- Η πρόσφατη βιογραφία του αυστριακού συγγραφέα εστιάζει στις περιστάσεις που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία
Για τους σύγχρονούς του ο Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942)
ήταν περισσότερο ένας τεχνίτης της γραφής παρά ένας φιλόσοφος των
σελίδων, ο ποιοτικός εμπορικός συγγραφέας που γλίτωσε το κοινό από τα
«τριώροφα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα», όχι ο συνειδητά στρυφνός και
υπαινικτικός Τόμας Μαν. Η πρόσφατη βιογραφία του Τζορτζ Πρόχνικ
«The Impossible Exile: Stefan Zweig at the End of the World» (εκδ.
Other Press) δίνει μια νέα διάσταση στα γεγονότα της ζωής του
αυστροεβραίου λογοτέχνη αποτελώντας ένα δοκίμιο για τη βασανιστική
εμπειρία του συγγραφέα στην εξορία.
Μεταξύ των εξορίστων της χιτλερικής Γερμανίας, από τον Αλμπερτ Αϊνστάιν ως τον Τόμας Μαν, ο Στέφαν Τσβάιχ συνιστά διακριτή περίπτωση. Ενώ οι περισσότεροι πρόσφυγες των γραμμάτων και των τεχνών πέτυχαν να μεταφυτεύσουν την εμπειρία τους σε άλλες κουλτούρες, εκείνος βίωσε ένα διαρκές αίσθημα καταδίωξης, πρώτα στο Λονδίνο, έπειτα στη Νέα Υόρκη, τέλος στη Βραζιλία. Εγκαταλείποντας τη Βιέννη το 1934, όταν το φιλοναζιστικό καθεστώς προχώρησε σε κατ' οίκον έρευνα στο σπίτι του και τη Βρετανία το 1940 όταν οι Γερμανοί βομβάρδιζαν τη χώρα από αέρος, ο Τσβάιχ βρισκόταν πάντα ένα βήμα μπροστά από τον πόλεμο. Ωστόσο ο ίδιος, σύμφωνα με τον βιογράφο του, αισθανόταν ότι οι έξοδοι κινδύνου έκλειναν πίσω του μία προς μία: με την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο την επομένη της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ άρχισε να φοβάται μια εισβολή των Ναζί στη Νότια Αμερική. Χωρίς να κινδυνεύει άμεσα να πέσει στα χέρια τους, όπως ο έτερος μεγάλος αυτόχειρας της εποχής, ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν, βρέθηκε σε τέτοιο ψυχολογικό αδιέξοδο ώστε να οδηγηθεί στην αυτοκτονία από κοινού με τη νεαρή, δεύτερη σύζυγό του Λότε Αλτμαν στις 23 Φεβρουαρίου 1942. Η τελευταία του νουβέλα, ολοκληρωμένη την προηγούμενη ημέρα του θανάτου του, προσεγγίζει για πρώτη φορά το ζήτημα του ναζισμού υποδηλώνοντας παράλληλα την πνευματική ασφυξία που ένιωθε: ένας αυστριακός δικηγόρος συλλαμβάνεται από τους Ναζί και υποχρεώνεται να παραμείνει υπό περιορισμό σε ένα άδειο δωμάτιο ξενοδοχείου, στερημένος κάθε επικοινωνία, κοιτώντας τέσσερις άδειους τοίχους.
Σιωπή αντί για σύγκρουση
Ο Πρόχνικ παρουσιάζει έναν Τσβάιχ πολύ λιγότερο συγκρουσιακό από
όσο θα επιθυμούσε ίσως ο ίδιος να φαίνεται. Παρά το γεγονός ότι το 1938
έγραφε πως «η γενιά μας έμαθε σταδιακά την υψηλή τέχνη του να ζει χωρίς
ασφάλεια. Είμαστε προετοιμασμένοι για όλα», άλλα συναισθήματα
επικρατούσαν. Στην ιδιωτική του ζωή, η σχέση του με τη Λότε ξεκίνησε ως
εξωσυζυγική περιπέτεια με τη γραμματέα του, συνεχίστηκε με την αποπομπή
της, όταν την απαίτησε η πρώτη σύζυγός του και ολοκληρώθηκε με γάμο όταν
μεσολάβησε ένα φιλικό διαζύγιο με την τελευταία. Στη δημόσια παρουσία
του ο Τσβάιχ σιώπησε στο ζήτημα του εθνικοσοσιαλισμού, κατά τον Πρόχνικ
ελπίζοντας ότι ο γερμανικό λαός θα συνερχόταν. Θεωρούσε ότι «η καλύτερη
αντιμετώπιση της εκλογής του Χίτλερ δεν ήταν η δαιμονοποίηση των οπαδών
του αλλά η μετάδοση των αξιών της πλούσιας γερμανικής κληρονομιάς που η
πολιτική των Ναζί έθετε σε κίνδυνο». Αυτό θα γινόταν με την έκδοση μιας
μηνιαίας λογοτεχνικής επιθεώρησης σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες
προκειμένου να «εξουδετερώσει τη δημαγωγική προπαγάνδα των δυνάμεων που
προσπαθούσαν να προκαλέσουν την ηθική καταστροφή της Ευρώπης». Η εφετινή
ταινία «Ξενοδοχείο Grand Budapest» του Γουές Αντερσον, εμπνευσμένη
ευθέως από το κλίμα των έργων του Στέφαν Τσβάιχ, μοιάζει να φέρνει ξανά
στην επικαιρότητα ένα αναμφίβολα ευγενές, αλλά λησμονημένο ίσως τις
τελευταίες δεκαετίες, πνεύμα.
No comments:
Post a Comment