Ο Σαραντάρης ακολούθησε τη δική του χαραγμένη γραμμή, ερχόμενος ουσιαστικά σε ρήξη με το κατεστημένο της εποχής (όπου κυριαρχούσε η αντανάκλαση του παλαμισμού και η ωραιοποίηση του καρυωτακισμού) και επιδίωξε καλοπροαίρετα όσο κι ασυνείδητα την ανανέωση για τη λογοτεχνία, την εμβάθυνση για τον στοχασμό, τη εμπράγματη ανάδειξη όλων εκείνων των ατομικών και συλλογικών δυνάμεων που θα έδιναν την απαραίτητη -και επιζητούμενη- πνοή ευρωπαϊσμού στη μικρή και απομονωμένη Ελλάδα
Ο ποιητής και διανοούμενος Γιώργος Σαραντάρης αποτελεί παραδοξότητα -μία ανάμεσα στις άλλες- του νεοελληνικού λογοτεχνικού βίου. Η προσωπικότητα, το παραδομένο έργο, οι δικές του προσλαμβάνουσες γύρω από τον λόγο και τη σκέψη κατά τη στιγμή που εμφανίστηκε αλλά και με τη «βιαστική αποχώρησή του» από το πνευματικό προσκήνιο της μεσοπολεμικής Ελλάδας, συναπαρτίζουν ένα κεφάλαιο ευεπίφορο, μια συνθήκη προς μελέτη, ή ακόμη μια αφορμή διερεύνησης και διεξοδικής παρουσίασης ενός προσώπου καθοριστικού για ό,τι ονοματίστηκε «γενιά του 1930».Έλληνας και Ιταλός, ξένος και οικείος, απόκοσμος όσο και ένθερμος υποστηρικτής του υπαρξιακού διεξόδου, παθιασμένος αναγνώστης και ορμητικός δημιουργός, ρυθμιστής των εξελίξεων και ταυτόχρονα απών: Ο Σαραντάρης (1908-1941) πέρασε μέσα από τα ελληνικά γράμματα ακολουθώντας μια μοναχική πορεία, έντονη και πολυεπίπεδη στις εκφάνσεις της, και ακόμη υποδεικνύοντας, αδόκητα μάλλον, τις αναγκαίες τομές που χρειαζόταν το ποιητικό και φιλοσοφικό γίγνεσθαι για να παρακολουθήσει τις ευρωπαϊκές εξελίξεις στα χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων.
Τόσο οι ποιητικές συλλογές του («Οι αγάπες του χρόνου», «Ουράνια», «Αστέρια», «Γράμματα σε μια γυναίκα», «Στους φίλους μιας άλλης χαράς») όσο και τα εκδοθέντα φιλοσοφικά του δοκίμια («Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης, «Η παρουσία του ανθρώπου», «Δοκίμιο λογικής, σα θεωρία του απόλυτου και του μη απόλυτου») αποκαλύπτουν το εύρος της προσφοράς του αλλά και συνακόλουθα επισημαίνουν τις αναμονές που δημιουργούσε. Επρόκειτο για έναν προικισμένο νεαρό δημιουργό που αντιμετώπισε ενίοτε την ένοχη σιωπή των ομοτέχνων λογοτεχνών απέναντι στη χειμαρρώδη γραφή του κι ενίοτε τον θαυμασμό από τους ομηλίκους του ποιητές. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο Σαραντάρης ακολούθησε τη δική του χαραγμένη γραμμή ερχόμενος ουσιαστικά σε ρήξη με το κατεστημένο της εποχής (όπου κυριαρχούσε η αντανάκλαση του παλαμισμού και η ωραιοποίηση του καρυωτακισμού) και επιδίωξε καλοπροαίρετα όσο κι ασυνείδητα την ανανέωση για τη λογοτεχνία, την εμβάθυνση για τον στοχασμό, τη εμπράγματη ανάδειξη όλων εκείνων των ατομικών και συλλογικών δυνάμεων που θα έδιναν την απαραίτητη -και επιζητούμενη- πνοή ευρωπαϊσμού στη μικρή και απομονωμένη Ελλάδα των δεκαετιών '20 και '30. Μετέφερε στην Ελλάδα μια νότα διαφορετική όντας καλλιεργημένος ο ίδιος στο ιταλικό πνευματικό περιβάλλον και εγγύτατα στις αποκαλυπτόμενες νέες ευρωπαϊκές τάσεις. Η παρουσία του, ειδικά στην ποίηση, συνέτεινε στην ισχυροποίηση της νέας γενιάς του μοντερνισμού, προσφέροντας την επίφαση που χρειαζόταν για να πρωτοστατήσει επιτέλους ανάμεσα στη μετριότητα των νεοσυμβολιστών και του «κατεστημένου της ομοιοκαταληξίας».
Ο τόμος «Γιώργος Σαραντάρης: ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος» του Γιώργου Παπαθανασόπουλου (εκδόσεις Εκπληξη, 2011) συντελεί στη μυθοποίησή του. Σ' αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί η σημαντική παρασιώπηση του Σαραντάρη για πολλά χρόνια αφού το έργο του, ανάκατο, αταξινόμητο και ανέκδοτο έτυχε της τυπογραφικής βραδυπορίας από τον επιστήθιο φίλο του Γιώργου Μαρινάκη, που ανέλαβε το αρχείο του πριν καλά καλά τελειώσει ο πόλεμος, έως ότου αποφάσισε να το παραχωρήσει στη Βικελαία Βιβλιοθήκη Ηρακλείου για να μελετηθεί και να αξιοποιηθεί. Εξ ου και μόλις τα τελευταία χρόνια διαβάζεται, προσεγγίζεται κριτικά, ανθολογείται, μελετάται συγκριτολογικά. Σ' αυτό το πλαίσιο ο δημοσιογράφος Γ. Παπαθανασόπουλος επιδίωξε τη σύνταξη μιας εκτενούς δημοσιογραφικής έρευνας για τη ζωή και το έργο του Σαραντάρη. Και θέλησε, εμφανώς, να αποτυπώσει τα αποτελέσματα της έρευνάς του με κοινό παρονομαστή τη θερμή συγκινησιακή προσέγγιση ενός αναγνώστη του έργου του. Ως προς αυτό, η εργασία του αποτελεί αποδοχή σκυτάλης από την ιστοριοδιφική και βιογραφική προσέγγιση της Ολυμπίας Καράγιωργα («Ο μελλούμενος», εκδόσεις Δίαυλος 1995).
Ωστόσο, ο συγγραφέας του τόμου βρέθηκε στη θέση ν' αντιμετωπίσει μια άνιση θέαση του προσώπου και του έργου έναντι των λογοτεχνικών προσωπικοτήτων που συμπορεύτηκαν μαζί του ως ταλαντούχοι νεαροί δημιουργοί αλλά εκείνοι συνέχισαν και εξελίχθηκαν μεταπολεμικά, ωρίμασαν και απέδωσαν τα κορυφαία έργα τους. Ο Σαραντάρης, με άλλα λόγια, αντιμετωπίστηκε λίγο-πολύ ως μια «ευγενής παραφωνία» από τους συγχρόνους του ενώ, στο τωρινό παρόν, εκτιμάται όλο και περισσότερο η συμβολή του στην εκκόλαψη της «γενιάς του 1930» όπως και η αυταξία του δικού του έργου. Ετούτο ακριβώς συνέλαβε, με δημοσιογραφική ιδιοσυγκρασία ο συγγραφέας, ερχόμενος σ' επαφή τόσο με τις βιβλιογραφικές παραπομπές όσο και μέσω της άμεσης έρευνας σε ανέκδοτο αρχειακό υλικό, δεδομένα από το οικονομικό αρχείο, αλλά και επιτόπια αυτοψία στο ιταλικό αρχοντικό των Σαραντάρηδων στο Montappone.
Η αξία της έκδοσης έγκειται ακριβώς στην αποκάλυψη μικρών και σημαντικών λεπτομερειών από το φυσικό πρόσωπο του ποιητή, το περιβάλλον όπου έζησε, το φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον του στην Ελλάδα και την Ιταλία, τα σκιρτήματα όσο και οι πνευματικές ανησυχίες του. Στη σκιαγράφησή του συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες έως πρότινος επιστολές, άρθρα, σημειώματα και σημειώσεις του που με επιμέλεια παραθέτει ο Γ. Παπαθανασόπουλος. Άλλο τόσο πρέπει να θεωρηθεί η έκδοση ως μία ακόμη ψηφίδα στον κόσμο του Σαραντάρη. Αυτόν τον κόσμο στον οποίο περιέρχεται η χαρά του φωτός, η ομορφιά της γυναίκας, η περιπέτεια του πνεύματος, η ολοκλήρωση.
No comments:
Post a Comment