σαν κόλλυβα.
Ηδύπαθα χάχανα κι ανόητα πληχτικά χειροκροτήματα -λες για να δώσουν σ’ αυτά τα νεκρά χέρια κάποιαν αίσθηση αφής- ακολούθησαν το πικρό βούλιαγμα.
Κι ο καπετάνιος, αφού τίναξε απ’ τους ώμους το βάρος της προσοχής, σαν αρπαχτικό κυνηγόπουλο έλαμπε μέσα στη νεφέλη της νίκης του, σπάθιζε χαμόγελ’ από δω κι από κει και μάζευε φιλάρεσκα τις θηλυκές ματιές, αποθέτοντάς τες -στεφάνι δοξαστικό- στο μισοσηκωμένο του κιόλας φαλλό.
Ηρέμησαν. Ηρέμησαν πια για σήμερα. Έμεινα μόνος. Απ’ τα καθίσματα πιο βολικά βολεύτηκα εδώ, στον αρμυρισμένο κάβο του καραβιού· τραχιά, σιωπηλή, κουλουριασμένη γλώσσα γεμάτη μυστικά· περιφρόνηση των ανούσιων, τρυφερών κι ευαίσθητων πισινών, που τόσο χάδια τόσα χρόνια και τόσο αίμα, δεν τους δίδαξαν τίποτα.
Ανάσανα. Αύριο πάλι…
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ, 1976
adamopoulos-cover-klein
  • Alexander Adamopoulos
  • Noch mehr Lügen
  • Elfenbein VerlagBerlin 2016
  • ISBN 978-941181-54-1
Το ύφος των διηγημάτων, αν και είναι φαινομενικά απλό, τελικά είναι πολυδιάστατο και πολυσύνθετο. Όλα σού δίνουν την αίσθηση του πρώτου ψελλίσματος ενώ στην πραγματικό- τητα έχουνε δουλευτεί με τέτοια τελειότητα που ενεργούν πάνω στον αναγνώστη, μέσα του, σαν μια δαιμόνια μηχανή, αθόρυβη, αόρατη και εξεζητημένη. Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος μας μιλάει για την ‘άλλη μεριά’. Εκεί όπου η επικοινωνία δεν γίνεται πια με λέξεις, αλλά με κάτι πέρα απ’ τις λέξεις. […]
Το διήγημα η ‘Άννα’, στο τέλος, κλείνει τον κύκλο που άνοιξε το εφιαλτικό ‘Week-end’, που για μένα είναι μια αναπαράσταση της κόλασης. Αφού ξεπέρασε θριαμβευτικά τις παγίδες των ‘Αγίων Τόπων’  και επιτέλους κοιμήθηκε τον πιο βαθύ του ύπνο, γλυκά δίχως όνειρα, αφού εξυψώνεται κι άλλο με την ευσεβέ- στατη ‘Παράκληση’, ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος αφήνεται πια ολότελα, φεύγει εντελώς και δίνει την ‘Άννα’  που τα εμπεριέχει όλα.
Η σπαρακτική ‘Άννα’ δεσπόζει όλο συμπόνια και πόνο. ‘Άννα’: Παιδί, σκέψη, πληγή… Κάτι άυλο και ταυτόχρονα τόσο γήινο. ‘Άννα’: Ηχώ μνήμη, θλίψη. Όραμα. ‘Άννα’: Τρυφερότητα, πόνος. Ένα κομμάτι βυσσινί βελούδο που κρύβει την κόψη ενός ξυραφιού. «Προσπαθώ να ενωθώ»… Μήπως με την αγάπη; Μήπως με το Θεό;
Μέσα σ’ αυτό το συγκλονιστικό διήγημα, θα μπορούσαν ν υπάρχουν εκατομμύρια Άννες, η μία μέσα στην άλλη, σαν τις ρώσικες κούκλες ή σαν αμέτρητες αχτίδες του ήλιου που φυτρώνουν μεσ’ απ’ τη γη· γοργόνες με πολύχρωμες ουρές που κολυμπούνε πάνω-κάτω μες στους ωκεανού. Η Άννα στο άπειρο: Μία μορφή του Θεού;[…]
Ο André Malraux έχει γράψει πως το μέγα ζήτημα είναι να καταλάβουμε πως ο 21ος αιώνας ή δεν θα υπάρξει ή θα είναι μεταφυσικός. Αν υπάρξει, ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος δείχνει το δρόμο.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ
 (Από τον πρόλογο της Ελληνικής έκδοσης· ΑΓΡΑ
και το επίμετρο της Γερμανικής· Elfenbein Verlag)
3d1ed7a3-65f5-4bec-b005-b9b2cf0809d9_11
  • Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
  • ΨΕΜΑΤΑ ΠΑΛΙ
  • Εκδόσεις ΑΓΡΑ ISBN 960-325-307-3

No comments: