Saturday, December 3, 2016

Μαρκήσιος ντε Σαντ: υπέρμαχος της ηθικής ελευθεριότητας

Ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά Κόμης ντε Σαντ [Donatien Alphonse François de Sade) (Παρίσι, 2 Ιουνίου 1740 – Σαρεντόν Σεν Μορίς, 2 Δεκεμβρίου 1814], ευρύτερα γνωστός ως Μαρκήσιος ντε Σαντ [Marquis de Sade] (όπως ονομαζόταν πριν το θάνατο του πατέρα του και τη λήψη του τίτλου του κόμη), επικαλούμενος από τους θαυμαστές του ο «Θεϊκός Μαρκήσιος», ήταν Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος με ηδονιστικές, κυρίως, και αθεϊστικές θεωρήσεις, που κατέστη περιώνυμος για την γενετήσια διαστροφή της απόλαυσης του εκδηλούμενου φόβου, τρόμου και πόνου που προκαλούσε στις συντρόφους του, όπου και εκ του τίτλου του η καθιέρωση του όρου σαδισμός.

Η φιλοσοφία του πρεσβεύει μία ακραία μορφή ελευθερίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την ηθική ελευθεριότητα, και σκοπεί στην απεξάρτηση του ατόμου από κάθε κατεστημένη νομική, ηθική ή θρησκευτική αρχή με τελικό στόχο την επίτευξη της απόλυτης ατομικής ικανοποίησης, που θεωρεί ως την ανώτατη αξία.
desade_2786855k-300x187
Τα έργα του περιέχουν ακραίες μορφές ερωτικών πρακτικών και συχνά οι περιγραφές του κινούνται μέσα στα όρια της πορνογραφίας. Εξ αιτίας της προκλητικής γραφής του και των ιδεών του πέρασε είκοσι εννέα χρόνια έγκλειστος σε άσυλα και σωφρονιστικά ιδρύματα. Το έργο του προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί αντιμαχόμενες κριτικές ενώ κατέστη πόλος έμπνευσης για άλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες διαχρονικά. Η δική του άποψη για το έργο του συμπυκνώνεται στην παρακάτω ρήση του:
«Ο τρόπος σκέψης μου είναι το αποτέλεσμα των στοχασμών μου. Είναι κομμάτι της εσώτερης ύπαρξής μου, του τρόπου που είμαι φτιαγμένος. Για το σύστημά μου, το οποίο αποδοκιμάζετε, είναι επίσης η μέγιστη παρηγοριά στη ζωή μου, η πηγή της ευτυχίας μου. Σημαίνει περισσότερα για μένα απ’ ό,τι η ίδια μου η ζωή.»
Πρώιμα χρόνια
Η μητέρα του ντε Σαντ, Μαρί-Ελεονόρ ντε Μεγέ ντε Καρμάν
Ο Σαντ γεννήθηκε στο Παρίσι, στην αριστοκρατική κατοικία Οτέλ ντε Κοντέ στις 2 Ιουνίου 1740 και ήταν γιος του Ζαν-Μπατίστ Φρανσουά Ζοζέφ, κόμη του Σαντ, μαρκησίου του Μαζάν, και της Μαρί-Ελεονόρ ντε Μεγέ ντε Καρμάν. Η μητέρα του, θυγατέρα του Ντονατιέν ντε Μεγιέ, μαρκησίου του Καρμάν, διετέλεσε κυρία επί των τιμών της πριγκίπισσας του Κοντέ. Ο πατέρας του ως διπλωμάτης βρισκόταν στην υπηρεσία του Πρίγκιπα–Εκλέκτορα της  Κολωνίας.
Ο πατέρας του Μαρκήσιου, Ζαν-Μπαπτίστ Φρανσουά Ζοζέφ, κόμης του Σαντ
Από το 1745, έπειτα από ένα σύντομο διάστημα παραμονής μαζί με συγγενείς του στην Προβηγκία και την Αβινιόν, την επιμέλειά του ανέλαβε ο αββάς θείος του Ζακ-Φρανσουά ντε Σαντ, λόγιος και σχολιαστής του Πετράρχη, ο οποίος αργότερα προκάλεσε σκάνδαλο με τη σύλληψή του σε οίκο ανοχής. Αυτός ανέθεσε την ανατροφή του σε μια οικογενειακή φίλη, τη Μαντάμε ντε Σεν Ζερμέν και την εκπαίδευσή του στον αββά Αμπλέ. Το 1750 εισήλθε στο ιησουιτικό κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου στο Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με το θέατρο και τη δραματική τέχνη, που τον γοήτευσαν και αποτέλεσαν έκτοτε αγαπημένες του ενασχολήσεις. Οι σωφρονιστικές τακτικές του παιδαγωγικού συστήματος των Ιησουιτών θεωρείται πιθανόν να αποτέλεσαν αίτιο της εκδήλωσης των ομοερωτικών και σαδιστικών τάσεων του ντε Σαντ.
Το 1754, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών έγινε δεκτός στη στρατιωτική σχολή Εκό ντε Σεβό-Λεζέρ, όπου φοιτούσαν αποκλειστικά γόνοι ευγενών. Εκεί έλαβε την αρχική στρατιωτική του εκπαίδευση και την επόμενη χρονιά ονομάστηκε δεύτερος υπολοχαγός στο σύνταγμα του βασιλικού πεζικού. Από το 1757 συμμετείχε στον Επταετή Πόλεμο με το βαθμό του σημαιοφόρου με το σύνταγμα τυφεκιοφόρων της ταξιαρχίας του Αγίου Ανδρέα υπό τον Κόμη της Προβηγκίας, μετέπειτα Λουδοβίκου ΙΗ’, αδερφό του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και στις 21 Απριλίου 1759 προήχθη σε λοχαγό του Ιππικού της Βουργουνδίας.
Γάμος και πρώτα σκάνδαλα
Η σύζυγος του ντε Σαντ, Ρενέ-Πελαζί
Αποστρατεύτηκε το 1763, ταυτόχρονα με το τέλος του πολέμου, και εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό κάστρο Σατό ντε Λακόστ. Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε τη δεσποινίδα Λορ ντε Λορί-Καστελάν. Η άρνησή της όμως για ένα γάμο μαζί του τον οδήγησε να παντρευτεί τη Ρενέ-Πελαζί ντε Μοντρόι, κόρη ενός πλούσιου κατώτερου δικαστικού με ισχυρές προσβάσεις στη βασιλική αυλή.
Τον Οκτώβριο του 1763, τέσσερις μήνες μετά το γάμο του, παύθηκε από την υπηρεσία του βασιλιά για πρώτη φορά στη ζωή του και κρατήθηκε για δεκαπέντε ημέρες στις φυλακές του βασιλικού κάστρου Βανσέν έπειτα από την καταγγελία μίας πόρνης για βλασφημία. Με τη μεσολάβηση του πατέρα του αποφυλακίστηκε το Νοέμβριο και του επιβλήθηκε υποχρεωτική παραμονή στο οικογενειακό κάστρο του Εσοφούρ υπό την επίβλεψη του επικεφαλής της αστυνομικής διεύθυνσης ηθών.
Τον Ιανουάριο του 1767 πέθανε ο πατέρας του κληροδοτώντας του τον τίτλο του κόμη καθώς και τους πύργους Λακόστ, Μαζάν και Σομάν, αλλά και μεγάλα ποσά χρεών για εξόφληση. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους γεννήθηκε το πρώτο παιδί του ζεύγους ντε Σαντ, ο Λουί-Μαρί.
Η ερωμένη του Μαρκήσιου και αδερφή της συζύγου του, Αν-Προσπέρ, σε μεταγενέστερη προσωπογραφία ως μοναχή
Την Κυριακή του Πάσχα του 1768 συνέβη το πρώτο μεγάλο σεξουαλικό σκάνδαλο του ντε Σαντ, γνωστό ως Σκάνδαλο της Αρκέι, από το όνομα του προαστίου των Παρισίων, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι οίκοι ανοχής, με μία πόρνη ονόματι Ροζ Κελέρ. Η Κελέρ τον κατήγγειλε στις αρχές για βίαιη σεξουαλική συμπεριφορά, και παρά την απόσυρση των καταγγελιών της έπειτα από μια γενναιόδωρη προσφορά χρημάτων, λόγω της έκτασης του σκανδάλου, ο βασιλιάς αναγκάστηκε να φυλακίσει το Μαρκήσιο με λετρ ντε κασέ (βασιλική διαταγή) αποσιωπώντας έτσι τη συνηθισμένη διαδικασία δίωξης. Παρέμεινε έγκλειστος έως τις 16 Νοεμβρίου οπότε και εγκαταστάθηκε στο κάστρο της Λακόστ. Το 1771 τον ακολούθησε εκεί και η οικογένειά του μαζί με την αδερφή της γυναίκας του Αν-Προσπέρ, που σύντομα έγινε ερωμένη του.
Μετά από ένα επεισόδιο στη Μασσαλία το 1772, που είχε να κάνει με δηλητηρίαση πορνών με το υποτιθέμενο αφροδισιακό ισπανική μύγα και σοδομισμό με τον υπηρέτη του, Λατούρ, καταδικάστηκαν και οι δύο σε θάνατο. Κατάφεραν να διαφύγουν στην Ιταλία παίρνοντας μαζί τους και την Αν-Προσπέρ, γεγονός που εξόργισε την πεθερά του, Μαντάμ ντε Μοντρόι, η οποία κατάφερε να εξασφαλίσει βασιλική εντολή για τη σύλληψη του γαμπρού της.
Πρώτη περίοδος εγκλεισμού και η Επανάσταση
Ο ντε Σαντ ανακρινόμενος από αστυνομικούς, ανιστορική απεικόνιση του 19ου αιώνα.
Οι χειρόγραφοι κύλινδροι του έργου 120 Μέρες στα Σόδομα. Το έργο γράφτηκε σε ρολό χαρτιού 12 μέτρων στις φυλακές της Βαστίλης.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1772 συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Σατό ντε Μιολάν από όπου δραπέτευσε πέντε μήνες αργότερα μαζί με το συγκρατούμενό του, Βαρώνο του Αλέ, και τη βοήθεια δεκαπέντε αντρών. Παρέμεινε κρυμμένος στη Λακόστ και επανασυνδέθηκε με τη σύζυγό του διατηρώντας παράλληλα μια ομάδα νέων υπαλλήλων, οι περισσότεροι από τους οποίους παραπονούνταν για σεξουαλική κακομεταχείριση και εγκατέλειψαν το κάστρο του Μαρκησίου. Ο Σαντ αναγκάστηκε πάλι να φύγει στην Ιταλία και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγραψε το βιβλίο Ταξίδι στην Ιταλία. Το 1776 επέστρεψε στη Λακόστ και προσέλαβε νέες υπηρέτριες, οι οποίες όμως έφυγαν γρήγορα από την υπηρεσία του. Το 1777 ο πατέρας μίας από αυτές ήρθε στη Λακόστ ζητώντας την κόρη του και επιχείρησε να δολοφονήσει τον Σαντ. Το Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς ο Μαρκήσιος μετήχθη στις φυλακές του κάστρου Βανσέν.
Στις 14 Ιουνίου 1778 πληροφορήθηκε την αθώωσή του για τις κατηγορίες της δηλητηρίασης και του σοδομισμού αλλά αναγκάστηκε να παραμείνει φυλακισμένος λόγω της βασιλικής εντολής, που είχε εκδοθεί με ενέργειες της πεθεράς του. Ένα μήνα αργότερα κατάφερε να δραπετεύσει αλλά συνελήφθη σύντομα και οδηγήθηκε στη Βανσέν, όπου παρέμεινε μέχρι και την παύση λειτουργίας της ως φυλακής το 1784, οπότε και μεταφέρθηκε στη Βαστίλη.
Στις περιώνυμες φυλακές της Βαστίλης κρατήθηκε στον Πύργο της Ελευθερίας (Tour de la Liberté) έως τις 2 Ιουλίου 1789 όταν άρχισε να φωνάζει από το κελί του ότι σκοτώνουν τους φυλακισμένους καλώντας τον κόσμο να τους απελευθερώσει. Από εκεί, δέκα ημέρες πριν την πυρπόληση της Βαστίλης από τους επαναστάτες, διαμετακομίστηκε με βασιλική εντολή στο άσυλο φρενοβλαβών του Σαρεντόν, το οποίο διηύθυνε το τάγμα των Αδελφών του Ελέους. Σε αυτή την πρώτη μακρά περίοδο εγκλεισμού του ξεκίνησε τη συγγραφή των πλέον γνωστών έργων του όπως η Ζιστίν120 Μέρες στα ΣόδομαΔιάλογος μεταξύ Ιερέα και Μελλοθανάτου κ.α. Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ απελευθερώθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση στις 2 Απριλίου 1790 με την ακύρωση όλων των βασιλικών εντολών φυλάκισης υπό τη μορφή λέτρ ντε κασέ. Η σύζυγός του αποσύρθηκε σε μοναστήρι και αρνήθηκε οποιαδήποτε επαφή μαζί του. Τότε ξεκίνησε ο δεσμός του με την τριαντατριάχρονη πρώην ηθοποιό Μαρί-Κονστάνς Ρενέλ (Μαντάμ Κενέ), την οποία είχε εγκαταλείψει ο άνδρας της Μπαλταζάρ Κενέ, αφήνοντάς της και την επιμέλεια του εξάχρονου γιου τους.
Στις 22 Οκτωβρίου 1790 ανέβηκε με επιτυχία στο Παρίσι το θεατρικό του έργο, Κόμης Οξτιέρν ή Οι δυστυχίες της ελευθεριότητας, μία κωμωδία τριών πράξεων στην οποία παρουσιάζονταν οι απολαύσεις του εγκλήματος, προκαλώντας όμως μεγάλες αντιδράσεις. Προηγουμένως ο Σαντ είχε κυκλοφορήσει ένα πολιτικό μανιφέστο και την επόμενη χρονιά δημοσιεύτηκε μία ανώνυμη έκδοση της Ζιστίν. Όπως και άλλοι Γάλλοι αριστοκράτες προσαρμόστηκε στη μετεπαναστατική κοινωνία και πολιτικοποιήθηκε εκλεγόμενος γραμματέας και αργότερα πρόεδρος και ειρηνοδίκης της περιφέρειας Πικ των Παρισίων (Section des Piques).
Δίωξη από την Τρομοκρατία και σύντομη περίοδος ελευθερίας
Φανταστικό πορτρέτο του ντε Σαντ από τον H. Biberstein (1830)
Εντούτοις, με την επανάσταση δημιουργήθηκαν καταστάσεις που ο Μαρκήσιος δεν μπορούσε να συμμεριστεί. Προσποιήθηκε τον υποστηρικτή της εγκαθίδρυσης του ολοκληρωτικού σοσιαλισμού και της πλήρους κατάργησης της κυριότητας, όμως επέμεινε στη διατήρηση του οικογενειακού του κάστρου και της ιδιοκτησίας του. Η επιβολή του καθεστώτος της Τρομοκρατίας του Ροβεσπιέρου (1793-1794) και οι χιλιάδες εκτελέσεις που ακολούθησαν τον οδήγησαν να αποσυρθεί από την πολιτική κονίστρα αποτροπιασμένος. Αν και είχε χρησιμοποιήσει διάφορες μορφές βασανιστηρίων για να διεγείρει τα πάθη του, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τις μαζικές εκτελέσεις που πραγματοποιούνταν από τον νεοπαγή κρατικό μηχανισμό.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1793 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης, βάσει του Νόμου περί Υπόπτων για μία επιστολή που είχε γράψει προ διετίας στον Δούκα Ντε Μπρισάκ, διοικητή της φρουράς του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, και φυλακίστηκε στις Φυλακές Μαντελονέτ. Μεταφέρθηκε στη Φυλακή Καρμηλιτισσών της οδού ντε Βοζιράρ και από εκεί στο Σεν-Λαζάρ. Καταδικάστηκε για δεύτερη φορά σε θάνατο, αλλά λόγω της γραφειοκρατίας διέφυγε τον αποκεφαλισμό στη γκιλοτίνα. Το 1795 δημοσίευσε το έργο του Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ, μία φιλοσοφική μελέτη συνδυασμένη με τη γνωστή ερωτική γραφή του ντε Σαντ, και μέσα στην επόμενη πενταετία κυκλοφόρησαν τα μυθιστορήματα Η Νέα ΖιστίνΑλίν και Βαλκούρ και Η Ιστορία της Ζιλιέτ.
Στα 1799 αναγκάστηκε να εργαστεί σε ένα θέατρο των Βερσαλλιών κερδίζοντας ελάχιστα χρήματα και συντηρώντας παράλληλα το γιο της Μαντάμ Κενέ, Κάρολο. Την ίδια χρονιά ανέβηκε, για δεύτερη φορά, στη Σοσιέτ Ντραματίκ των Βερσαλλιών το θεατρικό του Οξτιέρν. Ο ντε Σαντ αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα και για ένα διάστημα βρέθηκε να στεγάζεται σε πτωχοκομείο.
Αντιμέτωπος με το καθεστώς του Βοναπάρτη
Τον Ιούνιο του 1800 κυκλοφόρησε μία ανώνυμη μπροσούρα με τον τίτλο Ζολοέ, μέσω της οποίας ο συντάκτης της επιτίθονταν στο Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που είχε πρόσφατα αναλάβει την εξουσία, και στο περιβάλλον του. Οι υποψίες για τη συγγραφή της στράφηκαν στο Μαρκήσιο παρότι σήμερα είναι πλέον επιβεβαιωμένο ότι δεν είχε καμία σχέση. Τον Οκτώβριο κυκλοφόρησε η τετράτομη συλλογή ιστοριών του Εγκλήματα από Έρωτα, στην οποία επιτέθηκε με σφοδρότητα σε άρθρο του στη Ζουρνάλ ντε Παρί ο ακαδημαϊκός και κριτικός Αλεξάντρ-Λουί ντε Βιγιετέρκ, κατονομάζοντας συνάμα το Σαντ ως το συγγραφέα της Ζιστίν.
Η μακρά σειρά συλλήψεων του Μαρκησίου ντε Σαντ ολοκληρώθηκε στις 6 Μαρτίου 1801 όταν, τυχαία ευρισκόμενος στο γραφείο του εκδότη του Νικολά Μασέ, συνελήφθη μαζί του έπειτα από έφοδο της αστυνομίας. Η έρευνα των αρχών αποκάλυψε χειρόγραφα και διορθώσεις του ντε Σαντ για τα έργα Νέα Ζιστίν και Ζιλιέτ. Κατά την ανάκριση ο Μασσέ, με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του, παρέδωσε το χειρόγραφο της Ζιλιέτ. Ο Σαντ αναγνώρισε το χειρόγραφο αλλά υποστήριξε ότι αυτός δεν ήταν παρά ο αντιγραφέας του. Τον Απρίλιο αποφασίστηκε από το διευθυντή της παρισινής αστυνομίας Ντιμπουά και τον Υπουργό Ασφαλείας, τον περίφημο Ζοζέφ Φουσέ, η μη διεξαγωγή δίκης του Μαρκησίου προκειμένου να αποφευχθεί μεγαλύτερο σκάνδαλο και ο εγκλεισμός του στη φυλακή πολιτικών κρατουμένων Σεντ-Πελαζί. Ως αιτιολογία προβλήθηκε η συγγραφή του «επαίσχυντου μυθιστορήματος Ζιστίν» και του «ακόμα φρικτότερου Ζιλιέτ».
Τα χρόνια στο Σαρεντόν και το τέλος
Απόσπασμα από το χειρόγραφο της διαθήκης του ντε Σαντ.
Ο Μαρκήσιος σε ανιστορικό πορτρέτο του 19ου αιώνα.
Ο ντε Σαντ απηύθυνε από τη φυλακή επιστολή–έκκληση προς τον Υπουργό της Δικαιοσύνης, Αντρέ Ζοζέφ Αμπριάλ, στις 20 Μαΐου 1802, ζητώντας την απελευθέρωσή του ή την προσαγωγή του σε δίκη, ισχυριζόμενος ότι δεν είναι ο συγγραφέας της Ζιστίν. Ακολούθησαν το 1803 οι δύο τελικές διαμετακομίσεις του, αρχικά στις φυλακές Μπισέτρ και κατόπιν αιτήματος της οικογένειάς του στο άσυλο Σαρεντόν, όπου φρουρούνταν από έναν αστυνομικό και οι οικείοι του κατέβαλαν τρεις χιλιάδες φράγκα ετησίως ως τρόφιμη συνδρομή. Η Μαντάμ Κενέ τον ακολούθησε στο Σαρεντόν λαμβάνοντας άδεια παραμονής σε κοντινό δωμάτιο. Ο φιλελεύθερος διευθυντής του ασύλου, αββάς Φρανσουά Σιμονέ ντε Κουλμιέ, προμήθευε τον ντε Σαντ με γραφική ύλη και τον ενθάρρυνε στο ανέβασμα θεατρικών έργων ανοιχτών στο κοινό, με ηθοποιούς τους τροφίμους του ιδρύματος. Στο Σαρεντόν εκτυλίχτηκε και η τελευταία ερωτική σχέση του Μαρκησίου με την εκεί ανήλικη εργαζόμενη Μαγκτελέν Λεκλέρκ, που εκτός από σεξουαλικό είχε και παιδαγωγικό χαρακτήρα, μιας και ο ηλικιωμένος πλέον πρώην ευγενής της δίδαξε γραφή και ανάγνωση.
Τον Ιούνιο του 1807 σε αστυνομικό έλεγχο στο κελί του ανακαλύφθηκε το δεκάτομο έργο Τα Ταξίδια της Φλορμπέλ, που μόλις είχε ολοκληρώσει. Το έργο κατασχέθηκε και μετά το θάνατο του Μαρκησίου κάηκε από το γιο του, Ντονατιέν-Κλοντ-Αρμάν, όπως και πολλά άλλα ανέκδοτα χειρόγραφά του. Στις 9 Ιουνίου 1809 δολοφονήθηκε σε ενέδρα ο πρεσβύτερος γιος του Λουί-Μαρί, αξιωματικός του στρατού του Ναπολέοντα και στις 7 Ιουλίου του 1810 πέθανε η σύζυγός του Ρενέ-Πελαζί, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση από την πρώτη αποφυλάκισή του το 1790.
Υπό την προεδρία του Ναπολέοντα το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε στα 1811 τη συνέχιση της κράτησης του ντε Σαντ στο Σαρεντόν, απόφαση που ανανεώθηκε στα 1812, ενώ την επόμενη χρονιά απαγορεύτηκαν και οι θεατρικές παραστάσεις που ανέβαζε στο άσυλο. Το 1813 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα Κρυφή ιστορία της Ιζαμπέλ ντε Μπαβιέρ και δημοσίευσε ανώνυμα το βιβλίο Η Μαρκησία της Γάγγης.
Ο ονοματοδότης του όρου σαδισμός πέθανε ενώ κοιμόταν στο άσυλο φρενοβλαβών Σαρεντόν στις 2 Δεκεμβρίου 1814 σε ηλικία 74 ετών εγκαταλείποντας ένα έργο που θα επηρέαζε και θα μελετούνταν βαθιά από λογοτέχνες, ερευνητές και ψυχαναλυτές τους επόμενους δύο αιώνες.
Ο όρος σαδισμός
Ο όρος σαδισμός [sadisme] δημιουργήθηκε από τον Αυστρογερμανό ψυχίατρο Ρίχαρντ φον Κραφτ-Έμπινγκ και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1886 στο έργο του Psychopathia Sexualis. Η σημασία του έχει να κάνει με την επίδραση της σκληρότητας στη σεξουαλική διέγερση με την επιβολή σωματικού πόνου, νοητικού βασάνου ή και των δύο παράλληλα. Περιγράφεται επίσης ως γενετήσια διαστροφή κατά την οποία προκαλείται διέγερση απλά και μόνο με την πρόκληση πόνου σε άλλο άτομο ή με τη θέα αίματος. Αναφέρεται ότι η αίσθηση σεξουαλικής ευχαρίστησης παράγεται με πράξεις κακοποίησης ή τιμωρίας του ερωτικού αντικειμένου από ζώα ή ανθρώπους και συνίσταται από μία αρχική επιθυμία να πονέσει, να πληγώσει ή ακόμα και να καταστρέψει το σεξουαλικό αντικείμενο, ώστε να επιτευχθεί η σεξουαλική ευχαρίστηση.
«Η σκληρότητα είναι απλώς η ανθρώπινη ενέργεια που ο πολιτισμός δεν αλλοίωσε ακόμα ολότελα: είναι λοιπόν αρετή, όχι βίτσιο.»
Απόψεις σαν και αυτή του Μαρκησίου ντε Σαντ, καθώς και η σεξουαλική δράση σε έργα του, συνέτειναν στο να δανείσει μεταθανάτια το όνομά του στον ψυχοπαθολογικό αυτό όρο. Ο αντίθετος όρος του σαδισμού είναι o μαζοχισμός. Κατά τον μαζοχισμό το άτομο διεγείρεται σεξουαλικά όταν του επιβάλλεται πόνος, περιορισμός ή τιμωρία. Σε μερικούς ανθρώπους συνυπάρχουν και οι δυο τάσεις του σαδισμού και του μαζοχισμού, αποδιδόμενες μαζί ως σαδομαζοχισμός.
Έργο
Λογοτεχνική παρουσία
Εικόνα από τη γερμανική έκδοση της Ζυλιέτ το 1800.
Εικόνα από την έκδοση του 1795 του έργου Αλίν και Βαλκούρ
Η θεατρική παρουσία του ντε Σαντ ξεκίνησε από το 1765 περίπου, οπότε έγραψε και έλαβε μέρος σε διάφορες ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις. Η βασική όμως λογοτεχνική του δημιουργία άρχισε μετά τη φυλάκισή του στη Βανσέν το 1778. Ενώ ο ντε Σαντ χρησιμοποιεί πολλούς από τους κανόνες της τυχοδιωκτικής, γοτθικής και αισθηματικής μυθιστοριογραφίας, τα μυθιστορήματά του είναι μοναδικά στη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής του με την απόρριψη οποιουδήποτε ηθικού νόμου και τις αναλυτικές, εγκυκλοπαιδικού τύπου, λεπτομέρειες της βίαιης σεξουαλικής συμπεριφοράς.
Στις 120 Ημέρες στα Σόδομα, έργο που άρχισε να γράφει στη Βαστίλη τη δεκαετία του 1780 και ουδέποτε ολοκλήρωσε, προσπαθεί να εκθέσει με λογοτεχνική μορφή έναν κατάλογο όλων των πιθανών μορφών ελευθεριάζουσας σεξουαλικής συμπεριφοράς. Η Ζιστίν, η ιστορία μιας ενάρετης νέας γυναίκας που υποβάλλεται σε φρικιαστικά σεξουαλικά βασανιστήρια και σκοτώνεται τελικά από χτύπημα κεραυνού, ολοκληρώθηκε επίσης στη Βαστίλη, ενώ μία πιο εκτεταμένη έκδοση δημοσιεύθηκε το 1797 ως Νέα Ζιστίν μαζί με τη Ζιλιετ, την ιστορία της αδελφής της Ζιστίν, η οποία ακολουθώντας το δρόμο της φαυλότητας ανταμείβεται και ευημερεί.
Στη Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ παρουσιάζει τη μύηση μιας νέας γυναίκας στη φιλοσοφία και την πρακτική της ακολασίας. Η σωζόμενη εργογραφία του ντε Σαντ περιλαμβάνει ακόμη διάφορα συμβατικότερα θεατρικά έργα και σύντομα αφηγήματα, δύο ιστορικά μυθιστορήματα, και ένα επιστολικό μυθιστόρημα, το Αλίν και Βαλκούρ. Επίσης έχει διασωθεί μεγάλο τμήμα της ογκώδους αλληλογραφίας του.
Κριτική και αποτίμηση
Παρότι τα έργα του ντε Σαντ δεν εκδόθηκαν επίσημα κατά τη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα, κυκλοφορούσαν ιδιωτικά. Το 1855 ο Γάλλος κριτικός και ακαδημαϊκός Σαρλ Ογκυστίν Σαιντ-Μπεβ χαρακτήρισε το Μαρκήσιο ντε Σαντ και το Λόρδο Βύρωνα ως τις «δύο μέγιστες πηγές έμπνευσης» για τους σύγχρονους συγγραφείς, πολλοί από τους οποίους είδαν τον Μαρκήσιο ως πρωτοπόρο της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης και μάρτυρα της ελευθερίας.
Ο Άλγκερνον Σούϊνμπερν, ο Πολ Βερλαίν, ο Κάρολος Μπωντλαίρ, ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ και ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ ήταν μεταξύ των συγγραφέων που επηρεάστηκαν από τη ζωή και το έργο του Σαντ. Στον εικοστό αιώνα, η υπερρεαλιστική κίνηση άντλησε έμπνευση από την εικονοκλαστική χρήση του ερωτισμού από το Σαντ και την προκλητική απόρριψη κάθε περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας.
Το τελευταίο μισό του εικοστού αιώνα αυξήθηκαν οι κριτικές πραγματείες του έργου του ντε Σαντ. Μελέτες από κριτικούς όπως ο Ρολάν Μπαρτ, ο Μορίς Μπλανσό, ο Πιέρ Κλοσοφσκί και ο Ζορζ Μπατάιγ, εστιάζουν στη βαθιά γνώση του Σαντ πάνω στην ψυχολογία της δύναμης και της επιθυμίας και στις σχέσεις μεταξύ των ρητορικών πρακτικών του και της επιθυμίας για απόλυτη προσωπική κυριαρχία.
Η αντίληψη του Φουκώ για το έργο του Σαντ ως συνόρου μεταξύ κλασσικής και σύγχρονης σκέψης, ώθησε σε πολυάριθμες αναλύσεις της αλληλεξάρτησης μεταξύ των έργων του, του πολιτιστικού και φιλοσοφικού περιβάλλοντός του και των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ανακατατάξεων του όψιμου 18ου αιώνα στη Γαλλία.
Διάφοροι κριτικοί έχουν εξετάσει επίσης την αντιμετώπιση των θηλυκών χαρακτήρων στα κείμενα του Σαντ. Η Αλίς Λαμπόρντ βρίσκει στο έργο του μια έκθεση της άδικης μεταχείρισης της κοινωνίας έναντι των γυναικών και ένα αίτημα για σεξουαλική ισότητα. Η Άντρια Ντουόρκιν, από την άλλη πλευρά, χρησιμοποιεί τη μελέτη της για το Σαντ για να υποστηρίξει τη θέση της ότι η πορνογραφία λειτουργεί ως μέσο υποβιβασμού και υποταγής των γυναικών. Η Άντζελα Κάρτερ υποστηρίζει ότι η εργασία του Σαντ είναι τελικά πολύτιμη επειδή απεικονίζει ξεκάθαρα τις βίαιες και καταπιεστικές συμπεριφορές, που κρύβονται πίσω από τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών
Το έργο του Σαντ στα ελληνικά
Η πρώτη έκδοση βιβλίου του Μαρκησίου ντε Σαντ στα ελληνικά ήταν η Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ από τις εκδόσεις Εξάντας σε μετάφραση του Βασίλη Καλλιπολίτη το 1979, του οποίου η κυκλοφορία απαγορεύτηκε με δικαστική εντολή. Δύο χρόνια αργότερα ο ίδιος εκδοτικός οίκος κυκλοφόρησε το 120 Μέρες στα Σόδομα σε μετάφραση των Τάκη Θεοδωρόπουλου και Πέτρου Παπαδόπουλου. Η έκδοση προκάλεσε την παρέμβαση συντηρητικών δικαστικών κύκλων, που κατήγγειλαν το έργο ως πορνογράφημα για «προσβολή της δημοσίας αιδούς» βάσει του τότε υφιστάμενου νόμου «περί ασέμνων» με μάρτυρα κατηγορίας ένα χωροφύλακα.[34] Σε αντίδραση αυτής της πράξης λογοκρισίας 48 εκδότες ανήγγειλαν κοινή έκδοση του έργου. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και το σύνολο του Τύπου, καταδικάζοντας ομοθυμαδόν τέτοιες πρακτικές. Προσωπικότητες των γραμμάτων υπερασπίστηκαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των έργων του Σαντ, θεωρώντας το γεγονός της απαγόρευσης σκοταδιστικό πισωγύρισμα. Το δικαστήριο συνεκάλεσε Γνωμοδοτική Επιτροπή πέντε προσωπικοτήτων όπου μεταξύ των μελών της βρίσκονταν οι Γιάννης ΜόραληςΚωνσταντίνος Δεσποτόπουλος και Ευάγγελος Παπανούτσος, εκ των οποίων ο τελευταίος ήταν ο μόνος που συνηγόρησε στην πρακτική της απαγόρευσης. Το βιβλίο εν τέλει απαγορεύτηκε ­έως και το 1991 οπότε ήρθη και τυπικά η απαγόρευση. Έκτοτε πολλές εκδόσεις των έργων του ντε Σαντ έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από σημαντικούς εκδοτικούς οίκους με κυρίαρχα έργα τη Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ, τη Ζυστίν και τις 120 Ημέρες στα Σόδομα.

No comments: